Γράφει η Σοφία Μπαρδάνη //
…. Αυτούς που εγώ τραγουδώ δεν έχουνε φτερά,
δεν τους μεθά καμιά φυγή, δεν τους τραβούν τ’ αστέρια
έχουνε μια ζεστή καρδιά, δυο ροζιασμένα χέρια
κι είναι δεμένοι με τη γη.
Απ’ της αυγής το χάραμα ως του βραδιού τα θάμπη
μοχθούν για δυο πικρές ελιές και μια μπουκιά ψωμί,
ιδρώνουν κι απ’ τον ίδρω τους ανθοβολούν οι κάμποι
καίγονται κι απ’ τις φλόγες τους φωτίζεται η ζωή.
Αγαπημένος ποιητής όχι μόνο της νιότης μου αλλά μέχρι τώρα που τον συνάντησα απρόσμενα ως ποιητή, όχι στα σχολεία που δίδαξα, όχι σε αυτά. Τριάντα επτά χρόνια στη μέση εκπαίδευση, διδάσκοντας κυρίως νεοελληνική λογοτεχνία (νεοελληνικά αναγνώσματα, κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας) ποτέ, ούτε μια φορά δε βρήκα σε κανένα από αυτά έστω ένα μικρό ποίημα του Αγγουλέ και όχι από εκείνα τα «επικίνδυνα» για τους κρατούντες και εκείνους που έκαναν τις επιλογές των κειμένων, επιλεγμένοι βέβαια και «παιδιά» της εξουσίας, της εκάστοτε εξουσίας. Αλλά όπως και ο ίδιος έχει γράψει «τον ξέρουμε τον ένοχο είναι γνωστή η αιτία (για άλλους λόγους βέβαια) Τύχη ωστόσο καλή να γνωρίσω τον άνθρωπο, τον ποιητή σε όλο του το μεγαλείο, ήταν το βιβλίο του Γ. Σιδέρη «Φώτης Αγγουλές», όχι όμως μόνο αυτό. Ο Σιδερής υπήρξε συγκροτούμενος για πολλά χρονιά με τον Αγγουλέ και υπήρξε και αδερφός του ή και σαν πατέρας του να πω, όχι τόσο γιατί είχαν διαφορά ηλικίας αλλά γιατί τον φρόντιζε σαν πατέρας όπως και πολλοί ακόμη. Τον φρόντιζαν, τον περιέβαλλαν με αγάπη γιατί έμοιαζε ένας άγγελος που κατέβηκε στη γη, ένας ξυπόλητος άγγελος να ζήσει, να βασανιστεί, να πεινάσει, να αγωνιστεί και να τραγουδήσει συμφοριασμένα χρόνια, ήρωες και μικρά, φτωχά παιδιά, που λάτρεψε την πατρίδα, την λευτεριά και μίσησε όλους εκείνους ντόπιους και ξένους που ρήμαξαν τη ζωή μας και κυρίως τους φασίστες και την τρομαχτική ιδεολογία τους.
Πολύ μικρός με τους πρώτους διωγμούς των Τούρκων πέρασε με την οικογένεια του απέναντι στη Χίο και από τότε έγινε η Χίος πατρίδα του, την οποία λάτρεψε με το πέρασμα του χρόνου· γι’ αυτό και οι Χίοι τον θεωρούν κατάδικο τους.
