Μηδενική _πιθανά και αρνητική ανάπτυξη
για την γερμανική οικονομία
προβλέπουν για το 2025 οι οικονομολόγοι
Μηδενική ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας κατά το τρέχον έτος προβλέπει το Γερμανικό Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, με κυριότερη αιτία _λένε, την τελωνειακή πολιτική των ΗΠΑ, έχοντας εναποθέσει _εις μάτην ελπίδες για ώθηση στα επικείμενα οικονομικό πακέτα της νέας κυβέρνησης.
“Η γερμανική οικονομία θα επηρεαστεί στο εγγύς μέλλον από δύο παράγοντες, την τελωνειακή πολιτική των ΗΠΑ και το οικονομικό πακέτο της κυβέρνησης“, δήλωσε η επικεφαλής του Συμβουλίου Μόνικα Σνίτσερ, παρουσιάζοντας νωρίτερα την εαρινή έκθεση των «σοφών» της οικονομίας και προτάσσοντας ταυτόχρονα την πρόκληση και την ευκαιρία της τρέχουσας περιόδου.
Γράφει ο // Αστέρης Αλαμπής _Μίδας
«Οι κίνδυνοι ωστόσο είναι πιθανότερο φέτος να υπερβούν τα οφέλη. Η γερμανική οικονομία εξακολουθεί να βρίσκεται σε φάση έντονης αδυναμίας και πρόσφατα επωφελήθηκε ελάχιστα από την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη. Η εισαγωγή δασμών από τις ΗΠΑ επιβαρύνει την παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα και το παγκόσμιο εμπόριο αγαθών», αναφέρεται στην έκθεση, με την επισήμανση ότι η αγορά των ΗΠΑ είναι η πλέον σημαντική για τους γερμανούς εξαγωγείς, οι οποίοι το 2024 διοχέτευσαν σε αυτήν συνολικά το 10,4% των εμπορευμάτων τους, το υψηλότερο ποσοστό από το 2002.
🤔 Εν αρχή ην αστικά μπλα…μπλα!! _
💥 βλ τη σωστή πλευρά της ιστορίας στο τέλος
“Ασπιρίνες”
Σύμφωνα με το CNNi …
«Εάν η εμπορική σύγκρουση μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ κλιμακωθεί περαιτέρω, αυτή η αβεβαιότητα εμπορικής πολιτικής θα μπορούσε να έχει αρνητικό αντίκτυπο στις επενδυτικές αποφάσεις των εταιρειών», αναφέρουν οι διακεκριμένοι οικονομολόγοι, εξηγώντας την επί τα χείρω αναθεώρηση της προηγούμενης πρόβλεψής τους για ανάπτυξη 0,4%. Ήδη και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναθεώρησε την πρόβλεψή της για την γερμανική οικονομία, από 0,7% σε μηδέν. Οι πέντε «σοφοί» ευελπιστούν πάντως ότι το γερμανικό ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 1% το 2026.
Το Συμβούλιο αναμένει ταυτόχρονα σημαντική ώθηση της οικονομίας από το επικείμενο οικονομικό πακέτο της νέας ομοσπονδιακής κυβέρνησης και αξιολογεί θετικά τις πρόσφατες συνταγματικές αλλαγές σχετικά με το «φρένο χρέους». __«Εάν χρησιμοποιηθούν σωστά, προσφέρουν ευκαιρίες για εκσυγχρονισμό και οικονομική ανάκαμψη», τονίζεται στην έκθεση, με το βλέμμα στην άρση των περιορισμών δανεισμού και στην δημιουργία ειδικού ταμείου ύψους 500 δισεκατομμυρίων ευρώ για την συντήρηση βασικών υποδομών. Ως «βασική πρόκληση» σημειώνεται η χρήση των κεφαλαίων ώστε να οδηγεί πραγματικά σε ανάπτυξη.
«Ο μακροπρόθεσμος αντίκτυπος στο ΑΕΠ είναι μεγαλύτερος όσο πιο προσανατολισμένα στις επενδύσεις χρησιμοποιούνται τα συγκεκριμένα κεφάλαια. Εάν αυτά τα κεφάλαια, αντιθέτως, χρησιμοποιηθούν περισσότερο για κατανάλωση, αυτό θα αύξανε τον δείκτη χρέους», προειδοποίησε το μέλος του Συμβουλίου ‘Αχιμ Τρούγκερ και χαρακτήρισε «ανεπαρκή» τα μέτρα προστασίας που έχουν ληφθεί ως τώρα, τα οποία, όπως είπε, «δημιουργούν σημαντικά περιθώρια για μετατόπιση δαπανών από τον βασικό προϋπολογισμό, σε ύψος 1,2% του ΑΕΠ».
Οι εμπειρογνώμονες ζητούν επίσης «ισχυρό επενδυτικό προσανατολισμό και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις».
Ανεπαρκή κρίνουν οι οικονομολόγοι και τα μέτρα που έχουν ληφθεί έως τώρα για τον περιορισμό της γραφειοκρατίας και υπολογίζουν το κόστος εκπλήρωσης γραφειοκρατικών υποχρεώσεων σε περίπου 65 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. Στην έκθεση τονίζεται επίσης ότι «η κοινωνική αποδοχή των διαρθρωτικών αλλαγών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το εάν θα καταφέρουμε να δημιουργήσουμε μελλοντικές προοπτικές για ιδιαίτερα πληττόμενες από την οικονομική στασιμότητα περιοχές.
Reuters για Γερμανία:
Πώς η ατμομηχανή της Ευρώπης έγινε ο μεγάλος ασθενής
Τα τελευταία χρόνια η Γερμανία από οικονομική δύναμη της Ευρώπης έχει μετατραπεί σε ασθενή της ανάπτυξης της ευρωζώνης. Για ορισμένους, αυτό εγείρει ερωτήματα σχετικά με το οικονομικό μοντέλο της χώρας, το οποίο βασίζεται περισσότερο στη βιομηχανία και τις εξαγωγές από ό,τι οι περισσότερες άλλες μεγάλες οικονομίες.
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν το μεγαλύτερο μέρος της χώρας ήταν ερείπια, η Δυτική Γερμανία έδειξε ότι η οικονομία της μπορούσε να αναγεννηθεί γρήγορα από τις στάχτες της, σε αυτό που ονομάστηκε Wirtchaftswunder ή «οικονομικό θαύμα».
Η εισαγωγή του γερμανικού μάρκου, η κατάργηση των ελέγχων των τιμών και τα υψηλά επίπεδα επενδύσεων κεφαλαίου χάρη στο αμερικανικό σχέδιο Μάρσαλ για τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση ήταν οι κινητήριοι μοχλοί της ανάκαμψης. Το 1989, τη χρονιά της πτώσης του τείχους του Βερολίνου, η Γερμανία ήταν η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο. Όμως η επανένωση της χώρας επέβαλε υπέρογκο κόστος. Η επιβράδυνση της εξαγωγικής ζήτησης κατά τη διάρκεια εκείνης της δεκαετίας συνέβαλε σε διψήφια ποσοστά ανεργίας και, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, η Γερμανία χαρακτηρίστηκε «ο ασθενής της Ευρώπης».
Ο καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ εφάρμοσε σκληρές μεταρρυθμίσεις στα εργασιακά – επιβάλλοντας κυρώσεις σε όσους απέρριπταν προσφορές εργασίας και περιορίζοντας τα επιδόματα ανεργίας – μεταξύ 2002 και 2005. Ενώ οι μεταρρυθμίσεις έπληξαν το βιοτικό επίπεδο, με αποτέλεσμα την αύξηση των χαμηλόμισθων εργαζομένων και της προσωρινής απασχόλησης, οι υποστηρικτές τους σημείωναν ότι αυτές οι πολιτικές συνέβαλαν στην απότομη μείωση της ανεργίας, ιδίως της μακροχρόνιας. Η οικονομική ανάπτυξη επιταχύνθηκε καθώς η Γερμανία επέμεινε σε ένα οικονομικό μοντέλο που χαρακτηριζόταν από μια ισχυρή βιομηχανική βάση, με ναυαρχίδα τις αυτοκινητοβιομηχανίες. Ως τεχνολογικά προηγμένη χώρα, η Γερμανία αξιοποίησε στο έπακρο το συγκριτικό της πλεονέκτημα εστιάζοντας σε προϊόντα υψηλής ποιότητας.
Φθηνή ενέργεια
Πρώτα υπό τον Σρέντερ και στη συνέχεια υπό τη διάδοχό του Άνγκελα Μέρκελ, η Γερμανία και η βιομηχανία της καλλιέργησαν μια εξάρτηση από τις φθηνές εισαγωγές ενέργειας από τη Ρωσία – μια ενεργειακή εταιρική σχέση στην οποία προσκολλήθηκε ακόμη και μετά την εισβολή της Ρωσίας στη Γεωργία το 2008 και την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014. Έχοντας εξασφαλίσει φτηνές και άφθονες ενεργειακές προμήθειες από τη Μόσχα, η Γερμανία αποφάσισε το 2011 να καταργήσει σταδιακά την πυρηνική ενέργεια μετά την καταστροφή στη Φουκουσίμα. Σχεδίαζε να κλείσει τα τελευταία εργοστάσια μέχρι το 2022. Την χρονιά πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, το 32% του φυσικού αερίου, το 34% του αργού πετρελαίου και το 53% του λιθάνθρακα που λάμβαναν οι γερμανικές εταιρείες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και οι χαλυβουργίες προέρχονταν από τη Ρωσία, σύμφωνα με το Reuters.
