Η 28η Οκτώβρη 1940 σήμαινε για την Ελλάδα την επίσημη εμπλοκή της στον ιμπεριαλιστικό Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Παρά το γεγονός ότι δέχτηκε επίθεση – καταπάτηση της ελληνικής επικράτειας, το ελληνικό αστικό κράτος στο σύνολό του – και όχι μόνο η τότε δικτατορική κυβέρνηση Ι. Μεταξά – δεν ήταν άμοιρο ευθυνών για τη συγκεκριμένη εμπλοκή. Όλο το πλέγμα των οικονομικών – πολιτικών – στρατιωτικών του σχέσεων με κράτη και των δύο αντιτιθέμενων συμμαχιών και στρατοπέδων διαμόρφωσε αυτές τις ευθύνες. Είναι ευθύνες που αναδεικνύονται σταθερά ανατρέχοντας στο παρελθόν, τουλάχιστον στον επίσης ιμπεριαλιστικό Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην ιμπεριαλιστική Μικρασιατική Εκστρατεία, στην ανάμειξη στους οικονομικούς ανταγωνισμούς Μ. Βρετανίας – Γερμανίας κ.λπ. στην περιοχή μας.
Η πορεία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έδειξε πόσο κούφια είναι τα μεγάλα αστικά λόγια για «πατριωτισμό». Η επίκληση του «πατριωτισμού» τσουβάλιαζε από τη μια μεριά τον βασιλιά, τα αστικά πολιτικά κόμματα, τους τραπεζίτες, τους βιομήχανους, τους μετέπειτα μαυραγορίτες που έγιναν κάτοχοι χρηματικού θησαυρισμού από τον εκβιασμό λαϊκών, ακόμα και μεσαιοαστικών δυνάμεων, τους φανερούς και καλυμμένους συνεργάτες κατοχικών δυνάμεων, κι από την άλλη τους εργατοϋπαλλήλους, τους αγρότες της βιοπάλης, τους αυτοαπασχολούμενους τεχνίτες και μικρέμπορους, τους επιστήμονες, τους διανοητές και καλλιτέχνες που ήθελαν να υπηρετήσουν την κοινωνική ευημερία, το δίκιο και τη λευτεριά. Η Τριπλή Φασιστική Κατοχή αποκάλυψε σε ευρύτερες δυνάμεις το κάλπικο του αστικού πατριωτισμού. Ακόμα και σε κάποιους που αρχικά είχαν συγχύσεις για τον εκμεταλλευτικό χαρακτήρα του αστικού κράτους ή αυταπάτες ότι για τα δεινά του ιταλοελληνικού πολέμου έφταιγε μόνο η ιταλική επιθετικότητα ή και υιοθετούσαν άκριτα το «ΟΧΙ» της κυβέρνησης Ι. Μεταξά ως συγχωροχάρτι για τον δικτατορικό, τον ακραία αντικομμουνιστικό, αντεργατικό – αντιλαϊκό, κατασταλτικό χαρακτήρα της.
Συμπεράσματα από τη στρατηγική
του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος
στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Το ζήτημα της υπεράσπισης της «εθνικής ανεξαρτησίας» από τη σκοπιά των εργατικών – λαϊκών συμφερόντων, της σύνδεσης ενός τέτοιου αγώνα με τη σοσιαλιστική επανάσταση, αποδείχθηκε ένα δύσκολο θεωρητικό και πολιτικό ζήτημα για το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα, αν και είχε απασχολήσει τους Μαρξ – Ενγκελς, βέβαια σε συνθήκες που ο καπιταλισμός δεν είχε ακόμα εξαντλήσει την προοδευτική δυναμική του. Ο Λένιν κατόρθωσε να εφαρμόσει επιτυχημένα αυτήν τη σύνδεση με την Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία και την έξοδο από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ηταν μια επαναστατική στρατηγική, που πέρασε από «φωτιά και σίδερο» ιδεολογικού και πολιτικού αγώνα, από διορθώσεις προηγούμενων προσεγγίσεων, προβληματισμούς και δισταγμούς της τρέχουσας στιγμής, ζητήματα που αλάνθαστος κριτής είναι η επιβεβαίωση ή όχι της ζωής.
