Με μεγάλη συμμετοχή κόσμου και παρά τις αντίξοες καιρικές συνθήκες πραγματοποιήθηκε το απόγευμα της Κυριακής 16/2 στο καφενείο «Πανελλήνιον» στην Αθήνα η παρουσίαση του νέου βιβλίου του Ημαθιώτη δημοσιογράφου και συγγραφέα Αλέκου Χατζηκώστα «Τα χειρόγραφα του θανάτου» από τις εκδόσεις «ατέχνως». Για το βιβλίο, αλλά και για το συγγραφέα μίλησαν η Άννεκε Ιωαννάτου, κριτικός λογοτεχνίας, και μεταφράστρια, Doctoral κλασικής φιλολογίας, νεοελληνικής και συγκριτικής γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου της Ουτρέχτης. Επίσης η Νατάσσα Αβραμίδου μεταφράστρια, φιλόλογος, οργανωτική γραμματέας του Δ.Σ της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων.
Με επιτυχία και στην Αθήνα παρουσίαση του βιβλίου “Τα χειρόγραφα του θανάτου”
Παραθέτουμε την ομιλία της Άννεκε Ιωαννάτου
Ο συγγραφέας χαρακτηρίζει το παρόν βιβλίο ως «νουβέλα νουάρ», μαύρη νουβέλα δηλαδή, όρος που έχει χρησιμοποιηθεί για αστυνομικά έργα, ταινίες κυρίως, στα οποία τονίζεται ο ζοφερός χαρακτήρας των περσόνων, τα πάθη τους κλπ. Τα χειρόγραφα που εννοούνται, φέρνουν τη ζοφερή εικόνα της νεότερης ιστορίας του τόπου. Στο φόντο του μαύρου παρελθόντος ο συγγραφέας τοποθετεί τη φαυλότητα ενός παρόντος το οποίο φαίνεται να μην μπορεί να βρει το δρόμο του ως «δημοκρατία», να μην μπορεί να «στρώσει». Το γιατί φανερώνεται στον αναγνώστη όσο προχωράει η αφήγηση. Πάνω σε σάπια θεμέλια δεν μπορεί να χτιστεί μια κοινωνία δίκαιη, ανθρώπινη, είναι το μήνυμα. Η σφήνα στην ιστορία της δεκαετίας του 1940-50 με τη φοβερή ανάταση ενός λαού, την «έκρηξη ηθικής» όπως είχε χαρακτηρίσει ο Κάλβος την Επανάσταση του ’21, άνοιξε ελπίδες για την ανθρωπότητα, ότι, ναι, κάτι μπορεί να αλλάξει. Αυτό το τεράστιο άλμα προσπάθησαν να το πνίξουν με κάθε τρόπο οι ζοφερές δυνάμεις της αντίδρασης με ξένη βοήθεια. Επόμενο ήταν να ανέβει στην εξουσία το κατακάθι της κοινωνίας και οι καταπιεστικοί μηχανισμοί να συνεχίζουν για το λαό με άλλον τρόπο, πιο συγκαλυμμένο. Κάποιοι αυτοματισμοί στον τρόπο της σκέψης, στη νοοτροπία γίνονται εθισμός.
