Στις 26 Σεπτεμβρίου του 2008 έκλεισαν τα γαλάζια μάτια του Χόλιγουντ.
Μαζί του χάθηκε και το τελευταίο άρωμα του “old Hollywood”. Αυτή η αύρα των αρσενικών πρωταγωνιστών που ξεπερνούσε τη γοητεία τους και είχε να κάνει με την αξιοπρέπεια, το εκτόπισμα, τα κότσια τους. Δεν σκοτείνιασε όμως μόνο η μεγάλη οθόνη. Οταν ο πολίτης, φιλάλληλος, γείτονας Πολ Νιούμαν έσβησε την Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου του 2008, ο κόσμος έχασε κάτι από την ανθρωπιά του.
«Μπορώ να φανταστώ την ταφόπλακά μου: “Ενθάδε κείται o Πολ Νιούμαν. Πέθανε αποτυχημένος όταν ξαφνικά τα μπλε μάτια του έγιναν καστανά”».
Αυτό είχε δηλώσει με το γνωστό του καυστικό χιούμορ σε μία συνέντευξη στα μισά της επαγγελματικής του διαδρομής, απατώντας στην υστερία που είχε δημιουργήσει η αδιαμφισβήτητη καταγάλανη γοητεία του. Κανείς δεν μπορούσε να αντισταθεί σ’ αυτό το μπλε βλέμμα, που μέσα από τον κινηματογραφικό φακό έλαμπε, σκοτείνιαζε, ζωντάνευε, πονήρευε, γελούσε. Σκηνές ανθολογίας έχουν ταυτιστεί με την ματιά του, έτσι όπως αυτή ξεπρόβαλλε πίσω από μία τράπουλα, πάνω από την τσόχα του μπιλιάρδου, στον ήλιο ενός καυτού καλοκαιριού, στη σκιά ενός τυχοδιωκτικού καουμπόικου καπέλου ή στο σκοτάδι του κελιού 39, όπου κατοίκησε ο πιο cool-hand ήρωας.
Θα μπορούσες να γίνεις όσο εκπληκτικός ηθοποιός όσο ο Μπράντο. Αλλά είσαι πολύ όμορφος. Πάρα πολύ όμορφος. Και αυτό δε θα σου βγει σε καλό». | Λι Στράσμπεργκ, ο καθηγητής του στο Actor’s Studio.
Ο Στράσμπεργκ αναφερόταν σε μια πραγματικότητα. Οι όμορφοι άνθρωποι δεν χρειάζεται να μοχθήσουν. Η ζωή τους χαρίζει και τους χαρίζεται. Καριέρα, δόξα, χρήματα, γυναίκες – όλα μπορούν να κατακτηθούν, αν έχεις το άστρο να γεννηθείς με τα χρωματοσώματα του πολωνο-ουγγρικής καταγωγής Πολ Νιούμαν. Μόνο που ο διάσημος δάσκαλος υποκριτικής μεθόδου είχε πέσει και ο ίδιος στην παγίδα των λόγων του: απέτυχε να δει βαθύτερα. Ο νεαρός γόης μαθητής του δεν ήταν απλά ωραίος. Ήταν σπάνιος.
Στις 5 δεκαετίες φιλμικής, θεατρικής και τηλεοπτικής καριέρας του, ο Νιούμαν δεν έπεσε ποτέ θύμα της εμφάνισής του. Δεν πλασαρίστηκε σε pin up ρόλους, δεν πόζαρε αυτάρεσκα αλλά έπαιζε απέναντι στο φακό, δεν μάσησε μπροστά στην απατηλή λάμψη της χολιγουντιανής ματαιοδοξίας, δεν έκαψε τη ζωή του σε πρωτοσέλιδα σκάνδαλα. Απλός, γήινος και με αλάνθαστο χιούμορ δεν έπαιρνε την μυθοπλασία της δουλειάς, αλλά ούτε τον εαυτό του στα σοβαρά.
