Είχε μερακλωθεί και σηκώθηκε να χορέψει. Στη μεγάλη παρέα υπήρχαν και αυτοί που όλα αυτά τα χρόνια έπαιζαν το μπουζουκάκι τους και παρά τα χρονάκια τους έβγαζαν ακόμη φωνή. Το παρήγγειλε, γιατί ήταν από τα αγαπημένα του.
«Τρελέ τσιγγάνε, για πού τραβάς
μέσα στη νύχτα μόνος πού πας
ο χωρισμός σου είναι καημός
μες στην καρδιά μου παντοτινός
Τι φεύγεις μόνος και βιαστικός
σα να `σουν ξένος περαστικός
σκλάβα σου μ’ έχεις παντοτινά
πάρε κι εμένα στα μακρινά»
Άνοιξε τα χέρια του, σαν αετός που ετοιμαζόταν να πετάξει. Τον ήξερε καλά αυτόν τον χορό, σύντροφος του στις χαρές και τις λύπες. Και παρά τα κιλά του, τσάκιζε ακόμη εύκολα το κορμί του, χτυπούσε δυνατά τα πόδια του στο έδαφος σαν να ήθελε να αποδείξει ότι εκεί ήταν οι ρίζες του και δεν θα τις εγκατέλειπε εύκολα. Κοιτούσε πάντα το πάτωμα, ενώ όταν σήκωνε το βλέμμα του, τα μάτια του δεν έβλεπαν παρά αλλοτινά χρόνια που έφυγαν και σίγουρα δεν πρόκειται να γυρίσουν, όσο κι αν το λαχταρούσε.
Είχαν περάσει πάνω από 40 χρόνια όταν το είχε χορέψει σε εκείνη τη συνεστίαση της Πανσπουδαστικής, με τους εκατοντάδες φοιτητές όπου το είχε τραγουδήσει η ίδια η Κυρία, η οποία ήταν, αλλά και της άρεσε να την αποκαλούν έτσι, η Ιωάννα Γεωργακοπούλου. Είχε την τύχη να τη γνωρίσει από κοντά, να πιούνε μαζί τον καφέ τους, ελληνικός όπως πάντα και για τους δυό τους, αυτή σκέτο χωρίς ζάχαρη και αυτός με δύο κουταλάκια. Και αυτή με το τσιγάρο στα χείλη και εκείνη τη γούνα χρώματος καφέ, να τον κοιτά στα μάτια και με ελαφρό ειρωνικό και ταυτόχρονα μάγκικο τρόπο να του λέει: «Ξανθούλη με τα γαλανά μάτια, σίγουρα θα καις εδώ πολλές γυναικείες καρδιές».
Και αυτός γεμάτος ντροπή, όλο να τη ρωτά για το ένδοξο παρελθόν της. Άλλωστε ως παιδί της επαρχίας είχε ιδιαίτερη συμπάθεια στο καλό λαϊκό τραγούδι, στο τραγούδι που όσα χρόνια και να πέρασαν, όταν το άκουγε θα δάκρυζε και συχνά θα σηκωνόταν να χορέψει. Την είχε φέρει με ταξί στο χώρο της συνεστίασης, ενώ το «συνοικέσιο» είχε γίνει μέσω παλιού δημοσιογράφου που κρατούσε επαφή μαζί της. Όσο για την αμοιβή της είχε απαντήσει αφοπλιστικά: «Χαρά μου να τραγουδώ για τα νιάτα που έχουν τη ζωή μπροστά τους και τη λάμψη στα μάτια, που αγωνίζονται για ένα καλύτερο αύριο. Η μεγάλη μου επιτυχία άλλωστε «Ο τρελός τσιγγάνος» είχε σχέση με τη ζωή μου . Ήταν αντάρτης του ΕΛ.Α.Σ. που αγωνίστηκε κι αυτός για την απελευθέρωση της πατρίδας μας από τους Γερμανούς κατακτητές. Δυστυχώς, όμως, πλήρωσε με τη ζωή του. Εκτελέστηκε από τα Ες-Ες. Ήταν ο αληθινός ήρωας του τραγουδιού που έγραψα στα τέλη του 1943».