Στο βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα γίνεται μια διαμάχη του καλού με το κακό. Όχι με τη μανιχεϊστική, την αταξική έννοια, αλλά και το καλό και το κακό αποτελείται από συγκεκριμένες κοινωνικοοικονομικές δυνάμεις οι οποίες υπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα, ατομικά και ταξικά. Ανάμεσα στις δύο αντίθετες πλευρές κινείται μια κατηγορία ανθρώπων οι οποίοι από φόβο μην καούν, κάνουν τα στραβά μάτια. Είναι αυτοί που βρίσκουν πάντα δικαιολογίες για τη συμπεριφορά τους. Για κάθε καινούργιο πρόσωπο ο συγγραφέας σκιαγραφεί ένα σύντομο προφίλ, ώστε ο αναγνώστης να μάθει εν συντομία την πορεία ζωής, αλλά και την ψυχοσύνθεσή του/της. Διάσπαρτα υπάρχουν και οι «μπηχτές» για όλα τα σύγχρονα προβλήματα και τα αιωνίως πιπιλισμένα υποκριτικά στερεότυπα από τα μίντια περί κλίματος, πυρκαγιών, πλημμυρών, της αυξανόμενης ζωοφιλίας ως απάντηση στη μοναξιά, ιδιαίτερα επί πανδημίας, ο τουρισμός σαν πανάκειο για την οικονομική κατρακύλα, η ανάγκη από σωτήρες, ενώ προεκλογικά μαγειρέματα μπλέκονται με προσωπικές ίντριγκες και αποκρύψεις βεβαρυμένων παρελθόντων , αλλά επίσης σε όλο αυτό το χαμό αποκαλύπτεται με ελαφρώς ειρωνικούς τόνους η στην ουσία ανύπαρκτη πολιτική διαφορά μεταξύ των αστικών κομμάτων. Ο συγγραφέας μάς έχει μάθει σε αυτά και σε προηγούμενα έργα του. Θυμίζω το Μικρές ιστορίες μεγάλα όνειρα, το οποίο παρουσίασα εδώ και επτά χρόνια, το Φλεβάρη του 2018. Στο κάτω κάτω της γραφής, από ποιόν πληρώνονται τα μεγάλα μέσα «ενημέρωσης», διαβάζουμε παρεμπιπτόντως αγγίζοντας ο συγγραφέας και το δημοσιογραφικό κομμάτι σε όλα αυτά.
Έρχεται στο προσκήνιο και η φυγή στο εξωτερικό νέων σπουδαγμένων ανθρώπων, φλέγον ζήτημα, αλλά ωστόσο παρεμπιπτώντος και αυτό. Δεν το λέω σαν κριτική, το βιβλίο δεν έχει σκοπό να είναι ένα λίβελλο πολιτικό, αλλά μέσα στη ροή της πλοκής φανερώνεται ο μηχανισμός ενός βαθιού κράτους που στέκεται σε σαθρά θεμέλια και φέρνει μαζί του όλα τα άλλα φαινόμενα κι ας μην έχει τον πρώτο ρόλο στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η τεχνοτροπία του «παρεμπιπτώντος» είναι μέθοδος για να κάνεις τον αναγνώστη να συνειδητοποιήσει τα κακώς κείμενα ώστε να μην τα δέχεται σαν δοσμένα. Έτσι, το ένα παιδί του πρωταγωνιστή έχει πάει στο εξωτερικό για επαγγελματική διέξοδο. Και γιατί να μη βρει επαγγελματική διέξοδο στον τόπο του, είναι το ερώτημα που δεν εκφράζεται ρητώς, αλλά κυοφορείται στα συμφραζόμενα. Παρεμπιπτώντος εμφανίζεται και η γνωστή έκφραση «κάνε κορίτσι για τα γεράματα (είχε δύο γιους ο πρωταγωνιστής)», το οποίο διαψεύδεται εντελώς με το παράδειγμα της συμπεριφοράς των γιων του πρωταγωνιστή ως προς τον πατέρα τους. Δεν είναι το μόνο παράδειγμα που ο συγγραφέας θέτει υπό αμφισβήτηση κάποια αυτόματα στερεότυπα, τα οποία λέγονται χωρίς καμία σκέψη. Έτσι άκριτα. Λακωνικά και με διάσπαρτες σπονδές εφιστά την προσοχή του αναγνώστη στα τεράστιο κλισέ στα οποία η πλειονότητα των ανθρώπων κινούνται αυτόματα στα περιθώρια του κοινωνικού γίγνεσθαι κι αυτό είναι το επικίνδυνο, ο εχθρός στα μουλωχτά. Στερεότυπα που κυριαρχούν στην ψυχοκοινωνική κατάσταση και δεν αμφισβητούνται λόγω αδρανοποίησης της σκέψης. Ο συγγραφέας λοιπόν «τσιγκλάει» τον αναγνώστη να τα σκεφτεί, χωρίς διδακτισμούς.
Στη ροή των εξελίξεων ενημερώνεται ο αναγνώστης για πολιτικά και ιστορικά γεγονότα με κάποια στοιχεία χρονογραφήματος τα οποία σίγουρα βοηθούν ιδιαίτερα τους νεότερους , οι οποίοι δεν τα έχουν βιώσει και για τους οποίους είναι πλέον ιστορία, να κατατοπίζονται σε καταστάσεις και νοοτροπίες.
