Από τα μαθητικά του χρόνια ήταν πάντα με τον «Στελλάρα» όπως τον αποκαλούσε. Τον έμαθε και τον πρωτοτραγούδησε, ακούγοντας τις κασέτες στο φορτηγό του πατέρα του. Στη συνέχεια τον συντρόφευε στις χαρές του και τις λύπες, στις ταβέρνες, στα φοιτητικά του χρόνια και στο στρατό. Αλά και μετά, όσο μεγάλωνε, παρά τις αντιρρήσεις του για διάφορες δηλώσεις ή συμπεριφορές του, δεν τον πρόδωσε ποτέ. Ακόμη και μετά το θάνατο του, που είχε κατέβει από τη Θεσσαλονίκη για τη κηδεία του, πάντα όταν έφτανε στο κέφι τα δικά του τραγούδια, τραγουδούσε, στις παρέες των φίλων, στα μαγαζιά που συχνάζανε και έπιανε το μικρόφωνο.
Τα χρόνια περνούσαν και οικογένεια δεν είχε κάνει ακόμη, παρά το ότι ήταν επαγγελματικά αποκατεστημένος έχοντας μόνιμη διοικητική δουλειά στο δήμο. «Διάλεγε προσεκτικά» όπως έλεγε η γερόντισσα μητέρα του, που ως άλλη… Γεσθημανή, την αγαπούσε παθολογικά και άκουγε με σεβασμό τη γνώμη της:
«Παιδί μου αυτές οι γυναίκες που κυκλοφορούν δεν είναι για σένα. Έχουν το μυαλό πάνω από το κεφάλι, δεν είναι για σπιτικό»
Την γνώρισε σε ταβέρνα που βρέθηκε με φίλους. Ήταν ξαδέλφη ενός από αυτούς και αν τους χώριζαν δέκα χρόνια ένοιωσε από την πρώτη στιγμή ότι τον συγκινούσε. Όμορφη, καλλιεργημένη, με αγάπη για το διάβασμα, αναπληρώτρια εκπαιδευτικός, περίμενε όπως του είπε τον μόνιμο διορισμό της. Στο πρώτο ραντεβού τους, τον πρότεινε να πάνε σε ένα πιάνο μπαρ που όπως του τόνισε έπαιζαν την αγαπημένη της «Σεζάρια Εβόρα». Τι να κάνει το κατάπιε αμάσητο και αυτό, έκρυψε στο φυλλοκάρδι του τον Καζαντζίδη και υποτάχτηκε στα κελεύσματα της. Φυσικά δεν παρέλειψε να της αποκαλύψει την αδυναμία του γι’αυτόν και ας είδε μία λάμψη ειρωνείας στα μάτια της.
«Που θα πάει, θα την πίσω για τη λατρεία μου», σκεφτόταν και συνέχισε να βρίσκεται στο πλευρό της, όχι πάντα ανέφελα.
Η είδηση για μόνιμο διορισμό της σε νησί του Αιγαίου τον συγκλόνισε. Την αποχαιρέτισε με δάκρυα στα μάτια, ενώ το βράδυ στην γνωστή ταβέρνα στα κάστρα τόριξε στο πιοτό τραγουδώντας το αγαπημένο του «Με το Βοριά».
«Βοριάς είν’ η αγάπη σου
Και ποιος θα με γλιτώσει
Νοτιάς φυσάει στα χείλη σου
Και τα ‘χω πελαγώσει»
Κράτησαν επαφή, έστω και τηλεφωνική, ενώ περίμενε πως και πως τα Χριστούγεννα για να ξανανταμώσουν. Ήταν όλες τις μέρες μαζί, ενώ αυτός έκανε όνειρα, να την πάει σπίτι για να γνωρίσει επιτέλους τη μητέρα του, να πάρει την έγκρισή της και έτσι να επισημοποιήσουν τον δεσμό τους.
Λίγο πριν την έναρξη των σχολικών εκδρομών, τον Μάρτη, ένα τηλεφώνημα που ξεκίνησε με χαρά θα κατέληγε σε τραγωδία.
«Ξέρεις θα πάω με το σχολείο εκπαιδευτική εκδρομή στην Αθήνα. Εκεί θέλω να με βοηθήσεις να κλείσω ταβέρνα με μουσική. Άλλωστε μου έχεις μιλήσει για τον ξάδελφο σου που έχει εκείνη τη γνωστή ταβέρνα στην Καισαριανή».
