Αγαπητοί….
Με τιμά ιδιαίτερα η κ. Εύα Νικολαΐδου με την πρόσκλησή της να παρουσιάσω το τελευταίο της βιβλίο, «Φυλακές. Γυναίκες πίσω από τα σίδερα- Χθες και σήμερα» και να μοιραστώ μαζί σας ορισμένες σκέψεις μου, που αφορούν ένα πολύ δύσκολο και ευαίσθητο πεδίο της κοινωνικής ζωής- αυτό του εγκλεισμού και των συνθηκών κράτησης/διαβίωσης στις φυλακές. Κατά πόσο δηλαδή έχουν καταφέρει ή όχι οι δομές αυτές να αποτελούν σήμερα δομές σωφρονισμού για την επανένταξη των ανθρώπων στην κοινωνία και όχι αποθήκες ανθρώπινων ψυχών.
Ο φακός της έγκριτης δημοσιογράφου και συγγραφέα κατέγραψε τη γυναικεία παρουσία στους χώρους εγκλεισμού, με χρονικές αποστάσεις κοντά τεσσάρων δεκαετιών, παρουσιάζοντάς μας «μνήμες και μαρτυρίες…, βαθιά φυλαγμένες στην κρύπτη των αναμνήσεών» της, όπως σημειώνει η ίδια. Το βιβλίο θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελεί ένα είδος οδοιπορικού στο νομοθετικό πλαίσιο της χώρας μας, μέσα από μια συγκριτική ματιά της συγγραφέα, που με συνέπεια προσπάθησε και προσπαθεί, αρχικά «αγκαλιάζοντας ένα ατομικό αίτημα να το κάνει πρόβλημα των αναγνωστών» (σύμφωνα με τα λόγια του μέντορά της Α.Φ). και στη συνέχεια να διαστείλει τις πλευρές ενός προσωπικού ανθρώπινου δράματος στα όρια του κοινωνικού προβλήματος και της πολιτειακής κρατικής ευθύνης. Οι εισαγωγικοί πρόλογοι των έγκριτων νομικών κκ. Β. Αλεξανδρή και Κ. Λογοθέτη συμβάλλουν σημαντικά σ΄αυτό, μέσα από την ανάδειξη των αιτιών της διαχρονικής παθογένειας του σωφρονιστικού συστήματος στη χώρα μας ως προς τη διαβίωση, τη μεταχείριση και την κοινωνική επανένταξη των κρατουμένων. Στις σελίδες του βιβλίου , επίσης, βρίσκουμε πολύτιμες πληροφορίες που αξίζει να αναφέρουμε, πως ο κ. Λογοθέτης όπως και η κ. Γιαταγάνα , ήταν οι εισαγγελείς που έπεσαν σε δυσμένεια, όταν κλήθηκαν από την πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, το 1984, να εξετάσουν τα «κυκλώματα» των φυλακών Γεντί Κουλέ (Επταπυργίου σήμερα) και αποκάλυψαν τον «βόρβορο» διαφθοράς και εκμετάλλευσης που επικρατούσαν εκεί…
Η προσεκτική διάρθρωση των δυο βασικών ενοτήτων του βιβλίου – η συγκριτική αναφορά στο «χθες», στις γυναικείες φυλακές της δεκαετίας του 70 και αρχών του ΄80 της Γαλλίας, Δανίας και Ελλάδας (Κορυδαλλού και Γεντί Κουλέ) και στο «σήμερα» με την παρουσίαση των σύγχρονων σωφρονιστικών δομών – των «εκσυγχρονισμένων» πλέον γυναικείων φυλακών Κορυδαλλού και Θήβας , σε συνδυασμό με τα προσεκτικά επιλεγμένα αποσπάσματα από τη μελέτη της κ. Φωτοπούλου για τις επιπτώσεις που υφίστανται στην προσωπική και κοινωνική ζωή οι υπόδικοι κρατούμενοι για το φρόνημά τους – όπως στην περίπτωση σύλληψης ενός 19χρονου διαδηλωτή , το Νοέμβρη του 1999, στο μεγάλο συλλαλητήριο του λαού μας κατά την επίσκεψη του Αμερικανού Προέδρου Μπ. Κλίντον – μπορούμε να πούμε ότι αβίαστα, χωρίς περιττούς διδακτισμούς, οδηγούν τον αναγνώστη να προβληματιστεί στον βαθιά πολιτικό ρόλο του «φύσει» αυτού κατασταλτικού μηχανισμού στην εποχή μας, που διατηρεί αναλλοίωτο το πλαίσιο καταδίωξης και του πολιτικού φρονήματος με τους κάθε λογής «αντιτρομοκρατικούς» νόμους.
Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, σαν ένα είδος Παραρτήματος, φιλοξενούνται αποσπάσματα από το βιβλίο μου «Τα πέτρινα πανεπιστήμια», για την εκπαιδευτική/επιμορφωτική δράση των Ελλήνων πολιτικών κρατουμένων της περιόδου 1924-1974, που πριν από είκοσι πέντε περίπου χρόνια με διαφορετικές αφετηρίες και προθέσεις χρειάστηκε να μελετήσω.
Αποδέχθηκα με συγκίνηση την πρόταση της κ. Νικολαΐδου, γιατί όπως θα διαπιστώσετε κι εσείς, ανατρέχοντας στη συγγραφική και δημοσιογραφική πορεία της, η κ. Νικολαΐδου είναι συνεπής στις αναζητήσεις της που αφορούν το ζήτημα της γυναικείας ισότητας και χειραφέτησης. Στην περίπτωση του εγκλεισμού των γυναικών , υπάρχει μια πολύ σοβαρή κοινωνική παράμετρος , η οποία δεν αφορά απλώς τη βιολογική ιδιαιτερότητα της γυναικείας φύσης, αλλά κυρίως τον κοινωνικό της ρόλο, αφού μια αντικειμενικά τόσο οδυνηρή κατάσταση συμπαρασύρει και διαρρηγνύει κυριολεκτικά ανεπανόρθωτα τους πολύτιμους οικογενειακούς/μητρικούς της δεσμούς , τους τόσο αναγκαίους… , αλλά και αναντικατάστατους (γιατί αυτό στις μέρες μας αμφισβητείται…) για την ανατροφή των παιδιών.
Επίσης, μέσα από τις απαντήσεις στις συνεντεύξεις των φυλακισμένων γυναικών και τις εξομολογήσεις τους μπορεί να αισθανθεί ο αναγνώστης το ζοφερό υπόβαθρο και την σαπίλα μιας κοινωνίας, μέσα στην οποία έχει ζήσει η κάθε κρατούμενη, και κατά κάποιο τρόπο συντέλεσε στην παραβατική πράξη της (χωρίς να τη δικαιολογεί βέβαια). Εύλογα, διαβάζοντας την ανημποριά και αδυναμία των γυναικών αυτών να υπερασπιστούν ορισμένα δικαιώματά τους- τις άδειες να επισκεφτούν τα παιδιά τους, τις υποστηρικτικές νομικές συμβουλές κτλ- ο αναγνώστης μπορεί να διαπιστώσει για μια ακόμη φορά τη βαθιά ταξική φύση του «νομικού πολιτισμού» μας απέναντι στην «συμπυκνωμένη κονσέρβα της κοινωνίας», όπως αποκαλεί η κρατούμενη Μυρτώ Κ την κοινότητα των συγκρατουμένων της. ( Αρκεί να αναλογιστούμε το έγκλημα των Τεμπών, που τραγικά φέρνει κοντά μας η παρούσα επικαιρότητα!). Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια ενός κρατούμενου, στη μελέτη της κ. Φωτοπούλου, για την ανυπαρξία ψυχολογικής υποστήριξης: «… Δεν είναι οργανωμένη η φυλακή να υποστηρίζει τον άνθρωπο, αγγίζει τα όρια του βασανισμού. Υπάρχουν πολλοί άρρωστοι εκεί που τους αντιμετωπίζουν σαν ένα κοπάδι πρόβατα. Μόνο αν είσαι επώνυμος και πλούσιος αξίζεις…».