Η πλοκή
Το σύνολο είναι τυλιγμένο σε ένα πέπλο μυστηρίου. Ο τίτλος του πρώτου κεφαλαίου είναι «Έτσι ξεκίνησαν όλα…» και σιγά σιγά εκτυλίσσεται η ιστορία βαδίζοντας προς τη διαλεύκανση της υπόθεσης στο τέλος του βιβλίου. Όσο προχωράει, τόσο λιγότερο μυστήρια φαίνονται τα πράγματα. Ο πρωταγωνιστής έχει ανακαλύψει σημαντικά στοιχεία για τη δολοφονία του αγωνιστή πατέρα του επί χούντας. Στα Γενικά Αρχεία του Κράτους του τόπου καταγωγής του, τη Βέροια, έχει φωτογραφήσει με το κινητό του κάποια χειρόγραφα κείμενα, τα χειρόγραφα του θανάτου. Είχε παρατηρήσει ότι οι κάμερες του εσωτερικού χώρου δεν λειτουργούσαν. Περπατάει έξω θολωμένος από την ανακάλυψή του. Η περιγραφή στην πρώτη παράγραφο ζωγραφίζει με τρόπο υποβλητικό την ατμόσφαιρα στην πόλη αυτή του Βορρά μπάζοντας τον αναγνώστη από τις πρώτες σελίδες σ’ ένα μυστήριο:
«Ο ουρανός μολυβένιος, δίχως να φαίνεται η αρχή και το τέλος του. Οι βροντές από το πρωί έδειχναν ότι δεν θα αργούσε να ξεσπάσει το ‘φαινόμενο’, ‘ακραίο’ το ονομάζουν τα τελευταία χρόνια, όπως έγινε και χθες τη νύχτα. […] Αν και μεσημέρι, πυκνό σκοτάδι είχε πέσει και σκεπάσει ολόκληρη την πόλη. Δεν έβλεπε πια ούτε τη μύτη του».
Η ατμόσφαιρα τέλεια για το έγκλημα που δεν άργησε να γίνει. Βυθισμένος στις σκέψεις φτάνει στο παλιό τοξωτό γεφύρι από την ωθομανική περίοδο: «Ονομαστό, πολυφωτογραφημένο, που χρησίμευε και ως βασικό τοπόσημο της περιοχής, η οποία διψούσε για το σταμάτημα της οικονομικής κατρακύλας, μέσω του τουρισμού». Όμως, ήταν και ο παρόχθιος δρόμος απ’ όπου κατά τη διάρκεια της κατοχής οδήγησαν τους εκατοντάδες εβραίους της πόλης στον τοπικό σιδηροδρομικό σταθμό και στη συνέχεια στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Για να το ξέρουμε, παρεμπιπτόντως κι αυτό. Όταν σκύβει, «σαν μια άγνωστη, απόκοσμη φωνή να τον καλούσε να δει το νερό που λίγα μέτρα παρακάτω κυλούσε ορμητικά, αφρίζοντας» κάποιο χέρι τον σπρώχνει και πέφτει από το γεφύρι στο ποτάμι. Σε μία σελίδα, την πρώτη κιόλας, τρεις «σπονδές» οι οποίες αγγίζουν όμως σημαντικά θέματα, πολιτικά και ιστορικά: πράγματι, όλα λέγονται πια ακραία φαινόμενα μιας αναστατωμένης φύσης, ακόμα και οι κανονικές μπόρες, για να συγκαλυφθούν οι ευθύνες για τις καταστροφές που οφείλονται σε κακοτεχνίες, κακές ή μη υπαρκτές υποδομές. Η δεύτερη αφορά τον τουρισμό που εκθειάζεται απ’ όλα τα κανάλια σαν μέσο να φτιάξει η οικονομία, η «βαριά βιομηχανία» του τόπου, αν είναι δυνατόν! Και η τρίτη αφορά σ’ ένα φρικτό ιστορικό γεγονός. Και αυτά μέσα σε μια ποιητική περιγραφή εισάγοντας τον αναγνώστη σ’ ένα μυστήριο. Μετά από μήνες σε κώμα σε νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης, ξυπνάει ο πρωταγωνιστής μας με αμνησία. Δηλαδή ούτε τότε δεν μαθαίνουμε τι ακριβώς συνέβει, μια και ο πρωταγωνιστής δεν θυμάται τίποτα. Χρειάστηκαν μήνες με τη βοήθεια της συζύγου του να «χτιστεί» ξανά κομμάτι