Κυριακή 27 Οκτώβρη σήμερα και … στον κόσμο και στην Ελλάδα
Τι έγινε στον κόσμο και στην Ελλάδα σαν σήμερα 27 Οκτωβρίου;
Σχετικά με την αλλαγή της ώρας υπάρχει η copy-paste ανακοίνωση του υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών … σύμφωνα με την Οδηγία 2000/84 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της EE 19/01/2001, “οι δείκτες των ρολογιών πρέπει να μετακινηθούν μία ώρα πίσω, δηλαδή από 04:00πμ. σε 03:00 πμ.” κλπ μπλα μπλα …υπενθυμίζεται πως το βασικό πλεονέκτημα του μέτρου της αλλαγής της ώρας είναι η εξοικονόμηση ενέργειας. Σημειώνεται δε πως οι πολίτες εξοικονομούν κατά τους 7 μήνες της θερινής ώρας 210 ώρες ηλεκτρικής ενέργειας εκμεταλλευόμενοι τον Ήλιο _σώωω πα!. Τη 10ετία του ’70, υπό την επήρεια της πετρελαϊκής κρίσης, η πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών (δλδ σσ. οι έχοντες και κατέχοντες τα κλειδιά της οικονομίας) προσπαθεί να εκμεταλλευθεί το φως της ημέρας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο
Γράφει ο \\ Αστέρης Αλαμπής _Μίδας
ℹ️ Η αλλαγή ώρας εφαρμόστηκε για πρώτη φορά δοκιμαστικά στην Ελλάδα από τις 6 Ιουλίου έως την 1η Σεπτεμβρίου 1932. Το διάστημα αυτό τα ρολόγια των πολιτών είχαν τεθεί 1 ώρα μπροστά.
_ Το ygeiamou.gr. αναφέρει κάποια ενδιαφέροντα, όπως
- Αυτή την Κυριακή κερδίζουμε μια ώρα ύπνο, αλλά βγαίνουμε χαμένοι σε δύο τομείς
- Μια μέρα μετά του Αγίου Δημητρίου, θα γυρίσουμε τους δείκτες του ρολογιού μία ώρα πίσω, ώστε να εναρμονιστούμε με τη χειμερινή ώρα
- Τα ξημερώματα της Κυριακής, τα ρολόγια μας θα γυρίσουν μία ώρα πίσω, δίνοντας έτσι τον τόνο για την επίσημη έναρξη της χειμερινής περιόδου. Οι άνθρωποι θα έρθουν για μία ακόμη χρονιά αντιμέτωποι με πιο σκοτεινές ημέρες. Πώς νιώθουν γι’ αυτό;
Μια νέα δημοσκόπηση της Talker Research σε 2.000 άτομα διαπιστώνει ότι 2 στους 5 (40%) θα βιώσουν “daylight saving scaries”, ένα είδος μελαγχολίας από τη μείωση του ηλιακού φωτός εξαιτίας της αλλαγής της ώρας. Σύμφωνα με τα νέα δεδομένα, το άγχος της αλλαγής αυτής ξεκινά περίπου 11 ημέρες νωρίτερα και διαρκεί για τουλάχιστον δύο εβδομάδες μετά την καθιέρωση της νέας ώρας. Η δημοσκόπηση αποκαλύπτει ότι το 59% των ανθρώπων θα προτιμούσε να υπάρξει μια μόνιμη λύση, που θα καταργεί την αλλαγή της ώρας δύο φορές το χρόνο, υπογραμμίζοντας έτσι την ευρέως διαδεδομένη δυσφορία των ανθρώπων για το ζήτημα αυτό.
Διαγενεακός διχασμός
Δεν μοιράζονται, βέβαια, όλοι την ίδια ανησυχία, με την ηλικία των ανθρώπων να φαίνεται ότι διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο πώς διαχειρίζονται αυτή την αλλαγή. Ειδικότερα, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία αισθάνονται πιο έντονα την ανάγκη κατάργησης της αλλαγής της ώρας, την ώρα που μόλις οι μισοί από τους millennials είναι υπέρ του τερματισμού της θερινής ώρας. Από την άλλη, σχεδόν το 70% των baby boomers υποστηρίζει ότι είναι καιρός να επιλέξουμε ένα πρότυπο ώρας και να παραμείνουμε σε αυτό. Η έρευνα αποκάλυψε επίσης ότι μόνο το 1/3 των ερωτηθέντων (35%) θεωρούν ότι το κέρδος μιας επιπλέον ώρας ύπνου το φθινόπωρο αξίζει τον κόπο της απώλειας ηλιακού φωτός. Το εύρημα αυτό σχετίζεται και με το ότι το 77% των ερωτηθέντων που αισθάνονται πιο ενεργητικοί όταν βγαίνει ο ήλιος. Μετά τη λήξη της θερινής ώρας, το 70% αισθάνεται πως η ημέρα του αρχίζει και τελειώνει στο σκοτάδι, κάτι που δημιουργεί σε πολλούς μια μόνιμη σχεδόν αίσθηση θλίψης.
Αυτές οι αλλαγές στη διάθεση είναι ιδιαίτερα έντονες μεταξύ των εργαζομένων, οι οποίοι φαίνεται να πλήττονται περισσότερο από την αλλαγή της ώρας. Σχεδόν οι μισοί (48%) από τους ερωτηθέντες εργαζόμενους στερούνται το φως της ημέρας κατά τη διάρκεια των ωρών εργασίας τους, με το 54% να παραδέχεται ότι βιώνει την «μελαγχολία του ήλιου» τη χειμερινή περίοδο.