Γι’ αυτό και οι τωρινές μας αναλύσεις – συμπεράσματα έχουν γνωσιοθεωρητικό χαρακτήρα και όχι «επικριτικό». Με αυτή την έννοια, εξετάζουμε όλη την πορεία της ταξικής πάλης σε όλη την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στη χώρα μας και παγκόσμια. Αναλύουμε τα αποτελέσματα από τη διαμόρφωση σε επίπεδο Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος – συμπεριλαμβανομένου και του ΚΚ εξουσίας της σοσιαλιστικής Σοβιετικής Ένωσης (ΕΣΣΔ) – μιας αντιφασιστικής ιδεολογίας και στρατηγικής που τελικά αποσπούσε τον φασισμό από την καπιταλιστική του μήτρα. Αυτή η στρατηγική και οι πολιτικές, διπλωματικές και στρατιωτικές πράξεις που τη συνόδευσαν, φαίνεται ότι «στοίχισε» στις συνθήκες εξόδου («λήξης») από τον πόλεμο σε σχέση με τις δυνατότητες που είχαν διαμορφωθεί, συνθήκες επαναστατικής κατάστασης π.χ. στην Ελλάδα.
Τότε, σε παγκόσμιο επίπεδο, οι δυνάμεις του σοσιαλισμού πρόβαλλαν φαινομενικά ενισχυμένες σε σχέση με αυτές του καπιταλισμού, κι εν μέρει αυτό έχει βάση. Μόνο όμως εν μέρει και κυρίως λόγω της δυναμικής επιρροής της ΕΣΣΔ στις παγκόσμιες εργατικές – λαϊκές μάζες, ακριβώς επειδή αναμφίβολα σήκωσε το κύριο στρατιωτικό βάρος για την ήττα των δυνάμεων του Αξονα στην Ευρώπη.
Επίσης, αυτή η δυναμική οφειλόταν στο γεγονός ότι οι εργατικές – αγροτικές – λαϊκές δυνάμεις, υπό την καθοδήγηση των Κομμουνιστικών Κομμάτων, αποτέλεσαν τις κύριες αντάρτικες ή και πιο στρατιωτικά οργανωμένες αντικατοχικές δυνάμεις, όπως ο ΕΛΑΣ στη χώρα μας.
Όμως, αυτή η δυναμική συνθλίφτηκε σε μεγάλο βαθμό από τις αντιφάσεις και τα περιθώρια που άφησε η στρατηγική των αντιφασιστικών μετώπων, της πολιτικής συνεργασίας με μέρος των αστικών πολιτικών δυνάμεων, ακόμα και κρατών, στη γραμμή της «διαμόρφωσης δημοκρατικών αντιφασιστικών κυβερνήσεων» και της «ειρηνικής συνύπαρξης καπιταλιστικών και σοσιαλιστικών κρατών».
Ακόμα και στις χώρες όπου η ΕΣΣΔ επεδίωξε στην πορεία ενίσχυση των σοσιαλιστικών δυνάμεων – δηλαδή στις 8 χώρες της Ευρώπης που πέρασαν στη σοσιαλιστική οικοδόμηση – η ταξική πάλη δεν έγινε με τρόπο απαλλαγμένο από τη θεωρητική επιρροή αστικών δυνάμεων και την οπορτουνιστική διάβρωση των ΚΚ. Εκφράστηκαν κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση με θεωρίες του «σοσιαλισμού της αγοράς» (των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων ως οικονομικού νόμου του σοσιαλιστικού τρόπου παραγωγής, της ανοχής στη «μικρή καπιταλιστική ιδιοκτησία» κ.ά.).
Ποτέ το ένα λάθος, όσο κι αν είναι ασυνείδητο ή και πιθανά προκύπτει κάτω από τις δυσκολίες ενός σκληρού ταξικού αγώνα – στην προκειμένη εν μέρει κι από την υπεροχή των ΗΠΑ σε ατομικά όπλα σε κάποια ολιγόχρονη φάση – δεν μένει μέχρι εκεί: Η μη έγκαιρη και δημόσια αναγνώριση του λάθους νομοτελειακά οδηγεί σε μεγαλύτερα λάθη, στην οπορτουνιστική διολίσθηση, τέλος στην προδοσία, μια πορεία που ολοκληρώθηκε προς το τέλος της δεκαετίας 1980 και με την έναρξη της δεκαετίας του 1990.
Η Ιστορία ΔΕΝ επαναλαμβάνεται
με τους ίδιους αντικειμενικούς και υποκειμενικούς όρους
Οι τρέχουσες εξελίξεις της όλο και πιο βαθιάς εμπλοκής της κυβέρνησης της ΝΔ σε δύο ιμπεριαλιστικούς πολέμους, η κλιμάκωση της ενεργητικής συμμαχίας της με τον Ζελένσκι στην Ουκρανία και με το Ισραήλ, και στις δύο περιπτώσεις υπό την αιγίδα των ΗΠΑ – ΝΑΤΟ, οι πρωτοβουλίες του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη για οργανική ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, στις πρόβες πυρηνικού πολέμου, προκαλούν ανησυχία, ήδη ορισμένη εργατική – λαϊκή δυσαρέσκεια και αντίδραση. Κυρίως οξύνουν τις ενδοαστικές και ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις.