Κάτι, επίσης, που διαπνέει το έργο της κ. Νικολαΐδου, είναι ο πόνος , το γεγονός ότι συμπάσχει, δένεται με τις πρωταγωνίστριες των συνεντεύξεών της , κυριολεκτικά υποφέρει. Μου θύμισε τις δικές μου στιγμές, όταν στο πλαίσιο της δικής μου έρευνας , αποδελτιώνοντας εκατοντάδες κυριολεκτικά ματωμένες σελίδες των συνθηκών κράτησης των πολιτικών κρατουμένων στις φυλακές και εξορίες , έπρεπε να εστιάζω στο κεντρικό ερώτημα της εργασίας- την αναζήτηση της οργανωμένης εκπαιδευτικής/επιμορφωτικής δραστηριότητας- ενώ από τα μάτια μου περνούσαν βασανιστικά στιγμιότυπα της ζωής αυτών των ηρωικών μαρτύρων του λαού μας. Θυμάμαι, τους έντονους εφιάλτες μου, όταν χρειάστηκε να αποδελτιώσω τις μαρτυρίες για τη Μακρόνησο , όπου δε στάθηκε δυνατό να συστηματοποιηθεί μια οργανωμένη εκπαιδευτική παρέμβαση… (Απόσπασμα από Νικολαΐδου, σελ. 119.)
Παρά τον προσωπικό τόνο που δίνει αρχικά η συγγραφέας στο ερώτημα « Θα μπορούσα άραγε να βοηθήσω;», πιστεύω, ότι υιοθετεί μια πολύ πιο δραστική απάντηση με μαχητική προοπτική, επιλέγοντας από τη δική μου μελέτη αποσπάσματα των συνεντεύξεων της Έλλης Παππά, του Διονύση Γεωργάτου, του Κοσμά Φουντουκίδη, του Μανώλη Γλέζου και της Ζωζός Πετροπούλου.
Η αγωνιστική στάση ζωής, η συλλογικότητα, η αλληλεγγύη, η βαθιά πίστη στην αναγκαιότητα ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος και τα ιδανικά της νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας σφυρηλάτησαν τους δεσμούς αυτών των «ελεύθερων» δεσμωτών. Στις τόσο δυσχερείς, κυριολεκτικά απάνθρωπες αυτές συνθήκες εγκλεισμού, αντέταξαν την υποδειγματικά οργανωμένη συμβιωτική ζωή , οργανώνοντας κάθε λεπτομέρειά της, δίνοντας , ταυτόχρονα, εξέχουσα προτεραιότητα στην πνευματική καλλιέργεια και στη μόρφωση, η οποία είχε περισσότερο την έννοια του συνειδητού καθήκοντος και όχι απλώς της προσωπικής επιλογής . Αυτή τη διάσταση της κοινωνικής συνείδησης τόνισε ιδιαίτερα ο Μ. Γλέζος. Σε ένα σημείο της συνέντευξής του αναφέρθηκε στις φυλακές Συγγρού, το 1944, στα χρόνια της Κατοχής, όταν η ομάδα των πολιτικών κρατουμένων αποφάσισε να επιδράσει με επιμορφωτικές ομιλίες και πρωτοβουλίες στους ποινικούς κρατούμενους, επιμένοντας στη διαφώτιση. Με ικανοποίηση οι έγκλειστοι αγωνιστές όταν «στο μεσοδιάστημα της Απελευθέρωσης και του Δεκέμβρη μερικοί ποινικοί βρήκαν την ευκαιρία να δραπετεύσουν και μπήκαν οι αρχές στα κελιά τους, παντού στους τοίχους υπήρχαν τα συνθήματα ΕΑΜ, ΕΠΟΝ ΕΛΑΣ»..(Καμαρινού, σελ.451)