Ισχυρές εξαγωγές
Το 2002, το ευρώ έγινε πραγματικότητα για 320 εκατομμύρια ανθρώπους. Οι Γερμανοί αναδείχθηκαν ως οι μεγαλύτεροι κερδισμένοι από το κοινό νόμισμα με τους Ευρωπαίους ομολόγους τους. Για μια χώρα που βασίζεται στη δύναμη της εξαγωγικής της βάσης, η ισοτιμία 2 προς 1 μεταξύ του μάρκου και του ευρώ ήταν πολύ γενναιόδωρη για τους εξαγωγείς, κάνοντας τα προϊόντα τους να φαίνονται φθηνότερα στις ευρωπαϊκές αγορές. Η ανάπτυξη της Κίνας, που επιταχύνθηκε με την ένταξή της στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2001, έφερε τεράστια ζήτηση για βιομηχανικά προϊόντα «Made in Germany».
Αυτό αύξησε το χαρακτηριστικό εμπορικό πλεόνασμα της γερμανικής οικονομίας, δηλαδή η χώρα εξάγει περισσότερα από όσα εισάγει. Οι ταχέως αναπτυσσόμενες οικονομίες ζήτησαν γερμανικά προϊόντα υψηλής ποιότητας και ενδιάμεσες προμήθειες.
Τα χρυσά χρόνια
Αυτό το οικονομικό μοντέλο εξαγωγής μεταποιητικών προϊόντων λειτούργησε για σχεδόν δύο δεκαετίες και κατέστησε τη Γερμανία την ατμομηχανή της οικονομίας της ευρωζώνης και την «άγκυρα» του ενιαίου νομίσματος. Άλλες χώρες μέλη όμως οδηγήθηκαν σε κρίση το 2008. Κατά τη διάρκεια της ευρωπαϊκής κρίσης δημόσιου χρέους, η οποία διήρκεσε αρκετά χρόνια, η Γερμανία -που επωμίζεται περισσότερο από το ένα τέταρτο του ευρωπαϊκού λογαριασμού- ισχυριζόταν ότι κουράστηκε να διασώζει αυτό που οι κυβερνώντες συντηρητικοί της Μέρκελ θεωρούσαν ως κράτη που ζούσαν αλόγιστα πέρα από τις δυνατότητές τους. Η Γερμανία απαίτησε αυστηρά μέτρα λιτότητας σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Ιταλία και η Ισπανία. Η λιτότητα άφησε ένα ανεξίτηλο σημάδι στην ευρωπαϊκή περιφέρεια, με περικοπές στην εκπαίδευση, την υγεία και τις κοινωνικές παροχές. Μια νέα γενιά πτυχιούχων δεν μπόρεσε να βρει δουλειά σε χώρες όπως η Ισπανία ή η Ιταλία, όπου η ανεργία των νέων ξεπέρασε το 50%.
Το τέλος της φθηνής ενέργειας
Ωστόσο, κάτω από την επιφάνεια υπήρχαν εξελίξεις που υπονόμευαν το γερμανικό οικονομικό μοντέλο. Το πρώτο χτύπημα ήρθε με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία: Η Γερμανία είχε γίνει υπερβολικά εξαρτημένη από τις ρωσικές εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου, και το 2022 οι τιμές της ενέργειας εκτοξεύτηκαν. Επιπλέον, ο τελευταίος πυρηνικός σταθμός στη Γερμανία έκλεισε το 2023, περιορίζοντας τις διαθέσιμες επιλογές ως εναλλακτική λύση στα ρωσικά καύσιμα.
Οι εμπορικοί δασμοί
Η αλματώδης αύξηση των τιμών δυσκόλεψε τη γερμανική βιομηχανία να παραμείνει ανταγωνιστική, ιδίως όσον αφορά τις ενεργοβόρες δραστηριότητες. Το 2023 σημειώθηκε πτώση της παραγωγής στους ενεργοβόρους τομείς κατά 20%. Η ενεργειακή κρίση επιδείνωσε την πτώση που είχε ξεκινήσει στη βιομηχανική παραγωγή στα τέλη του 2017.
Το οικονομικό μοντέλο της Γερμανίας είχε και μια άλλη εξάρτηση που έγινε η αχίλλειος πτέρνα της: η εξάρτησή της από τις εξαγωγές, ιδίως προς την Κίνα. Παρόλο που η Γερμανία επωφελήθηκε σημαντικά από τις εξαγωγές προς τη μεγαλύτερη οικονομία της Ασίας και την εξωτερική ανάθεση στην οικονομία έντασης εργασίας, η Κίνα ανέβαινε ποιοτικά για να εξελιχθεί σε έναν σκληρό ανταγωνιστή. Και υπήρχαν επίσης ενδείξεις ότι η ισχυρή ανάπτυξη της Κίνας των προηγούμενων ετών είχε αρχίσει να επιβραδύνεται, επιβαρύνοντας τη ζήτησή της για γερμανικές εισαγωγές. Η Γερμανία έχει επίσης ένα σημαντικό εμπορικό πλεόνασμα με τις ΗΠΑ, το οποίο έφτασε στο ρεκόρ των 70 δισεκατομμυρίων ευρώ πέρυσι και θα μπορούσε τώρα να τεθεί σε κίνδυνο εάν ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ εφαρμόσει τους δασμούς που απείλησε. Σε έναν εμπορικό πόλεμο μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης, η μέχρι πρότινος αξιοζήλευτη βιομηχανική ισχύς της Γερμανίας θα γινόταν ευάλωτη. Περίπου το ένα τέταρτο αυτού του πλεονάσματος, το οποίο έφθασε σε νέο υψηλό το 2024, προέρχεται από την αυτοκινητοβιομηχανία.
Τα τελευταία χρόνια η Γερμανία από οικονομική δύναμη της Ευρώπης έχει μετατραπεί σε ασθενή της ανάπτυξης της ευρωζώνης. Για ορισμένους, αυτό εγείρει ερωτήματα σχετικά με το οικονομικό μοντέλο της χώρας, το οποίο βασίζεται περισσότερο στη βιομηχανία και τις εξαγωγές από ό,τι οι περισσότερες άλλες μεγάλες οικονομίες. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν το μεγαλύτερο μέρος της χώρας ήταν ερείπια, η Δυτική Γερμανία έδειξε ότι η οικονομία της μπορούσε να αναγεννηθεί γρήγορα από τις στάχτες της, σε αυτό που ονομάστηκε Wirtchaftswunder ή «οικονομικό θαύμα».
Η εισαγωγή του γερμανικού μάρκου, η κατάργηση των ελέγχων των τιμών και τα υψηλά επίπεδα επενδύσεων κεφαλαίου χάρη στο αμερικανικό σχέδιο Μάρσαλ για τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση ήταν οι κινητήριοι μοχλοί της ανάκαμψης. Το 1989, τη χρονιά της πτώσης του τείχους του Βερολίνου, η Γερμανία ήταν η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο. Όμως η επανένωση της χώρας επέβαλε υπέρογκο κόστος. Η επιβράδυνση της εξαγωγικής ζήτησης κατά τη διάρκεια εκείνης της δεκαετίας συνέβαλε σε διψήφια ποσοστά ανεργίας και, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, η Γερμανία χαρακτηρίστηκε «ο ασθενής της Ευρώπης».
Ο καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ εφάρμοσε σκληρές μεταρρυθμίσεις στα εργασιακά – επιβάλλοντας κυρώσεις σε όσους απέρριπταν προσφορές εργασίας και περιορίζοντας τα επιδόματα ανεργίας – μεταξύ 2002 και 2005. Ενώ οι μεταρρυθμίσεις έπληξαν το βιοτικό επίπεδο, με αποτέλεσμα την αύξηση των χαμηλόμισθων εργαζομένων και της προσωρινής απασχόλησης, οι υποστηρικτές τους σημείωναν ότι αυτές οι πολιτικές συνέβαλαν στην απότομη μείωση της ανεργίας, ιδίως της μακροχρόνιας. Η οικονομική ανάπτυξη επιταχύνθηκε καθώς η Γερμανία επέμεινε σε ένα οικονομικό μοντέλο που χαρακτηριζόταν από μια ισχυρή βιομηχανική βάση, με ναυαρχίδα τις αυτοκινητοβιομηχανίες. Ως τεχνολογικά προηγμένη χώρα, η Γερμανία αξιοποίησε στο έπακρο το συγκριτικό της πλεονέκτημα εστιάζοντας σε προϊόντα υψηλής ποιότητας.
Φθηνή ενέργεια
Πρώτα υπό τον Σρέντερ και στη συνέχεια υπό τη διάδοχό του Άνγκελα Μέρκελ, η Γερμανία και η βιομηχανία της καλλιέργησαν μια εξάρτηση από τις φθηνές εισαγωγές ενέργειας από τη Ρωσία – μια ενεργειακή εταιρική σχέση στην οποία προσκολλήθηκε ακόμη και μετά την εισβολή της Ρωσίας στη Γεωργία το 2008 και την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014. Έχοντας εξασφαλίσει φτηνές και άφθονες ενεργειακές προμήθειες από τη Μόσχα, η Γερμανία αποφάσισε το 2011 να καταργήσει σταδιακά την πυρηνική ενέργεια μετά την καταστροφή στη Φουκουσίμα. Σχεδίαζε να κλείσει τα τελευταία εργοστάσια μέχρι το 2022. Την χρονιά πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, το 32% του φυσικού αερίου, το 34% του αργού πετρελαίου και το 53% του λιθάνθρακα που λάμβαναν οι γερμανικές εταιρείες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και οι χαλυβουργίες προέρχονταν από τη Ρωσία, σύμφωνα με το Reuters.
Ισχυρές εξαγωγές
Το 2002, το ευρώ έγινε πραγματικότητα για 320 εκατομμύρια ανθρώπους. Οι Γερμανοί αναδείχθηκαν ως οι μεγαλύτεροι κερδισμένοι από το κοινό νόμισμα με τους Ευρωπαίους ομολόγους τους. Για μια χώρα που βασίζεται στη δύναμη της εξαγωγικής της βάσης, η ισοτιμία 2 προς 1 μεταξύ του μάρκου και του ευρώ ήταν πολύ γενναιόδωρη για τους εξαγωγείς, κάνοντας τα προϊόντα τους να φαίνονται φθηνότερα στις ευρωπαϊκές αγορές. Η ανάπτυξη της Κίνας, που επιταχύνθηκε με την ένταξή της στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2001, έφερε τεράστια ζήτηση για βιομηχανικά προϊόντα «Made in Germany».
