Γράφει ο Γιώργος Μουσγάς //
Στις κερκίδες, στον αγωνιστικό χώρο και στις ταράτσες των σπιτιών στην πλαγιά πάνω απ’ το Στάδιο Άρτας, δεν έπεφτε καρφίτσα. Η συναυλία τελείωσε κοντά στα μεσάνυχτα. Κι ο κόσμος αντί να αποχωρήσει ξεχύθηκε μέσα στον αγωνιστικό χώρο να αγκαλιάσει το Μίκη, που –μαζί με τους μουσικούς- προσπαθούσαν να προστατέψουν το πιάνο. Στη φωτογραφία οι έντεκα απ’ τους 22 νεαρούς είμαστε συμμαθητές. Χωρίς καμμιά συννενόηση ότι θα πηγαίναμε στη συναυλία μας «αιχμαλώτισε» ένα φωτογραφικό κλίκ με το Μίκη. (Δεξιά στη φωτογραφία ο νεαρός με τα γυαλιά είναι ο γράφων Γιώργος Μουσγάς, μαθητής, τότε της Ε’ τάξης του Α’ Γυμνασίου Αρρένων Άρτας).
Σαν τη χορταστική βροχή μέσα πολιτιστική ξηρασία της επαρχίας ήταν η συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη στο Στάδιο της Αρτας τον Ιούνη του 1975.
Η είδηση κυκλοφόρησε από στόμα σε στόμα καθώς, τότε, δεν υπήρχαν τα πολυμέσα στην ενημέρωση. Τη μεγαλύτερη χαρά είχαν οι μαθητές που τα κύματα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου τους απέσπασαν απ’ τις κερκίδες των γηπέδων, και τους έριξαν στα βαθιά νερά της πολιτικής αναζήτησης και δράσης μετά τη μεταπολίτευση.

Αλλά και σε αυτούς τους άγουρους ακόμα, πολιτικά, νέους υπήρχαν αποτυπώματα της Εθνικής Αντίστασης από κάποιον παπού που μίλησε για τον Άρη Βελουχιώτη ή τη γιαγιά που θρηνούσε τα αδέρφια της τα οποία σκοτώθηκαν με το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας στο Γράμμο. Υπήρχαν και μνήμες των κατοπινών αγώνων από κάποιο συγγενή ΕΔΑΐτη ή τον εξόριστο που βγήκε απ’ τη Γιάρο με ανήκεστο βλάβη στην υγεία.
Τα «Γύφτικα» για το Μίκη
Υπήρχαν και οι ξένοι σταθμοί, στους οποίους η παρουσίαση της αντιδικτατορικής πάλης στην Ελλάδα είχε τη μουσική επένδυση του Μίκη.
Ήταν η σχολική περίοδος 1972-1973. Σε κάθε διάλειμμα έμεινε στην τάξη του Γυμνασίου ο επιμελητής για να ανοίγει τα παράθυρα, να φέρνει κιμωλίες, τα γεωμετρικά όργανα και τους χάρτες για τις ανάγκες των μαθημάτων.
Σε ένα διάλλειμμα ήταν επιμελητής στην τάξη ο συμμαθητής μου Βασίλης Μπαρδάκας. Είχε γυρισμένη την πλάτη προς την πόρτα και σιγοσφύριζε το «Βράχο-βράχο τον καημό μου». Μπήκα αθόρυβα στην αίθουσα και, όπως δεν με πήρε χαμπάρι, τον άρπαξα από τον ώμο λέγοντας: «Συλλαμβάνεσαι!»
Ο Βασίλης κόντεψε να πάθει συγκοπή. Γύρισε κάτωχρος χωρίς να μπορεί να αρθρώσει λέξη.
– Μη φοβάσαι, του είπα αφήνοντας τον ώμο του.
– Δηλαδή; ψέλλισε.
– Και εγώ Μίκη ακούω από τους ξένους σταθμούς.
