Η περιπέτεια (ιταλ.: L’ Avventura) είναι _θα λέγαμε φιλμ “μυστηρίου” παραγωγής 1960 σε σκηνοθεσία Μικελάντζελο Αντονιόνι (υποψήφιος για 2 Oscars, με 47 βραβεύσεις και 28 υποψηφιότητες). Πρωταγωνιστούν Γκαμπριέλε Φερτσέτι, Μόνικα Βίτι Λέα Μασσάρι. Η ταινία έκανε τη Βίτι αστέρα παγκόσμιας φήμης και κέρδισε το μεγάλο βραβείο στο Φεστιβάλ των Καννών του 1960. Χαρακτηρίζεται από τον “συνήθη” αργό ρυθμό, επικεντρώνεται σε οπτική σύνθεση και ανάλυση των χαρακτήρων, καθώς και σε ένα ασυνήθιστο αφηγηματικό ύφος. Σύμφωνα με αναλύσεις του Αντονιόνι η ταινία ήταν ριζοσπαστική για τη δομή, την τεχνική και τον κώδικα του κινηματογράφου την εποχή που κυκλοφόρησε.
- Σκηνοθεσία_Μικελάντζελο Αντονιόνι
- Παραγωγή_Τσίνο Ντελ Ντούκα _Γαλλία & Ιταλία
- Σενάριο _Έλιο Μπαρτολίνι, Τονίνο Γκουέρα και Μικελάντζελο Αντονιόνι
- Πρωταγωνιστές Γκαμπριέλε Φερζέτι, Μόνικα Βίτι, Λέα Μασσάρι, Λέλιο Λουτάτσι, Ρέντσο Ρίτσι, Εσμεράλντα Ρούσπολι, Τζιοβάνι Πετρούτσι, Ντομινίκ Μπλανσάρ και Τζακ Ο’Κόνελ
- Μουσική _Τζιοβάνι Φούσκο
- Φωτογραφία _ Άλντο Σκαβάρντα
- Μοντάζ _Εράλντο ντα Ρόμα
- Πρώτη προβολή _ 29/7/1960
- Διάρκεια 145λ
Γράφει ο \\ Αστέρης Αλαμπής _Μίδας
(συνειρμικά)
Την είχαμε δει την ταινία σε δεύτερη προβολή το 62-63 στο “Αστυ” κι έπεσε μεγάλη διχόνοια στην ομάδα, μια φίλη ειδήμων είπε το αμίμητο “μεγάλη ταινία _δεν καταλάβαμε τίποτε”…
Η περιπέτεια _L’ Avventura
Πρώτο μέρος της “τριλογίας της αποξένωσης” του Αντονιόνι. Κατά τη διάρκεια μιας εκδρομής με γιότ μιας παρέας αστών, στα ιταλικά Αιολικά νησιά, εξαφανίζεται σε ένα μικρό, ξερό βραχονήσι, η δυσαρεστημένη απ’τη ζωή και τον έρωτά της, Άννα (Λέα Μασσάρι), ερωμένη του αρχιτέκτονα Σάντρο (Γκαμπριέλε Φερτσέτι). Οι κάπως σνομπ και βαριεστημένοι φίλοι της την ψάχνουν μάταια. Ο χαμός της Άννα ωθεί την καλύτερη της φίλη Κλάουντια (Μόνικα Βίτι) και το Σάντρο να κάνουν μαζί ένα ταξίδι αναζητώντας την. Το ταξίδι της αναζήτησης αυτής, όμως σύντομα μετατρέπεται σε προσωπικό ψάξιμο στα άδυτα της ψυχής των δυο συνοδοιπόρων, οι οποίοι παράλληλα ερωτεύονται και βρίσκουν παρηγοριά ο ένας στον άλλο. Ο χαμός της Άννας περνάει σε δεύτερη μοίρα όσο οι δυο εραστές έρχονται όλο και πιο κοντά κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού που έχει ως φόντο τα Αιολικά νησιά, την ταραγμένη θάλασσα και τα χωριουδάκια της Σικελίας.