κομμάτι το παρελθόν. Έτσι ενημερώνεται και ο αναγνώστης σιγά σιγά μαζί με την αποκατάσταση της μνήμης του πρωταγωνιστή. Από την πρώτη σελίδα υπάρχει λοιπόν το «σασπένς» προκαλώντας την περιέργεια του αναγνώστη. Τι άραγε να έχει συμβεί; Όλα εκτυλίσσονται με πολλά φλασμπάκ, με στα ενδιάμεσα μια παρουσίαση του προφίλ των προσώπων του δράματος και μόνο προς το τέλος ξεδιαλύνονται όλα. Όλη τη ζωή του ο πρωταγωνιστής κυριαρχείται από την έμμονη ιδέα να βρει τους δολοφόνους του πατέρα του. Στην πορεία του αυτή ξεδιαλύνονται όμως και όλα τα αίσχη, η προσπάθεια να καταστραφούν τα αρχεία, να μη μάθουν οι μεταγενέστεροι για το μεγάλο έγκλημα που δεν τιμωρήθηκε. Μέσα από πολλά μπρος πίσω στην ιστορία σε μια πετυχημένη πλοκή και έξυπνες τεχνοτροπίες ο συγγραφέας τοποθετεί μπροστά στα μάτια μας μια μικρογραφία ενός μηχανισμού μεταπολεμικού που στην ουσία δεν έπαψε να υπάρχει και περιμένει άλλες συνθήκες για να σηκώσει κεφάλι πάλι. Είναι έτοιμος, απλώς σήμερα δεν διακινδυνεύει η «δημοκρατία» από μια μαζική λαϊκή αντίσταση, όπως κάποτε. Άρα συμφέρει στους κυβερνώντες να παραστάνουν τους δημοκράτες. Το βιβλίο αποτελεί ένα μάθημα απ’ αυτή την άποψη και το μάθημα αυτό μαθαίνεται «ευχάριστα», δηλαδή, σαν να διαβάζεις μια αστυνομική νουβέλα με μυστήριο, διακεκομμένο από ιστορικές χρονογραφικές, πολιτικές πληροφορίες.
Τα πρόσωπα από κοντά
Χαρακτηριστική είναι και η διαφορά στη ζωή του πρωταγωνιστή με το γιο του «ανθρώπου με το χιτλερικό μουστάκι», μεγαλοδικηγόρο, υποψήφιο δήμαρχο και ηθικό αυτουργό της σπρωξιάς από το γεφύρι που κόντεψε να κοστίσει τη ζωή του πρωταγωνιστή. Ενώ ο τελευταίος είχε πατέρα αγωνιστή με σχέση αγάπης με τη γυναίκα του, τη μάνα δηλαδή του πρωταγωνιστή, μια οικογένεια αγαπημένη η οποία μεγάλωσε με ηθικά σωστές αγωνιστικές αρχές το παιδί τους. Το παιδί είναι μπροστά, όταν ήρθαν να συλλάβουν τον πατέρα. Ο πρωταγωνιστής βλέπει, ακόμα στο νοσοκομείο, το ίδιο όνειρο με αυτές τις σκηνές από την παιδική του ηλικία. Βλέπει και τον αστυφύλακα να ενημερώνει τη μάνα του ότι ο πατέρας του πέθανε στη φυλακή, Γεντί Κουλέ κιόλας, δηλαδή ό, τι πιο φρικτό υπήρχε, από καρδιακή προσβολή. Αυτές τις σκηνές έρχονται σαν όνειρο στον ύπνο του και με αυτό τον τρόπο ενημερώνεται και ο αναγνώστης για τη ζωή του. Ο μεγαλοδικηγόρος και υποψήφιος δήμαρχος, γιος του φασίστα βασανιστή κρατουμένων, παρουσιάζει την απόλυτη αντι-εικόνα:
«Από τότε που θυμόταν τον εαυτό του είχε διαπιστώσει δύο πράγματα. Δύο αλήθειες που φρόντισε όλα αυτά τα χρόνια να κρατήσει βαθιά μέσα του. Ο πατέρας δεν ήταν αυτός που οι πολλοί πίστευαν ότι ήταν. Και η μητέρα του ήταν δυστυχισμένη στο γάμο της». (σελ. 74). Ο πατέρας του έλειπε συχνά για δουλειές, «όπως έλεγε», και θυμόταν τη μητέρα του να κλαίει, όταν ήταν μόνη της «και συχνά να έχει εκείνες τις μελανιές στα μπράτσα και να του λέει …ότι ‘έπεσε και χτύπησε στα έπιπλα’».