Αυτό αύξησε το χαρακτηριστικό εμπορικό πλεόνασμα της γερμανικής οικονομίας, δηλαδή η χώρα εξάγει περισσότερα από όσα εισάγει. Οι ταχέως αναπτυσσόμενες οικονομίες ζήτησαν γερμανικά προϊόντα υψηλής ποιότητας και ενδιάμεσες προμήθειες.
Τα χρυσά χρόνια
Αυτό το οικονομικό μοντέλο εξαγωγής μεταποιητικών προϊόντων λειτούργησε για σχεδόν δύο δεκαετίες και κατέστησε τη Γερμανία την ατμομηχανή της οικονομίας της ευρωζώνης και την «άγκυρα» του ενιαίου νομίσματος. Άλλες χώρες μέλη όμως οδηγήθηκαν σε κρίση το 2008. Κατά τη διάρκεια της ευρωπαϊκής κρίσης δημόσιου χρέους, η οποία διήρκεσε αρκετά χρόνια, η Γερμανία -που επωμίζεται περισσότερο από το ένα τέταρτο του ευρωπαϊκού λογαριασμού- ισχυριζόταν ότι κουράστηκε να διασώζει αυτό που οι κυβερνώντες συντηρητικοί της Μέρκελ θεωρούσαν ως κράτη που ζούσαν αλόγιστα πέρα από τις δυνατότητές τους. Η Γερμανία απαίτησε αυστηρά μέτρα λιτότητας σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Ιταλία και η Ισπανία. Η λιτότητα άφησε ένα ανεξίτηλο σημάδι στην ευρωπαϊκή περιφέρεια, με περικοπές στην εκπαίδευση, την υγεία και τις κοινωνικές παροχές. Μια νέα γενιά πτυχιούχων δεν μπόρεσε να βρει δουλειά σε χώρες όπως η Ισπανία ή η Ιταλία, όπου η ανεργία των νέων ξεπέρασε το 50%.
Το τέλος της φθηνής ενέργειας
Ωστόσο, κάτω από την επιφάνεια υπήρχαν εξελίξεις που υπονόμευαν το γερμανικό οικονομικό μοντέλο. Το πρώτο χτύπημα ήρθε με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία: Η Γερμανία είχε γίνει υπερβολικά εξαρτημένη από τις ρωσικές εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου, και το 2022 οι τιμές της ενέργειας εκτοξεύτηκαν. Επιπλέον, ο τελευταίος πυρηνικός σταθμός στη Γερμανία έκλεισε το 2023, περιορίζοντας τις διαθέσιμες επιλογές ως εναλλακτική λύση στα ρωσικά καύσιμα.
Οι εμπορικοί δασμοί
Η αλματώδης αύξηση των τιμών δυσκόλεψε τη γερμανική βιομηχανία να παραμείνει ανταγωνιστική, ιδίως όσον αφορά τις ενεργοβόρες δραστηριότητες. Το 2023 σημειώθηκε πτώση της παραγωγής στους ενεργοβόρους τομείς κατά 20%. Η ενεργειακή κρίση επιδείνωσε την πτώση που είχε ξεκινήσει στη βιομηχανική παραγωγή στα τέλη του 2017.
Το οικονομικό μοντέλο της Γερμανίας είχε και μια άλλη εξάρτηση που έγινε η αχίλλειος πτέρνα της: η εξάρτησή της από τις εξαγωγές, ιδίως προς την Κίνα. Παρόλο που η Γερμανία επωφελήθηκε σημαντικά από τις εξαγωγές προς τη μεγαλύτερη οικονομία της Ασίας και την εξωτερική ανάθεση στην οικονομία έντασης εργασίας, η Κίνα ανέβαινε ποιοτικά για να εξελιχθεί σε έναν σκληρό ανταγωνιστή. Και υπήρχαν επίσης ενδείξεις ότι η ισχυρή ανάπτυξη της Κίνας των προηγούμενων ετών είχε αρχίσει να επιβραδύνεται, επιβαρύνοντας τη ζήτησή της για γερμανικές εισαγωγές. Η Γερμανία έχει επίσης ένα σημαντικό εμπορικό πλεόνασμα με τις ΗΠΑ, το οποίο έφτασε στο ρεκόρ των 70 δισεκατομμυρίων ευρώ πέρυσι και θα μπορούσε τώρα να τεθεί σε κίνδυνο εάν ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ εφαρμόσει τους δασμούς που απείλησε. Σε έναν εμπορικό πόλεμο μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης, η μέχρι πρότινος αξιοζήλευτη βιομηχανική ισχύς της Γερμανίας θα γινόταν ευάλωτη. Περίπου το ένα τέταρτο αυτού του πλεονάσματος, το οποίο έφθασε σε νέο υψηλό το 2024, προέρχεται από την αυτοκινητοβιομηχανία.
Η αργή εκκίνηση στην κούρσα της τεχνολογίας
Ενώ οι δύο κύριοι εμπορικοί εταίροι της, η Κίνα και οι ΗΠΑ, επένδυαν σημαντικά στην καινοτομία και προχωρούσαν γρήγορα για να γίνουν πρωταθλητές στην κούρσα της ηλεκτροκίνησης, η Γερμανία επικεντρώθηκε πλήρως στη διάσωση της προβληματικής βιομηχανίας της, αντί να επενδύσει στο μέλλον. Η χώρα που βρισκόταν στην πρώτη γραμμή της βιομηχανικής καινοτομίας για δεκαετίες, δυσκολευόταν να προσαρμοστεί στην ψηφιακή εποχή.
Οι Γερμανοί είναι αρκετά απρόθυμοι να αγκαλιάσουν τις νέες τεχνολογίες. Τα φαξ εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται στα τρία τέταρτα των γερμανικών επιχειρήσεων και μία στις τέσσερις επιχειρήσεις εξακολουθεί να τα χρησιμοποιεί συχνά ή πολύ συχνά, όπως έδειξε έρευνα της Bitkom το 2024. Το φρένο χρέους έχει περιορίσει τη δυνατότητα της Γερμανίας να επενδύσει στον εκσυγχρονισμό της οικονομίας της. Η υιοθέτηση της τεχνολογίας υπήρξε ένα από τα θύματα αυτής της αυτοπροκαλούμενης λιτότητας.
Η ψηφιοποίηση δεν αποτέλεσε ποτέ προτεραιότητα, όπως δείχνει το παράδειγμα των οπτικών ινών. Η πρώην καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ υποσχέθηκε να επενδύσει δισεκατομμύρια ευρώ σε γρήγορο διαδίκτυο, αλλά τα χρήματα που προορίζονταν γι’ αυτό δεν έφτασαν. Η Γερμανία κατατάσσεται στην 36η θέση μεταξύ 38 βιομηχανικών οικονομιών όσον αφορά τις γρήγορες συνδέσεις στο διαδίκτυο. Δεν υπήρχε μόνο έλλειψη επενδύσεων στην καινοτομία και την τεχνολογία, αλλά και στις δημόσιες υποδομές. Οι καταρρέουσες γέφυρες της Γερμανίας και η αυξανόμενη έλλειψη αξιοπιστίας του σιδηροδρομικού της συστήματος είναι παραδείγματα του πώς οι δεκαετίες υποεπένδυσης γίνονται αισθητές από τους πολίτες στην καθημερινή τους ζωή. Μέχρι και 5.000 από τις 40.000 γέφυρες κατά μήκος των αυτοκινητοδρόμων της Γερμανίας βρίσκονται σε τόσο κακή κατάσταση που χρειάζονται επειγόντως επισκευή.
Το φρένο του χρέους
To συνταγματικό φρένο χρέους της Γερμανίας εμπόδισε τις διαδοχικές κυβερνήσεις να κάνουν ζωτικές επενδύσεις, από δημόσιες υποδομές έως εκπαίδευση δεξιοτήτων, που απαιτούνται για την αναμόρφωση του προβληματικού οικονομικού μοντέλου της Γερμανίας, υποστηρίζουν οικονομολόγοι. Το φρένο χρέους – μέρος της απάντησης της Γερμανίας στην οικονομική κρίση του 2009 υπό την πρώην Καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ – περιορίζει το έλλειμμα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης σε μόλις 0,35% του ΑΕΠ. Συγκριτικά, πέρυσι το έλλειμμα του προϋπολογισμού των ΗΠΑ ήταν περισσότερο από το 6% του ΑΕΠ. Ο Φρίντριχ Μερτς, ο ηγέτης των Χριστιανοδημοκρατών που είναι το φαβορί για να αναλάβει καγκελάριος μιας κυβέρνησης συνασπισμού μετά τις εκλογές, αφήνει αθόρυβα την πόρτα ανοιχτή για μεταρρυθμίσεις, ανέφεραν στο Reuters μέλη του κόμματος.
Η επίσημη θέση του είναι ότι το φρένο χρέους πρέπει να παραμείνει στο σύνταγμα και ότι δεν υπάρχουν σχέδια για μεταρρύθμιση. Πράγματι, ο Μερτς απέρριψε τις πιέσεις πέρυσι το καλοκαίρι από ανώτερα μέλη του κόμματός του CDU να αναφέρουν ρητά τη μεταρρύθμιση του φρένου του χρέους στο προεκλογικό του μανιφέστο, εστιάζοντας στους συντηρητικούς ψηφοφόρους που προσανατολίζονται στη λιτότητα. Η αντιμετώπιση των δομικών προκλήσεων της Γερμανίας – από τις ενεργειακές της ανάγκες και τις κλιματικές της υποχρεώσεις έως τις πολυαναμενόμενες βελτιώσεις στη στέγαση, τις μεταφορές και την εκπαίδευση – θα απαιτήσει 600 δισεκατομμύρια ευρώ μέσα στην επόμενη δεκαετία, σύμφωνα με εκτιμήσεις του Ινστιτούτου Οικονομίας IW.