Η περιπέτεια αποτελεί το πρώτο μέρος της “τριλογίας της αποξένωσης” του Ιταλού σκηνοθέτη καθώς και την πρώτη του συνεργασία με μια ηθοποιό που έμελλε να γίνει η μούσα του τη Μόνικα Βίτι, με την οποία συνεργάστηκε και για τα άλλα δυο μέρη της τριλογίας: Η νύχτα _La Notte, 1961 και η Έκλειψη _L’Eclisse, 1962. Τα γυρίσματα έγιναν στη Σικελία καθώς και στα Αιολικά νησια που την πλαισιώνουν. Η ταινία που έκανε πρεμιέρα στο φεστιβάλ των Καννών το 1960 έλαβε αρνητικά σχόλια κατά την πρώτη της προβολή, ενώ κάποιοι παραπονέθηκαν για τη σκηνή, στην οποία η Βίτι προχωρά για μεγάλο χρονικό διάστημα σε ένα διάδρομο, φωνάζοντας Cut!. Όλα όμως άλλαξαν μετά την δεύτερη προβολή (35 κριτικοί έσπευσαν να εκθειάσουν την ταινία) κι η ταινία κατάφερε ν’ αποσπάσει το μεγάλο βραβείο από την κριτική επιτροπή του φεστιβάλ και να αποτελέσει έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους του ευρωπαϊκού σινεμά. Ο καινοτόμος τρόπος αφήγησης του Αντονιόνι σε συνδυασμό με τη φωτογραφία του Άλντο Σκαβάρντα συνετέλεσαν στη διαχρονικότητα της. Δύο χρόνια αργότερα οι κριτικοί κατέταξαν την ταινία στη δεύτερη θέση της λίστας με τις καλύτερες όλων των εποχών, ακολουθώντας τον Πολίτη Κέιν (Citizen Kane) του Όρσον Γουέλς.
Η εξαφάνιση της Άννα διαδραματίζεται στο βραχώδες νησί Λίσκα Μπιάνκα κι η φύση και το τοπίο του νησιού επιδρούν με έντονο τρόπο στους ήρωες. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων πάνω στο νησί, συνεργείο κι ηθοποιοί κόντεψαν ν’ απομονωθούν εκεί λόγω κακών καιρικών συνθηκών. Πέρα απ’ το συμβάν αυτό τα γυρίσματα του φιλμ ήταν προβληματικά. Η ηθοποιός Λέα Μασσάρι έπαθε καρδιακή προσβολή κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων κι έπεσε σε κώμα για δυο μέρες, ενώ η εταιρία παραγωγής της ταινίας χρεοκόπησε αφήνοντας ένα πλήρωμα που αρνούνταν πλέον να δουλέψει απλήρωτο. Η ταινία λογοκρίθηκε μετά την προβολή της καθώς πολλοί ήταν εκείνοι που διαμαρτυρήθηκαν για την υποτιθέμενη ανηθικότητά της. Αυτό έστειλε ξανά τον Αντονιόνι στο δωμάτιο του μοντάζ όπου πετσόκοψε δυο ερωτικές σκηνές. Η εξαφάνιση της Άννα παραμένει μυστήριο μέχρι και το τέλος της ταινίας.

Μόνικα Βίτι _Monica Vitti
Ιταλίδα ηθοποιός και σεναριογράφος, γεννημένη ως Μαρία Λουίζα Τσετσιαρέλι, στη Ρώμη, το 1931 (όπου και πέθανε το 2022) ήταν Ιταλίδα ηθοποιός και σεναριογράφος. Τιμήθηκε με πολλά βραβεία, μεταξύ αυτών 9 βραβεία Νταβίντ ντι Ντονατέλο, 11 ιταλικές Χρυσές Σφαίρες, μία Αργυρή Άρκτο καλύτερης ηθοποιού και τον Τιμητικό Χρυσό Λέοντα για την προσφορά της στον κινηματογράφο.