Η Τουρκία – σύμμαχος (;) στο ΝΑΤΟ – συνεχίζει ανενόχλητη τις αμφισβητήσεις – διεκδικήσεις της επί εδαφών και θαλάσσιων περιοχών της ελληνικής επικράτειας, αλλά και επί της Κύπρου, αξιοποιώντας και το ήδη για 50 χρόνια κατεχόμενο μέρος της. Ακόμα, στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο του Ισραήλ ενάντια στην Παλαιστίνη, στον Λίβανο, αύριο ίσως πιο καθαρά στο Ιράν, η Τουρκία δεν συμβαδίζει με τους ΗΠΑ – ΝΑΤΟ. Αναπτύσσει τη δική της ιμπεριαλιστική στρατηγική, θεμελιωμένη στο αφήγημα της «ειρηνικής συνένωσης διαφορετικών λαών, θρησκειών στην ευρύτερη ευρασιατική – αφρικανική περιοχή, στα πρότυπα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας».
Το κουβάρι των αντιθέσεων περιλαμβάνει σκληρούς ανταγωνισμούς για ενεργειακούς πόρους και τεχνολογίες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, για έλεγχο δρόμων και μέσων μεταφοράς, βιομηχανικών και αγροτικών προϊόντων. Η πραγματικότητα του μονοπωλιακού ανταγωνισμού συχνά κρύβεται πίσω από άλλα φαινόμενα, όπως πανδημία, «κλιματική αλλαγή» ή εκφράζονται στην κούρσα για προβάδισμα σε επιστημονικές κατακτήσεις, όπως της τεχνητής νοημοσύνης.
Οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας αναπαράγουν την κρίση τους, υποστηρίζοντας την ενεργητική συμμετοχή της αστικής τάξης στα σχέδια των ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – ΕΕ. Γι’ αυτό τόλμησαν να αμφισβητήσουν το δικαίωμα των στρατευμένων παιδιών της εργατικής τάξης και των λαϊκών μεσαίων στρωμάτων να καταγγείλουν και να αρνηθούν τη συμμετοχή τους σε αποστολές για ξένα συμφέροντα. Στα τελευταία περιλαμβάνονται βέβαια και τα εγχώρια καπιταλιστικά συμφέροντα, τα οποία όμως παραμένουν ξένα για τα εγχώρια εργατικά – λαϊκά συμφέροντα.
Παρήγορο είναι ότι υπήρξε ετοιμότητα, αντίδραση εργατική – λαϊκή, ίσως όχι τόσο μαζική όσο επιβάλλουν οι συνθήκες, αλλά σίγουρα αποφασιστική και πρωτοποριακή ενέργεια αλληλεγγύης στον παλαιστινιακό λαό, όπως συνέβη και στην πρόσφατη αντίδραση των λιμενεργατών του Πειραιά με το μπλοκάρισμα – μη φόρτωση κοντέινερ με σφαίρες που προοριζόταν για το Ισραήλ. Αυτή προκάλεσε ευρύτερο ενδιαφέρον, όχι μόνο στην Ελλάδα, παρόλο που σαμποταρίστηκε από τα αστικά ΜΜΕ.
Τα ΜΜΕ του ΚΚΕ με συχνότητα και συνέπεια αποκαλύπτουν στοιχεία για την εμπλοκή της Ελλάδας στους δύο ιμπεριαλιστικούς πολέμους.
Βασικό δίδαγμα
ότι ο ταξικός αντίπαλος δεν είναι ανίκητος
Τα γεγονότα είναι άκρως επικίνδυνα για τη γενίκευση του πολέμου στην Ευρασία με ολική εμπλοκή της Ελλάδας, γεγονός για το οποίο ήδη ευθύνεται και το ελληνικό αστικό κράτος με την εκάστοτε κυβέρνησή του, τα βασικά του άλλα αστικά κόμματα, αλλά και τα οπορτουνιστικά, που απλώς διαλέγουν μια ιμπεριαλιστική πλευρά – σε κράτος ή συμμαχία κρατών ή σε εγχώριες αστικές πολιτικές δυνάμεις.