Ο μεγαλοδικηγόρος λοιπόν αγαπούσε πρώτα τον εαυτό του και αποκτούσε φίλους μόνο από συμφέρον. Στο προφίλ του «ανθρώπου με το χιτλερικό μουστάκι», του πατέρα δηλαδή του μεγαλοδικηγόρου, είχαμε διαβάσει νωρίτερα ότι είχε σαπίσει πολλές φορές στο ξύλο τη γυναίκα του «…και αυτή απλά ζάρωνε, ανίκανη ν’ αντιδράσει και πολύ περισσότερο να μιλήσει για το τι τραβούσε. Γι αυτό άλλωστε το είχε ρίξει στις εκκλησιές και τις αγαθοεργίες» (σελ. 48).
Έχουμε λοιπόν δύο ζευγάρια με παιδί, τελείως αντίθετες περιπτώσεις. Η ζοφερότητα της φασιστικής οικογένειας σε κραυγαλέα αντίθεση με την κομμουνιστική οικογένεια με τα ιδανικά της και το σεβασμό για τον άνθρωπο. Τα παιδιά βγήκαν απ’ όλες τις απόψεις εντελώς διαφορετικά. Δεν μου φαίνεται τυχαίο ότι ο συγγραφέας διάλεξε την αντιπαραθετική εικόνα των δύο οικογενειών, αν και δεν είναι πάντα έτσι και καμιά φορά από αγκάθι ρόδι βγαίνει και το αντίστροφο.
Στο βιβλίο εναλλάσσονται τα σκηνικά για να μας δείξουν κάθε φορά μια άλλη πλευρά της υπόθεσης. Βλέπουμε τα πράγματα μια από τη μία πλευρά, μια από την άλλη. Αλλάζει η ματιά δηλαδή. Σε παρένθεση, το βιβλίο θα ήταν κατάλληλο για να γίνει ταινία. Και οι διάλογοι προσφέρονται γι αυτό. Ξέρουμε άλλωστε ότι ο Αλέκος Χατζηκώστας έχει κάνει μια ταινία μικρού μήκους και ντοκιμαντέρ. Μόλις από τη σελίδα 86 μαθαίνουμε τι προηγήθηκε του πρώτου κεφαλαίου. Πότε πάμε 51 χρόνια πίσω στο Γεντί Κουλέ, πότε πάλι στο σήμερα, πότε στο 1981 που κερδίζει το ΠΑΣΟΚ τις εκλογές, πότε στο «βρώμικο» 1989. Πάντως, «το ‘βαθύ κράτος’ λειτουργεί ανεξάρτητα από κυβερνήσεις» σχολιάζει ο συγγραφέας (σελ. 83).
Υπάρχουν και οι λογοτεχνικές πινελιές άλλων λογοτεχνών. Έτσι, ο πρωταγωνιστής θυμάται με συμπάθεια τον Ισπανό ιππότη Δον Κιχώτη, ο οποίος έλεγε στον υπηρέτη του, τον Σάντσο Πάντσα: «Να αλλάξεις τον κόσμο φίλε μου Σάντσο, δεν είναι τρέλα, ούτε ουτοπία. Είναι δικαιοσύνη!» (σελ. 85).
Δεν είναι η μόνο στιγμή που θυμάται και μας θυμίζει το λόγο ποιητών. Αναφέρονται με στίχους ο Λειβαδίτης, ο Βάρναλης και ο Αναγνωστάκης. Ξεκινάει με Λειβαδίτη και κλείνει το βιβλίο με Αναγνωστάκη.
Το βαθύτερο μήνυμα του βιβλίου είναι, κατά τη γνώμη μου, ότι μετά τη δεκαετία του 1940, στην οποία η αστική ηγεσία είδε δυό φορές το χάρο με τα μάτια του, δεν μπορεί να ορθοποδήσει, διότι όλη η δομή είναι μολυσμένη. Δεν έχει καθαριστεί ποτέ. Και πώς να καθαριστεί, αφού έμεινε το ίδιο κοινωνικοοικονομικό σύστημα;