Η απώλεια του ηλιακού φωτός δεν πλήττει, όμως, μόνο τη διάθεση, αλλά και την παραγωγικότητα των εργαζομένων, με το 43% να δηλώνει ότι η πρώτη εβδομάδα με τη χειμερινή ώρα είναι η πιο αντιπαραγωγική τους στη δουλειά. Το 31%, επίσης, παραδέχεται ότι εκείνη την περίοδο κάνει περισσότερα λάθη, διαπίστωση που αποτυπώνει τον αποπροσανατολιστικό αντίκτυπο της αλλαγής της ώρας στην καθημερινή ρουτίνα.
Το ρολόι ή ωρολόγιο είναι ένα όργανο ένδειξης του χρόνου. Χρησιμοποιείται συνήθως για τη μέτρηση χρονικών διαστημάτων μικρότερων της ημέρας, σε αντίθεση π.χ. με τα ημερολόγια. Ρολόγια που χρησιμοποιούνται για τεχνικούς σκοπούς και παρουσιάζουν μεγάλη ακρίβεια στη μέτρηση σύντομων χρονικών διαστημάτων, αποκαλούνται συνήθως χρονόμετρα.
Αρχαία Μηχανικά Ρολόγια
Το πρώτο γνωστό οδοντωτό ρολόι εφευρέθηκε από τον μεγάλο μαθηματικό, φυσικό και μηχανικό Αρχιμήδη τον 3ο αιώνα προ Χριστού. Ο Αρχιμήδης δημιούργησε το αστρονομικό του ρολόι που ήταν επίσης ένα ρολόι κούκου με τα πουλιά να τραγουδούν και να κινούνται κάθε ώρα. Είναι το πρώτο ρολόι τύπου carillon καθώς παίζει μουσική και ταυτόχρονα με ένα αυτόματο πρόσωπο που ανοιγοκλίνει τα μάτια του έκπληκτο από τα αυτόματα πουλιά που τραγουδούν. Το ρολόι του Αρχιμήδη λειτουργεί με ένα σύστημα τεσσάρων βαρών, με αντισταθμιστικά βάρη και χορδές που ρυθμίζονται από ένα σύστημα πλωτήρων σε ένα δοχείο νερού με σιφώνια που ρυθμίζουν την αυτόματη λειτουργία του ρολογιού. Οι αρχές αυτού του τύπου ρολογιών περιγράφονται από τον μαθηματικό και φυσικό Ήρωα, ο οποίος λέει ότι μερικά από αυτά λειτουργούν με μια αλυσίδα που γυρίζει ένα γρανάζι του μηχανισμού και δίνει κίνηση σε όλο το σύστημα. Ένα άλλο ελληνικό ρολόι που πιθανότατα κατασκευάστηκε την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου ήταν στη Γάζα που ίδρυσε ο Μεγαλέξανδρος, το οποίο περιγράφεται από τον Προκόπιο (6ο αιώνα π.Χ.). Το ρολόι της Γάζας ήταν πιθανώς ένα Μετεωροσκοπείο, δηλαδή ένα κτίριο που δείχνει τα ουράνια φαινόμενα και την ώρα. Είχε δείκτη για την ώρα και μερικούς αυτοματισμούς παρόμοιους με το ρολόι του Αρχιμήδη. Υπήρχαν 12 πόρτες που ανοίγουν μία κάθε ώρα με τον Ηρακλή να εκτελεί διαδοχικά κάθε ώρα έναν από τους άθλους του. Έτσι οι κάτοικοι ξέρουν ότι αν είναι ο άθλος με το Λιοντάρι η ώρα είναι μία, η Λερναία Ύδρα εκτελείται την δεύτερη ώρα κ.λπ. και τη νύχτα μια λυχνία να γίνεται ορατή κάθε ώρα διαδοχικά στα 12 παράθυρα ώστε να γνωρίζουν την ώρα κατά την διάρκεια της νύκτας. Ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων ήταν επίσης πιθανότατα ένα αστρονομικό ρολόι.
Η παραδοσιακή κινεζική χρονομέτρηση αναφέρεται στα χρονικά πρότυπα για τις διαιρέσεις της ημέρας που χρησιμοποιούνται στην Κίνα μέχρι την εισαγωγή του ημερολογίου Shixian το 1628 στην αρχή της δυναστείας Qing
Πρώιμη κινεζική ωρολογία:
το ρολόι νερού του su Sung
Ο Su Sung ήταν διπλωματικός απεσταλμένος στη δυναστεία Sung, που κυβέρνησε την Κίνα κατά τη διάρκεια μιας από τις σημαντικότερες πολιτιστικές περιόδους (960-1279 μΧ.). Το 1077, ο Σου Σουνγκ στάλθηκε από τον αυτοκράτορα Σουνγκ για να ευχηθεί “Χρόνια Πολλά” στον ηγεμόνα του λαού Χιτάν βορειότερα.
Τα γενέθλια αυτού του ηγεμόνα συνέπεσαν με ένα χειμερινό ηλιοστάσιο, οπότε όταν έφτασε ο Sung, σοκαρίστηκε διαπίστόνοντας ότι ήταν μια μέρα νωρίτερα. Ο Σου Σουνγκ ήξερε να μην εκθέτει την κατωτερότητα του αυτοκράτορά του, έτσι έπεισε τους οικοδεσπότες να διασκεδάσουν μια μέρα νωρίτερα. Ωστόσο, αυτή η μίξη έδειξε ότι οι “βάρβαροι” στο βορρά είχαν στην πραγματικότητα πιο ακριβή εργαλεία συγχρονισμού από τη δυναστεία Sung!