Η αλήθεια είναι ότι οι αντιφάσεις της εξωτερικής πολιτικής ενός καπιταλιστικού κράτους, όπως η Ελλάδα, συχνά γίνονται τόσο εκρηκτικές που μπορεί να προκαλέσουν δυσαρέσκεια και σε αστούς πολιτικούς, πολύ περισσότερο σε ορθολογικά σκεπτόμενους στρατιωτικούς, ακόμα και πιο υψηλόβαθμους των αστικών ενόπλων δυνάμεων.
Όλο αυτό επιβεβαιώνει ότι ο αστικός κατασταλτικός μηχανισμός που προορίζεται από την αστική εξουσία για την καταστολή της εγχώριας ταξικής πάλης, σε συνθήκες ιμπεριαλιστικού πολέμου μπορεί να χάσει την αντεργατική – αντιλαϊκή συνοχή του.
Για αυτό είναι υπεύθυνες οι ίδιες οι επιδιώξεις του κεφαλαίου, της αστικής εξουσίας. Ο ανταγωνισμός, το γκρέμισμα – καταστροφές του πολέμου λογίζονται από την καπιταλιστική εξουσία ως ευκαιρία για νέες καπιταλιστικές επενδύσεις, όπως το είπε και ο πρωθυπουργός της Ελλάδας για την Ουκρανία. Το ίδιο σκέφτεται και θα εκφράσει ίσως αύριο για τη Γάζα κ.λπ. Όμως, το αδηφάγο κέρδος που δεν έχει όρια, ηθική, ακόμα και λογική, είναι αυτό που φέρνει αρχικά ρήγματα, στη συνέχεια κρίση του αστικού πολιτικού συστήματος και υπό προϋποθέσεις σοβαρό κλονισμό της αστικής εξουσίας.
Κι εδώ έρχεται η σύνδεση του σήμερα και του αύριο με το παρελθόν, του 2024 με το «απελευθερωτικό – επαναστατικής κατάστασης 1944». Η επαναστατική κατάσταση που διαμορφώθηκε το 1944 δεν αξιοποιήθηκε για την πραγματική κοινωνική απελευθέρωση, παρόλο που οι εργατικές – στρατιωτικές επιχειρήσεις του ΕΛΑΣ κατάκτησαν την απελευθέρωση από τις κατοχικές δυνάμεις του Αξονα σε συντριπτικό βαθμό και έκταση, ενώ οι λαϊκές οργανώσεις του ΕΑΜ με πυρήνα – μπροστάρη το ΚΚΕ ανασυγκρότησαν την οικονομική – κοινωνική ζωή στις απελευθερωμένες περιοχές.
Το ΚΚΕ έχει κάνει εμπεριστατωμένη μελέτη όλης αυτής της περιόδου, με αντικειμενική πλέον εκτίμηση της εξέλιξης του συσχετισμού των κοινωνικών δυνάμεων: Της εργατικής τάξης, των φτωχών αγροτών, της προοδευτικής διανόησης από τη μια μεριά, και της αστικής τάξης – καπιταλιστών, φρέσκων μαυραγοριτών, πάσης φύσης δοσίλογων και ταγματασφαλιτών, από την άλλη.
Οσο κι αν «είχαν βάλει το χέρι τους» οι «σύμμαχοι Βρετανοί» με μηχανισμούς και λίρες για τη συγκρότηση σειράς αποτυχημένων αστικών «αντιστασιακών» οργανώσεων, που θα αναλάμβαναν κυρίως ενέργειες σαμποτάζ κατά των δυνάμεων του Αξονα, όσο κι αν στήριξαν τόσο τον εξόριστο βασιλιά της Ελλάδας όσο και την εξόριστη κυβέρνηση Τσουδερού, όσο κι αν πόνταραν στον ΕΔΕΣ υπό τον Ν. Ζέρβα ή στον Κανελλόπουλο ως πολιτικό, δεν μπόρεσαν να ανατρέψουν τον κύριο, μοναδικό, αποφασιστικό ρόλο των ΕΑΜ – ΕΛΑΣ – ΕΛΑΝ – ΕΠΟΝ – ΟΠΛΑ στην απελευθέρωση. Κι αυτό γιατί ήταν οι μόνες οργανώσεις που η μαζικοποίησή τους, η δράση τους στα βουνά και στις πόλεις, στις μάχες και στα μετόπισθεν, μέσα στη σκλαβιά και στις απελευθερωμένες περιοχές στηριζόταν στον εργατικό – αγροτικό – λαϊκό παράγοντα.
Με πυρήνα το ΚΚΕ, όλες αυτές οι οργανώσεις έδωσαν οργάνωση, σχεδιασμένη διέξοδο και ορμή, αντοχή και περιεχόμενο στις διαθέσεις των εργατικών – λαϊκών μαζών γι’ απελευθέρωση, για μια καλύτερη δίκαιη ζωή απαλλαγμένη από την εκμετάλλευση.