Η φτώχεια και η ορφάνια, αφού έχασε και τους δύο γονείς του, χαρακτήριζαν τη ζωή του και η πίκρα στάλαζε το δάκρυ μέσα του- είχε βέβαια τρεις αδερφές αλλά μάλλον έμειναν μακριά του, ίσως ο ίδιος ήθελε να τις προστατέψει γιατί πια και με τον καιρό ο Αγγουλές ήταν ο κομμουνιστής, το μίασμα όπως το εννοούσε η εξουσία. Η δουλειά του να πουλά ψάρια και να σκάβει χωράφια και το βράδυ να πηγαίνει στη βιβλιοθήκη της Χίου όπου ο διευθυντής του επέτρεψε να κοιμάται τα βράδια. Όλα αυτά βέβαια υπέσκαψαν την υγεία του. Άλλωστε ήταν πάντα ένας ντελικάτος άνθρωπος, κουρασμένος και μονάχος· προπάντων αυτό τον έθλιβε και τον πονούσε. Ξέδινε μονάχα σε μικρά ταβερνάκια με τους ταπεινούς να πίνουν το κρασάκι τους και να λένε (όχι αυτός) τα βάσανά τους. Γράμματα δεν έμαθε γιατί στην Δευτέρα δημοτικού πήδηξε από το παράθυρο της τάξης και δεν ξαναφάνηκε στο σχολείο. Αυτομορφώθηκε όμως εκεί στην βιβλιοθήκη «Κοραής» και όταν έπεσε στα χέρια του ένα ποίημα γοητεύτηκε τόσο που άρχισε κι αυτός να γράφει στίχους. Χωρίς αμφιβολία είχε το φυσικό χάρισμα αλλά και αισθήματα δυνατά, ν’ αγαπά, να πικραίνεται όχι τόσο για τον εαυτό του όσο για όσους υποφέρανε και ιδιαίτερα για τα μικρά παιδιά.
Για την ποιητική του δημιουργία και σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση του Γ. Σιδέρη θα έλεγα πως οι περίοδοι της είναι: Χίος, ο μεσοπόλεμος, η Μέση Ανατολή, οι εξορίες και η φυλακή με τις συλλογές – 1934 Αμαβασιά (γέμισμα φεγγαριού), κραυγές στον ήλιο, μενεξέδες, εντελβάις, μέση ανατολή, φλόγες του δάσους, οπτασίες στην έρημο, φωνές -μετά την αποφυλάκιση του 1958- πορεία μέσα στη νύχτα και Φουτσιγιάμα. Ποιήματά του μεταφράζονται στη Γαλλία, Γερμανία, Αγγλία, Ρωσία, Πολωνία, Βουλγαρία. Ειδικά τα ποιήματα Γαλήνη, Στίγμα, Βαρσοβία κ.ά. μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες.
Στην πρώτη περίοδο κάπως μοιρολατρικά τα ποιήματά του, ποιήματα για τα παιδιά, για την πικρή ζωή τους και ζωή του, κάποια ερωτικά χωρίς ωστόσο να πούμε ότι ήταν πεσιμιστής, όπως το εννοούμε για τον Καρυωτάκη· Άλλωστε στα ποιήματα του γενικά παρόλο που υπάρχει και θρήνος και συμφορές – ο πόλεμος κύρια – θα βρούμε όλα εκείνα τα στοιχεία για τους αγώνες και την γενναιότητα των Ελλήνων παλικαριών, τον πόνο αλλά και το μεγαλείο για τους απέθαντες γενναίους, την τρυφερότητα και την λατρεία στα ορφανά παιδιά και το μίσος -ξαναλέμε- για τους προδότες και τους κατακτητές φασίστες. Έχει δε και ποιήματα ιδιαίτερα αισιόδοξα που εκφράζουν μια ιδιαίτερη πίστη για το αύριο και τη λευτεριά ή ποιήματα γραμμένα σε στιγμές γαλήνης που του δίνει η φύση και κυρίως η θάλασσα όπως και ερωτικά.
Ένα τέτοιο ποίημα είναι n Γαλήνη
Κάλμα μπουνάτσα. Με καθρέφτης
μοιάζει ο γιαλός που εγαληνεύτη
και μήτε μια ζαρωματιά δε βλέπει η πένθιμη ματιά
στο γαλαζί κρουστάλλι ως πέφτει
κρίμα να μη μπορεί να γίνει
και στη ψυχή του έτσι γαλήνη.