«Η πρώτη φορά που κατάλαβα ότι άρεσα στις γυναίκες ήταν το 1963. Γυρίζαμε την ταινία “Hud” («Άγριος σα Θύελλα») στο Τέξας και οι γυναίκες κυριολεκτικά σκαρφάλωναν τους τοίχους του μοτέλ που έμενα για να μπουν στο δωμάτιό μου από το παράθυρο. Στην αρχή κολακεύεσαι. Μετά συνειδητοποιείς ότι δεν είναι ερωτευμένες με σένα, αλλά με τους ρόλους των ταινιών σου. Και σιγά μην μπορείς να συναγωνιστείς εσύ τους ήρωες των ταινιών σου».
Ο καταπιεσμένος σύζυγος Μπρικ («Λυσσασμένη Γάτα»), ο αυτάρεσκος τυχοδιώκτης Μπεν («Μακρύ, Καυτό Καλοκαίρι»), ο «γρήγορος Έντι» (“The Hustler”), ο οπορτουνιστής Τσανς (« Το Γλυκό Πουλί της Νιότης»), ο ακαταμάχητος μπαγασάκος Μπουτς Κάσιντι («Δύο Ληστές»), ο δαιμόνιος Χένρι («Το Κεντρί»), ο πιο cool κατάδικος “Cool Hand Luke”. Μία ανθολογία ηρώων που άφησαν το άστρο τους ανεξίτηλο στο χολιγουντιανό ουρανό, ακριβώς επειδή ο Νιούμαν γλίστρησε κάτω από το δέρμα τους, τους ανακάλυψε με το ταλέντο του, τους δάνεισε το παράστημα, την ευφυΐα, την λάμψη του.
Πενήντα χρόνια καριέρας, 80 ρόλοι, 10 υποψηφιότητες για Όσκαρ και μία από τις μεγαλύτερες ντροπές της Ακαδημίας: να του δώσει το τιμητικό βραβείο το 1986, ενώ τον είχε αγνοήσει επί 3 δεκαετίες. Ο Πολ Νιούμαν βγήκε στη σκηνή σκυφτός, βαρύς, δεν τους κολάκεψε, δεν τους συγχώρεσε. Την αμέσως επόμενη χρονιά, η Ακαδημία προσπάθησε να επανορθώσει δίνοντάς του ένα «κανονικό» βραβείο, για το ρόλο του στο «Χρώμα του Χρήματος» του Μάρτιν Σκορσέζε.
Ο Νιούμαν αρνήθηκε να παραστεί και να το παραλάβει. Λίγα χρόνια μετά θα εξηγούσε τη στάση του χρησιμοποιώντας ξανά το ιδιοσυγκρασιακό πικρό του χιούμορ: «Είναι σαν να κυνηγάς μια γυναίκα για 30 χρόνια και όταν τελικά σου κάθεται της λες “μωρό μου συγγνώμη είμαι εξαντλημένος, δεν πάμε για ύπνο;”».
Όχι, ο γαλανομάτης δεν ήταν ποτέ εύκολο πιόνι αυτής της αγοράς. Μπορεί να γεύτηκε απλόχερα τη δόξα, τους προβολείς, την λατρεία, αλλά είχε πάντα τον τρόπο να ξεχωρίζει που θέλει ο ίδιος να στέκεται, σε ποια πλευρά της όχθης θέλει να βρίσκεται. Κι αυτό δεν είχε να κάνει μόνο με την απόδοσή του στο πανί, ή τις μικροπολιτικές των στούντιο. Αλλά και με το ίδιο το πολιτικό τοπίο της χώρας του σε καιρούς ηλεκτρικά φορτισμένους. Τις εποχές που άγραφες μαύρες λίστες ελλόχευαν για να τερματίσουν καριέρες, ο Νιούμαν όρθωσε παράστημα. Πήρε ενεργό μέρος στο περίφημο Δημοκρατικό Συνέδριο του 1968, στηρίζοντας τον υποψήφιο Γιουτζίν Μακάρθι και το Μάιο της ίδιας χρονιάς φωτογραφήθηκε για το εξώφυλλο του περιοδικού Time φορώντας την κονκάρδα του. Αυτή η ακτιβιστική του στάση τον πολιτογράφησε αυτόματα «εχθρό» στα κατάστιχα του Ρίτσαρντ Νίξον. Όταν ο Νιούμαν το πληροφορήθηκε έβαλε τα γέλια. «Το θεωρώ το μεγαλύτερό μου επίτευγμα. Αν είμαι στη λίστα των εχθρών του Ρίτσαρντ Νίξον σημαίνει ότι κάτι κάνω σωστά». Τρία χρόνια μετά, αρνήθηκε τον κεντρικό ρόλο στο «Βρώμικο Χάρι» γιατί τον βρήκε «φασιστικά δεξιό».