Όταν ο Σου Σουνγκ επέστρεψε, ο αυτοκράτορας τον ρώτησε τον Σου αν ήταν σωστό το “βάρβαρο” ή το κινέζικο ημερολόγιο. Ο Σου είπε την αλήθεια και όταν ανακάλυψε ότι οι βάρβαροι ήταν πιο ακριβείς, ο Κινέζος αυτοκράτορας επέβαλε πρόστιμο και τιμωρία σε όλους τους αξιωματούχους που σχετίζοντανι με το Αστρονομικό Γραφείο.
Στη συνέχεια, ο Su Sung έλαβε τις άμεσες εντολές του αυτοκράτορα, δίνοντάς του οδηγίες να δημιουργήσει ένα αστρονομικό ρολόι που ήταν πιο χρηστικό και πιο όμορφο από οποιοδήποτε άλλο! και έπιασε δουλειά. Η αποστολή του: “ένα νέο σχέδιο για μια μηχανοποιημένη οπλική σφαίρα και μια ουράνια σφαίρα”. Δημιούργησε ένα αστρονομικό ρολόι ύψους κάπου 11 μέτρων που εκτείνονταν συνολικά σε πέντε ιστορίες.
Στην κορυφαία πλατφόρμα υπήρχε μια τεράστια χάλκινη, μπάλα κανονιού και μέσα σε αυτή βρισκόταν μια ουράνια σφαίρα. Στον κεντρικό πύργο, που ήταν τριώροφος, υπήρχε ένα τεράστιο ρολόι νερού. Αυτό τροφοδοτούνταν από νερό που ρέει στο επίπεδο του εδάφους και το γέμισμα\αποστράγγιση στον περιστρεφόμενο τροχό.
Το εξωτερικό της δομής περιείχε μανεκέν της εποχής που έφεραν κουδούνια και γκονγκ που ηχούσαν τις επιθυμητές ώρες (πχ. ανά τέταρτο). Αυτά τα μανεκέν …παρέλαυναν επίσης καθώς το ρολόι λειτουργούσε δίνοντας στους θεατές μια παράσταση σε διάφορα σημεία κατά τη διάρκεια της ημέρας. Όλες οι κινήσεις των γυναικών ελέγχονταν από τα μηχανήματα του ρολογιού.
Το κύριο στοιχείο αυτού του ρολογιού νερού; Η απόδραση!! Ο Su είχε δημιουργήσει μια υπέροχη υδάτινη φαντασία, παίζοντας με τις ρευστές ιδιότητες του νερού, δημιούργησε την “κίνηση Staccato” με τη διαφυγή του νερού, όπως έκαναν αιώνες αργότερα οι Ευρωπαίοι παίζοντας με τις ελαστικές ιδιότητες του μετάλλου στο “Verge escapement” (σσ. όριο διαφυγής: ο παλαιότερος γνωστός τύπος μηχανικής διαφυγής, ο μηχανισμός σε μηχανικό ρολόι που ελέγχει τον ρυθμό του επιτρέποντας στο σύστημα μετάδοσης να προχωρά σε τακτά χρονικά διαστήματα ή “τικ”. Από τα τέλη του 13ου αιώνα μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα χρησιμοποιήθηκε σε ρολόγια και ρολόγια τσέπης…) Το ρολόι νερού του Su ήταν πολύ παρόμοιο με το μηχανικό ρολόι που ανέπτυξαν οι Ευρωπαίοι εκατοντάδες χρόνια αργότερα.
Το 1090, αυτό το ρολόι είχε τελειώσει. Ήταν έτοιμο να διασκεδάσει, να παρακολουθήσει τους πλανήτες και τα αστέρια και να παρακολουθήσει την ώρα.
Το αστρονομικό ρολόι έτρεχε από το 1090 έως το 1126, μέχρι που το έκλεψαν οι Τατάροι εισβολείς. Ωστόσο, οι Τάταροι δεν μπόρεσαν να καταλάβουν το σύνθετό του που λειτουργούσε ξανά όταν τοποθετήθηκε στη νέα του θέση – το Πεκίνο. Αυτό σήμανε το τέλος της κινεζικής υψηλής ωρολογίας προς το παρόν. Ακόμη χειρότερα, πριν οι Τάταροι κλέψουν το αριστούργημα του Σου Σουνγκ, οι Ταοστικοί μεταρρυθμιστές ήρθαν στην εξουσία. Οι Ταοστικοί μεταρρυθμιστές δεν αγαπούσαν τη “φανταχτερή” χρονομέτρηση και έκαναν ελάχιστα για να συνεχίσουν την ωρολογιακή ανάπτυξη.
Δυστυχώς, το βιβλίο του Su Sung που έγραψε για το σχεδιασμό και τη λειτουργία αυτού του ρολογιού χάθηκε στη Δύση τον 17ο αιώνα. Μέχρι τότε, το μηχανικό ρολόι ήταν πολύ πιο προηγμένο τεχνολογικά, και οι Ευρωπαίοι ουσιαστικά έβαλαν τη “σφραγίδα” τους στα βιβλία της ωρολογικής ιστορίας με την εμφάνιση του μηχανικού ρολογιού πολύ αργότερα.