Βραβεύσεις: Targa d’Oro (1963), Διοικητής του Τάγματος των Τεχνών και των Γραμμάτων (1995), βραβείο Νάστρο ντ’ Αρτζέντο Β’ γυναικείου ρόλου (1962), βραβείο Νταβίντ ντι Ντονατέλο Α’ γυναικείου ρόλου (1969), βραβείο Νταβίντ ντι Ντονατέλο Α’ γυναικείου ρόλου (1971), Νταβίντ ντι Ντονατέλο Α’ γυναικείου ρόλου (1974), Νταβίντ ντι Ντονατέλο Α’ γυναικείου ρόλου (1976), βραβείο Νταβίντ ντι Ντονατέλο Α’ γυναικείου ρόλου (1979), Νάστρο ντ’ Αρτζέντο Α’ Γυναικείου Ρόλου (1969), Νάστρο ντ’ Αρτζέντο Α’ Γυναικείου Ρόλου (1976), Χρυσός Λέων συνολικής προσφοράς (1995), Μεγάλος ταξιάρχης του Τάγματος της Αξίας της Ιταλικής Δημοκρατίας, Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής και Αργυρή Άρκτος για εξαιρετική καλλιτεχνική συνεισφορά (1984)
Από εκ Ρώμης Ρωμαίο πατέρα και Μπολονέζα μητέρα, μεγάλωσε σε διάφορες πόλεις της Νοτίου Ιταλίας, λόγω της εργασίας του πατέρα της που ήταν δημόσιος υπάλληλος. Το 1953 αποφοίτησε από την Εθνική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης, όντας μαθήτρια του δραματουργού Σίλβιο Ντ’Αμίκο, ο οποίος είχε επανδρώσει την Ακαδημία. Για κάποια χρόνια στις αρχές της καριέρας της, η Μόνικα Βίτι (το οποίο καλλιτεχνικό ψευδώνυμο βασίστηκε σε παραλλαγές του υποκοριστικού του ονόματος της και του πατρικού επωνύμου της μητέρας της) έπαιζε εξολοκλήρου στο θέατρο και στην όπερα, μέχρι να ασχοληθεί με τις κωμικές ταινίες και γενικότερα με τον κινηματογράφο.
Πρωταγωνίστησε σε ταινίες του Λουίς Μπουνιουέλ του Ντίνο Ρίζι, του Μάριο Μονιτσέλι, όμως έγινε γνωστή κυρίως από τις ταινίες του Μικελάντζελο Αντονιόνι, του οποίου ήταν καλλιτεχνική μούσα και σύντροφος. Το 1968 ο Αντονιόνι αποφάσισε να ζητήσει τη Μόνικα Βίτι σε γάμο. “Με αιφνιδίασε!”, σχολίασε η Βίτι. “Σκεφθείτε ότι συμβιώνουμε έντεκα χρόνια και ποτέ δεν ετέθη ζήτημα γάμου…”.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής της ήταν απομονωμένη στο σπίτι της στη Ρώμη, υποφέροντας από τη Άνοια με σωμάτια Lewy, με τον σύζυγο της, Ρομπέρτο Ρούσο, να τη φροντίζει. Απεβίωσε συνεπεία επιπλοκών αυτής στο σπίτι της στην Ρώμη, 2-Φεβ-2022, σε ηλικία 90 ετών. Η σορός της τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα για μια μέρα, πριν την κηδεία της δημοσία δαπάνη.
Η Νύχτα _La notte
Ιταλική δραματική ταινία του 1961 σε σκηνοθεσία του Μικελάντζελο Αντονιόνι με πρωταγωνιστές τους Μαρτσέλλο Μαστρογιάννι, Ζαν Μορό και Μόνικα Βίτι (με τον Ουμπέρτο Έκο σε έκτακτη εμφάνιση). Γυρισμένη σε τοποθεσίες στο Μιλάνο, η ταινία αναφέρεται σε μια μέρα της ζωής ενός παντρεμένου και άπιστου ζευγαριού και στην επιδείνωση της σχέσης τους. Το 1961, Η Νύχτα έλαβε τη Χρυσή Άρκτο στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου (πρώτη φορά για ιταλική ταινία), καθώς και το Βραβείο Νταβίντ ντι Ντονατέλο για τον Καλύτερο Σκηνοθέτη. Η Νύχτα θεωρείται η μεσαία ταινία μιας τριλογίας, που ξεκινά με την Περιπέτεια και τελειώνει με την Έκλειψη.
Ο συγγραφέας Τζιοβάνι Ποντάνο και η σύζυγός του Λίδια επισκέπτονται τον σοβαρά άρρωστο φίλο τους Τομάσο Γκαράνι, έναν αριστερό κριτικό πολιτισμού, σε ένα νοσοκομείο στο Μιλάνο. Το νέο βιβλίο του Τζιοβάνι μόλις εκδόθηκε και ο Τομάσο επαινεί το έργο του φίλου του. Συγκλονισμένη από την εικόνα του Τομάσο να πονάει, η Λίδια φεύγει. Ο Τζιοβάνι μένει πίσω και καθώς φεύγει από το δωμάτιο του Τομάσο, μια άρρωστη και ασυγκράτητη νεαρή γυναίκα τον αποπλανά και συνευρίσκονται. Τους διακόπτουν οι νοσοκόμες, οι οποίες χαστουκίζουν την ασθενή. Έξω από το νοσοκομείο, ο Τζιοβάνι βλέπει τη γυναίκα του να κλαίει, αλλά δεν την παρηγορεί. Καθώς φεύγουν με το αυτοκίνητο, της λέει για τη “δυσάρεστη” συνάντησή του με την άρρωστη γυναίκα και μπερδεύεται όταν η Λίδια αντιδρά με αδιαφορία.
