Στις 16 Σεπτεμβρίου 1982 ξεκινά η σφαγή στα παλαιστινιακά προσφυγικά στρατόπεδα της Σάμπρα και της Σατίλα (16 – 18/9/1982), που άφησε άγνωστο – μέχρι σήμερα – αριθμό νεκρών γυναικόπαιδων, κυρίως, και ηλικιωμένων (τουλάχιστον 3.000), με τη ματοβαμμένη «υπογραφή» του τότε υπουργού Αμυνας και μετέπειτα Προέδρου του Ισραήλ, Αριέλ Σαρόν, από τον ισραηλινό στρατό και παραστρατιωτικές οργανώσεις, «εμπνευσμένη» από τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό.
Οι εισβολείς σκότωσαν, βασάνισαν, βίασαν, ακρωτηρίασαν. Από τη «μήνι» τους δε γλίτωσαν ούτε και αυτά τα μωρά παιδιά. Μεγάλη ντροπή για τον πολιτισμό και αυτό το ιστορικό «στιγμιότυπο»! Η σφαγή, που, δικαίως, προστέθηκε δίπλα σε άλλες μελανές σελίδες της ανθρώπινης ιστορίας.
Δράστες αυτού του στυγερού εγκλήματος κατά των Παλαιστινίων, κατά της ανθρωπότητας καλύτερα, ήταν μέλη των «Λιβανικών δυνάμεων», μιας χριστιανικής παραστρατιωτικής ομάδας, με πάρα πολύ στενούς δεσμούς με το Ισραήλ. Αυτοί οι «στενοί δεσμοί» εκφράστηκαν, άλλωστε, και στην ίδια την επιχείρηση. Ο Αριέλ Σαρόν, υπουργός Αμυνας τότε, και αργότερα πρωθυπουργός του Ισραήλ, είχε το γενικό πρόσταγμα. Αυτός και οι επίλεκτες στρατιωτικές δυνάμεις της χώρας του είχαν στρατοπεδεύσει έξω από τα στρατόπεδα, που δέχτηκαν την απάνθρωπη επίθεση. Και, φυσικά, «συνδράμανε» με κάθε τρόπο τους εκτελεστές, τους οποίους, άλλωστε, οι ίδιοι είχαν στρατολογήσει και εκπαιδεύσει!
Κάτω από την επίβλεψη του Σαρόν, και πιο πίσω, βέβαια, των Αμερικανών, αλλά και άλλων αντιδραστικών κύκλων, έγιναν μαζικές εκτελέσεις, βασανιστήρια, βιασμοί γυναικών, ακρωτηριασμοί νέων, ηλικιωμένων, ακόμα και μωρών παιδιών! Ομως, ο Αριέλ Σαρόν δεν περιορίστηκε στο να επιβλέπει. Οι δυνάμεις του ήταν αυτές που άνοιξαν την είσοδο και επέτρεψαν στους παραστρατιωτικούς, γνωστούς για το μίσος τους προς τους Παλαιστινίους, να εισβάλουν στα στρατόπεδα. Και, επίσης, οι δυνάμεις του ήταν που, συμμετέχοντας έμπρακτα, έριχναν φωτοβολίδες τις νύχτες, για να βλέπουν τους ανθρώπινους στόχους οι δολοφόνοι! Επίσης, οι δυνάμεις αυτές βοήθησαν και στην «εξαφάνιση» των πτωμάτων. Επρεπε να «χαθούν» τα «ίχνη»! Και ακόμα «φυγάδευσαν» και «έκρυψαν» τους εκτελεστές σε ασφαλές μέρος.
Και σήμερα η παλαιστινική γη συνεχίζει να βάφεται με το αίμα των Παλαιστίνιων που αγωνίζονται για το δικαίωμα να έχουν πατρίδα
18 Σεπτέμβρη 1982 στη Βηρυτό. Πάνω απ’ την πόλη, πάνω απ’ τη χώρα, πάνω απ΄ τον κόσμο, η βουβή παγωμάρα της φρίκης έχει διαδεχτεί τις σπαραχτικές κραυγές των χιλιάδων θυμάτων του 48ωρου δολοφονικού οργίου.