Ας μου επιτραπεί μια ειρωνική παρατήρηση, χωρίς καμιά βεβαίως δεοντολογική βαρύτητα και σοβαρότητα: Αν στους ποινικούς κρατούμενους το ζητούμενο είναι να μετανοήσουν,… για τους πολιτικούς, ο όρος ήταν αντίστροφος, – να εδραιώσουν ακόμη περισσότερο την ανυπακοή , εντείνοντας και επιμένοντας στην «παράβαση» (!) (Απόσπασμα από Αυγέρη, όπως διασώθηκαν τα λόγια του από τον Νεοκλή Σαρρή, σελ. 250 )
Τα συστηματοποιημένα μαθήματα, με επιστημονική εγκυρότητα και μεθοδολογική επάρκεια και συνέπεια, αποτέλεσαν ένα αξιοζήλευτο ακόμη και στις μέρες μας δίκτυο σχολών, που αφορούσε εγκύκλια μαθήματα, ανώτερες σπουδές και πολιτική μόρφωση. Ήταν ένα οργανωμένο εκπαιδευτικό πλαίσιο ικανό να υπηρετήσει με παιδαγωγική εντιμότητα την πραγματική αποστολή της μορφωτικής διαδικασίας – την ανάπτυξη και την ολοκλήρωση της ανθρώπινης προσωπικότητας.. Κάτω από αντίξοες από κάθε άποψη συνθήκες λειτούργησε ο διαπαιδαγωγικός χαρακτήρας της μορφωτικής διεργασίας, η επιτελικά σχεδιασμένη μεθοδολογία προσέγγισης και αφομοίωσης της επιστημονικής σκέψης, ώστε να μπορεί ο άνθρωπος να κατανοήσει, να εμβαθύνει στα φυσικά και κοινωνικά φαινόμενα, να αισθανθεί μέρος μιας τεράστιας συλλογικότητας, που είναι η πραγματική κινητήρια δύναμη για την αλλαγή των όρων ζωής. (Απόσπασμα Πετροπούλου, σελ. 252, 251)
Θα αναρωτηθεί κανείς- μα θα μπορούσε κάτι τέτοιο να το προσφέρει ποτέ το αστικό κράτος στην εκπαίδευση του λαού μας – πόσο μάλλον , στο πλαίσιο του σωφρονισμού των φυλακισμένων;
Στην επιστήμη της Παιδαγωγικής είναι γνωστός ο όρος του «κρυφού» Αναλυτικού Προγράμματος, που αποκαλύπτει τις ψευδεπίγραφες διακηρύξεις του «φανερού». Οι στόχοι για την προσωπική ανάπτυξη, ολοκλήρωση και ψυχοπνευματική ισορροπία μπορεί να διατυπώνονται από το 1996 (Ν.2776) , όπως και στα σύγχρονα νομοθετήματα για τη λειτουργία σχολείων (μονοθέσιων δημοτικών, γυμνασίων και ΣΔΕ) στις φυλακές,- όπως στην πρόσφατη διάταξη 37 του Ν. 4221/26-2-2018, αλλά η πραγματικότητα πόρρω απέχει της στοχοθεσίας αυτής. Οι εκπαιδευτικές δομές που προτείνονται πατούν στις ίδιες ράγες του αποσπασματικού χαρακτήρα της γνώσης , της καλλιέργειας του ατομισμού και ανορθολογισμού, της υποκατάστασης της σφαιρικής παιδείας με ψήγματα κατάρτισης – των τόσο χαρακτηριστικών κατευθύνσεων που προσπαθούν να επιβληθούν στο ευρύτερο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας μας εδώ και χρόνια.
