Από τον ιερό τόπο του Σκοπευτηρίου στην Καισαριανή, εκεί που την 1η Μάη του 1944 εκτελέστηκαν 200 κομμουνιστές, το Φεστιβάλ της ΚΝΕ και του «Οδηγητή» ξεκίνησε το ταξίδι του, ένα ταξίδι που κρατά 50 χρόνια κατορθώνοντας και βάζοντας τη σφραγίδα του στην ιδεολογική, πολιτική και αγωνιστική διαπαιδαγώγηση της νέας γενιάς, με τις αξίες, τα ιδανικά και την πολιτική πρόταση του ΚΚΕ.
Από νωρίς το απόγευμα πλήθος κόσμου όλων των ηλικιών συνέρρευσε στο πάρκο. Ήταν όλοι εκεί για να τιμήσουν τους 200 που «περπάτησαν τον θάνατο δίχως να σκοντάψουν…».
Στο μνημείο, κάτω από τα λάβαρα που έγραφαν ΕΑΜ – ΕΛΑΣ – ΕΠΟΝ, απέτισαν τον δικό τους φόρο τιμής δίνοντας υπόσχεση ότι θα συνεχίσουν τον δικό τους αγώνα.
Έμαθαν για αυτούς που νίκησαν τον θάνατο
Πολλές ήταν και οι οικογένειες με μικρά παιδιά, τα οποία για πρώτη φορά γνώρισαν αυτόν τον χώρο. Περπάτησαν το στενό δρομάκι, αντίκρισαν τα κυπαρίσσια και έμαθαν γι’ αυτούς που πήγαιναν στον θάνατο, αλλά κατάφεραν να τον νικήσουν χορεύοντας, φωνάζοντας συνθήματα για τη λευτεριά. ‘Εμαθαν για το ΚΚΕ, για τη συνέχιση του αγώνα.
Πολλοί ήταν αυτοί που επισκέφθηκαν το Μουσείο της ΕΑΜικης Εθνικής Αντίστασης, αλλά και πολλοί αυτοί που κοντοστάθηκαν στην έκθεση της ΚΝΕ για τους 200, στο βιβλιοπωλείο, στα αναμνηστικά του Φεστιβάλ.
Γεμάτα ζωντάνια ήταν και τα στέκια μαθητών και φοιτητών, ενώ ο χώρος που είχε προετοιμαστεί για να περάσουν όμορφες στιγμές τα παιδιά όλων των ηλικιών έκλεψε τις εντυπώσεις…
Τιμάμε τους νεκρούς και την Ιστορία μας –
Κρατάμε ψηλά τη σημαία του αγώνα!
«Τιμάμε τους νεκρούς και την Ιστορία μας – Κρατάμε ψηλά τη σημαία του αγώνα! Με πιο ισχυρό ΚΚΕ στέλνουμε μήνυμα για πιο δυνατούς αγώνες αντεπίθεσης, για το δίκιο των λαών»! Αυτό ήταν το στίγμα της ομιλίας του Θοδωρή Χιώνη, μέλους του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ στη μεγάλη πολιτική συγκέντρωση της εκδήλωσης, που συμμετείχε ένα μεγάλο πλήθος κόσμου, ενώ το «παρών» έδωσαν οι δήμαρχοι Καισαριανής και Χαϊδαρίου, πολυπληθής αντιπροσωπεία της ΚΕ του ΚΚΕ και πολλοί υποψήφιοι ευρωβουλευτές του Κόμματος.
Μοναδική η συναυλία
Έπειτα τη σκυτάλη πήρε η μουσική σε μια συναυλία υπό τη διεύθυνση του Χρήστου Λεοντή που ξεκίνησε με την «Καταχνιά», το πρώτο ολοκληρωμένο έργο του Χρ. Λεοντή, σε στίχους Κώστα Βίρβου, το οποίο έχει ως θέμα του το τρίπτυχο «Κατοχή – Αντίσταση – Απελευθέρωση», ενώ ακολούθησαν επιλογές από άλλα αγαπημένα τραγούδια του συνθέτη, ενώ ξεχωριστή σημασία είχε η ,παρθενική εμφάνιση» της χορωδίας της ΚΝΕ.