Αν τον χαρακτήριζε μία λέξη θα ήταν κότσια. Κότσια να επιλέγεις τις δουλειές σου σε μία «αγορά» που μετράει νούμερα. Κότσια να παραμένεις προσγειωμένος σ’ έναν επίπλαστο κόσμο που αρέσκεται σε είδωλα. Κότσια να κρατάς το χέρι της συντρόφου σου επί 50 χρόνια και 8 μήνες, σε μία κοινωνία που τρέφεται με σκάνδαλα.»
Από τότε μέχρι και το 2004 ο Πολ Νιούμαν δεν έπαψε να εμφανίζεται στο πλευρό των Δημοκρατικών υποψηφίων Προέδρων. Σε συνέντευξή του λίγο μετά την παράδοση του χρίσματος στον Τζον Κέρι ο Νιούμαν δήλωνε: «Είμαι περήφανος που στέκομαι ανάμεσα στην νέα γενιά Δημοκρατικών ψηφοφόρων κι ενάντια σ’ έναν Πρόεδρο που αποτελεί την μεγαλύτερη απειλή για τη δημοκρατία που έχει ποτέ δεχτεί αυτή η χώρα, όσο θυμάμαι και ζω». Όταν δε οι Ρεπουμπλικάνοι υποστηρικτές του Τζορτζ Μπους επιτέθηκαν στους πολιτικοποιημένους καλλιτέχνες, ο Νιούμαν απάντησε: «Δεν κατάλαβα; Ποιος σας είπε ότι όταν παραλαμβάνουμε την ταυτότητα του ηθοποιού, παραδίδουμε την ταυτότητά μας ως πολίτες;»
Αυτό δήλωνε πάντα. «Πολίτης». Και η στάση του απέναντι στους συνανθρώπους του ήταν η πιο ηχηρή πολιτική του δήλωση. Το 1970, 35 χρόνια πριν το “Brokeback Mountain, προσπάθησε να επιβάλει στα στούντιο την κινηματογραφική μεταφορά του “The Front Runner”, ενός βιβλίου που εξιστορεί μία ιστορία αγάπης μεταξύ ενός προπονητή και του πρωταθλητή δρομέα του. «Υποστηρίζω ανοιχτά τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων. Από τότε που ήμουν παιδί. Ο κάθε άνθρωπος αποτελείται από τόσες ιδιότητες που σέβομαι και θαυμάζω. Το τι κάνει με την ερωτική του επιθυμία είναι μία από αυτές και βρίσκεται στον πάτο της λίστας μου για να τον κρίνω».