Αν και τα τελευταία δέκα χρόνια οι «παλιοί Πανσπουδαστικάριοι» διοργάνωναν παρόμοιες συναντήσεις στην Αθήνα, για «να θυμηθούν τα παλιά» όπως έλεγαν, αυτός για πρώτη φορά κατέβαινε για το σκοπό αυτό από την επαρχιακή πόλη του Βορρά όπου γεννήθηκε και κατοικούσε. Ένιωθε άλλωστε ότι τα χρόνια περνούσαν, οι φίλοι από τα φοιτητικά χρόνια «αραίωναν» βιολογικά, ενώ οι αναμνήσεις για πρόσωπα και πράγματα της εποχής εκείνης φούντωναν μέσα του.
Υπήρχαν άλλωστε παλιές «υποθέσεις» που θα έπρεπε κάποτε να ξεκαθαρίσει μέσα του. Για κάποιες από αυτές μάθαινε τηλεφωνικά από τους φίλους που έμεναν στην Αθήνα. «Πόσο δίκιο είχες για εκείνον τον Ρ… Θυμάσαι το έπαιζε πολύ επαναστάτης τότε. Όλο κριτική σού έκανε. Τώρα ξέρεις που κατάντησε; Οπαδός φανατικός της Ν.Δ». Και τι μπορούσε να πει. Απλά θυμόταν, όταν του ανακοίνωναν τέτοια μαντάτα το τραγούδι του Στελλάρα: «Ξεκινήσαμε με όνειρα χρυσά / μα χωρίσαμε στου δρόμου τα μισά».
Όμως υπήρχαν και κάποιες, που πιθανολογούσε ότι θα τις ξανάβρισκε. Ίσως για να μάθει το γιατί του χωρισμού τους. Δεν ήταν πολλές. Μία και καλή ήτανε. Η Ε…που είχαν γνωριστεί στην περίφημη συνεστίαση της ΠΣΚ με την Ιωάννα Γεωργακοπούλου. Πρωτοετής αυτή, τελειόφοιτος αυτός. Η φυγή του στην επαρχιακή πόλη μετά το πτυχίο σήμαινε και το τέλος της σχέσης τους. Από τότε, αν και προσπάθησε να κρατήσει επαφή, από την πλευρά της ούτε φωνή, ούτε ακρόαση. Σταμάτησε την αναζήτηση, όταν πληροφορήθηκε από κοινούς γνωστούς ότι μετά το πτυχίο έφυγε για Αμερική, οπότε…
Είχε κάνει οικογένεια, μία γυναίκα στήριγμα στη ζωή του, δύο παιδιά που είχαν τελειώσει τις σπουδές τους και αυτός να έχει υποβάλει τα χαρτιά του για σύνταξη. Όμως πάντα υπήρχε μέσα του ένα προαίσθημα ότι κάποτε θα την ξανάβλεπε, για να κάνουν εκείνη την κουβέντα που ένιωθε ότι έμεινε μισή. Μάλιστα πίστευε ότι ίσως τώρα, 40 χρόνια μετά κάτι θα συνέβαινε, και ο από μηχανής Θεός που έλεγαν στα αρχαία θέατρα, θα ένωνε τις διαδρομές τους. Από την πρώτη στιγμή μάλιστα στη συνάντηση τους, έψαχνε τη μορφή της ανάμεσα στους παλιούς «συμπολεμιστές» που τώρα πια ήταν χωρίς μαλλιά, χωρίς γένια, με γυαλιά, πολλά κιλά, αλλά και συμβιβασμούς στη ζωή τους.
Ο χορός του τελείωνε. Αν και ο κύκλος γύρω του με τα παλαμάκια και τα «ώπα», μεγάλωνε. Πάντα άρεσαν εκτός από τον ίδιο και σε άλλους οι ζεμπεκιές που χόρευε. Όμως αυτός χόρευε για τα δικά του ντέρτια και όχι για αυτά των άλλων. Αυτά τα «κουβαλούσε» χρόνια τώρα «μάχιμος» στους κοινωνικούς αγώνες που συνέχιζε πιστεύοντας ότι θα συμβάλλει στην ελάφρωσή τους.