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Su Sung ήταν ο πρώτος άνθρωπος που δημιούργησε το μηχανικό ρολόι _απλά ήταν ο πιο γνωστό. Είναι τεκμηριωμένο ότι υπήρχε ένας άλλος _Κινέζος πάλι, μαθηματικός και αστρονόμος ονόματι «I-Hsing» που δημιούργησε το πρώτο μηχανικό ρολόι σε κάποια στιγμή μεταξύ του 681 και 727 μΧ. Αλλά κι απ΄ αυτό έχουν μείνει ψήγματα, οι γραφές χάθηκαν πάλι με ευθύνη της Ευρώπης, που ήθελε να είναι αυτή η πρωταγωνίστρια (αν και αιώνες μετά).
Είναι αξιοσημείωτο πόσο προηγμένη ήταν η κινεζική ωρολογία τότε. Με την ολοκλήρωσή του το 1090, το ρολόι νερού του Su Sung ήταν η πιο πρωτοποριακή ωρολογιακή συσκευή στον πλανήτη, ενώ η Καθολική Εκκλησία δεν είχε το πρώτο της μηχανικό ρολόι παρά το 1283 (αν και ο Christiaan Huygens δεν κατοχύρωσε το ρολόι του _ένα εκκρεμές μέχρι το 1657) και το ρολόι του Su Sung παροπλίστηκε πέντε αιώνες πριν το 1126. Φανταστείτε πόσο πιο πολύ θα μπορούσε να εξελιχτεί η επιστήμη του ρολογιοού αν η Δυναστεία Σουνγκ και οι διάδοχοί της συνέχισαν να δίνουν του έμφαση…
Σε ένα βιβλίο με τίτλο “The Genius of China – 3000 Years of Science, Discovery, and Invention”, (σσ..Ιδιοφυία της Κίνας – 3000 Χρόνια Επιστήμης, Ανακάλυψης και Εφεύρεσης) η εισαγωγή με τίτλο “The West’s Debt to China” (Το χρέος της Δύσης στην Κίνα) εξηγεί ότι ένα από τα μεγαλύτερα ανείπωτα μυστικά στην ιστορία είναι η επίδραση που είχε η Κίνα σε πολλές από τις σύγχρονες εφευρέσεις που χρησιμοποιούν οι Δυτικοί ακόμα και σήμερα. Και το ρολόι του Su Sung είναι μόνο μία από τις πολλές συνεισφορές από τον κινεζικό πολιτισμό κατά τη διάρκεια των χιλιετιών. Αυτό υπενθυμίζει επίσης τον ολοένα και πιο κεντρικό ρόλο της Κίνας στον κόσμο της ωρολογοποιίας σήμερα, και ως εκ τούτου, τη σύγχρονη συνεισφορά της.
Smultronstallet _
Wild Strawberries Άγριες φράουλες
Σκηνοθεσία-σενάριο: Ινγκμαρ Μπέργκμαν, με τον παλαίμαχο σκηνοθέτη του βωβού, Victor Sjöström (Βίκτορ Σέστρομ _1879-1960), Μπίμπι Αντερσον και Ινγκριντ Τούλιν “μωρά”, Γκούναρ Μπγιόρνστραντ. Κυκλοφόρησε 26-Δεκ-1957 στη Σουηδία, Ιούνη του 1959 στις Αμερική και τέτοιες μέρες (25-Οκτ) στη χώρα μας _90λ
Ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν περιέγραψε στη συνέντευξη πώς του ήρθε η ιδέα …ενώ οδηγούσε από τη Στοκχόλμη στη Νταλάρνα, σταματώντας στην Ουψάλα όπου είχε γεννηθεί και μεγαλώσει και περνούσε έξω από το παλιό σπίτι της γιαγιάς του, όταν ξαφνικά άρχισε να σκέφτεται πώς θα ήταν αν μπορούσε να ανοίξει την πόρτα και μέσα της να ήταν ακριβώς όπως στην παιδική του ηλικία. “Έτσι μου έκανε εντύπωση – τι θα γινόταν αν μπορούσες να κάνεις μια ταινία για αυτό· ότι απλά περπατάς με ρεαλιστικό τρόπο και ανοίγεις μια πόρτα, και μετά μπαίνεις στην παιδική σου ηλικία και μετά ανοίγεις μια άλλη πόρτα και επιστρέφεις στην πραγματικότητα. και μετά κάνεις μια στροφή σε μια γωνία του δρόμου και φτάνεις σε κάποια άλλη περίοδο της ύπαρξής σου, και όλα συνεχίζονται”, αυτή ήταν στην πραγματικότητα η ιδέα πίσω από τις Άγριες φράουλες
Σύμπραξη ουσιαστικά του Μπέργκμαν με τον θρύλο του σουηδικού σινεμά, Βίκτορ Σιόστρομ, οι “Αγριες Φράουλες” κοιτούν με αισιοδοξία τα τραύματα των ανθρώπινων σχέσεων όσο αποδεικνύουν περίτρανα την μαεστρία του δημιουργού τους στην οπτική και συναισθηματική απεικόνιση μιας διαδρομής γεμάτη λάθη και επίπονες αποφάσεις. Σε συνεχή επανέκδοση με νέες κόπιες.