Στέκομαι στο στίχο – δε βλέπει η πένθιμη ματιά – κι αυτό γιατί είμαστε στην εποχή του μεσοπολέμου· πάνω από τους λαούς κρέμεται το φάσμα ενός άγριου πολέμου που προετοιμάζουν οι φασίστες. Δε πρόκειται επομένως για μια κατάσταση της ψυχής που σχετίζεται με το δικό του προσωπικό πόνο αλλά με τον πόνο των ανθρώπων παρόλο που ακόμη δεν έχει αποκτήσει αγωνιστική συνείδηση. Σαν απλός και σωστός άνθρωπος βλέπει τη συμφορά, νιώθει το κακό που έρχεται και αντιδρά.
Γι’ αυτό και αναζητά λίγη γαλήνη, μια ήρεμη στιγμή και τη βρίσκει στο ποίημα που αναφέραμε και σε άλλα.
Τα παιδιά, όχι μόνο βέβαια τα παιδιά αλλά κυρίως αυτά αποτελούν ένα είδος λατρείας, πατρικής, μητρικής και αδερφικής ακόμα. Τα φτωχά, τα ορφανά, τα σταυρωμένα παιδιά που ποτέ δε φταίνε · τα ποιήματα για αυτά είναι πολλά αλλά στέκομαι σε ένα
…της φτώχειας και της εργατιάς μικροί Χριστοί, χλωμά παιδιά
που και το χάδι κι η στοργή και το ψωμί σας λείπει
με τη φωνή μου ας ήτανε σ’ αυτιά του κόσμου ν’ ακουστεί
κι απ’ τα μικρά στηθάκια σας της αγωνίας το καρδιοχτύπι
***
Δεν έχει ρόδα ο κήπος σας δεν έχει χρώματα και μύρα
είστε φτωχά κι η μοίρα σας ειν’ άκαρπη και στείρα
την πεταλούδα τη χαρά πάνω στα βάτα ως κυνηγάτε
μονάχα τα χεράκια σας ματώνουν και πονάτε.
Άλλα ποιήματα για τα παιδιά: Ένα δάκρυ, Παιδί της νύχτας, Θυσίες, Χριστοί, Νανουρίσματα. Σε αυτό το σημείο πρέπει να σταθώ και να συγκρίνω αυτήν την αγάπη με εκείνη του μεγάλου ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου και μάλιστα σε ορισμένα σημεία η λατρεία και η ταύτιση η λεκτική είναι σημαντική. Όπως ο Αγγουλές το ίδιο και ο Βρεττάκος, άλλης εμβέλειας βέβαια ποιητής, χρησιμοποιούν την λέξη Χριστοί, μικροί Χριστοί, αθώα παιδιά και άλλα. Μπορούμε να θυμηθούμε «τα δεκατέσσερα παιδιά» του Βρεττάκου αλλά και πολλά άλλα όπου ο πόνος, η θλίψη γι’ αυτά τα βασανισμένα πλάσματα σε πόλεμο κυρίως και πείνα είναι ο λυγμός και ο πόνος, η αγκαλιά, η λαχτάρα να τα προστατέψουν· γι’ αυτό διαβάζοντας τα λυτρωτικό το δάκρυ αργοκυλάει. Και το παράξενο είναι ότι η παιδική ηλικία του Βρεττάκου ήταν μια φωτεινή, χαρούμενη ηλικία όλο λάμψη και φως φέρνοντας τη και στα μεγάλα του χρόνια σε αντίθεση με τον ποιητή που έφυγε κυνηγημένος από το Τσεσμέ ενώ ήταν μικρός ακόμα. Εκείνο που μπορούμε να πούμε είναι πως είχαν και οι δύο την θεία εκείνη ευλογία μιας μοναδικής καρδιάς, αθώας, συμπονετικής, τρυφερής και η αγκαλιά τους μια μεγάλη αγκαλιά, μια μάνα η μια πατρίδα να κρύψουν κάτω απ’ τις φτερούγες της την αθωότητα και αγιοσύνη των παιδιών σε δίσεκτα χρόνια.