Τα λόγια της και οι επιθυμίες λειτουργούσαν, άσχετα αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί, ως διαταγή γι’αυτόν. Τηλεφώνησε αμέσως στον ξάδελφο του και η συμφωνία αφού προηγήθηκε η συζήτηση με την εκπαιδευτικό, έκλεισε.
Κάτι τον έτρωγε όμως. Έτσι στις 10 το βράδυ λίγο πριν ξεκινήσει το μουσικό πρόγραμμα και αφού έμαθε ότι η σχολική αποστολή έφτασε, έδωσε τη δική του παραγγελιά.
«Και κοίτα ξάδελφε. Ακριβώς στις 12, να βγεις στο μικρόφωνο και να πεις. Το παρακάτω τραγούδι- που θα είναι το «Υπάρχω»- είναι αφιερωμένο στην κυρία εκπαιδευτικό…χωρίς όμως να πεις από ποιον. Αυτή θα καταλάβει…»
Όλο αγωνία, περίμενε το τηλεφώνημά της. Αυτό όμως δεν ήρθε την ίδια μέρα αλλά την επόμενη. Και αφού προηγήθηκαν πολλά δικά του.
«Δεν με σέβεσαι καθόλου. Μ’ έκανες ρεζίλι στους συναδέλφους και στους μαθητές μου. Δεν θέλω να σου ξαναμιλήσω».
Και δεν ξαναμίλησαν, δύο χρόνια τώρα. Παρά τις προσπάθειες του, δεν απαντούσε στις τηλεφωνικές ΄΄εκκλήσεις΄΄ και στα μηνύματα του.
Το «Υπάρχω» , ο ύμνος για την αγάπη όπως αυτός το θεωρούσε, έγινε η αιτία του χωρισμού τους.
Και αυτός να αισθάνεται προδομένος, ενώ είχε τις καλύτερες προθέσεις…
Εδώ και βδομάδες είχε γίνει γνωστό ότι η πολυδιαφημισμένη ταινία «Υπάρχω» θα ξεκινούσε να παίζεται σε όλη την Ελλάδα στις 17 Δεκέμβρη. Είχε αποφασίσει να μην πάει να τη δει. Άλλωστε το «Υπάρχω» δεν το είχε ακούσει από τότε. Ενώ κάθε φορά που στο ραδιόφωνο ακουγόταν Καζαντζίδης, απλά άλλαζε σταθμό γιατί δεν το άντεχε.
Στις 16 του Δεκέμβρη, είδε ένα μήνυμα στο κινητό του, από άγνωστο γι’ αυτόν αριθμό:
«Είμαι πλέον Θεσσαλονίκη με απόσπαση. Τι θα έλεγες να δούμε μαζί αύριο το «Υπάρχω» στις 9μ.μ στον κινηματογράφο….»
Κατάλαβε ότι ήταν από εκείνη, αν και φαίνεται ότι όλο αυτό το διάστημα για να τον αποφεύγει είχε αλλάξει αριθμό.
Σκέφθηκε πολύ πώς να της απαντήσει.
Στην αρχή σκέφτηκε να της στείλει το τραγούδι- άλλωστε τον καιρό που ήταν μαζί συνήθιζε να της στέλνει τραγούδια- το:
«Μετάνιωσες αλλά σ’ έχω ξεχάσει
Κι ο πόνος μου κι αυτός έχει περάσει
Η πονεμένη μου καρδιά
Βρήκε αλλού παρηγοριά
Κι αν μετάνιωσες το τρένο το ‘χεις χάσει.»
Αυτό απλά θα σήμαινε το οριστικό τους τέλος. Δεν το ήθελε.
Την αγαπούσε όμως και δεν μπορούσε να κάνει χωρίς αυτή. Το σκέφτηκε αρκετή ώρα. Οπότε κατέληξε τι θα της στείλει, γνωρίζοντας ότι θα καταλάβει:
«Κι αν αλλάξαμε λόγια βαριά
γύρνα πίσω και ξέχνα τα πια
θα σου κλείσω το στόμα με χίλια φιλιά
και ας παν στην ευχή τα παλιά»