Αφού ανταλάξαμε συνομωτικά κάποιες κουβέντες ο Βασίλης ξεθάρεψε: «Εγώ έχω και κασέτα με το Μίκη!» είπε κάποια στιγμή. Και συμωνήσαμε να την ακούσουμε παρέα.
Ο συμμαθητής μου είχε νοικιασμένο ένα δωματιάκι, που δεν επικοινωνούσε με τα γειτονικά σπίτια της πόλης της Άρτας. Είχαμε δηλαδή εξασφαλισμένη προστασία.
Είχε κι ένα κασετόφωνο ματρακά. Ο Βασίλης τράβηξε μια κασέτα που πάνω έγραφε «Γύφτικα». Την έβαλε στο κασετόφωνο και άρχισε ένα γύφτικο πανηγύρι.
– Μήπως μπέρδεψες τις κασέτες;
– Μη βιάζεσαι! Τώρα παίζει το καμουφλάζ, είπε ο Βασίλης. Και σε λίγο άρχισε Μίκης!
Έκτοτε συνεννοούμαστε συνομωτικά για να ακούσουμε κανένα …γύφτικο!
Τη χαρά του μαθητόκοσμου για τη συναυλία του Μίκη στην Άρτα, μετρίαζε η αγωνία των γραπτών εξετάσεων του Ιούνη στο εξατάξιο, τότε, γυμνάσιο. Αν, δηλαδή, την επόμενη θα έγραφαν κάποιο μάθημα ή θα είχαν κενό.

Για τον γράφοντα η επόμενη μέρα είχε διαγώνισμα στην ψυχολογία της Ε’ τάξης του γυμνασίου. Έτσι νωρίς το απόγευμα με το βιβλίο υπό μάλης πήρα το δρόμο για το Στάδιο, που το χρησιμοποιούσε ως έδρα η θρυλική, τότε, ποδοσφαιρική ομάδα της Αναγέννησης Άρτας, η οποία αγωνιζόταν στη Β’ Εθνική.
Από κάθε δρομάκι ξεπρόβαλε μια γνωστή φυσιογνωμία, που παλιότερα συναντιόμαστε για να πάμε στο γήπεδο και να φωνάξουμε για τη «Μαύρη Θύελλα», όπως ήταν το προσωνύμιο της Αναγέννησης. Τώρα είμαστε στον ίδιο δρόμο για να τραγουδήσουμε «είμαστε δυό, είμαστε τρείς, είμαστε χίλιοι δεκατρείς».
Η παρουσία του Μίκη μας απάλλασε από τα απομεινάρια του μουδιάσματος της δικτατορίας και αυτό φαινόταν μέσα από τα συγκαταβατικά βλέμματά μας.
Το Στάδιο της Άρτας είναι στην πεδιάδα και, τότε, ήταν περιτρυγισμένο με περιβόλια από πορτοκαλιές. Άφραγκοι πηδούσαμε τους φράχτες με τα αγκαθωτά σύρματα για να μπούμε στο γήπεδο να δούμε το μάτς τα απογεύματα της Κυριακής. Και ξοπίσω οι αγροφύλακες με τη σφυρίχτρα να κυνηγάνε τους τζαμπατζήδες…
Που να ξέραμε πως τη βραδιά της συναυλίας τα περβόλια θα είχαν την τιμητική τους με τις μελωδίες του Μίκη για τους «ανθισμένους κήπους» και την πρόσκληση: «Χάρε, στο κρασί αν σε πάρω στον χορό και στο τραγούδι
τότες χάρισέ μου μιας νυχτιάς ζωή».
Όταν πήρε να σουρουπώνει το γήπεδο ήταν κατάμεστο, όπως και οι ταράτσες των σπιτιών στην πλαγιά πάνω απ’ το Στάδιο.
