Βασιλική Παπαγεωργίου //
Κοινωνική Ανθρωπολόγος
Μεταδιδακτορική ερευνήτρια, Παν/μιο Αιγαίου
Εργασιακή σύμβουλος, Δ.ΥΠ.Α.
Στις σχετικές αναλύσεις πριν και μετά τις αμερικανικές εκλογές είδαμε το κυρίαρχο (εγχώριο και ξένο) μιντιακό ρεύμα, να περιορίζεται σε μια μονοδιάστατη προσέγγιση, με το φακό εστιασμένο αποκλειστικά στον ηγέτη – το ύφος, η έκφραση, η εμφάνιση του Τραμπ ή της Χάρις, μια γενικότερη τάση αισθητικοποίησης της πολιτικής. Εξάλλου, η έννοια της ηγεσίας, καλοδουλεμένη σε δημοφιλείς ψευδο-επιστημονικές προσεγγίσεις, που – πιστές στο νεοφιλελεύθερο πνεύμα – τείνουν να την καθιερώσουν τα τελευταία χρόνια, μεταφέροντάς την από το πεδίο του management σχεδόν παντού, υποδεικνύει και μια βολική οδό ερμηνείας του πολιτικού.
Λίγο πολύ, λοιπόν, αυτό που κυριάρχησε, είναι το πόσο κατάφερε ο κάθε υποψήφιος ηγέτης να πείσει το ακροατήριο, κινητοποιώντας το συναίσθημα, το θυμικό του, ή διευκολύνοντας την ταύτιση. Είδαμε, επίσης, μια περίτεχνα καλοδουλεμένη υπερβολή όσον αφορά το εκλογικό αποτέλεσμα (που έδειξε καθαρή και καθολική σε όλα τα σώματα νίκη του Τραμπ), με “οιμωγές” για τη “μαύρη εποχή” που έρχεται, τα κακά που μας περιμένουν και το “πρωτόγνωρο γεωπολιτικό σκηνικό” που προδιαγράφεται. Παρ’ όλες αυτές τις κοινοτοπίες, οι αμερικανικές εκλογές είναι μια καλή αφορμή για συζήτηση πέρα από την παραπάνω σκοπιά.
Αφετηριακά, ας υπογραμμίσουμε ότι οι εκλογές αποτελούν ένα πεδίο έκφρασης σύνθετων κοινωνικών και πολιτικών διεργασιών και ταξικών δυνάμεων, που εμπλέκουν γενικότερα ζητήματα κυβερνητικότητας, ενώ συνιστούν, επίσης, μέρος του τρόπου που η κρατική εξουσία διαμορφώνει πολιτικά υποκείμενα -υπηκόους. Γι’ αυτό και η εκλογική συμπεριφορά, από τη μια ακολουθεί ιστορικά-πολιτισμικά πρότυπα που την έχουν διαμορφώσει, και, από την άλλη, δεν μπορεί εύκολα να αναχθεί σε συγκεκριμένους παράγοντες και απλουστευτικά εξηγητικά σχήματα. Έτσι, η ανάλυση της εκλογικής συμπεριφοράς και των εκλογικών αποτελεσμάτων, ως πολιτική πράξη που επενεργεί στη δημόσια σφαίρα, όπως αυτή η πληθώρα κειμένων γύρω από τις αμερικανικές εκλογές κατά το παρόν διάστημα (βλ. ενδεικτικά εφημ. Η Καθημερινή και Το Βήμα της 10/11), αποτελεί συνήθως μια απόπειρα αναπαραγωγής της κατεστημένης τάξης, αποτελεί δηλαδή, αυτή καθαυτή έναν εξουσιαστικό λόγο γύρω από διακυβεύματα κατανομής δύναμης και τα αντίστοιχα ειδικά συμφέροντα αυτών των κατανομών.
Στην περίπτωση των αμερικανικών εκλογών, αυτό που διαπιστώνουμε – κάτι που δεν απαντάται πρώτη φορά σε αυτές τις εκλογές και που δύσκολα μπορεί να αγνοήσει οποιαδήποτε απόπειρα προσέγγισης του φαινομένου – είναι η τάση του “εγκλωβισμού” τού εκλογικού σώματος ασφυκτικά σε δύο επιλογές, που αποτελούν “όψεις” του ίδιου νομίσματος. Είναι, εξάλλου, η δομή του ίδιου του αμερικανικού εκλογικού συστήματος που ευνοεί θεσμικά μια μορφή δικομματισμού και την εναλλαγή ρεπουμπλικάνων-δημοκρατικών στην εξουσία διαχρονικά. Αυτός ο εγκλωβισμός, χρησιμοποιείται για την παραγωγή ενός πολιτικού σώματος πειθαρχημένου σε έναν τρόπο που να μην βλέπει άλλη “σωτηρία” και καταφυγή, παρά στα δύο κόμματα και τους ηγέτες τους. Μονοπωλώντας τη δημόσια σφαίρα, αυτοί καμώνονται πως έχουν διαφορετικές πολιτικές, και αγνοούν ότι αμφότεροι άγονται και φέρονται από τα λόμπι και τις χρηματοδοτήσεις τους (αναπόσπαστο μέρος της αμερικανικής φιλελεύθερης δημοκρατίας).