Αυτό το τελευταίο, αστικοί και οπορτουνιστικοί παράγοντες φροντίζουν να το σβήσουν από την Ιστορία, υποστηρίζοντας ότι οι μάζες ακολουθούσαν το ΕΑΜ και το ΚΚΕ μόνο για την απελευθέρωση από την ξένη κατοχή.
Είναι τεράστιο συνειδητό ψέμα!
Γιατί όσο κι αν στην εικόνα της εργατικής – λαϊκής συνείδησης ήταν θολός ο τρόπος οργάνωσης της οικονομίας και της κοινωνίας που ήθελε να χτίσει με την απελευθέρωση (μέχρι πού θα φτάσει η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και μέχρι πού θα πάει η ύπαρξη καπιταλιστικής ιδιοκτησίας), άλλο τόσο καθαρή ήταν η εναντίωση των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων στους γαιοκτήμονες – τραπεζίτες – βιομηχάνους – μεγαλοεισαγωγείς – μεγαλοεξαγωγείς. Ηταν καθαρό το φρόνημα καταδίκης όσων είχαν συνεργαστεί με τη ναζιστική Γερμανία, του βασιλιά, όλου του μηχανισμού του δικτάτορα πρωθυπουργού Ι. Μεταξά, όλων των ηγετών των αστικών πολιτικών κομμάτων που βρήκαν την ασφάλεια σε άλλες χώρες, της ίδιας της εξόριστης κυβέρνησης του Καΐρου.
Οι μάζες εμπιστεύονταν το ΚΚΕ, το ΕΑΜ, γιατί οργάνωσε την επιβίωσή τους από την πείνα της κατοχής, από τη μαζική αποστολή εργατών στα εργοστάσια της Γερμανίας, οργάνωσε την αλληλεγγύη, περιφρούρησε την ίδια τη ζωή και οργάνωσε ένοπλο αγώνα για τη ζωή και τη λευτεριά του.
Όσο αλήθεια είναι ότι ο εργαζόμενος λαός και η νεολαία του περικλείουν αστείρευτες δυνάμεις, άλλο τόσο αλήθεια είναι ότι αυτές οι δυνάμεις δεν αποκτούν δυναμική αποτελεσματικού πολέμου ενάντια στις ξένες και εγχώριες δυνάμεις της εκμετάλλευσης και καταλήστευσής τους, χωρίς τη δύναμη που συνειδητά θα εκπονήσει και θα ενεργοποιήσει το απαραίτητο σχέδιο δράσης, αρχικά ίσως με βήματα μικρά ή και ασταθή ή και με «δυο βήματα μπρος κι ένα πίσω» (παράφραση της ρήσης του Λένιν), στη συνέχεια με ορμητική – καταλυτική πορεία. Και η δύναμη αυτή είναι το επαναστατικό εργατικό κόμμα, το ΚΚΕ στη χώρα μας.
Αν, λοιπόν, η εργατική – λαϊκή ορμή του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ με καθοδήγηση το ΚΚΕ δεν οργάνωσε την αποφασιστική είσοδο του ΕΛΑΣ στην Αθήνα για να επεκτείνει την απελευθέρωση με εξουσία της ΠΕΕΑ (Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης) στην πρωτεύουσα, να δρομολογήσει την κοινωνική απελευθέρωση, να συντρίψει θύλακες ταγματασφαλιτών, δοσίλογων, μοναρχικών κι όποιων άλλων αντιδραστικών υπήρχαν στην Ελλάδα, δεν φταίει το πώς ο κάθε ΕΑΜίτης και η κάθε ΕΑΜίτισσα, ο ΕΠΟΝίτης και η ΕΠΟΝίτισσα, ο ΕΛΑΣίτης και η ΕΛΑΣίτισσα, σκέφτονταν ακριβώς τη νέα κοινωνία, τη λαϊκή κυριαρχία.
Φταίει ότι εμείς, το ΚΚΕ, δεν μπορέσαμε να αντιληφθούμε έγκαιρα, σωστά, αποφασιστικά, επαναστατικά αυτόν τον δρόμο, να μην εγκλωβιστούμε σε «αντιφασιστικές» λυκοσυμμαχίες ντόπιων και ξένων δυνάμεων. Δεν μπορέσαμε, ως ηγετική δύναμη του ΕΛΑΣ, να μην εγκλωβιστούμε στο βρετανικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής, το 1943, το οποίο άλλωστε ελαχιστότατα προσέφερε σε πολεμικό υλικό, σύμφωνα και με τα στοιχεία των βρετανικών αρχείων. Πολύ περισσότερο, δεν έπρεπε να πάει αντιπροσωπεία των ΕΑΜ – ΕΛΑΣ – ΚΚΕ για διαπραγματεύσεις στον Λίβανο και στην Καζέρτα για να δώσει υπόσταση και δρόμο επιστροφής στη χωρίς εγχώρια ερείσματα εξόριστη κυβέρνηση.