Πρώτη, αν θυμάμαι καλά, μπήκε στο Στάδιο η Μαρία Φαραντούρη και καταχειροκροτήθηκε.
Πρίν ξεκινήσει η συναυλία καλωσόρισαν το συγκρότημα και μίλησαν για την προσφορά του Μίκη εκπρόσωποι των νεολαιών της ΕΔΗΚ, του ΠΑΣΟΚ, της ΚΝΕ και του Ρήγα Φεραίου. Ο κόσμος τραγουδούσε με ένα στόμα τα τραγούδια του. Όταν μάλιστα πήρε το μικρόφωνο ο Μίκης, έγινε πανζουρλισμός. Μετά το τέλος της συναυλίας οι νέοι αντί να φύγουν προσπαθούσαν να φτάσουν κοντά στο Μίκη. Να φωτογραφηθούν μαζί του. Ο Μίκης με τους συνεργάτες του προσπαθούσαν να προστατέψουν το πιάνο απ’ το νεανικό κύμα.
Χειμαρρώδης για τις απεργοκτόνες διατάξεις
Στις 2 Ιούνη 1983 έγινε πανεργατική απεργία με δεκάδες συγκεντρώσεις σε όλη τη χώρα.

Εκείνη τη μέρα ψηφίστηκε ο αντιαπεργιακός νόμος 1365 (ΦΕΚ Α΄ 80/22.7.1983) για την «Κοινωνικοποίηση των επιχειρήσεων δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας» με το απεργοκτόνο «Άρθρο 4».
Το «Άρθρο 4 –το οποίο χάρισε και το «όνομα» στο νόμο- προέβλεπε ότι «για να ληφθεί απόφαση για απεργιακή κινητοποίηση απαιτείται η απόλυτη πλειοψηφία των εγγεγραμμένων μελών της οργάνωσης». Ήταν ένας «νόμος τραβεστί που άλλο φαίνεται και άλλο είναι», είπε στη Βουλή ο Μίκης Θεοδωράκης, βουλευτής, τότε, του ΚΚΕ, στη διάρκεια της συζήτησης του επίμαχου νομοσχεδίου (1.6.1983).
Ο Ευάγγελος Γιαννόπουλος (1918-2003), υπουργός Εργασίας, διέκοψε τον Μίκη λέγοντας: «Ο νόμος θα περάσει και θα πείτε κι ένα τραγούδι». «Εγώ που ξέρω από τραγούδια, ακούω ήδη πένθιμα εμβατήρια για σάς» ήρθε η αποστομωτική ατάκα απ’ το Μίκη, που τελείωσε την αγόρευσή του τονίζοντας: «Αυτός ο νόμος τραβεστί δεν θα περάσει στο λαό. Ο λαός θα τον στείλει να συναντήσει τους θλιβερούς προκατόχους στα σκουπίδια, όπως θα πάει στα σκουπίδια και η νεκρανάσταση του αντικομμουνισμού, που επιχειρήθηκε πρίν λίγο στην αίθουσα αυτή με την κυβερνητική απάντηση στη δήλωση του κόμματός μας».
Είχε προηγηθεί απ’ το βήμα της Βουλής δήλωση του, τότε, ηγέτη του ΚΚΕ Χαρίλαου Φλωράκη με την οποία ζήτησε ή να αποσυρθεί το νομοσχέδιο ή να προκηρυχτούν πρόωρες εκλογές. Ακολούθησε πανδαιμόνιο στο ΠΑΣΟΚ με πρωταγωνιστή τον, τότε, υπουργό Προεδρίας Μένιο Κουτσόγιωργα.
Και για την ιστορία: Το «άρθρο 4» δεν εφαρμόστηκε ποτέ, καταργήθηκε με το νόμο 1766/1988 (ΦΕΚ Α΄ 61/1.4.1988) και κατέληξε τελικά στα σκουπίδια.