Έχει πάντα ενδιαφέρον να αντιστοιχίζει κανείς κάθε ταινία του Μπέργμκαν με την ηλικία στην οποία την ολοκλήρωσε, καθώς το έργο του μοιάζει να αποτελεί μια διαρκή πραγματεία παρόμοιων θεματικών, οι οποίες όμως εξετάζονται ανάλογα με την περίπτωση με διαφορετικό τρόπο, άλλοτε με αισιόδοξη και άλλοτε με πεσιμιστική ματιά, άλλοτε με πίστη στο ανθρώπινο είδος και άλλοτε με απογοήτευση, έως και μισανθρωπία. Ωστόσο αυτή η προσέγγιση κρύβει ενίοτε παγίδες. Οι “Άγριες Φράουλες” βρίσκουν τον Ινγκμαρ Μπέργκμαν κοντά στα 40, στην εποχή που ο ίδιος, έχοντας πια βιώσει τις πρώτες μεγάλες του καλλιτεχνικές επιτυχίες, έχει πλέον πίστη στην φωνή του, στην οπτική του και στον τρόπο που επιλέγει να αναλύσει κάθε θεματική του, συνδυάζοντας το ανάλαφρο με τον φιλοσοφικό προβληματισμό και την ασημαντότητα της καθημερινότητας με τα βαρύγδουπα μεγάλα ανθρώπινα διλήμματα.
Και όμως, οι “Φράουλες” δε μοιάζουν να προβάλουν αποκλειστικά την δική του οπτική. Ακριβώς όπως και η ιστορία του φιλμ αφορά έναν πατέρα και όχι τον εξίσου ψυχρό γιο του (ο οποίος θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο ήρωας σε μια άλλη ανέκδοτη ταινία του Μπέργκμαν), η φωνή του σκηνοθέτη μοιάζει να κάνει ένα βήμα πίσω για να παραδώσει ολοκληρωτικά την σκηνή στον Βίκτορ Σιόστρομ, εμβληματικό σκηνοθέτη και ηθοποιό του σουηδικού βωβού σινεμά (ανάμεσα στις ταινίες του συμπεριλαμβάνεται και η “Άμαξα Φάντασμα”, ταινία που συγκαταλέγεται στις καθοριστικές επιρροές του σινεμά του Μπέργκμαν), ο οποίος ειρωνικά στη διάρκεια των γυρισμάτων όντως πλησίαζε στο τέλος της ζωής του. Για την ακρίβεια, πέθανε ακριβώς τρία χρόνια μετά την ολοκλήρωση της ταινίας. Οι επιρροές της “Αμαξας Φάντασμα” μάλιστα είναι εμφανείς στις ονειρικές (ή μήπως εφιαλτικές;) σκηνές που μαρτυρούν τι βασανίζει τον ηλικιωμένο γιατρό Αϊζακ Μποργκ. Από το ρολόι χωρίς δείκτες και την άμαξα ως τις μνήμες των παιδικών χρόνων, οι “Φράουλες” μοιάζουν με το αριστουργηματικό κύκνειο άσμα που θα άφηνε ένας μεγάλος, κι όμως έγιναν από την όρεξη και τη σκέψη ενός σκηνοθέτη σε οίστρο στο μέσον της καριέρας του, με πρωταγωνιστή έναν μύθο του σινεμά, που θα περνούσε στην αθανασία ‒ και όλα αυτά 10 μήνες μετά την Έβδομη Σφραγίδα! Ρολόγια δίχως δείχτες, άμαξες δίχως οδηγούς που κουβαλούν ένα οδυνηρά προσωπικό φορτίο, συναντήσεις με ανθρώπους από το παρελθόν που ωθούν κυριολεκτικά προς μια επίπονη ματιά στον καθρέφτη και μια συνεχής αλληλεπίδραση με τα λάθη του παρελθόντος και τις συναισθηματικές πληγές που ακόμα δεν έχουν κλείσει αποτελούν μόνο μερικά από τα συστατικά ενός κόσμου που ο Μπέργκμαν στήνει σταδιακά επιλέγοντας πότε να φωτίσει και πότε να βυθίσει στο σκοτάδι τον ήρωά του, αξιοποιώντας αφενός πλήρως όλη τη δυναμική του βωβού σινεμά και προσθέτοντας την δύναμη των λέξεων, όπως μόνο ο ίδιος ήξερε να χειρίζεται.

Χωρίς να απομακρύνεται από την μόνιμη θεματική του γάμου, ο Μπέργκμαν βάζει τον ήρωά του να αναλογιστεί την χαμένη αγάπη του παρελθόντος, να αντιμετωπίσει για άλλη μια φορά την μνήμη του αποτυχημένου γάμου του, να έρθει αντιμέτωπος με την ιδέα της οικογένειας, είτε αυτή αφορά την μητρική αγκαλιά είτε την συζυγική εστία, και να κλείσει τα μάτια στο τέλος της μέρας έχοντας έρθει σε επαφή για άλλη μια φορά με τον ενθουσιασμό της νιότης αλλά και με την μόνιμη απειλή της συναισθηματικής ψυχρότητας.
Στη διαδρομή προς το Λουντ, ο Αϊζακ Μποργκ του Σιόστρομ συνοδεύεται από την νύφη του, Μαριάν (η Ινγκριντ Τούλιν σε έναν ρόλο που μόνιμα δείχνει να εκφράζει μόνο την κορυφή των συναισθημάτων που φαίνεται να βράζουν εντός του χαρακτήρα), από ένα πιθανό ερωτικό τρίγωνο ενθουσιωδών νέων που του θυμίζουν έντονα το παρελθόν (η Μπίμπι Αντερσον υποδύεται την διπλή «Σάρα», τόσο τη νεαρή κοπέλα στο παρόν όσο και το ερωτικό αντικείμενο του πόθου του Μποργκ, που τελικά κατέληξε σύζυγος του αδερφού του σε έναν ακόμα δυστυχισμένο γάμο), από ένα αντρόγυνο που μαρτυρά για άλλη μια φορά τη συναισθηματική βία που μπορεί να απειλήσει μια σχέση αλλά και από τις ίδιες του τις αναμνήσεις, σε μια πνευματική πορεία συμφιλίωσης με το παρελθόν και τους οικείους του χωρίς όμως δεδομένο προορισμό.