Ο Δεκέμβρης του 1944 ήταν η νομοτελειακή εξέλιξη της προδιαγεγραμμένης ταξικής ένοπλης αναμέτρησης, στην οποία συνειδητά πορευόταν η αστική τάξη, προσπαθώντας να βελτιώσει προς όφελός της τις συνθήκες. Κι αυτές οι συνθήκες ήταν να εγκλωβίσει το ΚΚΕ και το ΕΑΜ – ΕΛΑΣ σε «κυβέρνηση εθνικής ενότητας», αν κι ούτε σύσσωμη η αστική πολιτική ηγεσία την ήθελε. Κατόρθωσαν, όμως, να αξιοποιήσουν ότι από το ΚΚΕ και το ΕΑΜ – ΕΛΑΣ δεν δόθηκε η μάχη τη στιγμή που ήταν η πιο κατάλληλη, με τον λαό αποφασισμένο και τις αστικές δυνάμεις, εγχώριες και ξένες, στην πιο δεινή κατάστασή τους.
Απέναντι στην «πολιτική αυταπάτη» του ΚΚΕ και ΕΑΜικών δυνάμεων περί επιβολής της λαϊκής θέλησης μέσω εθνοσυνέλευσης και σε συνεργασία με αστούς δημοκράτες, η αστική τάξη έδειξε πλήρη εγρήγορση, εναλλαγή της διπλωματίας με την καταστολή. Εξαπέλυσε την πιο ωμή βία σε συνθήκες πιο ευνοϊκές για αυτήν, τον Δεκέμβρη του 1944, που τον προκάλεσε η αντεργατική πολιτική της κυβέρνησης, από την οποία παραιτήθηκαν οι υπουργοί των ΚΚΕ – ΕΑΜ.
Δεκέμβρης του ’44: Μια κρίσιμη ταξική σύγκρουση – Οι Ανατολικές Συνοικίες το Δεκέμβρη του 1944
Το ΚΚΕ δεν είναι υπόλογο γιατί οργάνωσε τον ΔΣΕ, αλλά ευθύνεται γιατί δεν το έκανε ως συνέχεια του ΕΛΑΣ, το αργότερο το ’44, για να μην πούμε από το 1943.
Ωστόσο, έστω και καθυστερημένα, ο ΔΣΕ δεν ήταν από χέρι χαμένος. Αυτό αποδεικνύεται από τις ίδιες τις ανησυχίες της Βρετανίας και την αδυναμία των στρατιωτικών δυνάμεών της στην Ελλάδα να ανταποκριθούν σε μια γενικευμένη πολεμική αναμέτρηση. Το ίδιο αποδεικνύουν και οι αντιθέσεις ΗΠΑ – Βρετανίας, με αποτέλεσμα και τον αρχικό δισταγμό των ΗΠΑ για αποφασιστική υποκατάσταση των βρετανικών δυνάμεων. Αλλά και οι δισταγμοί και παλινωδίες στη στήριξή του από ΕΣΣΔ, Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία έπαιξαν αρνητικό ρόλο στην έκβαση του αγώνα του ΔΣΕ.
Ο “φόβος”
του βρετανικού ιμπεριαλισμού
Μετά την ήττα του ΔΣΕ, στη δεκαετία του 1950, αλλά και στα χρόνια που μεσολάβησαν έως σήμερα, οι οπορτουνιστές αρνούνται την ύπαρξη επαναστατικής κατάστασης στην Ελλάδα το 1944, τα βασικά στρατηγικά λάθη των Συμφωνιών του Λιβάνου, της Καζέρτας και της Βάρκιζας και την αναγκαιότητα του ΔΣΕ. Προβάλλουν τον μπαμπούλα των βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων, όπως κάνουν σήμερα – σε άλλες συνθήκες (βέβαια όχι επαναστατικές) – με τον μπαμπούλα των ΝΑΤΟικών δυνάμεων, επιδιώκουν από τα πριν να παραλύσουν κάθε κίνηση αντιιμπεριαλιστικής – αντικαπιταλιστικής πάλης.