Παρά το υψηλό αυτό κόστος, η Γερμανία έχει μεγαλύτερα δημοσιονομικά περιθώρια από τις περισσότερες χώρες, καθώς το χρέος της ανήλθε στο 63% του ΑΕΠ το 2023. Συγκριτικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούν εθνικό χρέος στο 123% του ΑΕΠ.
Για την παραδοσιακή γερμανική δεξιά, η διατήρηση του «φρένου χρέους» (debt brake) θεωρείται αδιαπραγμάτευτη αρχή – τουλάχιστον μέχρι τώρα. Ωστόσο, οι αυξανόμενες οικονομικές ανάγκες αναγκάζουν πολλούς να επανεξετάσουν τη στάση τους. Μία πιθανή μεταρρύθμιση θα μπορούσε να αφορά την άρση του ορίου δαπανών που έχει επιβληθεί στα 16 ομόσπονδα κρατίδια της Γερμανίας, καθώς οι περιφερειακοί προϋπολογισμοί καλύπτουν κρίσιμους τομείς, όπως η κοινωνική στέγαση και η πράσινη μετάβαση. Το δημοσιονομικό «φρένο» είναι ακόμη αυστηρότερο σε επίπεδο κρατιδίων, καθώς δεν επιτρέπει ετήσιο έλλειμμα. «Μια προσθήκη στο δημοσιονομικό φρένο για τα ομόσπονδα κρατίδια είναι εφικτή», δήλωσε στο Reuters ο Ματίας Μίντελμπεργκ, βασικός οικονομικός σύμβουλος του Φρίντριχ Μερτς. «Αυτό θα μπορούσε σίγουρα να διορθωθεί».
Οικονομία προς τα κάτω, λαϊκισμός προς τα πάνω
Όλοι αυτοί οι παράγοντες έχουν προκαλέσει τη δυσαρέσκεια των Γερμανών, οι οποίοι στρέφονται σε λαϊκιστικά κόμματα για λύσεις στην οικονομική δυσπραγία, οδηγώντας σε κατακερματισμό του πολιτικού τοπίου.
Η συζήτηση για το αν η Γερμανία είναι και πάλι ο «ασθενής της Ευρώπης» έχει επιστρέψει. Ενώ η οικονομία της παλεύει υπό το βάρος διαρθρωτικών προκλήσεων, η Γερμανία εξακολουθεί να έχει πολλά πλεονεκτήματα: τη φημισμένη «Mittelstand» των μεσαίου μεγέθους κατασκευαστών της, τα υψηλά επίπεδα απασχόλησης που σημειώνουν ρεκόρ, το σταθερό εμπορικό πλεόνασμα και τα σταθερά δημόσια οικονομικά. Η νέα κυβέρνηση θα κληθεί να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για την αξιοποίηση του δυναμικού της Γερμανίας και για να ξεφύγει η οικονομία από τη στασιμότητα.
2025
Οι φτωχοί στη Γερμανία και το “νόημα της ζωής”
Τα στοιχεία για την αυξανόμενη φτώχεια σε ισχυρές καπιταλιστικές οικονομίες, όπως στη Γερμανία, καταρρίπτουν τους μύθους για το βιοτικό επίπεδο των λαϊκών στρωμάτων στις «σύγχρονες ευρωπαϊκές χώρες» και ταυτόχρονα σοκάρουν, καθώς αποκαλύπτουν ποιοι θεωρούνται φτωχοί στην τέταρτη ισχυρότερη καπιταλιστική οικονομία του πλανήτη και πόσο χαμηλά βρίσκεται ο πήχης σε ό,τι αφορά τις ανάγκες των εργαζομένων, των παιδιών, των ηλικιωμένων. Η οικονομική κατάσταση στα γερμανικά νοικοκυριά επιδεινώνεται διαχρονικά, επισημαίνει ο γερμανικός Τύπος («Spiegel» κ.ά.) σχολιάζοντας την τελευταία έκθεση της Ενωσης Συλλόγων Πρόνοιας της Γερμανίας. Ο πλούτος που παράγεται αυξάνεται, αλλά όλο και περισσότεροι αποκλείονται από αυτόν.
Ακόμη και το Συμβούλιο της Ευρώπης επισήμανε σε πρόσφατη έκθεση την ανάγκη η Γερμανία «να κάνει περισσότερα» για τον σεβασμό των δικαιωμάτων των παιδιών και την καταπολέμηση της ανέχειας. Επικρίνει το υψηλό επίπεδο φτώχειας ως δυσανάλογο με την «ευημερία της χώρας». Διαπιστώνει ότι παιδιά, ηλικιωμένοι και άτομα με αναπηρία πλήττονται ιδιαίτερα από την ανέχεια και εκφράζει «ανησυχία» για τον αυξανόμενο αριθμό αστέγων.
Συνολικά 14,2 εκατ. άνθρωποι θεωρούνταν φτωχοί (16,8%) το 2022 στη Γερμανία, 100.000 περισσότεροι από ό,τι το 2021 και σχεδόν 1 εκατ. περισσότεροι από το 2019. Από το 2006 μέχρι το 2022 ο αριθμός των φτωχών στη Γερμανία αυξήθηκε κατά 2,7 εκατ.
Ποιος είναι όμως ο ορισμός της φτώχειας; Στην Ευρώπη, όποιος ζει με λιγότερα από το 60% του “μέσου εισοδήματος” θεωρείται και επίσημα φτωχός. Για τη Γερμανία αυτό σημαίνει ότι ένα άτομο θεωρείται φτωχό με λιγότερα από 1.186 ευρώ το μήνα και πράγματι για τα δεδομένα της χώρας είναι πολύ χαμηλά.
Ποιοι δεν λογαριάζονται στους φτωχούς; Αυτοί που βρίσκονται στα όρια, όσοι τα βγάζουν πέρα δύσκολα με “αιματηρές” οικονομίες, όσοι στερούνται αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης. Αλλά και όσοι στερούνται βασικά δικαιώματα, όπως ελεύθερος χρόνος, πολιτισμός, διακοπές κ.λπ. Δεν θεωρούνται καν φτωχοί οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι που «ξεμένουν» στις 25 κάθε μήνα και καταφεύγουν στις “τράπεζες τροφίμων” ή τρώνε μια φορά την ημέρα. Δεν θεωρείται φτωχή η μονογονεϊκή οικογένεια με μηνιαίο εισόδημα 1.542 ευρώ, αν το παιδί έχει κλείσει τα 14 χρόνια, επειδή στη Γερμανία του 21ου αιώνα ένα παιδί 14 ετών θεωρείται ότι μπορεί να δουλέψει και να συνεισφέρει στο οικογενειακό ταμείο! Ακόμη κι έτσι, 1 στα 5 παιδιά και έφηβοι (21,8%) υπέφεραν από φτώχεια το 2022, καταγράφοντας ένα θλιβερό “ρεκόρ”. “Είναι πλάνη να πιστεύουμε ότι μόνο όσοι δεν έχουν δουλειά είναι φτωχοί”, ξεκαθαρίζει η έκθεση, σε μια παραδοχή ότι στον καπιταλισμό η δουλειά δεν αρκεί για αξιοπρεπή διαβίωση, ακόμα και στη Γερμανία, όπου υποτίθεται ότι οι μισθοί είναι καλύτεροι συγκριτικά με άλλες χώρες της ΕΕ. Τα στοιχεία δείχνουν ότι πάνω από το 1/4 των 14,2 εκατ. επίσημα φτωχών είναι απασχολούμενοι και 1/4 είναι συνταξιούχοι.
Στη Γερμανία η σύνταξη δεν υπερβαίνει το 48,1% του μισθού που εισέπρατταν ως εργαζόμενοι. Αυτό ισχύει μέχρι το 2025, οπότε το ποσοστό μπορεί να αναθεωρηθεί, δηλαδή να μειωθεί. Η κυβέρνηση δηλώνει ότι σκοπεύει να το διατηρήσει τουλάχιστον μέχρι το 2039, αλλά εκτιμάται ότι θα πρέπει να αυξηθούν οι συνταξιοδοτικές εισφορές. Εντάξει – μπορεί να σκεφτεί κάποιος στην Ελλάδα – με τους μισθούς που έχουν στη Γερμανία, δεν είναι κι άσχημα το 48,1%. Κι όμως… Το 2023 η μέση σύνταξη στη Γερμανία φτάνει τα 1.543 ευρώ (μεικτά) μετά από 45 έτη πλήρους απασχόλησης. Το ποσό αυτό φορολογείται με ενιαίο συντελεστή 14%, ενώ καταβάλλονται και εισφορές Υγείας. Επομένως τα 1.500 ευρώ μεικτά, δεν είναι 1.500 ευρώ στην τσέπη, ακόμη και μετά από 45 ολόκληρα χρόνια δουλειάς. Πολλοί όμως δεν έχουν συμπληρώσει 45 έτη πλήρους εργασίας λόγω ανεργίας, μερικής απασχόλησης, φροντίδας παιδιών ή ηλικιωμένων (κάτι που ισχύει κυρίως για τις γυναίκες), επομένως λαμβάνουν μικρότερη σύνταξη.
Στην πράξη, όλα αυτά οδηγούν ώστε 4 στους 10 συνταξιούχους να ζουν με σύνταξη που δεν υπερβαίνει τα 1.250 ευρώ καθαρά. Αν και λίγο πάνω από το επίσημο όριο φτώχειας, είναι στην πραγματικότητα φτωχοί. Αυτό ισχύει για την πλειονότητα των γυναικών (53,5%). Μάλιστα, ο 1 στους 4 συνταξιούχους (25%) λαμβάνει σύνταξη χαμηλότερη των 1.000 ευρώ. Με δεδομένο ότι το ενοίκιο για ένα ευπρεπές διαμέρισμα σε μεγάλες γερμανικές πόλεις αρχίζει από 800 – 1.000 ευρώ, γίνεται αντιληπτό το πρόβλημα επιβίωσης. Το καλοκαίρι του 2023 ο αριθμός των χαμηλοσυνταξιούχων που έκαναν αίτηση για το κρατικό επίδομα (κάτι σαν το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα) ξεπέρασε κάθε προηγούμενο, φτάνοντας τους 680.000 έναντι 414.000 το 2020. Εξάλλου, τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι συνταξιούχοι στη Γερμανία εργάζονται για να συμπληρώσουν τη σύνταξη. Τον Σεπτέμβρη του 2023 οι συνταξιούχοι άνω των 67 ετών με «mini jobs» ξεπέρασαν τους 1.123.000. Πρόκειται για αριθμό – ρεκόρ.