Είναι μια πορεία που ταιριαστά απογειώνεται από την θεατρικότητα των διαλόγων του Μπέργκμαν, από την συγκρατημένη δραματουργία που αποκαλύπτει μόνο όσα είναι απαραίτητα να ειπωθούν, από την εξαιρετική χρήση της σουηδικής ενδοχώρας και όλων των σκιών και των εκρήξεων φωτός που την χαρακτηρίζουν αλλά και από την τόλμη μιας ανάλαφρης οπτικής που μαζί με το δράμα, δε διστάζει να διακρίνει και το ασθενές αλλά σαφές χαμόγελο.
Αυτό δε που κάνει την ταινία να αποκτά μια απρόσμενη επιπλέον δύναμη, είναι η αισιόδοξη στάση του Μπέργκμαν απέναντι σε όλες τις σχέση σε κρίση. Οταν η Μαριάν μιλά ειλικρινά στον πεθερό της, η συνειδητοποίηση της αλήθειας μοιάζει ικανή να τον μετατρέψει σε έναν διαφορετικό, καινούριο άνθρωπο. Οταν τα σκληρά λόγια μοιάζουν ικανά να διαλύσουν για πάντα μια εύθραυστη έτσι κι αλλιώς σχέση, η απόσταση και η δύναμη των σωστών λέξεων δείχνουν να έχουν την δύναμη να γιατρέψουν τις πληγές. Οταν οι αυστηρές απόψεις φαντάζουν ανυπέρβλητες και καθοριστικές, μια σειρά από ευτυχείς συγκυρίες και συναντήσεις (όσο βολικά και συμβολικά κι αν προκύπτουν στη διαδρομή) όντως φαντάζουν ικανές να βάλουν στη σωστή πορεία, έστω και καθυστερημένα, μια διαδρομή γεμάτη λάθη και επίπονες αποφάσεις.
Αρκετά χρόνια μετά την ολοκλήρωση της ταινίας, ο Μπέργκμαν παραδέχτηκε ότι αρχικά ο χαρακτήρας του Μποργκ αποτελούσε μια προσπάθειά του να δικαιολογήσει την στάση του απέναντι στους δικούς του γονείς. Ομως ο Σιόστρομ πήρε το κείμενο και το διάνθισε με τις δικές του προσωπικές εμπειρίες και αγωνίες, προσδίδοντάς του τελικά ένα πολύ ευρύτερο πλαίσιο αποδοχής των λαθών και ανάγκης για συγχώρεση. Οι τεταμένες σχέσεις μεταξύ γονιών και παιδιών και οι χαμένες δυνατότητες της νιότης παραμένουν στο επίκεντρο της ταινίας, όμως η συνεισφορά του Σιόστρομ ανήγαγε τον θεματικό άξονα του φιλμ σε κάτι πολύ πιο παναθρώπινο και οικουμενικό. Οι «Αγριες Φράουλες» δεν ήταν πια μόνο μια ακόμα προσωπική αφήγηση.
Για αυτό και το τελικό γαλήνιο πλάνο του Σιόστρομ λειτουργεί τόσο καλά ως φινάλε αλλά και ως αποχαιρετισμός στον ίδιο τον δημιουργό. Οι «Αγριες Φράουλες» είναι τόσο μια γνήσια ταινία του Μπέργκμαν όσο και το ουσιαστικό κύκνειο άσμα ενός ηθοποιού και σκηνοθέτη που επηρέασε καθοριστικά το σινεμά, ακόμα κι αν το όνομά του δεν κατέληξε να είναι τόσο αναγνωρίσιμο όσο των ακολούθων του.
Αλλά πάνω από όλα, η ταινία είναι μια ειλικρινής καταγραφή της ανθρώπινης φύσης και εκείνων των αντίρροπων δυνάμεων που τείνουν να διαλύσουν ή να συσφίξουν κάθε μορφή σχέσης. Και σε αυτή χωρούν τόσο ο τρόμος του παρελθόντος όσο και η αισιοδοξία του μέλλοντος, μία από τις πιο πολύτιμες αλήθειες που αποτύπωσε ποτέ στο σινεμά ο Μπέργκμαν.