Το 1978 χάνει τον Σκοτ, τον μοναχογιό του από τον πρώτο του γάμο, από υπερβολική δόση ναρκωτικών. Βρίσκει το κουράγιο και κάνει τον πόνο του προσφορά. Το ίδρυμα “Scott Newman Center” εδώ και 30 χρόνια στηρίζει τους τοξικομανείς και τις οικογένειές τους. Παράλληλα, έχει την ιδέα να μετατρέψει το μαγειρικό χόμπι του σε κερδοφόρα επιχείρηση: από το 1982, προπαρασκευασμένα φαγητά βάση των συνταγών του φέρουν την ταμπέλα “Newman’s Own”, ενώ το πρόσωπό του κοσμεί την ετικέτα τους. Ποπ κορν, dressing για σαλάτες, σάλτσες για μακαρόνια βρίσκονται στα ράφια όλων των αμερικανικών σουπερ μάρκετ και έχουν επιφέρει κέρδη της τάξεως των 250 εκατομμυρίων δολαρίων. Μέχρι και το τελευταίο σεντ έχει δοθεί σε φιλανθρωπίες. «Δε θεωρώ ότι κάνω κάτι το αδιανόητο ή το εξαιρετικό με το να σκέφτομαι τους συνανθρώπους μου. Εμένα το αντίθετο μου φαίνεται αδιανόητο». Ειρωνικά, 20 χρόνια πριν σβήσει από την επάρατη νόσο, το 1988 ιδρύει το “Wall Gang Camp”, μία κατασκήνωση στο Άσφορντ του Κονέκτικατ για παιδιά με καρκίνο που τους παρέχει δωρεάν διακοπές και φροντίδα. «Δεν πιστεύω στο Θεό, είμαι ένας κυνικός μπάσταρδος. Ανάμεσα σ’ αυτά τα παιδιά όμως νιώθω μία θεία παρουσία».
Ο Πολ Νιούμαν έσβησε εκείνη την Παρασκευή του 2008, μετά από 18μήνη πάλη, την οποία κατάφερε να κρατήσει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Πέθανε όπως το ζήτησε, στο σπίτι του στο Γουέσπορτ, Κονέκτικατ ένα μήνα μετά την λήξη της τελευταίας του χημειοθεραπείας. Επώδυνα κι άδικα. Γιατί η αρρώστια δεν γνωρίζει δικαιοσύνης. Ήταν 83 χρονών. Έζησε μία πλήρη, ευτυχισμένη ζωή εντός κι εκτός οθόνης. Κι έφυγε με το κεφάλι ψηλά.
Αν τον χαρακτήριζε μία λέξη θα ήταν κότσια. Κότσια να επιλέγεις τις δουλειές σου σε μία «αγορά» που μετράει νούμερα. Κότσια να παραμένεις προσγειωμένος σ’ έναν επίπλαστο κόσμο που αρέσκεται σε είδωλα. Κότσια να κρατάς το χέρι της συντρόφου σου επί 50 χρόνια και 8 μήνες, σε μία κοινωνία που τρέφεται με σκάνδαλα.
Γιατί αν αυτός ο σεμνός άνθρωπος ήταν περήφανος για κάτι ήταν για την οικογένειά του – τη σύζυγο, τις κόρες, τα εγγόνια του. Τον Φεβρουάριο toy 2007, ήδη άρρωστος, γιόρτασε την αδαμάντινη επέτειο γάμου του με την πάλαι ποτέ συμπρωταγωνίστριά του Τζόαν Γούντγουορντ. Ζευγάρι από το 1958 αποτελούσαν μοναδικό παράδειγμα αντοχής στο χρόνο και τους χολιγουντιανούς πειρασμούς. «Γιατί να ενδώσω σ’ ένα χάμπουργκερ, εφόσον στο σπίτι με περιμένει ένα ζουμερό φιλέτο;» δήλωνε κάθε φορά που τον ρωτούσαν γιατί είναι πιστός. «Μόλις τον είδα νόμιζα ότι θα λιποθυμήσω» είχε εξομολογηθεί η Γούντγουορντ. «Ήταν το πιο όμορφο πλάσμα που είχα δει. Με τα χρόνια όμως κατάλαβα ότι η ομορφιά φεύγει, το σεξ απίλ δεν έχει τόση σημασία, τα μπλε μάτια κάπως ξεθωριάζουν. Το να ξυπνάω όμως δίπλα σ’ έναν άντρα που με κάνει καθημερινά να γελάω είναι σπάνιο. Και να ζω δίπλα σ’ έναν άνθρωπο που σέβομαι, στον καλύτερό μου φίλο είναι μοναδικό».
