Στις 29 του Γενάρη 1965 μέσα σε ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα εισάγεται για συζήτηση στη Βουλή η πρόταση της ΕΔΑ για την παραπομπή σε ειδικό δικαστήριο του πρώην πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή και των πρώην υπουργών Π. Παπαληγούρα, Ν. Μάρτη, Α. Πρωτοπαπαδάκη και Δ. Χελμή για την υπόθεση της ηλεκτροδότησης από τη ΔΕΗ του εργοστασίου της «Πεσινέ» και την κατασκευή του φράγματος του Μέγδοβα.
Η συζήτηση που ακολούθησε ήταν ιδιαίτερα έντονη και έφερε στο επίκεντρο της πολιτικής ζωής του τόπου την κατάπτυστη, αποικιοκρατικού χαρακτήρα, συμφωνία που υπεγράφη το 1960 μεταξύ των κυβερνήσεων Ελλάδας και Γαλλίας, μια «λεόντειο συμφωνία», όπως εξ αρχής χαρακτηρίστηκε από το ΚΚΕ και την Αριστερά γενικότερα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η κυβέρνηση της ΕΡΕ επέμεινε στην επικύρωση της συμφωνίας από τη Βουλή… αυθημερόν, γεγονός που προκάλεσε την αποχώρηση σύσσωμης της αντιπολίτευσης.
Ενας από τους πιο σκανδαλώδεις όρους της συμφωνίας αφορούσε στην προμήθεια ηλεκτρικού ρεύματος σε εξευτελιστική τιμή από τη ΔΕΗ στην «Πεσινέ». Βάσει της συμφωνίας, το ελληνικό κράτος όφειλε να κάνει επενδύσεις ύψους 125 εκατομμυρίων δολαρίων για την ηλεκτροδότηση της «Πεσινέ», ενώ η επένδυση της ίδιας της γαλλικής εταιρίας δεν ξεπερνούσε τα 25 εκατομμύρια δολάρια! Οριζόταν επίσης ότι η «Πεσινέ» θα πληρώνει την κιλοβατώρα με τιμή κάτω από το κόστος παραγωγής της από τη ΔΕΗ..! Πρέπει να σημειωθεί ότι η «Πεσινέ», βιομηχανία παραγωγής αλουμινίου, ήταν και είναι από τις πλέον ηλεκτροβόρους βιομηχανίες της χώρας. Η συμφωνία, λοιπόν, παραχωρούσε τεράστια κέρδη στην «Πεσινέ» και συσσώρευε τεράστιες ζημιές στη ΔΕΗ, τις οποίες πλήρωνε και πληρώνει ακόμη ο ελληνικός λαός.
Η συζήτηση της πρότασης της ΕΔΑ διήρκεσε έως τις πρώτες πρωινές ώρες της 6ης του Φλεβάρη 1965. Λίγο πριν από την ψηφοφορία ο πρωθυπουργός, Γ. Παπανδρέου, ζητάει από τους βουλευτές της Ενωσης Κέντρου να ψηφίσουν «κατά συνείδηση». Αξιοσημείωτη επίσης είναι η απουσία από την ψηφοφορία του Ανδρέα Παπανδρέου.
Τελικά, οι Καραμανλής, Παπαληγούρας και Μάρτης παραπέμπονται με 146, 147 και 144 ψήφους αντίστοιχα. Η υπόθεση δεν εκδικάστηκε ποτέ.
Πηγή: Ριζοσπάστης