Σε ένα τέτοιο σύστημα, ιστορικά θεμελιωμένο, οι εναλλακτικές “φωνές” δεν είναι τόσο ισχυρές και παρουσιάζονται αποδυναμωμένες στη δημόσια σφαίρα, καθώς οι συνθήκες συμμετοχής τους από μια θέση ισχύος, καθίστανται σχεδόν αδύνατες. Κι όμως υπάρχουν, είναι ριζοσπαστικές δυνάμεις αντίστασης με ιστορικό βάθος, και μπορούμε να τις εντοπίσουμε, για παράδειγμα, μέσα στα εργατικά συνδικάτα, στα κινήματα των μαύρων και άλλων μειονοτικών ομάδων, σε αυτά των γυναικών ή στις οργανωμένες αντιπολεμικές φωνές ενάντια στην υποστήριξη προς το Ισραήλ.
Η| δυναμική όλων αυτών και όσων ασκούν “πολιτικές από τα κάτω” επισκιάζεται, καθώς η πολιτική γίνεται θέαμα με influencers που στηρίζουν τον έναν ή τον άλλον δημοκρατικό ή ρεπουμπλικάνο υποψήφιο, ενώ σαθρά επιχειρήματα όπως π.χ. η (δήθεν) αντισυστημικότητα και εναντίωση του Τραμπ στις (δήθεν) “ελίτ”, αποκτούν βαρύτητα και υπόσταση έναντι του ουσιαστικού πολιτικού λόγου. Στις αμερικανικές εκλογές αυτό που φαίνεται ότι αποτελεί μείζον διακύβευμα, είναι η υποκατάσταση της τάξης και των ταξικών αγώνων με κάθε τι άλλο, που θα κρύψει την ταξική αντιπαλότητα και τη δομική ανισότητα, θα “μεταμορφώσει” τον καταστροφικό νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό και την εξουσία που ασκεί το εταιρικό κεφάλαιο, ενώ, παράλληλα, θα επιχειρήσει να απαλύνει ή να εξαφανίσει ολοσχερώς και τις δυνατότητες αντίστασης.
Αλλά, είναι ο ηγέτης πάνω απ’ όλα. Στις εκλογικές αναλύσεις το θέμα ήταν αν έπεισε ο ηγέτης για τις λύσεις που προτείνει (πρόβλημα διαχείρισης) και αν κατάφερε να δημιουργήσει ερείσματα ταύτισης (ταυτοτικό πρόβλημα). Με αυτόν τον τρόπο οι κατεστημένες κατανοήσεις του κόσμου, η ηγεμονική θεώρηση, δεν αφήνει χώρο σε αντιλήψεις που δεν είναι ομόλογες προς την κυρίαρχη πίστη, και η αναπαράσταση κάθε φορά της εκλογικής διαδικασίας ως θεάματος (αναπαράσταση στην οποία με ζήλο επιδίδονται οι αναλυτές των εκλογικών αποτελεσμάτων), είναι και η ίδια επιτέλεση του πολιτικού με βάση τους κανόνες του παιχνιδιού που οι κυρίαρχοι θέτουν (μείζων κανόνας ότι η αισθητικοποίηση της πολιτικής ταυτίζεται με την ίδια την πολιτική).
Θα ήταν πιο εποικοδομητικό, αν, αντί να πάρουμε το τελικό αποτέλεσμα (ποιος ψήφισε τι) και να το ορίσουμε ως αφετηρία για τις εξηγήσεις μας, στραφούμε καλύτερα προς την ανάδειξη των ίδιων των συνθηκών παραγωγής του. Και, επίσης, να σκεφτούμε ποιος έχει “φωνή” και πώς αρθρώνεται αυτή η φωνή, ποια συμφέροντα υπηρετεί, ποιος μένει εκτός και πώς εκπροσωπείται ή υποεκπροσωπείται, πού εντοπίζονται εναλλακτικές και ριζοσπαστικές δυναμικές, πού εντοπίζονται τα εκατομμύρια των όσων δεν ψήφισαν κ.λπ. Διαφορετικά, οι νοούμενες ως αντιφάσεις, όπως, π.χ., γυναίκες που δεν ψήφισαν την Χάρις και μαύροι/ μειονοτικοί που ψήφισαν τον Τραμπ, θα ερμηνεύονται με την απόφανση «πήραν αυτό που τους άξιζε», συλλογισμός που είναι ταυτολογικός και προσφέρει μια επιφανειακή και παραπλανητική κατανόηση.