«Όχι όχι μη γράψετε αυτό στην ταφόπλακά μου» είχε συνεχίσει σ’ εκείνη την συνέντευξη ο σαραντάρης τότε Πολ Νιούμαν. Γράψτε καλύτερα: «Τον άτιμο! Κατάφερε και επιβίωσε τόσα χρόνια παρά τα τσιγάρα, τα ποτά και τα γρήγορα αυτοκίνητα». Μετά από λίγο όμως σοβαρεύει. Τα μπλε μάτια σκοτεινιάζουν. «Δεν με ενδιαφέρει αν θα μείνω στην ιστορία ως μύθος, ως σταρ. Θα ήθελα να μείνω στη συνείδηση του κόσμου ως κάποιος που … προσπάθησε. Κάποιος που προσπάθησε να βρει την αξιοπρέπεια στη ζωή του, να ζήσει έντιμα δίπλα στον συνάνθρωπό του. Κάποιος που προσπάθησε να υπερβεί τον εαυτό του. Κάποιος που δεν συμβιβάστηκε, κάποιος που δε δείλιασε. Αυτό να γράψετε. Ότι ήμουν κάποιος που δε δείλιασε».
Πηγή Flix
Πολ Νιούμαν, ο ραλίστας
Για 35 χρόνια, εκτός από τεράστιος σταρ του σινεμά και πανέμορφος άντρας, ο Πολ Νιούμαν ήταν ένας παθιασμένος και, το σημαντικότερο, επιτυχημένος ραλίστας. Ενα ντοκιμαντέρ καταγράφει τις διαδρομές του.
Πολλοί διάσημοι άνθρωποι έχουν χόμπι: το γράψιμο, τη ζωγραφική, τη μουσική, ακόμα και την ταχύτητα.
Ο Πολ Νιούμαν δεν ήταν ούτε ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος ηθοποιός που αγάπησε τους αγώνες με τ’ αυτοκίνητα. Ηταν όμως εκείνος που τους αγάπησε με μεγάλο πάθος: ένας από τους μεγαλύτερους σταρ της εποχής του (και των κατοπινών), που διαπίστωσε ότι ήθελε περισσότερο να βρίσκεται πίσω από το τιμόνι, παρά μπροστά από την κάμερα! Κι επιπλέον, στην αυτοκινητιστική καριέρα του αποδείχτηκε πολύ επιτυχημένος, φτάνοντας μέχρι και να κατακτήσει τη δεύτερη θέση στο Le Mans. Μαζί με μια ομάδα οδηγών, ανάμεσά τους, τους Μάριο και Μάικλ Αντρέτι και Σεμπαστιέν Μπουρντέ, σχημάτισε μια από τις πιο διακεκριμένες ανεξάρτητες ομάδες στους αγώνες ταχύτητας, με την οποία κέρδισε οκτώ πρωταθλήματα.
Οι Ανταμ Καρόλα και Νέιτ Ανταμς αποφάσισαν να μεταφέρουν αυτήν την παράλληλη αλλά τόσο σημαντική πλευρά της ζωής του Πολ Νιούμαν σ’ ένα ντοκιμαντέρ, με τον τίτλο «Winning: The Racing Life of Paul Newman».
Κι όπως φαίνεται από το τρέιλερ που μπορείτε να δείτε παρακάτω, όσοι μιλούν συγκλίνουν σ’ ένα πράγμα: πως τ’ αυτοκίνητα ήταν για τον ηθοποιό ένα από τα σπουδαιότερα κομμάτια της ζωής του! «Η νίκη δεν είναι το παν,» φέρεται να λέει ο Πολ Νιούμαν. «Απλώς είναι το μόνο που υπάρχει!» Στο ντοκιμαντέρ συμμετέχουν η γυναίκαι του, Τζόαν Γούντγουορντ, ο κολλητός του φίλος, Ρόμπερτ Ρέντφορντ και πολλοί ακόμα επώνυμοι που, με κάποιον τρόπο, συνδέθηκαν μαζί του, από τον Ρόμπερτ Γουάγκνερ και τον Τζέι Λένο, ως τον Τομ Κρουζ και τον Πάτρικ Ντέμπσεϊ.