Νωρίτερα, θερμό χαιρετισμό είχε με τον συνθέτη ο Θοδωρής Κωτσαντής, Γραμματέας του ΚΣ της ΚΝΕ.
Στο δεύτερο μέρος της συναυλίας ακούστηκαν τραγούδια από σπουδαία έργα, από έργα που έχουν αγαπηθεί και τραγουδηθεί πολύ… Αξίζει μόνο να αναφέρουμε τα «Καπνισμένο Τσουκάλι», «Αχ Ερωτα», «Παραστάσεις», «Ερωτας Αρχάγγελος» και τόσα άλλα.
Ή αλλιώς, σύμφωνα με τα λόγια και του ίδιου του δημιουργού… «Σε ό,τι αφορά το πρόγραμμα εκτός από την “Καταχνιά” που αναφέρεται στο συγκεκριμένο γεγονός, επειδή παράλληλα έκλεισα 60 χρόνια μουσικής δραστηριότητας και έργου την προηγούμενη χρονιά, θέλησα να κάνω μία ανακεφαλαίωση εργασιών που είχα γράψει από τότε. Από το πρώτο τραγούδι που λέει ο λόγος μέχρι και το τελευταίο αλλά και ανέκδοτα έργα. Έτσι φαίνεται και η δραστηριότητα όλη αυτήν την περίοδο και αυτή είναι η προσπάθειά μου και η θέση μου επάνω στο τραγούδι».
Με το «Μια φορά κι έναν καιρό» σε ερμηνεία του Μίλτου Πασχαλίδη, το δεύτερο μέρος της συναυλίας μας ταξίδεψε στον «Οδηγητή» και το «Δούλος τρίδουλος» του Κώστα Βάρναλη, μέχρι τον «Μοραζάν» και το «Να καρτερείς» που ερμήνευσε μοναδικά η Αγγελική Τουμπανάκη.
Και η βραδιά έκλεισε με το εμβληματικό «Καπνισμένο Τσουκάλι» σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου, που πρωτακούστηκε το 1973, μετά τα γεγονότα στη Νομική. Να πώς περιγράφει ο συνθέτης την πρώτη παρουσίαση του έργου: «Είχαν ήδη προχωρήσει τα γεγονότα, διαδηλώσεις, συλλήψεις κ.λπ. Έφτασα στην Πλάκα. Εκεί, υπήρχε μια μπουάτ που τραγουδούσε ο Γιώργος Ζωγράφος. Μπαίνω μέσα και βλέπω γύρω στους 40 – 50 φοιτητές, άλλους ματωμένους, άλλους με τα μάτια πρισμένα από τα δακρυγόνα, όλους στην ίδια κατάσταση με μένα… Με καλεί ο Ζωγράφος αν θέλω να παίξω κάτι δικό μου. Εκείνη την ώρα, το μόνο που είχα στο μυαλό μου ήταν τα τραγούδια του Ρίτσου. Κάθομαι λοιπόν στο πιάνο, συγκεντρώνομαι και προσπαθώ να τα θυμηθώ. Παίζω το πρώτο κομμάτι, μετά το δεύτερο, μετά το τρίτο, χωρίς να σταματήσω καθόλου ενδιάμεσα… Δεν χειροκρότησε κανείς, αλλά μόλις γύρισα το κεφάλι, είδα όλα τα παιδιά αγκαλιασμένα ανά δύο, σκυφτά και να κλαίνε».
Και το χειροκρότημα έγινε ακόμα πιο θερμό, και ενώνονταν οι φωνές των χιλιάδων που κατέκλυσαν το Σκοπευτήριο με τους ερμηνευτές και τον συνθέτη…