Έξι χιλιάδες άοπλοι άντρες, γυναίκες και παιδιά. Παλαιστίνιοι και μερικοί Λιβανέζοι, που είχαν βρει καταφύγιο στους προσφυγικούς καταυλισμούς Σάμπρα και Σατίλα σκοτωμένοι – αποκεφαλισμένοι, ακρωτηριασμένοι, κατακρεουργημένοι – κείτονται κάτω από τον καυτό ήλιο στους ματωμένους δρόμους των ισοπεδωμένων καταυλισμών ή είναι παραχωμένοι σε πρόχειρους ομαδικούς τάφους.
Η προετοιμασία
Έξι χιλιάδες ζωές μέσα σε δύο μερόνυχτα. Οι δολοφόνοι μπήκαν μετά τα μεσάνυχτα της 15 και έφυγαν μετά τα μεσάνυχτα της 17 Σεπτέμβρη.
Το πεδίο ήταν απόλυτα ελεύθερο – τυχαία άραγε; – ύστερα από την ξαφνική αναχώρηση από τη Βηρυτό της αμερικανικής «ειρηνευτικής δύναμης» ακριβώς την παραμονή της σφαγής.
Έτσι οι ηθικοί και φυσικοί αυτουργοί δράσανε με τη μεγαλύτερη δυνατή άνεση.
Οι πρώτοι (τα στρατεύματα κατοχής του Ισραήλ) κύκλωσαν τη Σάμπρα και τη Σατίλα για να εξασφαλίσουν ότι δε θα ξεφύγει κανένα από τα θύματά τους. Ότι το έγκλημα δε θα μαθευτεί αμέσως.
Άνοιξαν δίοδο μόνο για τα ντόπια όργανά τους που θα διαπράττανε την προσχεδιασμένη σφαγή. Τους όπλισαν τα χέρια, τους δώσανε μπουλντόζες για την ισοπέδωση των μικρών προσφυγικών σπιτιών και την εκσκαφή τάφων για τους νεκρούς, τους δάνεισαν φορτηγά για τη μεταφορά των συλληφθέντων, έριχναν φωτοβολίδες για να διευκολύνουν το έργο τους τη νύχτα.
Στην αρχή, οι δράστες κινήθηκαν αθόρυβα. Μπήκανε στα σπίτια των τρομαγμένων προσφύγων και κάνανε συλλήψεις. Όσους πιάσανε, τους οδηγούσαν δεμένους σε απόμερα σημεία των καταυλισμών και εκεί τους σκότωναν με μαχαίρια. Το πρωί τα πτώματά τους βρέθηκαν ξεκοιλιασμένα, με βγαλμένα τα μάτια, μέσα σε λίμνες αίματος.
Ο τρόμος στη Σάμπρα κλαι τη Σατίλα έγινε πανικός. Μεθυσμένοι από τη θέα του αίματος και τα αγριεμένα βλέμματα των ανυπεράσπιστων προσφύγων, οι δολοφόνοι πέσανε πάνω τους με μεγαλύτερη λύσσα. Αδιαφορούσαν πια για τα προσχήματα και το σκηνικό. Πετάξανε τα ματωμένα μαχαίρια τους κι αρχίσανε να σκοτώνουν μαζικά με τα αυτόματα όποιον έβρισκαν μπροστά τους, άντρες,, γυναίκες, παιδιά, γέρους, άρρωστους. Να σκοτώνουν στους δρόμους, εκείνους που έτρεχαν αλλόφρονες να σωθούν, να σκοτώνουν μέσα στα σπίτια, στα τραπέζια την ώρα του φαγητού, στα κρεβάτια την ώρα του ύπνου.
Το έργο τους συμπλήρωναν οι μπουλντόζες που όργωναν τους δύο οικισμούς ισοπεδώνοντας τα πάντα.
Όσοι άντρες γλίτωσαν το θάνατο, πιάστηκαν και μεταφέρθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωση του νότου. Τα γυναικόπαιδα φύγανε κυνηγημένα, χωρίς να τ’ αφήσουν να πάρουν μαζί τους μια αλλαξιά ρούχα, ένα κουτί γάλα και σκόρπισαν σε διάφορες γωνιές της Βηρυτού.
Οι δολοφόνοι
Το ξημέρωμα της 18 Σεπτέμβρη όλα είχαν τελειώσει., Πάνω από τους καταυλισμούς απλωνόταν μόνο μια νεκρική σιγή και η αφόρητη δυσωδία από τα πτώματα. Οι δολοφόνοι είχαν αποχωρήσει και είχαν δώσει τη θέση τους στα λιβανικό στρατό που ανέλαβε το έργο της «διάσωσης» – υπήρχε όμως κανένας πια για να διασώσει;