Όπως ξεδιάντροπα αποφάνθηκε το υπουργείο Εργασίας (Σοσιαλδημοκράτες), «δεν είναι αυτό που φαίνεται». Πολλοί συνταξιούχοι «επιλέγουν» την «ευκαιριακή εργασία» όχι για οικονομικούς λόγους, αλλά κυρίως γιατί «αισθάνονται την ανάγκη για μία απασχόληση που δίνει νόημα στην καθημερινότητα ή για να διατηρούν κοινωνικές επαφές ακόμη και μετά τη συνταξιοδότησή τους». Ευτυχώς, δηλαδή, που υπάρχουν και τα «mini jobs» και αποκτά νόημα η ζωή μετά τα 60…
Με το βλέμμα στραμμένο στην επόμενη μέρα
ΤΓ __ΤΟ Γερμανίας του ΚΚΕ
Με το παρόν άρθρο επιδιώκουμε να συμβάλουμε στον προβληματισμό καλλιεργώντας το ταξικό κριτήριο εξέτασης των εξελίξεων. Με το βλέμμα στραμμένο στην επόμενη μέρα, και στην περίοδο μετά τις εκλογές, και κυρίως στο πώς η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα στη Γερμανία θα οργανώσουν πιο αποτελεσματικά την πάλη τους, ενάντια στην αντιλαϊκή πολιτική του κεφαλαίου, οποιασδήποτε αστικής κυβέρνησης προκύψει από τις εκλογές και της ΕΕ. Παρά τους εκβιασμούς των αστικών κομμάτων για να λάβουν από τον λαό ψήφο στήριξης ή ανοχής στην πολιτική τους, τη λογική του «μικρότερου κακού» που όλα τους καλλιεργούν, «η ζωή δεν τελειώνει στις 23 Φλεβάρη» ούτε φυσικά η ταξική πάλη, και το ζητούμενο είναι η ανησυχία που αγκαλιάζει μεγάλα τμήματα των εργαζομένων να γίνει αγώνας πολιτικός, μαζικός, που θα στρέφεται ενάντια στις πραγματικές αιτίες και στους υπεύθυνους, που θα κατευθύνεται στην ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου. Σε αυτήν την υπόθεση, εμείς οι κομμουνιστές που ζούμε στη Γερμανία, ανεξάρτητα από εθνική καταγωγή, τώρα, που κλιμακώνεται ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος, τώρα που τα σημάδια μιας νέας οικονομικής κρίσης πυκνώνουν, έχουμε χρέος και άμεσο καθήκον να πρωτοστατήσουμε στην οργάνωση της πάλης των εργαζομένων, να αποκαλύψουμε την αλήθεια, να προβάλουμε τη μόνη αναγκαία και επίκαιρη διέξοδο, τον σοσιαλισμό – κομμουνισμό.
H αντιλαϊκή πολιτική
και η πολεμική εμπλοκή είναι και θα είναι εδώ!
Τα σύννεφα πάνω από την ισχυρότερη καπιταλιστική οικονομία της ΕΕ πυκνώνουν ολοένα και περισσότερο. Η γερμανική οικονομία βρίσκεται σε στασιμότητα και ύφεση, υποχώρηση στον διεθνή ανταγωνισμό. Η βιομηχανία της πλήττεται από την απώλεια της φθηνότερης ρωσικής Ενέργειας, μονοπωλιακοί όμιλοι μεταφέρουν την παραγωγή τους σε πιο συμφέρουσες αγορές, κλείνουν εργοστάσια και γραμμές παραγωγής, επειδή δεν εξασφαλίζουν σε αυτήν τη φάση το μέγιστο δυνατό ποσοστό κέρδους τους εντός Γερμανίας. Η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε τον Δεκέμβρη του 2024 κατά 2,4% σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα, ενώ οι προβλέψεις για ανάπτυξη το 2025 έπεσαν στο 0,3% από 1,1% που ήταν πρωτύτερα. Ο κλάδος με την πιο σημαντική πτώση στην παραγωγή είναι η αυτοκινητοβιομηχανία, όπου οι Γερμανοί κατασκευαστές έχουν απολέσει θέσεις ανταγωνιστικότητας σε σύγκριση με τα κινεζικά μονοπώλια, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την BMW, που αναφέρει μεγάλες δυσκολίες στις πωλήσεις και πτώση των κερδών της κατά 84% το τρίτο τρίμηνο του 2024. Στη «Mercedes», τα κέρδη – σύμφωνα με τις ανακοινώσεις της εταιρείας – έχουν μειωθεί κατά 54%. Στη «Volkswagen» η μειούμενη σε σχέση με τις προβλέψεις της εταιρείας κερδοφορία φορτώνεται στις πλάτες των εργαζομένων της, με τις ξεπουλημένες στο κεφάλαιο συνδικαλιστικές ηγεσίες να συμφωνούν σε 30.000 λιγότερες θέσεις εργασίας τα επόμενα χρόνια στον όμιλο. Αλλοι κλάδοι αντιμετωπίζουν επίσης ισχυρές πιέσεις, ανάμεσά τους η χημική και φαρμακευτική βιομηχανία, ο κατασκευαστικός τομέας και ο τομέας της παραγωγής μηχανημάτων.
Περίπου 3 εκατομμύρια οικογενειακές επιχειρήσεις είναι στα πρόθυρα χρεοκοπίας, καθώς βρίσκονται σε οριακό σημείο λόγω οικονομικών προβλημάτων, όπως το αυξημένο κόστος δανεισμού. Συνολικά, μόνο το πρώτο 6μηνο του 2024 καταγράφηκαν περίπου 11.000 πτωχεύσεις εταιρειών. Πάνω από 160 εταιρείες με κύκλο εργασιών άνω των 10 εκατ. ευρώ κήρυξαν πτώχευση. Πρόκειται για σημαντική αύξηση στις πτωχεύσεις, κατά 40% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, και αρνητικό ρεκόρ δεκαετίας. Παράλληλα, σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία, οι γερμανικές εξαγωγές υποχωρούν από μήνα σε μήνα, ιδιαίτερα προς τις ΗΠΑ, τη στιγμή που παραμένουν αυτές η σημαντικότερη αγορά των γερμανικών εμπορευμάτων. Σύμφωνα με αστούς οικονομολόγους, δεν διαφαίνεται άμεση βελτίωση, καθώς «η εθνική οικονομία βρίσκεται στην αρχή μιας ισχυρής φάσης γήρανσης» και «σε αδιέξοδο» εδώ και 5 χρόνια.
Δεν “υποφέρουν” όμως όλοι οι κλάδοι.
Ενας κλάδος της οικονομίας, του οποίου το ποσοστό κέρδους κινείται σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα το τελευταίο διάστημα είναι η πολεμική βιομηχανία. Από τα μονοπωλιακά μεγαθήρια, η «Thyssen Κrupp» διεκδικεί με τη στήριξη της κρατικής τράπεζας ανάπτυξης την κατασκευή πολεμικών υποβρυχίων. Η «Lufthansa» διεκδικεί μερίδιο στη συντήρηση πολεμικών αεροσκαφών. Η «Telekom» συνεργάζεται άμεσα με τον γερμανικό στρατό. «Ενθουσιασμένη» η «Rheinmetall» κάνει λόγο για απανωτά ρεκόρ κερδοφορίας, αναθεωρεί προς τα πάνω τις προβλέψεις για το περιθώριο κέρδους και κάνει λόγο για χιλιάδες προσλήψεις, με στελέχη της να δηλώνουν ότι «βιώνουμε μια ανάπτυξη που δεν έχουμε ξαναδεί ποτέ στον όμιλο».
Οι βιομήχανοι του κλάδου, έχοντας εξασφαλίσει τα 100 δισ. που με συνοπτικές διαδικασίες διέθεσε η κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών – Φιλελεύθερων – Πρασίνων για την “άμυνα της χώρας”, νουθετούν όλες τις μελλοντικές γερμανικές κυβερνήσεις, ανεξάρτητα από τον συνδυασμό των κομμάτων που θα τις σχηματίζουν, για προώθηση των μακροπρόθεσμων παραγγελιών όπλων, τεχνολογικών καινοτομιών και πανεπιστημιακή έρευνα σχετιζόμενη με την πολεμική βιομηχανία. Οταν βέβαια οι πολιτικοί εκπρόσωποι της αστικής τάξης στη Γερμανία αναφέρονται στον στόχο να γίνει η χώρα «ικανή για πόλεμο» δεν εννοούν μόνο τους εξοπλισμούς. Εννοούν την προσαρμογή όλων των κλάδων της οικονομίας σε συνθήκες πολέμου. Με παρεμβάσεις τους, εκπρόσωποι βιομηχανικών ομίλων αναδεικνύουν την αναγκαιότητα επιπλέον κρατικών επενδύσεων σε εταιρείες προστασίας δικτύων, σε μεγάλες μονάδες παραγωγής ειδών διατροφής, ωθείται η ενεργειακή αυτονομία βιομηχανικών μονάδων με την κατασκευή ιδιωτικών γεννητριών και ανεμογεννητριών που θα είναι σε κατάσταση επιφυλακής σε περίπτωση συνολικότερης διακοπής της παροχής Ενέργειας. Παροτρύνουν σε προετοιμασία του εργατικού δυναμικού για περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης με την εκπαίδευση π.χ. επιβίωσης σε περίπτωση μεγάλων «φυσικών» καταστροφών από ειδικές υπηρεσίες, όπως και για την προώθηση κρατικών προγραμμάτων εκπαίδευσης εργαζομένων σε κρίσιμους κλάδους, όπως των μεταφορών, ύδρευσης και άλλων.