Η τοποθέτηση του Αγγουλέ με το μέρος των ταπεινών και βασανισμένων, μικρών ή μεγάλων, και κυρίως η τοποθέτηση του με το μέρος των προοδευτικών ανθρώπων τον λυτρώνει, τον ξεκόβει όπως γράφει ο Γιώργος Σιδερής από τα πλοκάμια της θλίψης. Έτσι αρχίζει και μια νέα ποιητική περίοδος με τον β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όπου τα ποιήματά του πια στοιχειώνει ο φασισμός, τα στοιχειώνει ο θάνατος και μετά η πείνα, αφήνοντας με αυτόν τον τρόπο την προσωπική του δυστυχία. Στέκεται απόλυτα συνεπής μέχρι τέλους με τους αγωνιστές, αγωνιστής και ο ίδιος, αντιφασίστας ποιητής . Σε αυτή την περίοδο ανήκουν τα ποιήματα: Στοιχειωμένη νύχτα, Σταυροί, Στίγμα, Στάλιγκραντ, Βαρσοβία κ.ά.
Οι ηρωισμοί και οι θυσίες του λαού αυτή την περίοδο είναι αμέτρητες· ηρωικοί οι νεκροί, τα χνάρια ματωμένα θα δείχνουν το πέρασμα για την κατάκτηση της λευτεριάς. Ένα τέτοιο ποίημα είναι το Σταυροί:
τόσοι σταυροί που στήθηκαν
τόσοι σταυροί που θα στηθούνε
εμάς μονάχα με σταυρούς
μπορούν να μας μετρούνε
***
Σταυροί παντού σταυροί
***
είμαστε «οι αδάκρυτοι κι οι αγέλαστοι»
δεν κλαίμε δεν γελούμε
τα σπίτια μας καπνίζουνε
πεινούνε τα παιδιά μας, δεν λυγούμε.
Ήρθαμε να χαράξουμε του πόνου μας τα σύνορα
και στήνουμε σημάδια και περνούμε
Σταυροί παντού σταυροί
Ποιήματα αυτής της εποχής και κυρίως η Στοιχειωμένη νύχτα, η Βαρσοβία, το Στάλιγκραντ, ποιήματα υψηλής τέχνης και τεχνικής, ανθρωπιάς και μίσους για το φασισμό, και μόνον αυτά να είχε γράψει θα είχε κατακτήσει τον Ελληνικό Παρνασσό. Πέρα από τη θεματική τους βρίσκουμε γνωρίσματα μεγάλου ποιητή, συμπύκνωση θεματική (Στάλιγκραντ), μέθοδο διαλεκτική (Στάλιγκραντ), το πρόσωπο του τρόμου και της φρίκης (Στοιχειωμένο σπίτι)
– πάνω απ’ του σπιτιού τη στέγη μ’ ένα καύκαλο
μωρού
πεθαμένο απ’ τη πείνα φτιάχνει η φρίκη μια
μπουρού
και φυσά και ζωντανεύει των πνιγμένων
τις λαχτάρες και φυσά κι από τη νύχτα που τις έθαψε
το χιόνι
πιότερο η ψυχή στης φρίκης τους αλαλαγμούς
παγώνει.
Η κόλαση του Δάντη με την πέννα ενός ανθρώπου που ο λόγος του είναι καίριος, ουσιαστικός, ανατριχιαστικός κι ο ρυθμός του στης κραυγής το σύνορο βρυχάται την οργή, το άδικο και ραγίζει αλήθεια.