Ο Τζιοβάνι και η Λίδια παρευρίσκονται στην παρουσίαση του βιβλίου του, όπου υπογράφει βιβλία ενώ εκείνη παρακολουθεί από απόσταση. Η Λίδια φεύγει και περιπλανιέται στους δρόμους του Μιλάνου, καταλήγοντας στη γειτονιά όπου ζούσαν με τον Τζιοβάνι ως νεόνυμφοι. Συναντά έναν καβγά στους δρόμους, τον οποίο προσπαθεί να σταματήσει, και αργότερα παρακολουθεί πυραύλους να εκτοξεύονται σε ένα χωράφι. Αργότερα τηλεφωνεί στον Τζιοβάνι και εκείνος την παίρνει. Εκείνο το βράδυ, πηγαίνουν σε ένα νυχτερινό κέντρο διασκέδασης, όπου παρακολουθούν μια σαγηνευτική παράσταση από μια χορεύτρια και κάνουν μια μικρή συζήτηση. Η Λίδια λέει στον Τζιοβάνι ότι έχει κάτι να του πει αλλά δεν μπορεί να το πει τώρα, και προτείνει να φύγουν από το κλαμπ για να παρευρεθούν σε ένα πάρτι που διοργανώνει ο κ. Γκεραρντίνι, ένας εκατομμυριούχος βιομήχανος, στη βίλα του.
Ο Τζιοβάνι συναναστρέφεται με τους καλεσμένους του πάρτι, ενώ η Λίδια περπατάει βαριεστημένη. Ο Τζιοβάνι συναντά τη Βαλεντίνα Γκεραρντίνι, τη μικρή κόρη του οικοδεσπότη. Καθώς φλερτάρουν, γλιστράει το μπλουζάκι της στο πάτωμα, και σύντομα συγκεντρώνονται άλλοι για να παρακολουθήσουν τους δύο να ανταγωνίζονται σε αυτό το παιχνίδι και να βάζουν στοιχήματα πριν ο Τζιοβάνι υποχωρήσει. Εν τω μεταξύ, η Λίδια τηλεφωνεί στο νοσοκομείο και μαθαίνει ότι ο Τομάσο πέθανε, αφήνοντάς την συντετριμμένη. Λίγο αργότερα, η Λίδια παρακολουθεί από τον επάνω όροφο καθώς ο Τζιοβάνι φιλάει τη Βαλεντίνα. Ο κ. Γκεραρντίνι συναντιέται ιδιωτικά με τον Τζιοβάνι και του προσφέρει μια διευθυντική θέση στην εταιρεία του. Ο Τζιοβάνι διστάζει να δεχτεί και αφήνει την προσφορά ανοιχτή. Ενώ επανενώνεται για λίγο με τη Λίδια, βλέπει τη Βαλεντίνα και την ακολουθεί, αφήνοντας τη Λίδια μόνη. Ένας άντρας ονόματι Ρομπέρτο, που ακολουθούσε τη Λίδια, της ζητάει να χορέψουν. Μια ξαφνική βροχή κάνει τους καλεσμένους να τρέξουν για να καλυφθούν. Καθώς η Λίδια ετοιμάζεται να πηδήξει στην πισίνα από τη βατήρα, ο Ρομπέρτο την παίρνει στο αυτοκίνητό του και φεύγουν με το αυτοκίνητο. Απολαμβάνει την παρέα του Ρομπέρτο και τη συζήτησή τους, αλλά γυρίζει μακριά του καθώς προσπαθεί να τη φιλήσει…
100% Αντονιόνι
Η Έκλειψη _L’Eclisse