Σε αυτές τις συνθήκες το κεφάλαιο εντείνει τις επιθέσεις του στο λαϊκό εισόδημα με μείωση πραγματικών μισθών και συντάξεων, με δραστικές περικοπές στο σύστημα Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας, με τρομακτικές ελλείψεις κατοικιών στις περισσότερες μεγάλες γερμανικές πόλεις. Τα στοιχεία μιλάνε από μόνα τους: Η ανεργία αυξήθηκε τον Γενάρη του 2025 σε 6,4%, καταγράφοντας ρεκόρ δεκαετίας. Ο προϋπολογισμός για το 2025, που ήδη εκτελείται και δεν πρόκειται να αμφισβητηθεί ανεξάρτητα από το ποια κόμματα θα αναλάβουν τη διαχείριση του συστήματος μετά τις εκλογές, προβλέπει περικοπές σε συντάξεις έως και 2 δισ., 8 δισ. λιγότερα για την Υγεία, 5 δισ. λιγότερα για τα επιδόματα ανεργίας, από 11,6 σε 11 δισεκατομμύρια οι επιδοτήσεις κατοικίας και θέρμανσης, περικοπές στα κονδύλια που αφορούν την ενσωμάτωση των ΑμεΑ από 524 σε 410 εκατ. και πολλά άλλα. Ολα αυτά τα μέτρα διατρέχουν όλα τα επίπεδα της αστικής διακυβέρνησης, από το κεντρικό κράτος, τα κρατίδια, και φτάνουν στους δήμους και στις κοινότητες. Δεν υπάρχει τομέας της καθημερινής ζωής των εργαζομένων που να μην πλήττεται από την προσαρμογή όλων των κλάδων στην πολεμική εμπλοκή.
Με το βλέμμα στραμμένο σε έναν γενικευμένο πόλεμο, η Γερμανία αναλαμβάνει μεγαλύτερο ρόλο στη Βαλτική Θάλασσα, σημείο αντιπαράθεσης με τη Ρωσία. Δεν είναι τυχαίο που πρόσφατα εγκατέστησε νέο αρχηγείο του Πολεμικού Ναυτικού στο Ροστόκ, προκειμένου να ενισχυθούν η παρουσία του και η επιχειρησιακή ικανότητα και που θα παρακολουθεί σε 24ωρη βάση τις στρατιωτικές κινήσεις και εμπορικές δραστηριότητες στην περιοχή. Αλλά και σε άλλες περιοχές του κόσμου βρίσκονται στρατεύματα της Μπουντεσβέρ για να στηρίξουν την αναβάθμιση της γεωπολιτικής θέσης της Γερμανίας στον ανταγωνισμό με άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, με πρόσχημα την ασφάλεια, την ειρήνη και την αποτροπή. Από τις 17 αποστολές που βρίσκονται σκορπισμένες σε τρεις ηπείρους, ενδεικτικά αναφέρουμε το Κόσοβο, τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, το Ιράκ και την Ιορδανία, τη Δυτική Σαχάρα, το Νότιο Σουδάν, τον Λίβανο, τις «ΑΣΠΙΔΕΣ» στην Ερυθρά Θάλασσα, στα ανοιχτά της Λιβύης, στον Βόρειο Ατλαντικό και στη Βόρεια Θάλασσα. Ολα τα παραπάνω – εκτός από τις οικονομικές απώλειες – τονίζουν και τους κινδύνους για τη ζωή των ίδιων των εργαζομένων, που θα είναι οι πρώτοι που θα κληθούν να χύσουν το αίμα τους, για τα καπιταλιστικά συμφέροντα σε περίπτωση πιο άμεσης εμπλοκής.
Προκύπτει λοιπόν ένα ερώτημα: Ποιο από τα παραπάνω προβλήματα των εργαζομένων θα εκλείψει στις 24 Φλεβάρη; Κανένα, γιατί θα είναι εδώ οι οικονομικοί και πολιτικοί λόγοι που γεννούν αυτά και άλλα προβλήματα. Ισα ίσα που θα διογκώνονται, ακριβώς επειδή η ταξική πολιτική προς όφελος του κεφαλαίου, για να ξεπεράσει τα προβλήματά του, θα συνεχίσει να προωθείται, φορτώνοντας στον λαό και νέα βάσανα, πάνω στα ήδη υπάρχοντα. Αυτά τα φαινόμενα, άλλωστε, δεν είναι πλέον μια εξαίρεση. Είναι ο κανόνας όχι μόνο στη Γερμανία, στην Ελλάδα και σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αλλά και σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο, ανεξάρτητα από το ποια κόμματα και ποιες πολιτικές δυνάμεις, ποιοι πολιτικοί σχηματισμοί βρίσκονται κάθε φορά στις κυβερνήσεις, αποδεικνύοντας ότι δεν υπάρχουν «καπιταλιστικοί παράδεισοι». Πόλεμοι, ένταση της εκμετάλλευσης, τσάκισμα των εργατικών – λαϊκών δικαιωμάτων, υποβάθμιση και μη ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών, από τη μία πλευρά, ανταγωνιστικότητα του κεφαλαίου, από την άλλη.
Θα μας σώσουν αυτοί που μας έφεραν ως εδώ;
Αντανάκλαση των δυσκολιών στην οικονομία και της εμπλοκής στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο αποτελούν και οι διεργασίες στο πολιτικό σύστημα της Γερμανίας, όπου εντείνονται οι ενδοαστικές αντιθέσεις για το «μείγμα» διαχείρισης της ύφεσης. Μπροστά στην «επείγουσα κατάσταση» του κεφαλαίου κατέρρευσαν οι εύθραυστοι συμβιβασμοί, που όλο και πιο δύσκολα πετύχαινε ο κυβερνητικός συνασπισμός Σοσιαλδημοκρατών – Πρασίνων – Φιλελευθέρων, και προκηρύχθηκαν οι εκλογές, στο φόντο και της διογκούμενης λαϊκής δυσαρέσκειας που εκφράστηκε στις ευρωεκλογές με την καταψήφιση των κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού.
- Οι Σοσιαλδημοκράτες του αμαρτωλού SPD συνδιαμόρφωσαν από τη θέση του πιο δυνατού κόμματος της συγκυβέρνησης, υπό τον καγκελάριο Σολτς, όλα τα παραπάνω. Τώρα, τάσσονται και πάλι υπέρ των τεράστιων εξοπλισμών και των πολεμικών προετοιμασιών, ζητώντας περαιτέρω παραδόσεις όπλων στην Ουκρανία «για όσο διάστημα χρειαστεί». Στηρίζουν τη γενοκτονία του Παλαιστινιακού λαού από το κράτος – δολοφόνο Ισραήλ υιοθετώντας όλα τα προσχήματα περί «δικαιώματός του στην αυτοάμυνα», απαγορεύοντας διαδηλώσεις. Ζητάνε επίσης στενότερη παρακολούθηση του «εχθρού λαού» από την αστυνομία και τις μυστικές υπηρεσίες και προαναγγέλλουν διώξεις εναντίον κομμουνιστών και άλλων αγωνιστών τονίζοντας: «Οι εχθροί του Συντάγματος δεν έχουν θέση στη δημόσια διοίκηση». Ταυτόχρονα, επιδιώκοντας να επιτελέσουν και τις δύο λειτουργίες της σοσιαλδημοκρατίας – και την προώθηση της πολιτικής του κεφαλαίου και την ενσωμάτωση των εργαζομένων – παρουσιάζονται και πάλι ως «κόμμα των εργαζομένων» που θέλει να επικεντρωθεί περισσότερο στα «κοινωνικά ζητήματα»: Υποσχέσεις για μια «προσιτή στέγη», μια «καλή ζωή» μέσω της εργασίας, «καλή υγειονομική περίθαλψη», «σταθερές συντάξεις», λες και άλλοι κυβερνούσαν τα προηγούμενα χρόνια. Τώρα, με αφορμή την άνοδο της ακροδεξιάς στη Γερμανία και στην Ευρώπη, καλούν σε «δημοκρατική ψήφο ενάντια στα άκρα», όμως οι ίδιοι με την πολιτική τους είναι που λειτούργησαν ως χορηγοί του φασισμού και της ακροδεξιάς.
- Οι Χριστιανοδημοκράτες του CDU/CSU, που προηγούνται στις δημοσκοπήσεις και αποτέλεσαν τα προηγούμενα χρόνια μια βολική για το σύστημα αξιωματική αντιπολίτευση αφού στήριξαν το μεγαλύτερο μέρος της κυβερνητικής αντιλαϊκής πολιτικής, κατεβαίνουν στις εκλογές ζητώντας την αυστηρή τήρηση του «φρένου χρέους», το οποίο ορίζει ότι μπορεί να είναι το πολύ στο 0,35% του ΑΕΠ τον χρόνο. Σε συνθήκες στασιμότητας και ύφεσης αυτό σημαίνει νέα σφοδρή επίθεση στα δικαιώματα των εργαζομένων. Σκοπεύουν να μειώσουν ακόμη περισσότερο τη φορολόγηση του κεφαλαίου, με ταυτόχρονες μαζικές περικοπές στις κοινωνικές παροχές. Στο στόχαστρό τους μπαίνουν ακόμα και αυτά τα ψίχουλα του λεγόμενου «επιδόματος του πολίτη». Συμφωνούν και επαυξάνουν την πολιτική καταστολής που ακολούθησαν τα κόμματα του τρικομματικού συνασπισμού την προηγούμενη περίοδο, με την εντατικοποίηση του αυταρχισμού, με αυστηρότερο ποινικό δίκαιο, περισσότερες βιντεοκάμερες, αυτοματοποιημένη αναγνώριση προσώπου, απελάσεις μεταναστών και προσφύγων και σε εμπόλεμες ζώνες, κ.ά.