Στις συνεντεύξεις των υπευθύνων των εκπαιδευτικών προγραμμάτων στις φυλακές, που διαβάζουμε στο βιβλίο της κ. Νικολαΐδου, παρά τις συγκινητικές προθέσεις τους, δεν μπορεί να μη σταθεί κανείς στον ευκαιριακό και διεκπεραιωτικό χαρακτήρα που αποπνέουν. Αφορούν κυρίως τη στενή επαγγελματική κατάρτιση, σε πεδία υπηρεσιών κομμωτικής, ραπτικής κτλ., ακόμα και διοργάνωσης επίδειξης μόδας (;;!!) , πάνω σε μια βάση καθαρά εθελοντική από την πλευρά των κρατουμένων με ταυτόχρονη εμπλοκή διαφόρων φιλανθρωπικών ΜΚΟ και φορέων, με ό,τι προαιρείται και μπορεί κανείς (ΧΕΝ, Οργανισμών Δήμων κτλ). Και αυτό, επειδή ακόμη και αυτά τα στοιχειώδη δικαιώματα των κρατουμένων μπαίνουν στις μυλόπετρες της λογικής κόστους – οφέλους, της απαλλαγής του κράτους από τα «βαρίδια» της όποιας κοινωνικής πολιτικής. Επίσης, πέρα από το περιεχόμενό τους, αυτό που απουσιάζει παντελώς από την εκπαιδευτική στοχοθεσία, είναι ο σεβασμός στον ψυχισμό του εγκλείστου, η προετοιμασία και η μύησή του στην αποδοχή της αναγκαιότητας για μόρφωση. Δεν είναι γραμμική αυτονόητη διεργασία η αναζήτηση της μάθησης – καλλιεργείται, εμπνέεται …! Επίσης, η αισθητική καλλιέργεια μέσω της υψηλής Τέχνης είναι ο πιο φερέγγυος συντελεστής της διεργασίας αυτής.
Το σύντομο οδοιπορικό της κ. Νικολαΐδου στις συνθήκες κράτησης των φυλακισμένων στη χώρα μας-χθες και σήμερα- πιστεύω ότι απαντά στο ερώτημα που τέθηκε πιο πάνω, για το αν πράγματι θα μπορούσαν να επιτευχθούν οι διακηρυγμένες προθέσεις ουσιαστικού σωφρονισμού και κοινωνικής επανένταξης. Πιστεύω ότι δεν μπορούν – υποδαυλίζονται από την απάνθρωπη φύση του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος. Αυτό όμως που μπορεί να βελτιωθεί είναι οι υλικοί όροι για αξιοπρεπή διαβίωση των κρατουμένων – να καλυφθούν οι τεράστιες ελλείψεις, τα κενά, να στελεχωθούν με περισσότερο και ειδικευμένο προσωπικό, να υπάρχει πλήρης ιατρική/νοσοκομειακή φροντίδα, νομική υποστήριξη , στήριξη της μητρότητας, με λίγα λόγια να διατεθούν περισσότεροι κρατικοί πόροι κτλ, (επειδή δρομολογείται τελευταία η δημιουργία ιδιωτικών φυλακών, κατά τα πρότυπα άλλων καπιταλιστικών κρατών).
Πιστεύω ότι απαντάται όμως μέσα από το βιβλίο το ερώτημα που βαραίνει συνειδησιακά τη συγγραφέα – για το πώς θα μπορούσε να βοηθήσει πολλές «άδειες ψυχές», να απαλύνει τον πόνο όσων ίσως άδικα παραμένουν «φορτωμένες με ώρες αιωνιότητας» – εδώ, μπορούμε με ειλικρινή εγκαρδιότητα να πούμε ότι η συγγραφέας τα έχει καταφέρει!
Καλοτάξιδο να ναι το βιβλίο, αγαπητή Εύα!
Κυριακή Καμαρινού 31/1/2025