Όμως ο βρετανικός ιμπεριαλισμός είχε πάρα, πάρα πολλά προβλήματα κι αυτό γινόταν αντιληπτό σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής στην Ελλάδα από τις δυνάμεις του Αξονα (Γερμανία – Βουλγαρία – Ιταλία). Αποτύγχαναν οι προσπάθειές του να συγκροτήσει και να στηρίξει οργανώσεις που θα διοργάνωναν σαμποτάζ κατά των δυνάμεων του Αξονα, που χρησιμοποιούσαν την Ελλάδα και ως πέρασμα προς τις αρχικά ελεγχόμενες απ’ αυτόν περιοχές της Βόρειας Αφρικής. Με δεδομένη τη φθορά που είχε επιφέρει στο αστικό πολιτικό σύστημα, η στήριξη που είχε προσφέρει στη δικτατορία Μεταξά και στη συνέχεια η στάση του απέναντι στις συνθήκες της Τριπλής Φασιστικής Κατοχής, οι δυνάμεις του βρετανικού ιμπεριαλισμού αποτύγχαναν στη συγκρότηση πολιτικών αντιστασιακών οργανώσεων, ικανών να απορροφήσουν τη μαζική λαϊκή απελευθερωτική διάθεση και πάλη, παρά το όργιο δράσης των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών στην Ελλάδα. Διαφωνούσαν μεταξύ τους σε ζητήματα τακτικής απέναντι στο ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, βέβαια βλέποντας πάντα καθαρά το ΚΚΕ ως ταξικό αντίπαλο. Δεν κατόρθωσαν να τραβήξουν στα σχέδιά τους υψηλόβαθμους αντιβασιλικούς αξιωματικούς και ξέπεσαν στον Ν. Ζέρβο, που δεν τον εκτιμούσαν ιδιαίτερα.
Όλα αυτά σήμερα έχουν αποκαλυφθεί από τα βρετανικά αρχεία1, ενώ αποτελεί αναμφισβήτητο γεγονός ότι κι ο ελληνικός λαός, όπως και οι λαοί της Ευρώπης εμπνέονταν από τους στρατιωτικούς άθλους της Σοβιετικής Ένωσης στον αγώνα ενάντια στη ναζιστική Γερμανία.
Βρετανοί και Έλληνες αστοί ηγέτες αναγνωρίζουν την ύπαρξη επαναστατικής κατάστασης στην Ελλάδα του 1944, δηλαδή κλονισμού διοικητικών και οποιωνδήποτε καπιταλιστικών μηχανισμών εξουσίας, την ώρα που υπό την προστασία του ΕΛΑΣ συγκροτούνταν εργατικοί – λαϊκοί μηχανισμοί: Λαϊκά συμβούλια τοπικής διοίκησης, διαχείρισης δημευμένης καλλιεργήσιμης γης, επιτάξεων εγκαταλελειμμένων εργοστασιακών εγκαταστάσεων, λαϊκά δικαστήρια, οργάνωση – λειτουργία σχολείων, νοσοκομείων κ.ά.
Αλλά και η μετέπειτα κατάσταση των βρετανικών ενόπλων δυνάμεων έδειξε τη γύμνια του βρετανικού ιμπεριαλισμού, αρκεί το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ να μην είχαν παραδώσει τα όπλα με την απαράδεκτη Συμφωνία της Βάρκιζας.
Οι οπορτουνιστές συχνά λένε ότι «κανείς δεν ξέρει ποια θα ήταν η εξέλιξη, αν πράγματι θα ήταν νικηφόρα για τον ΕΛΑΣ», αν αυτοδύναμα συνέχιζε χωρίς τις απαράδεκτες συμφωνίες. Σαθρό επιχείρημα!
Κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί τη νίκη, αν δεν παλέψει γι’ αυτήν! Αλλωστε, αυτό επιβεβαιώνεται και από την αστική επανάσταση του 1821, από τον απελευθερωτικό και στην πορεία τον επαναστατικό αγώνα του Βιετνάμ, της Κούβας και τόσων άλλων. Ούτε οι μετέπειτα αντεπαναστατικές εξελίξεις δικαιώνουν τη φοβία, τον συνειδητό ταξικό συμβιβασμό των οπορτουνιστών.
Το ΚΚΕ έκανε τραγικά στρατηγικά λάθη σε εποχή που συνολικά κυριάρχησε λαθεμένη στρατηγική του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος ως προς τις κινήσεις εξόδου απ’ τον πόλεμο και το πώς θα διαμορφωνόταν η επόμενη μέρα για λογαριασμό των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων «νικητών» και «ηττημένων» χωρών2. Γιατί πάνω απ’ όλα ΔΕΝ υπάρχουν «χώρες» ως «επικράτειες κοινών συμφερόντων», αλλά υπάρχουν «χώρες», «επικράτειες» στις οποίες οριοθετείται η ταξική πάλη για το «ποιος – ποιον», για τον χαρακτήρα του κράτους, της εξουσίας.