Με βάση τα παραπάνω, Σοσιαλδημοκράτες και Χριστιανοδημοκράτες δεν αποκλείεται να συγκυβερνήσουν μετά τις εκλογές σε έναν νέο «μεγάλο συνασπισμό». Αν τους χρειαστούν, να δώσουν χέρι βοήθειας είναι διαθέσιμα το κόμμα των Πρασίνων και το Φιλελεύθερο Κόμμα, FDP. Οπως έχουν κάνει και στο παρελθόν, θα συνεχίσουν στον ίδιο δρόμο, ασκώντας κριτική σε CDU/CSU και SPD ότι τα κόμματα αυτά δεν είναι αρκετά συνεπή στην υλοποίηση της αντιλαϊκής πολιτικής του κεφαλαίου και της ΕΕ.
- Το εθνικιστικό – ακροδεξιό AfD, η «Εναλλακτική για τη Γερμανία», παρουσιάζεται από το αστικό σύστημα ως το αντίπαλο δέος των «δημοκρατικών» κομμάτων. Στην πραγματικότητα είναι σάρκα από τη σάρκα του ίδιου συστήματος. Το AfD αντιπροσωπεύει μια οικονομική πολιτική με μαζική επιδρομή του κεφαλαίου ενάντια στα συμφέροντα της εργατικής τάξης, υποστηρίζει τη γενοκτονία στην Παλαιστίνη, ζητάει επέκταση της καταστολής, μαζικές απελάσεις και σε αυτήν την κατεύθυνση στήριξε πρόσφατα μαζί με τα κόμματα CDU/CSU στη γερμανική Βουλή (τόσο αντισυστημικό) ένα σκληρό αντιμεταναστευτικό ψήφισμα. Βγάζει τη βρώμικη δουλειά για το κεφάλαιο, δείχνοντας στην εργατική τάξη ως εχθρό τον ξένο, τον μετανάστη, χύνοντας το δηλητήριο του ρατσισμού, «βγάζοντας λάδι» έτσι τον πραγματικό υπεύθυνο, το καπιταλιστικό σύστημα και «την ελεύθερη οικονομία της αγοράς», την οποία φανατικά υποστηρίζει. Πρόσφατα η συμπρόεδρός του στη συζήτηση με τον δισεκατομμυριούχο και πουλέν του Τραμπ, τον Μασκ, ανακάλυψε ότι ο Χίτλερ ήταν δήθεν… «κομμουνιστής – σοσιαλιστής». Αν και δεν προβάλλει τελευταία τα παλιότερα συνθήματά του υπέρ της αποχώρησης της Γερμανίας από την ΕΕ και το ευρώ, επιδιώκει μέσα από την προβολή θέσεων, όπως για την άρση των οικονομικών κυρώσεων κατά της Ρωσίας και «για μια ουδέτερη θέση της Ουκρανίας εκτός ΝΑΤΟ και ΕΕ», να εκμεταλλευτεί τα αισθήματα μεγάλου μέρους των εργαζομένων που επιθυμούν να τελειώσει αυτός ο πόλεμος. Στην ουσία, εκφράζει συμφέροντα συγκεκριμένων τμημάτων του κεφαλαίου, που νιώθουν ριγμένα από τον πόλεμο και στοχεύουν σε αναβάθμιση της Γερμανίας στο πλαίσιο των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών επαναδιαπραγματευόμενα τη θέση της Γερμανίας στην ευρωατλαντική συμμαχία.
- Το Κόμμα της Αριστεράς, Die Linke, «ξεπλένει» τη βαρβαρότητα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης δίνοντας «αριστερό» άλλοθι σε πολιτικές στήριξης του κεφαλαίου, όπως έκανε ως κυβερνητικός εταίρος σε μια σειρά από γερμανικά κρατίδια τα προηγούμενα χρόνια. Συνέβαλε και συμβάλλει στην εφαρμογή και προώθηση αντιλαϊκών πολιτικών, όπως περικοπές θέσεων εργασίας στον δημόσιο τομέα, το ξεπούλημα δημοτικής περιουσίας στον τομέα της ύδρευσης και της στέγης, πραγματοποίησε μαζικές απελάσεις, στήριξε τη δράση υπηρεσιών καταστολής. Αναγνωρίζει το «δικαίωμα της Ουκρανίας στην αυτοάμυνα», ψηφίζοντας να στέλνονται περισσότερα όπλα και αναμασώντας όλη την ευρωΝΑΤΟική προπαγάνδα. Οχι μόνο δεν καταγγέλλει τη γενοκτονία κατά του Παλαιστινιακού λαού αλλά συμπεριλαμβάνει στους αντισημίτες όσους το κάνουν, και έσπευσε να χαρακτηρίσει «σημάδι ελπίδας» την επικράτηση των τζιχαντιστών στη Συρία.
- Το κόμμα BSW, η λεγόμενη «Συμμαχία Sahra Wagenknecht», που προέκυψε από διάσπαση του Die Linke, κατεβαίνει στις εκλογές με ρητορική για «φορολογία πλουσίων», υπέρ της αποκατάστασης των σχέσεων της Γερμανίας με τη Ρωσία, και κατά της αποστολής όπλων στην Ουκρανία. Ταυτόχρονα, θέλει να διευρύνει το οπλοστάσιο των κατασταλτικών μέσων του κράτους, ενώ υποστηρίζει την εφαρμογή μιας ακόμα πιο αυστηρής αντιμεταναστευτικής πολιτικής χρησιμοποιώντας και συνθήματα που ενοχοποιούν τους μετανάστες για την αύξηση της εγκληματικότητας. Δεν αμφισβητεί το εκμεταλλευτικό σύστημα, στηρίζει τη συμμετοχή της Γερμανίας στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ, και διατυπώνει τη θέση για μια ΕΕ ως «ειρηνευτική δύναμη». Το BSW έδωσε ήδη τις πρώτες εξετάσεις στο κεφάλαιο, συμμετέχοντας σε δύο κρατιδιακές κυβερνήσεις που σχηματίστηκαν πρόσφατα σε συνεργασία με το CDU και το SPD αντίστοιχα, «ξεπλένοντας» έτσι και τα δύο αυτά αστικά κόμματα.
Στις εκλογές κατεβαίνουν και άλλοι συνδυασμοί μικρότερων κομμάτων, οι οποίοι διεκδικούν την ψήφο από εκατομμύρια εργαζομένων που νιώθουν να ασφυκτιούν, αγανακτούν από την κατάσταση που αντιμετωπίζουν και δηλώνουν ότι κανένα από τα κοινοβουλευτικά κόμματα (που είναι αυτά που αναφέρθηκαν παραπάνω) δεν εκφράζει τα συμφέροντά του. Το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα, DKP, με απόφασή του, δεν θα πάρει μέρος στις εκλογές. Προκύπτει το ερώτημα: Μπορούν όσοι ευθύνονται για την κατάσταση που βιώνουν σήμερα οι εργαζόμενοι να μετατραπούν σε «σωτήρες»; Κανένα κόμμα που συμμετέχει στις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές δεν υπερασπίζεται τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, κανένα τους δεν θα ασκήσει λαϊκή αντιπολίτευση απέναντι στη στρατηγική του κεφαλαίου, που θα υλοποιηθεί ανεξάρτητα από τη σύνθεση της νέας ομοσπονδιακής κυβέρνησης.
Γι’ αυτό, όποιο κόμμα θα βρίσκεται στην κυβέρνηση, θα ακολουθήσει αντιλαϊκή πολιτική και τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα αποτελέσουν συμπλήρωμα της νέας κυβέρνησης. Δεν θα έχει καμία σημασία αν θα μπουν «κόμματα μιας χρήσης» στο Κοινοβούλιο, που στο πρόγραμμά τους αποδέχονται όλο το πλαίσιο της αντιλαϊκής πολιτικής. Αυτό που θα έχει σημασία θα είναι οι εργαζόμενοι να μη στηρίξουν καμία από τις επιλογές αστικής διαχείρισης, να μη δώσουν τη συγκατάθεσή τους, ώστε την επόμενη μέρα να είναι πιο δυνατοί. Να απορρίψουν τους εκβιασμούς και τη λογική του «μικρότερου κακού» που ζυμώνουν όλα τα αστικά κόμματα, για να μπορούν να στέκονται στα πόδια τους την επόμενη μέρα.
Ελπίδα
ήταν και είναι η πάλη των λαών!
Απάντηση στην επίθεση του κεφαλαίου στα κοινωνικά δικαιώματα και στους μισθούς, ενάντια στη φτώχεια και στην ακρίβεια δίνει ο λαός. Το τελευταίο διάστημα έχουν οργανωθεί στη Γερμανία, κάτω από την πίεση των εργαζομένων, μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις. Κι αυτό παρά το ασφυκτικό πλαίσιο συνδικαλιστικής δράσης και το ότι οι συνδικαλιστικές ηγεσίες – στην πλειοψηφία τους – στηρίζουν τις επιλογές της αστικής τάξης για διασφάλιση της καπιταλιστικής κερδοφορίας, προβάλλοντας ως στόχο τη λεγόμενη «κοινωνική συνοχή», την ταξική συνεργασία. Το 2023 καταγράφηκε ο υψηλότερος αριθμός κλαδικών απεργιών και απεργιακών ημερών μετά από πολλά χρόνια: Συνολικά πραγματοποιήθηκαν 312 απεργίες σε κλάδους όπως της βιομηχανίας μετάλλου, της αυτοκινητοβιομηχανίας, των δημόσιων μεταφορών, της Υγείας, του λιανικού εμπορίου, όπου κυριολεκτικά δεν κινήθηκε τίποτα. Από το λιμάνι του Αμβούργου ως τις αυτοκινητοβιομηχανίες της Στουτγάρδης και του Μονάχου και από τις βιομηχανίες στην κοιλάδα του Ρουρ ως τις μεταφορές στο Βερολίνο, υπήρξαν μέρες που οι εργαζόμενοι απέδειξαν ότι «Χωρίς εργάτη γρανάζι δεν γυρνά».
