«Ευρισκόμεθα σε φιλικότατες σχέσεις με το Γερμανικό ναζιστικό καθεστώς… πλην δεν δυνάμεθα να παραβλέψωμεν την μεσογειακήν μας θέση και την ζωτική ανάγκην να μην ευρεθώμεν ποτέ αντιμέτωποι των Άγγλων».
Ιωάννης Μεταξάς
Κάθε χρόνο στην Ελλάδα, ανήμερα της Επετείου της 28ης Οκτωβρίου, συμβαίνει μία ιστορική παραδοξότητα: αντί να γιορτάζουμε ως έθνος την Απελευθέρωση της χώρας από το ζυγό του κατακτητή (12 Οκτωβρίου 1944), γιορτάζουμε την είσοδό μας στον πόλεμο του ’40 και το μύθο του «ΟΧΙ» του Μεταξά.
Για ποιο λόγο όμως θα πρέπει να τιμούμε ως εθνικό ευεργέτη ένα φασίστα δικτάτορα που υιοθέτησε όλες τις τελετουργίες, τις έννοιες και τις πρακτικές του εθνικοσοσιαλισμού;
Η «Επέτειος του Όχι» δίνει την αφορμή σε μία διόλου ευκαταφρόνητη μερίδα πολιτικών από το ευρύτερο φάσμα της ελληνικής Δεξιάς να υποστηρίζει ότι το ηρωικό «ΟΧΙ» ειπώθηκε από τον Μεταξά, κι ως εκ τούτου «τα ΟΧΙ θέλουν Μεταξάδες». Δεν είναι λίγες οι φορές μάλιστα όπου κορυφαία στελέχη της Νέας Δημοκρατίας έχουν υπερασπιστεί από το βήμα της Βουλής με θέρμη το δικτάτορα, τονίζοντας πως «ο Μεταξάς δεν πρέπει να χαρίζεται στη Χρυσή Αυγή, επειδή είπε το ΟΧΙ στους Ιταλούς».
Η πραγματικότητα είναι πως το «ΟΧΙ» δεν ειπώθηκε ποτέ από τον Μεταξά αλλά γεννήθηκε ως όρος εκείνη την εποχή και χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από τον ελληνικό και ξένο Τύπο, ιδίως τον γαλλικό. Άλλωστε, όπως είχε αναρωτηθεί και ο κεντρώος πρώην υπουργός και πρωθυπουργός, Γεώργιος Καφαντάρης: «Είπε το ΟΧΙ ο μόνος Έλληνας που θα μπορούσε να πει το ΝΑΙ;».
Η φράση με την οποία ο Μεταξάς απέρριψε το ιταλικό τελεσίγραφο δόθηκε στη γλώσσα της διπλωματίας, τα γαλλικά: «Alors, c’ est la guerre» (ελλ. «Λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμος»).
Ο Μεταξάς υπήρξε διαπρύσιος οπαδός του φασισμού/ναζισμού. Από το φασιστικό χαιρετισμό, το διπλό μινωικό πέλεκυν και τα Τάγματα Εργασίας της ΕΟΝ μέχρι τη συνήχηση του «Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού» με το Γ’ Ράιχ και το χιτλερικής έμπνευσης σύνθημα της ΕΟΝ «Ένα Έθνος, ένας Βασιλεύς, ένας Αρχηγός, μια Νεολαία» («Ein Volk, ein Reich, ein Führer»), οι φασιστικές και ναζιστικές καταβολές του Μεταξικού καθεστώτος ήταν εξόφθαλμες.
Ενδεικτικό επίσης είναι και το γεγονός ότι ένα μήνα μετά την κήρυξη της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, η πρώτη επίσκεψη ανώτατου ξένου αξιωματούχου στην Αθήνα ήταν αυτή του υπουργού Προπαγάνδας των Ναζί, Γιόζεφ Γκαίμπελς, μετά της συζύγου του, Μάγδας, όπου ο Μεταξάς τους υποδέχθηκε μετά βαΐων και κλάδων. Ήταν τόσο… «πατριωτικό» το Μεταξικό καθεστώς που, στο πλαίσιο της υποδοχής τους, δε δίστασε να υψώσει στη γέφυρα της λίμνης του Μαραθώνα ακόμα και τη ναζιστική σβάστικα.
Το εύλογο ερώτημα που τίθεται λοιπόν είναι γιατί ο Μεταξάς είπε το «ΟΧΙ» στους Ιταλούς φασίστες, εφόσον βρισκόταν στην ίδια ιδεολογική όχθη με τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι;
Η απάντηση είναι ότι μία χώρα σε κρίσιμες στιγμές της πολιτικής διπλωματίας, πόσο μάλλον στην περίπτωση ενός Παγκοσμίου Πολέμου, δεν επιλέγει de facto συμμάχους όσους έχουν την ίδια ιδεολογία με εκείνη, αλλά τα συμφέροντα που εξυπηρετεί. Και τα συμφέροντα της Ελλάδας εκείνη την εποχή ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα με εκείνα των Άγγλων. Ειδικά σε καιρούς πολέμου, η «παραδοσιακή» σύμμαχος της Ελλάδας, Αγγλία, ασκούσε ένα είδος «συγκυβέρνησης» και είχε υπό την άμεση επιρροή της τον βασιλιά Γεώργιο Β’ και το μηχανισμό του παλατιού.
Όπως έγραφε και ο ίδιος ο Μεταξάς στο «Ημερολόγιό» του:
«Αν και είναι βεβαίως παράτολμον εις την πολιτική να δημιουργή κανείς δόγματα, η Ελλάς δύναται να θέση ως δόγμα πολιτικόν ότι εν ουδεμία περιπτώσει δύναται να ευρεθή εις στρατόπεδον αντίθετον εκείνου εις το οποίον θα ευρίσκετο η Αγγλία. Δυνάμεθα τούτο να το θεωρήσωμεν ως δόγμα. Εγώ τουλάχιστον το ασπάζομαι».
(«Ημερολόγιο», Τόμος Δ’, σελ. 77)
Η Ελλάδα όμως ήταν προσδεδεμένη στο άρμα των Άγγλων και για έναν ακόμη λόγο. Βασικοί δανειστές της χώρας και κάτοχοι των ελληνικών χρεογράφων ήταν ο οίκος «Hambro» του Λονδίνου, το συγκρότημα «Speyer and Co» της Νέας Υόρκης και η Εθνική Τράπεζα Αθηνών, ενώ αντίστοιχη ήταν η κατάσταση στο εμπόριο και τις εισαγωγές. Το 67,42% του εξωτερικού χρέους της Ελλάδας ήταν αγγλικά κεφάλαια. Το 9,88% ήταν κεφάλαια των ΗΠΑ, το 7,52% γαλλικά κεφάλαια, το 5,40% σουηδικά, το 3,44% βελγικά, ενώ μόλις το 1,7% και το 1,65% ήταν γερμανικά και ιταλικά.
Επομένως, είπε τελικά ο Μεταξάς το «ΟΧΙ» στους Ιταλούς; Κάθε άλλο. Το «ΟΧΙ» του ήταν περισσότερο συμφεροντολογικό παρά πατριωτικό, μιας κι εκείνοι που είπαν το πραγματικό «ΟΧΙ» ήταν οι έφεδροι που έσπευσαν στα βουνά της Αλβανίας για να προασπίσουν την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας από τον κίνδυνο του ιταλικού φασιστικού επεκτατισμού.