Ήταν τραγική η διαπραγμάτευση της Σοβιετικής Ένωσης με ΗΠΑ – Βρετανία για «δημοκρατικά, φιλειρηνικά καθεστώτα», για διαμελισμό και «αφοπλισμό» της Γερμανίας μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Τα λάθη πληρώθηκαν!
Αλλά δεν ήταν προδοσία!
Ούτε από τη μεριά του ΚΚΕ, που με χειρότερους όρους συσχετισμού συνέχισε τον αγώνα, την εποποιία του ΔΣΕ, ούτε από τη μεριά της ΕΣΣΔ, που στα χρόνια 1945-1955 πάλεψε τουλάχιστον σε κάποιες πιο κοντινές της χώρες – Ανατ. Γερμανία, Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχοσλοβακία – να γείρει η πλάστιγγα προς τις εργατικές επαναστατικές δυνάμεις, ενάντια στις αστικές και τις οπορτουνιστικές που πήραν μέρος στις πρώτες μεταπολεμικές κυβερνήσεις.
Το κατά πόσο η έλλειψη επαναστατικής ιδεολογικής και πολιτικής συνέπειας έβαλε τη σφραγίδα της στη συνειδητή οπορτουνιστική στροφή του 1956 με το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, είναι ένα ξεχωριστό ζήτημα, αρκετά μελετημένο από το ΚΚΕ, αλλά έξω από την πραγμάτευση του παρόντος άρθρου.
Εμπνεόμαστε – διδασκόμαστε –
συνεχίζουμε πιο αποτελεσματικά για την κατάργηση
της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο
Η ανάλυση του παρελθόντος, η συνειδητοποίηση των αντικειμενικών καταστάσεων, των δυνατοτήτων και των αδυναμιών του υποκειμενικού παράγοντα, του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, του ΚΚΕ, ΔΕΝ δικαιώνουν τη λαθολογία, τη μοιρολατρία, την απογοήτευση, τον μηδενισμό.
Αποτελούν πηγές γνώσης, ωριμότητας, όξυνσης της επαναστατικής ικανότητας και αποτελεσματικότητας. Πρόκειται για νομοτελειακή διαδικασία στην εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών, πολύ περισσότερο που τώρα αφορά όχι το πέρασμα από ένα ξεπερασμένο ιστορικά εκμεταλλευτικό κοινωνικοοικονομικό σύστημα σε ένα νέο, ανώτερο, όμως επίσης εκμεταλλευτικό, αλλά αφορά πλέον το πέρασμα και τη μακρόχρονη οικοδόμηση του μη εκμεταλλευτικού συστήματος, του σοσιαλισμού – κομμουνισμού.
Σήμερα το ΚΚΕ έχει γνώση του τι και πώς εξελίσσεται το εμπόλεμο 2024, ίσως το πιο εμπόλεμο 2025, και μεταδίδει αυτήν τη γνώση ανοιχτά, πλατιά στους νέους εργαζόμενους, στους στρατευμένους, στους σπουδαστές, στις εργατικές – λαϊκές δυνάμεις, σε κάθε αληθινό πατριώτη, τον πατριώτη της εργασίας, του χεριού και του πνεύματος – και όχι τον πατριώτη του κεφαλαίου, που τελικά πατρίδα του έχει την απανταχού εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Ριζοσπάστης
Της \\ Ελένης ΜΠΕΛΛΟΥ
Μέλους του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ
_ Παραπομπές:
- Βλ. ενδεικτικά: Procopis Papastratis, British Policy towards Greece during the Second World War, Cambridge University Press, 1984, Προκόπης Παπαστράτης-Μαρία Σπηλιωτοπούλου, Χρονολόγιο γεγονότων 1940-1944, από τα έγγραφα του Βρετανικού Υπουργείου Εξωτερικών (Foreign Office 371), εκδ. «Ακαδημία Αθηνών», 2002, και: Κωνσταντίνος Καψάσκης, Οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες στην Ελλάδα, 1940-1947, «εκδ. Αλεξάνδρεια», 2024.
- Βλ. «Εισαγωγή» στο υπό νέα έκδοση της «Σύγχρονης Εποχής» «Ντοκουμέντα συμμαχικών διασκέψεων του Β’ Παγκοσμίου Πόλεμου. Γιάλτα – Μόσχα – Τεχεράνη – Πότσδαμ».