Επίσης για την ιστορία: Κι όμως αυτή η απεργοκτόνα ρύθμιση ανασύρθηκε από το σκουπιδοτενεκέ απ’ τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ΑΝΕΛ το 2018. Το άρθρο 211, που ισχύει ακόμα, του μνημονιακού νόμου 4512/2018 (ΦΕΚ Α΄5/17.1.2018) προβλέπει: «Ειδικά για τη συζήτηση και τη λήψη απόφασης κήρυξης απεργίας απαιτείται η παρουσία τουλάχιστον του ενός δευτέρου (1/2) των οικονομικά τακτοποιημένων μελών».
Πορεία με «πολιορκία» της Βουλής
Τη μέρα της πανεργατικής απεργίας (2.6.1983) στήν Αθήνα έγινε μεγάλη συγκέντρωση στην πλατεία Εθνικής Αντίστασης. Στις 7 μ.μ. ένα γιγάντιο ανθώπινο ποτάμι ξεχύθηκε από τα Χαυτεία στην οδό Σταδίου με πορεία πρός τη Βουλή, την οποία πολιόρκησε επί ώρες.
Επικεφαλής στην πορεία ήταν ο Μίκης, ο Στάθης Παναγούλης, ανεξάρτητος, τότε, βουλευτής καθώς είχε διαγραφεί απ’ το ΠΑΣΟΚ μετά την παραίτησή του από υφυπουργός Εσωτερικών, ο Γιάννης Ζαφειρόπουλος, πρώην βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, ο Τούρκος Τζεμάλ Κιράλ, μέλος του προεδρείου του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ειρήνης, ο Μίμης Ανδρουλάκης, στέλεχος, τότε, του ΚΚΕ και εκπρόσωποι των συνδικάτων και των δήμων της Αττικής. Όταν η πορεία έφτασε στο Σύνταγμα υπήρχαν ακόμα χιλιάδες διαδηλωτών στην πλατεία Εθνικής Αντίστασης.
Ο Μίκης με τον Παναγούλη και τον Ανδρουλάκη κατευθύνθηκαν πρός τη Βουλή. Τους ακολούθησε και ο γράφων, νεαρός συντάκτης, τότε, του «Οδηγητή».
Στον περίβολο της Βουλής ένας αστυνομικός, παιδάκι άγουρο, δεν χαιρέτησε, όπως όφειλε, το Μίκη.
«Πάρτου τα στοιχεία» είπε στον Ανδρουλάκη. «Ψηλέ, ήσυχα. Που να σε ξέρει ο πιτσιρικάς εσένα;» παρατήρησε ο Μ. Ανδρουλάκης. «Δεν είναι για μένα. Το θέμα είναι η απόδοση σεβασμού σε ένα βουλευτή της Αριστεράς, όπως γίνεται με όλους τους βουλευτές» επέμενε ο Μίκης.
Σύγκαιρα όμως έφτασε ένας αξιωματικός της Αστυνομίας που συστήθηκε στο Μίκη ως συμπατριώτης του. Τον χαιρέτησε θερμά λέγοντάς του: «Το βραβείο Λένιν να το δωρήσεις στο Γαλατά!», το χωριό της οικογένειας Θεοδωράκη στα Χανιά.
Ήταν λίγο μετά την ανακοίνωση της ΕΣΣΔ ότι το 1983 το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη θα απονεμηθεί στο Μίκη. «Θα δούμε, που θα δωρηθεί» απάντησε ο Μίκης στον αστυνομικό.
Το 1984 ο Μίκης διέθεσε 33.000 δολλάρια απ’ το Βραβείο Λένιν στο Ίδρυμα Περίθαλψης Ηλικιωμένων «Το Σπίτι του Αγωνιστή». Ο Μίκης υπήρξε και ο πρώτος πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος μέχρι το 2003.