1962_ το 3ο και τελευταίο μέρος της τριλογίας Αντονιόνι με πρωταγωνιστές Αλέν Ντελόν και Μόνικα Βίτι. Γυρισμένη σε τοποθεσίες στη Ρώμη και στη Βερόνα, η ταινία αναφέρεται σε μία νέα γυναίκα (Βίτι), η οποία επιδιώκει σχέση με έναν νεαρό χρηματιστή (Ντελόν). Σενάριο Μικελάντζελο Αντονιόνι, Τονίνο Γκουέρα, Έλιο Μπαρτολίνι και Οτιέρο Οτιέρι, παίζουν _εκτός από τον Ντελόν και τη Μόνικα Βίτι, Φρανθίσκο Ραμπάλ, Λουί Σενιέ, Λίλα Μπρινιόνε, Ροσάνα Ρόρι, Μιρέλα Ρικιάρντι και Σάιρους Ελίας
Μουσική Τζιοβάνι Φούσκο \ Φωτογραφία Τζιάνι ντι Βενάντσο \ Μοντάζ Εράλντο ντα Ρόμα \ Διανομή Cineriz
Η Έκλειψη κέρδισε το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής στο φεστιβάλ των Καννών του 1962 και ήταν υποψήφια για τον Χρυσό Φοίνικα. Χαρακτηρισμένη από τον Μάρτιν Σκορτσέζε ως η πιο τολμηρή ταινία της τριλογίας, είναι ένα από τα πιο αναγνωρισμένα έργα του σκηνοθέτη.
Ένα πρωί Δευτέρας του Ιουλίου 1961, η Βιτόρια, μια νεαρή μεταφράστρια λογοτεχνίας, τερματίζει τη σχέση της με τον Ρικάρντο στο διαμέρισμά του, μετά από μια μακρά νύχτα συζήτησης. Ο Ρικάρντο προσπαθεί να την πείσει να μείνει, αλλά εκείνη του λέει ότι δεν τον αγαπάει πια και φεύγει. Καθώς περιπλανιέται στους έρημους δρόμους, ο Ρικάρντο την προλαβαίνει και περπατάει μαζί της μέσα από μια δασώδη περιοχή προς την πολυκατοικία της, όπου λένε το τελευταίο τους αντίο. Η Βιτόρια επισκέπτεται τη μητέρα της στο ξέφρενο Χρηματιστήριο της Ρώμης. Ένας νεαρός χρηματιστής, ο Πιέρο, ακούει μια εσωτερική πληροφορία, σπεύδει να αγοράσει τις μετοχές και στη συνέχεια τις πουλάει με μεγάλο κέρδος. Συστήνεται στη Βιτόρια. Είναι ο χρηματιστής της μητέρας της. Έξω από το κτίριο, η Βιτόρια προσπαθεί να πει στη μητέρα της για τον πρόσφατο χωρισμό της, αλλά η μητέρα της είναι απασχολημένη με τα κέρδη της.
Εκείνο το βράδυ, η γειτόνισσα της Βιτόρια, η Ανίτα, έρχεται να την επισκεφτεί και συζητούν τον χωρισμό του πρώτου. Μια άλλη γειτόνισσα, η Μάρτα, τους τηλεφωνεί και τους προσκαλεί στο διαμέρισμά της εκεί κοντά. Η Μάρτα, μια λευκή αποικιοκράτισσα από την Κένυα, αποκαλεί τους ιθαγενείς «μαϊμούδες» και πιστεύει ότι απειλούν τις λευκές μειονότητες. Η Βιτόρια φοράει μαύρο πρόσωπο και μιμείται έναν αφρικανικό φυλετικό χορό μέχρι που η Μάρτα, δυσαρεστημένη, της ζητάει να σταματήσει. Όταν ο σκύλος της Μάρτα, ο Ζευς, δραπετεύει από το διαμέρισμα, οι γυναίκες τον κυνηγούν. Αργότερα, ο Ρικάρντο φωνάζει τη Βιτόρια έξω από το διαμέρισμά της, αλλά εκείνη κρύβεται και δεν απαντά.