Ο 70χρονος Ιζακ Μποργκ πρέπει να πάει στο Πανεπιστήμιο της Λουντ για να γιορτάσει το Ιωβηλαίο του. Ενα τρομακτικό όνειρο τον κάνει να συνειδητοποιήσει ότι φτάνει το τέλος του. Φοβάται το θάνατο, την αυστηρή κρίση των άλλων, τα ίδια τα συναισθήματά του. Η φαινομενικά πετυχημένη ζωή του είχε για τίμημα την απομόνωση. Εχασε τη γυναίκα που αγαπούσε, ο γάμος του ήταν μια αποτυχία, ο γιος του τώρα έχει τα ίδια προβλήματα με τη γυναίκα του, ο εγωισμός του δεν του επέτρεψε ποτέ να πλησιάσει τους οικείους του. Ο Μποργκ θα αποφασίσει να πάει με το αυτοκίνητό του στη Λουντ. Το ταξίδι αυτό θα είναι μια ευκαιρία να αναπολήσει μερικές σημαντικές στιγμές από τα νιάτα του, να γνωρίσει ουσιαστικά για πρώτη φορά τη νύφη του, που τον συνοδεύει για να μάθει τα προβλήματα που έχει με το γιο του. Θα κάνει μια ύστατη προσπάθεια να τους συμφιλιώσει κι ύστερα θ’ αφήσει – ικανοποιημένος και με ένα συνθετικό τρόπο – μια σειρά θεμάτων που συναντούμε κυρίως στην πρώτη περίοδο του μπεργκμανικού έργου: ο χαμένος παράδεισος της νιότης, το ταξίδι, η κρίση του ζεύγους, αλλά και οι ελπίδες για το ξεπέρασμά της, ο παραλογισμός της ανθρώπινης ύπαρξης, ο φόβος του θανάτου και η ελπίδα μέσα από την αγάπη. Η ταινία συγκαταλέγεται στις δέκα πιο σημαντικές δημιουργίες του παγκόσμιου κινηματογράφου της δεκαετίας του ’50. Παρά τον κρυφό πεσιμισμό της, αποτελείται από μια σειρά νεανικών αναπολήσεων, που θυμίζουν ιμπρεσιονιστικούς πίνακες, πλημμυρισμένους από το φως. Μοναδική αντίθεση, το τρομακτικό όνειρο που βλέπει ο ήρωας στην αρχή της ταινίας και που αποτελεί το φόρο τιμής στο βωβό σινεμά του Σιέστρομ.
Έξοχος ο Σέστρομ στο ρόλο του ηλικιωμένου καθηγητή, που στη διάρκεια ενός ταξιδιού ζει το παρελθόν του, σε μια αριστουργηματική, με πολλές επανεκδόσεις, ταινία – από τις πιο ώριμες και πάντα συναρπαστικές ταινίες του Ινγκμαρ Μπέργκμαν, που καταπιάνεται με τα αγαπημένα θέματα του δημιουργού της: τις σχέσεις του ζευγαριού, τη ζωή, την ευτυχία, τις αναμνήσεις, το θάνατο. Ο Μποργκ, μαζί του και η νύφη του, που αρχικά τον αντιμετωπίζει εχθρικά γιατί της θυμίζει τον άντρα της τον οποίο έχει αποφασίσει να εγκαταλείψει. Στο δρόμο θα συναντήσουν κι άλλα πρόσωπα, αφορμή για ένα στοχασμό πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις, το φλερτ, τη ζηλοτυπία, την πίκρα, αλλά και τις μικρές χαρές της ζωής.
Ένα ταξίδι που τον φέρνει αντιμέτωπο με το παρόν αλλά και το παρελθόν, άλλοτε μέσα από τις πραγματικές συναντήσεις (το μεσήλικο ζευγάρι που καβγαδίζει), άλλοτε από τις φανταστικές, σε φλας μπακ, συναντήσεις του με την οικογένειά του, το κορίτσι με το οποίο ήταν ερωτευμένος στα νεανικά του χρόνια, κι όπου, σε μία «συνάντησή» τους στο δάσος τού προσφέρει άγριες φράουλες, (σκηνές στις οποίες, ενώ βλέπουμε τους άλλους σε νεανική ηλικία, ο Μποργκ παραμένει πάντα ηλικιωμένος, χωρίς να τον βλέπουν οι άλλοι, στοιχείο που θα το εκμεταλλευτούν στη συνέχεια διάφοροι σκηνοθέτες), κι άλλοτε μέσα από τους εφιάλτες του, ιδιαίτερα εκείνον στην αρχή της ταινίας, με τον Μποργκ να περπατά σε μία έρημη πόλη και να βλέπει μία νεκροφόρα να κατρακυλά στο δρόμο και ν’ αναποδογυρίζεται το φέρετρο όπου μέσα είναι ο ίδιος – σύμβολο για το θάνατο που έχει αρχίσει να τον απασχολεί. Ταινία γεμάτη θαυμάσιες σκηνές, δοσμένες με φαντασία και πρωτοτυπία από έναν από τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες του παγκόσμιου κινηματογράφου.
Άγριες φράουλες
Φράουλες με αίμα και καρδιά
Aγέραστο, ακούραστο, φρέσκο, κλασικό, μοντέρνο, διαχρονικό, σοφό και καρδιακό. Όλα αυτά και πολλά ακόμη, του 1957! Δηλαδή φράουλες παραγωγής πάνω από μισόν αιώνα. Αλλά να είστε βέβαιοι. Και το 2057 το ίδιο φρέσκιες θα είναι. Ο ενθουσιασμός δεν είναι δικός μου, αλλά του Χρόνου. Του μοναδικού, καταλυτικού και αδιαμφισβήτητου… κριτικού. Για να περάσει ένα έργο από το τελωνείο της αθανασίας πρέπει να έχει διαβατήριο διαχρονικό. Το δυσεύρετο χαρμάνι “κλασικού” με το “μοντέρνο”. H διασταύρωση της σοφίας με την καρδιά. Μέσα από αυτό το χαρμάνι προκύπτει η κλίμακα της αναγωγής. Από το έλασσον στο μείζον και από το μίνιμουμ στο μάξιμουμ. Αυτή η σπάνια σύζευξη. Του ειδικού με το γενικό, του προσωπικού με το κοινωνικό και του άγουρου με το ώριμο. Αυτό το συναρπαστικό παιχνίδι των αντιθέσεων είναι που καθιερώνει τις «Αγριες φράουλες» στην Πινακοθήκη των αξεπέραστων εικόνων. H σεναριακή σύλληψη του Μπέργκμαν, που μέχρι τότε (το 1957) είχε ήδη διανύσει δεκατρία ολόκληρα χρόνια κινηματογραφικής και θεατρικής διαδρομής, είναι απλή. Ο απολογισμός μιας ολόκληρης ζωής. Ενός υπέργηρου, ευυπόληπτου και διάσημου γιατρού. Ενός γέρου στα όρια του μισανθρωπισμού. Αλαζόνας, ιδιότροπος, τσιγκούνης, εγωιστής, ψυχρός και ανάποδος. Που μοναδική συντροφιά των τελευταίων χρόνων της ζωής του είναι η οικιακή του βοηθός.