Το ΚΚΕ αποχώρησε απ’ την ψηφοφορία για το Άρθρο 4, αλλά ο Μίκης έμεινε ως αργά στη Βουλή. Ο γράφων τον ακολουθούσε κατά βήμα, γιατί, εκτός από ένα δελτίο αναγνώρισης του «Οδηγητή», δεν είχε, ακόμα, επαγγελματική δημοσιογραφική ταυτότητα. Υπήρχε, δηλαδή, ο κίνδυνος να γίνει κάποιος έλεγχος και να διωχτεί απ’ τη Βουλή. Πίσω όμως απ’ το Μίκη υπήρχε προστασία…
Βγαίνοντας απ’ τη Βουλή ο φρουρός στην πόρτα στάθηκε προσοχή και χαιρέτησε το Μίκη, ο οποίος ανταπέδωσε το χαιρετισμό λέγοντας: «Μπράβο παιδί μου!»
Και τότε βρήκα την ευκαιρία και του είπα: «Ορίστε και η απόδοση σεβασμού, όπως πρέπει σε έναν βουλευτή της Αριστεράς».
– Ναί έτσι είναι, αλλά χρειάζονται ακόμα εκπαίδευση, απάντησε ο Μίκης και με ρώτησε: «Το ξέρεις το Πέτα Άρτας;».
– Βέβαια! Ποιος δεν ξέρει το ιστορικό Πέτα.
Η …διαταγή στον ταγματάρχη
Βαδίζοντας πρός το αυτοκίνητό του άρχισε, με την εκφραστικότητα του χειμαρρώδους λόγου του, να διηγείται την ιστορία με τον ταγματάρχη της χωροφυλακής, όταν επισκέφτηκε προδικτατορικά το Πέτα ως βουλευτής της ΕΔΑ. «Μετά τα πολλά εμπόδια της χωροφυλακής, και τον πολύ κόσμο που δεν μ΄ άφηνε να περάσω, έφτασα μεσάνυχτα στο Πέτα. Ο κόσμος σηκώθηκε απ’ τον ύπνο και ήρθε για την ομιλία. Όταν πήγα να μπώ στο καφενείο, πετιέται μπροστά μου ο ταγματάρχης και μου λέει: “Δεν μπορείτε να μιλήσετε γιατί δεν έχετε άδεια συγκεντρώσεως”. “Ορίστε” του λέω και του δείχνω την άδεια. “Αυτή είναι για εξωτερικό χώρο, ενώ εσείς θα μιλήσετε σε εσωτερικό χώρο για τον οποίο δεν έχετε άδεια”. “Πρέπει να τον τρομοκρατήσω” είπα μέσα μου, γιατί, έτσι κι αλλοιώς δεν υπάρχει περίπτωση να συννενοηθώ μαζί του. Και με όσο μεγαλύτερη αυστηρότητα μπορούσα τον διέταξα: “Χαιρέτα!”. “Ποιόν;” απόρησε. “Εμένα. Θεοδωράκης Μίκης, βουλευτής! Εκπρόσωπος του Ελληνικού Κοινοβουλίου!”. Σταμάτησε να κουνά απειλητικά το δάκτυλο, χτύπησε προσοχή και τράβηξε μια χαιρετούρα. “Έτσι μπράβο!” του είπα και έδωσα …εντολή σε ένα σύντροφο: “Πάρτου τα στοιχεία για να επιληφθώ με την περίπτωσή του, όταν επιστρέψω στην Αθήνα!”».
Είχε καθήσει στο κάθισμα του οδηγού και ετοιμαζόταν να βάλει μπρός στη μηχανή, όταν τελείωσε την αφήγησή του.
- Αυτά έγιναν προδικτατορικά. Όμως ήρθε και η αποζημίωση με τη συναυλία στο στάδιο της Άρτας το 1975, είπα.
Πετάχτηκε έξω από το αυτοκίνητο σαν ελατήριο: «Ήσουνα σε εκείνη τη συναυλία;» ρώτησε.