Την επόμενη μέρα, η Βιτόρια συνοδεύει την Ανίτα και τον σύζυγό της σε ένα ταξίδι στη Βερόνα. Εν τω μεταξύ, πίσω στο Χρηματιστήριο της Ρώμης, ο Πιέρο είναι απασχολημένος κάνοντας συναλλαγές. Η Βιτόρια φτάνει στο Χρηματιστήριο και μαθαίνει ότι η μητέρα της έχει χάσει περίπου 10 εκατομμύρια λίρες λόγω μιας κατάρρευσης του χρηματιστηρίου. Συναντά τον Πιέρο, ο οποίος την οδηγεί στο διαμέρισμα της μητέρας της με το σπορ αυτοκίνητό του, την Alfa Romeo Giulietta. Του δείχνει πλαισιωμένες οικογενειακές φωτογραφίες και το δωμάτιό της από τότε που μεγάλωνε. Ο Πιέρο προσπαθεί να τη φιλήσει, αλλά εκείνη αρνείται. Ο Πιέρο οδηγεί πίσω στο γραφείο του, όπου πρέπει να πει τα κακά νέα στους επενδυτές του.
Μετά τη δουλειά, ο Πιέρο συναντά μια κολγκέρ που είχε κανονίσει να συναντήσει, αλλά την διώχνει όταν διαπιστώνει ότι έχει βάψει τα ξανθά μαλλιά της σε πιο σκούρο χρώμα. Στη συνέχεια, οδηγεί στο κτίριο της Βιτόρια και στέκεται έξω από το διαμέρισμά της. Η Βιτόρια βγαίνει στο μπαλκόνι της και ενώ μιλάνε, ένας μεθυσμένος άντρας κλέβει το σπορ αυτοκίνητο του Πιέρο. Το επόμενο πρωί, η Βιτόρια και ο Πιέρο συναντιούνται δίπλα σε μια λίμνη και παρακολουθούν έναν γερανό να σηκώνει το αυτοκίνητο με το πτώμα του μεθυσμένου άντρα από το νερό. Μετά από μια μεγάλη βόλτα, φτάνουν σε ένα κτίριο υπό κατασκευή κοντά στην πολυκατοικία της Βιτόρια. Ο Πιέρο προσπαθεί ξανά να τη φιλήσει, αλλά εκείνη απομακρύνεται και γυρίζει σπίτι. Το ίδιο βράδυ, η Βιτόρια τηλεφωνεί στον Πιέρο, αλλά δεν λέει τίποτα. Νομίζοντας ότι ήταν μια φάρσα, φωνάζει στο τηλέφωνο και κλείνει το ακουστικό.

Την επόμενη, ενώ η Βιτόρια περιμένει στο εργοτάξιο, φτάνει ο Πιέρο και της λέει ότι αγόρασε μια καινούργια BMW για να αντικαταστήσει την Alfa Romeo του. Την πηγαίνει στο διαμέρισμα των γονιών του, το οποίο είναι γεμάτο με πίνακες και γλυπτά. Καθώς μιλάνε, εκείνη φαίνεται νευρική και απρόθυμη να του ανοιχτεί. Τελικά φιλιούνται, και αφού κατά λάθος σκίζει το φόρεμά της, πηγαίνει σε ένα υπνοδωμάτιο και κοιτάζει τις παλιές οικογενειακές του φωτογραφίες. Ο Πιέρο έρχεται στο υπνοδωμάτιο και κάνουν σεξ.
Η Βιτόρια και ο Πιέρο είναι ξαπλωμένοι σε έναν λόφο. Όταν αναφέρει τον γάμο, εκείνη ισχυρίζεται ότι δεν της λείπει, παρόλο που δεν έχει παντρευτεί ποτέ. Στη συνέχεια, εκείνος απογοητεύεται με την αδυναμία της να εκφράσει πώς νιώθει γι’ αυτόν, στο οποίο εκείνη απαντά: “Μακάρι να μην σε αγαπούσα ή να σε αγαπούσα πολύ περισσότερο”. Λίγο αργότερα στο γραφείο του, η Βιτόρια και ο Πιέρο φιλιούνται και παίζουν σε έναν καναπέ. Όταν χτυπάει ένα ξυπνητήρι, ετοιμάζονται να χωρίσουν. Αγκαλιάζονται και συζητούν να βλέπουν ο ένας τον άλλον κάθε μέρα. Συμφωνούν να συναντηθούν εκείνο το βράδυ στις 8 μ.μ. στο “συνηθισμένο μέρος” έξω από το εργοτάξιο, και η Βιτόρια φεύγει. Εκείνο το βράδυ, την Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 1961, κανένας από τους δύο δεν εμφανίζεται στο καθορισμένο σημείο συνάντησης _τίτλοι τέλους.
Να επαναλάβουμε by Michelangelo Antonioni γαρ _μάλλον περιττό