Εκείνη την ημέρα λοιπόν, είναι αναγκασμένος να επιβιβαστεί στο αυτοκίνητό του και παρέα με τη νύφη του – που μόλις έχει εγκαταλείψει τον γιο του – να διανύσει αρκετά χιλιόμετρα προκειμένου να πάει στην πρωτεύουσα για να λάβει από την Ακαδημία τιμητικό παράσημο για την προσφορά του στην Επιστήμη. Όμως ο δρόμος προς τη δόξα περνάει μέσα από την αυτοκριτική. Η διαδρομή προς τα εμπρός ακολουθεί πορεία προς τα πίσω. Και η ψυχρή λογική – αυτό το σπάνιο εργαλείο με το οποίο ο ήρωάς μας κατάφερε να εξασφαλίσει αναγνώριση, ευημερία και δόξα – ηττάται κατά κράτος από την καρδιά. Γιατί όπως και στον «Πολίτη Κέιν» του Όρσον Γουέλς, έτσι κι εδώ. Εκείνο που τροφοδοτεί τον ουμανισμό μας είναι η αθωότητά μας. Με πλούτη και αναγνώριση όλα μπορεί να τα αγοράσει κανείς. Όλα. Εκτός από τον θάνατο και την καρδιά. Πράγμα που καταλήγει – επαγωγικά – σε μια σοφή διαπίστωση αιώνων. Όσο ανεβαίνεις τόσο κατεβαίνεις. ‘Οσο σκαρφαλώνεις τόσο απομακρύνεσαι από τον παλαιό εαυτό σου. Το τίμημα της καταξίωσης είναι βαρύ.
Τόσο βαρύ όσο είναι οι εφιάλτες στα όνειρά σου. Γιατί ο ύπνος σου είναι στοιχειωμένος. Από μια νεκροφόρα και από ένα ρολόι χωρίς δείκτες. Τότε είναι που καταλαβαίνεις πως ο θάνατος φλερτάρει με την αναπνοή σου και πως ένα ένα σβήνουν τα κεριά της ζωής. Οι μέρες σου είναι μετρημένες. Και τότε αυθόρμητα και παρορμητικά ένα αίσθημα νοσταλγίας πλημμυρίζει τα κύτταρά σου. Αχ, λες, να ξανάπιανα το νήμα από την αρχή. Κάθεσαι λοιπόν και στύβεις το λεμόνι. Μια σταγόνα πέφτει. Μια σταγόνα από τα εφηβικά σου χρόνια. Τότε που οι άγριες φράουλες του δάσους, της άνοιξης και του έρωτα σου δόθηκαν ολάκερες. Δεν έκοψες, δεν δοκίμασες, δεν γεύτηκες, δεν χόρτασες. Στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα.
Να δούμε και να ξαναδούμε τις ταινίες αυτού του _ξένου προς τη μεσογειακή μας οπτική και ολίγον μισάνθρωπου Σουηδού καταλήγοντας _σε ότι μας αφορά (δεδομένου και της πρώιμης περιόδου που γράφηκε _εποχή που ακόμα ταλαντευόταν στην κόψη του ξυραφιού) ότι οι “φράουλες”, είναι μέσα στις δυο -τρεις σπουδαιότερες στιγμές του (αν όχι η κορυφαία). Πληρέστατες από Μπέργκμαν. Μεταξύ απαισιοδοξίας και αισιοδοξίας. Αυτό είναι που κάνει την ταινία ακόμα πιο γοητευτική. Αυτή η ταλάντευση. Αυτή η διαρκής μεταβίβαση από το ένα στο αντίθετό του. Από το πρώτο μέχρι το τελευταίο καρέ. Ένα από τα πιο συναρπαστικά παιχνίδια αντιθέσεων. Γιατί; Μα επειδή είναι δράμα δωματίου αλλά μορφικά έχει τον χαρακτήρα road movie (ταινίας δρόμου). Είναι η ιστορία ενός αποξηραμένου απόμαχου ο οποίος τροφοδοτείται από το οξυγόνο των πρώτων ερωτικών και νεανικών του χρόνων. Επομένως η αφήγηση είναι ρεαλιστική αλλά διαρκώς σκοντάφτει σε όνειρα και εφιάλτες. Έτσι, αν και η πορεία προς την πρωτεύουσα είναι ευθύγραμμη και σύντομη, το όχημα και η καρδιά αυτού του μελλοθάνατου λοξοδρομούν στους παράδρομους της Εθνικής και στους λαβύρινθους της ψυχής. Είναι περίπου σαν να τον ρωτάς: Μα τα έχεις όλα, τι άλλο θέλεις; Κι εκείνος χωρίς άλλη σκέψη να λέει: Μπορώ να ανταλλάξω την καριέρα μου με ένα καλάθι αγριοφράουλες; Οχι; E τότε όλα αυτά τα χρόνια έκανα μια τρύπα στο νερό _κάτι σαν το αδειανό πουκάμισο του Σεφέρη.