Κάθισε δίπλα στους «κολλητούς» από τότε. Πολλά είχε άλλωστε να τους πει, αλλά ακόμη περισσότερα ν’ ακούσει. Σαράντα και χρόνια είχαν περάσει και ο κόσμος τους είχε γίνει άνω- κάτω. Η ζωή είναι αμείλικτη και κυρίως δεν κάνει στάσεις για να την προλάβει κανείς.
Και εκείνος ο πιο στενός του φίλος ο Γ…, που συχνά ανέβαινε για να τον δει στην επαρχιακή του πόλη, ήταν όλο χαμόγελα δίπλα του αλλά και πονηρά βλέμματα προς το βάθος της αίθουσας. Όσες φορές συναντιόνταν αυτά τα χρόνια όλο και του «πετούσε» για την Ε…και το πόσο «ταιριαστό ζευγάρι» ήταν, καθώς και ότι «αν και προσπάθησε δεν είχε νέα της». Και αυτός να σωπαίνει και να νιώθει ένα μαχαίρι να του το στρίβει στην καρδιά.
Έπινε αμίλητος τη ρετσίνα του. Τον είχε κουράσει η ζεμπεκιά του. Τα κιλά και η ηλικία δεν λειτουργούν πάντα ευεργετικά για τέτοιους χορούς. Αλλά και το μυαλό δεν έλεγε να ξεκολλήσει από εκείνη και την πρώτη γνωριμία τους. Κάθε φορά που άκουγε το συγκεκριμένο τραγούδι, το μυαλό του λειτουργούσε σαν χαλασμένο γραμμόφωνο, κολλούσε.
Βυθισμένος στη σκέψη τους δεν πρόσεχε τίποτε. Αυτός που καμάρωνε για «τα αντανακλαστικά» του! Ένα χέρι τον χτύπησε ελαφρά στην πλάτη λέγοντας του: «Χορεύεις ακόμη όμορφα».
Γύρισε, το ποτήρι του έπεσε από το χέρι.
«Εσύ;»
Ο χρόνος ήταν ευγενικός μαζί της. Κορμί «λαμπάδα», λίγες ρυτίδες, βαμμένο μαλλί, μα και μ’ εκείνα τα πράσινα μάτια όλο νάζι και τρυφεράδα.
Αγκαλιάστηκαν και κρατήθηκαν πολλή ώρα έτσι, λες και ήθελαν να φυλακίσουν τον χαμένο χρόνο.
«Το ήξερα ότι θα ξαναβρισκόμασταν. Όλη η ευθύνη για τον χωρισμό και την απόσταση δική μου. Όλα αυτά τα χρόνια γνώριζα πως δεν πρέπει να παίζεις με τη φωτιά και να περιμένεις να παραμείνεις απολύτως ασφαλής. Κατάλαβα πολύ μακριά σου, ότι για να νιώσεις την αγάπη πρέπει να παραδοθείς, πρέπει να τη ζήσεις, να πεθάνεις και μετά να αναστηθείς. Η ζωή όμως είναι δούναι και λαβείν. Και εγώ πήρα χωρίς να δώσω». Τα είπε μονορούφι. Λες και ήθελε να ξεφορτωθεί ένα βάρος που κουβαλούσε.
Δεν της απάντησε αμέσως. Τι άραγε θα μπορούσε να της πει μετά από τόσα χρόνια;
Την κοιτούσε μόνο δακρυσμένος και της έπιανε τρυφερά το χέρι. Ένιωθε- το επιθυμούσε άλλωστε- ότι θα την ξανάβλεπε. Και ας είχαν αλλάξει πολλά όλα αυτά τα χρόνια και για τους δυο τους. Τουλάχιστον θα έμενε στην υπόλοιπη ζωή του, ως ένα πολύτιμο διαμάντι, διάττον αστέρι ενός χαμένου έρωτα.