Το ελπιδοφόρο στοιχείο είναι ότι όλο και πιο συχνά και σε όλο και περισσότερες κινητοποιήσεις, πέρα από τις μισθολογικές διεκδικήσεις, ακούγονται και συνθήματα που καλούν σε αγώνα ενάντια στο σύστημα της φτώχειας και των πολέμων. Υπάρχουν παραδείγματα, όπου εργαζόμενοι μέσα από τα σωματεία τους γυρνάνε τις πλάτες στις δυνάμεις του κυβερνητικού – εργοδοτικού συνδικαλισμού που πρόσκεινται κατά κύριο λόγο στο SPD, και παλεύουν δίνοντας μια τιτάνια μάχη να αλλάξουν τον σημερινό αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα.
Σε αυτές τις μάχες συμβάλλουν τα μέλη και οι φίλοι του ΚΚΕ και της ΚΝΕ στη Γερμανία. Δραστήρια στους αγώνες της εργατικής τάξης, επιδιώκοντας να μπολιάζονται οι διεκδικήσεις των εργαζομένων με αιτήματα που έχουν ως περιεχόμενο τις σύγχρονες ανάγκες μας και όχι τις ανάγκες των επιχειρηματικών ομίλων. Για να διαμορφώνονται ταξικά κριτήρια απέναντι στην πολιτική της ταξικής συνεργασίας, προβάλλοντας το σύνθημα ότι «Για να κερδίσουν οι εργαζόμενοι πρέπει να χάσει το κεφάλαιο».
Παλεύουμε για να συνειδητοποιήσουν οι εργαζόμενοι, που δυσφορούν απ’ τις αντιλαϊκές πολιτικές, ότι οι πολιτικές δυνάμεις που ζητάνε την ψήφο τους στις 23 Φλεβάρη, υπηρετούν τον ίδιο στρατηγικό δρόμο. Κανένα κόμμα, «μικρό ή μεγάλο», δεν υπερασπίζεται τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, κανένα τους δεν θα ασκήσει αντιπολίτευση μαχητική, λαϊκή, ούτε θα ενισχύσει την πάλη των εργαζομένων απέναντι στη στρατηγική του κεφαλαίου. Γι’ αυτό, στις εκλογές της 23 Φλεβάρη καταδικάζουμε τις δυνάμεις αυτές και ψηφίζουμε άκυρο. Αυτό που μετράει είναι πώς θα οργανωθεί η αντίσταση στην επίθεση του κεφαλαίου και του πολιτικού του προσωπικού, πώς η αμφισβήτηση που υπάρχει και συνεχώς αυξάνεται θα μετατραπεί σε ταξικό αγώνα για το καινούργιο, με στόχο την ανατροπή του συστήματος και της εξουσίας που γεννά την αδικία και τους πολέμους. Αυτό που μετράει είναι το πώς εκατομμύρια εργαζόμενοι που θα ψηφίσουν «με μισή καρδιά» τα αστικά κόμματα, άλλοι που θα αποφασίσουν να απόσχουν αφού κανένα κόμμα δεν τους εκφράζει, να συναντηθούμε στον αγώνα.
Έχουμε χρέος και άμεσο καθήκον να βοηθήσουμε, να πρωτοστατήσουμε στην οργάνωση της πάλης των εργαζομένων. Θα δώσουμε τον καλύτερό μας εαυτό στους αγώνες που έχουμε μπροστά μας για Συλλογικές Συμβάσεις και αξιοπρεπείς συνθήκες δουλειάς, ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, στις πασχαλιάτικες πορείες ειρήνης, για μια Εργατική Πρωτομαγιά κόντρα στο πνεύμα της ταξικής συνεργασίας των συνδικαλιστικών ηγεσιών. Για να τιμήσουμε τα 80 χρόνια από την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών στις 9 του Μάη 2025, αναδεικνύοντας ότι ο σοσιαλισμός είναι που συνέτριψε τον φασισμό και αυτή η πάλη αποτελεί πηγή έμπνευσης και διδαγμάτων για τη μόνη εναλλακτική λύση στην καπιταλιστική βαρβαρότητα.
Τώρα είναι ώρα ευθύνης και δράσης. Με εμπιστοσύνη στην εργατική τάξη, στον εργαζόμενο λαό. Γιατί η ελπίδα βρίσκεται στην πάλη των λαών!
Αλήθειες και ψέματα, μετά την καπιταλιστική παλινόρθωση στη ΓΛΔ
Είμαστε όλοι… Γερμανοί!
2012
H Γερμανία είναι η «ατμομηχανή» της ΕΕ. Πράγματι.
Αλλά ας δούμε πώς λειτουργεί αυτή η «ατμομηχανή» πρώτα και κύρια στο εσωτερικό της χώρας _Ας δούμε, δηλαδή, ποιοι μετατρέπονται σε «κάρβουνο» για να παραχθεί αυτός ο κεφαλαιοκρατικός «ατμός»:
1) Στη Γερμανία, σήμερα, υπάρχουν 16 εκατομμύρια άνθρωποι – σχεδόν δύο Ελλάδες, δηλαδή – βυθισμένοι στη φτώχεια και στον κοινωνικό αποκλεισμό…
2) Στη Γερμανία, σήμερα, σύμφωνα με την «Έκθεση Πλούτου και Φτώχειας» που συντάχθηκε από την ίδια τη γερμανική κυβέρνηση, η κοινωνική ανισότητα ξεπερνά κάθε προηγούμενο, καθώς το 10% του εύπορου πληθυσμού της χώρας κατέχει το 53% του συνολικού πλούτου, ενώ την ίδια ώρα το 50% των γερμανικών νοικοκυριών κατέχει μόλις το 1% του πλούτου της Γερμανίας…
3) Στη Γερμανία, σήμερα, όπως ομολογεί το γερμανικό υπουργείο Εργασίας, «τα ωρομίσθια, που δεν επαρκούν πλέον – ακόμη κι αν κάποιος εργάζεται με πλήρη απασχόληση – για να θρέψουν ένα μονομελές νοικοκυριό, επιτείνουν τους κινδύνους της φτώχειας και υπονομεύουν την κοινωνική συνοχή»…
4) Στη Γερμανία, σήμερα, ο αριθμός των εργαζομένων με μηνιαίο εισόδημα που δεν ξεπερνά τα 400 ευρώ ανέρχεται στα 7,5 εκατομμύρια…
5) Στη Γερμανία, σήμερα, ο εργάτης, στο πλαίσιο των υφιστάμενων εργασιακών σχέσεων που στηρίζονται στους νόμους του «σοσιαλιστή» Σρέντερ περί λειτουργίας δουλεμπορικών γραφείων «ενοικίασης εργαζομένων» δεν λογίζεται ως άνθρωπος, αλλά ως αναλώσιμο υλικό: «…η απασχόληση εκμισθούμενων εργαζομένων ανήλθε από 782 χιλιάδες το 2001 σε 1.200 χιλιάδες εργαζόμενους το 2006. Στο εργοστάσιο της Μερσεντές στο Worth ένας στους δέκα εργαζόμενους είναι εκμισθωμένος. Το ίδιο συμβαίνει και σε πολλές άλλες μεγάλες επιχειρήσεις, όπως η Siemens. Η Siemens μάλιστα στον ισολογισμό της καταχωρεί τις δαπάνες για τους εκμισθωμένους εργαζόμενους όχι στις δαπάνες για μισθούς, αλλά στις δαπάνες για υλικά!» (Γιώργος Σταμάτης, “Περί Νεοφιλελευθερισμού”, εκδόσεις ΚΨΜ).
6) Στη Γερμανία, σήμερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ομοσπονδιακού Γραφείου Εργασίας και του Ιδρύματος «Μπέρτελσμαν», τα παιδιά κάτω των 15 ετών, που η επιβίωσή τους εξαρτάται από τα επιδόματα πρόνοιας ξεπερνούν τις 250.000…
7) Στη Γερμανία, σήμερα, ο αριθμός των «εργαζόμενων φτωχών» συγκριτικά με τον αντίστοιχο αριθμό των «εργαζόμενων φτωχών» το 2006, έχει αυξηθεί κατά 45%…
- Αυτή είναι η κατάσταση, σήμερα, στη Γερμανία των πλεονασμάτων, των αρνητικών επιτοκίων, των υψηλών εξαγωγών, των πανίσχυρων μονοπωλίων και πολυεθνικών.
- Αυτή είναι, δηλαδή, η καπιταλιστική “ανάπτυξη” στη Γερμανία.
- Τέτοια είναι, ήταν και θα είναι, παντού, η καπιταλιστική «ανάπτυξη».
- Τέτοια είναι, ήταν και θα είναι, πάντα, η επί λαϊκών πτωμάτων «ανάπτυξη» στον καπιταλισμό.
- Μια «ανάπτυξη» που δεν είναι λιγότερο απάνθρωπη, λιγότερο βάρβαρη και λιγότερο καταστροφική για τους λαούς από την κρίση, οικοδομείται πάνω στο έδαφος της καπιταλιστικής κρίσης και ταυτόχρονα γεννά τις καπιταλιστικές κρίσεις.
2025: Είμαστε όλοι… Γερμανοί;;
Και τώρα ! Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
“Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις”
σσ.
Φωτο κεφαλίδας _για μη γερμανομαθείς
“Is the Wirtschafts- wunder kaputt? kaputt?”
“Είναι το οικονομικό θαύμα kaputt? kaputt?”
Kaputt= χαλασμένος διαλυμένος διεφθαρμένος ψόφιος κατεστραμμένος
Ich fühle mich kaputter, als ich mich jemals gefühlt habe.
Νιώθω πιο διαλυμένος από ποτέ.