– Ήμουνα με δεκάδες συμμαθητές και συνομίληκούς μου, τον πληροφόρησα με περηφάνεια.
-Τι κόσμος ήταν αυτός! Καρφίτσα δεν έπεφτε. Ούτε στις κερκίδες, ούτε στον αγωνιστικό χώρο. Ήταν η μεγαλύτερη συναυλία που έδωσα στην επαρχία εκείνη την περίοδο.
– Όλη η Άρτα ήταν στο γήπεδο εκείνη τη βραδιά. Εκτός απ’ το γήπεδο ήταν και οι σκαρφαλωμένοι πάνω στο βουνό, που δεν φαινόντουσαν, είπα στο Μίκη πρίν χαιρετηθούμε.
-Καλά το αισθανόμουνα εγώ ότι ήταν κι άλλος κόσμος εκτός γηπέδου, είπε με ικανοποίηση ο Μίκης.
Όρθιος πολεμιστής που αιχμαλώτιζε τους νέους
Ο Γιάννης Θεοδωράκης, ο αγαπημένος αδερφός του Μίκη, έλεγε στον γράφοντα όταν άρχισε να δουλεύει στο «Ριζοσπάστη» το 1987-1988: «Ο Μίκης ήταν ατρόμητος. Στα Δεκεμβριανά πολεμούσε όρθιος με το πιστόλι στο χέρι, πάνω σε ταράτσες. Ήταν και ψηλός πανάθεμά τον κι έδινε εύκολο στόχο. Και οι σύντροφοί του τον τραβούσαν κάθε τόσο να γονατίσει, να μην τον βρεί καμμιά σφαίρα! Γονάτιζε ο Μίκης;»

Το 1990 ο Μίκης Θεοδωράκης εντάχθηκε στην τρίτη θέση στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας της ΝΔ του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Διετέλεσε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου και Επικρατείας για περίπου 2,5 χρόνια. Το Μίκη είχε ακολουθήσει και ο Γιάννης Θεοδωράκης.
Όταν οι Θεοδωράκηδες απαγκιστρώθηκαν από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη βρεθήκαμε σε μια συνάντηση πενήντα δημοσιογράφων. Η συζήτηση περιστράφηκε γύρω απ’ το Μίκη. Το τι ακούστηκε –κατά βάση απαξιωτικό- δεν λέγεται.
Σε κάποια στιγμή ζήτησαν και τη δική μου γνώμη. Μετάφερα όσα μου είπε ο Γιάννης για τη συμμετοχή του στα Δεκεμβριανά, όπου πολεμούσε όρθιος από ταράτσα σε ταράτσα. «Σκέφτεστε τι θα έχανε η ανθρωπότητα αν λοξοδρομούσε τότε μια σφαίρα;» ρώτησα. Έπεσε γενική βουβαμάρα, που μου έδωσε την ευκαιρία να σχολιάσω: «Τα υπόλοιπα είναι δευτερεύουσες λεπτομέρειες σε σχέση με τη πανανθρώπινη προσφορά του!». Εκεί έκλεισε και η κουβέντα για τα ζίκ-ζάκ του Μίκη.
Κοιτάζω τη φωτογραφία απ’ τη συναυλία στην Άρτα: Απ’ τα 22 νεαρούς με τους έντεκα –συμμαθητές οι οχτώ στην ίδια τάξη- συναστρεφόμαστε καθημερινά. Χωρίς καμμία συννενόηση ότι θα πηγαίναμε στη συναυλία μας αιχμαλώτισε ένα φωτογραφικό κλίκ με το Μίκη.
Αυτός ήταν άλλωστε ο Μίκης: Αιχμαλώτιζε τους νέους. Τους συνέπαιρνε και τους παράσερνε σε μια φυγή πρ0ς τα μπρ0ς. Να ονειρεύονται χορεύοντας και τραγουδώντας. Και να διεκδικούν δημιουργώντας…