Όμως ο Αγγουλές δεν είναι μόνο με το στίχο του ο αγωνιστής που χτυπά αλύπητα το κακό, είναι ο ίδιος που ζήτησε να πάει στη Μέση Ανατολή για να πολεμήσει μαζί με τόσους άλλους τις μηχανοκίνητες ορδές του φασισμού που σάρωναν τα πάντα στις χώρες της Αφρικής. Εδώ θα υποστεί τα πάνδεινα. Τους κλείνουν σε στρατόπεδα (το σύρμα, όπως το έλεγαν) και τους αφήνουν να καίγονται, να πεινούν, άυπνους γιατί μετά από όσα έγιναν εκεί κάτω ζητούν τώρα να γυρίσουν στην πατρίδα να πολεμήσουν · είναι πια χαρακτηρισμένος, είναι κομμουνιστής.
Ποιητικά και αυτή η περίοδος είναι μαζική, πολλά ποιήματα εξαιρετικά. Σημειώνω ιδιαίτερα: Στην ιστορία, Μπάυρον, Αφρικανική νύχτα, Να ‘ σαστε και’ σεις, Μπίρ Χακίμ.
Η πατρίδα είναι καημός και πόθος. Τη νοσταλγούν, η λαχτάρα τους καίει κι αν δουν κάπου εκεί στα λιβυκά ακρογιάλια κάτι που να την θυμίζει κάνουν σαν τρελά παιδιά, όπως όταν είδαν θυμάρια. Λέει ο ποιητής :
Ω, να ‘σαστε κι εσείς μαζί
πατριδοπουλητάδες
κι από μιαν ένοχη μεριά
να βλέπατε με τι χαρά τα εξόριστα τα παλληκάρια
ξεφώνιζαν στις Λιβυκές ερημικές ακτές
σαν είδανε τα πρώτα τα θυμάρια.
Και τα χaϊδoλογoύσavε με χέρια τόσο τρυφερά
σα να χαϊδολογούσανε μια μάνα μια ερωμένη
μιαν αδελφή σε μια στιγμή που ύπνος γλυκός
την παίρνει
Όμως ο ποιητής είναι πια άρρωστος, η άμμος, το λιοπύρι, η δίψα φωλιάζουν στα πνευμόνια του που το παλεύει αλλά δε γιατρεύονται πια. Και εδώ μπορεί να σταθεί και το υπέροχο, αισιόδοξο ποίημα του Μη καρτεράτε να λυγίσουμε που δεν αναφέρεται μόνο στα όσα έζησε στη Μέση Ανατολή, στον πόλεμο, στο φασισμό, στις εξορίες και στη φυλακή αργότερα. Είναι για όλα τα χιλιάδες βάσανα και τις στερήσεις αλλά ο ποιητής θα πει και θα βροντοφωνάξει:
Μην καρτεράτε να λυγίσουμε
μήτε για μια στιγμή
μηδ’ όσο στην κακοκαιριά
λυγάει το κυπαρίσσι
έχουμε τη ζωή πολύ
πάρα πολύ αγαπήσει
Εδώ φαίνεται και η αγάπη του ποιητή για τη ζωή και το πάθος, το πείσμα πως θα αντέξουν, πως δε θα λυγίσουν, πως θα τους βρει η άλλη μέρα στο μετερίζι του χρέους και της λευτεριάς.
Και έτσι εκείνος ο ταπεινός ψαράς , μεροκαματιάρης, λιγνός και πονεμένος άνθρωπος γίνεται ο κήρυκας της ελπίδας για το αύριο που θα έρθει φωτεινό, κρατάει ρομφαία το ιδανικό του. Κι αν κάπου κάποιοι μίλησαν για πεσιμισμό και αναφέρθηκαν σε συσχετισμούς με τον Καρυωτάκη, δεν είναι η ίδια θλίψη, ο πόνος, τα βάσανα τους. Ο Καρυωτάκης, μέγας βέβαια ποιητής, παλεύει με τον εαυτό του και με το πρόβλημα του που τον οδηγεί μοιραίως στο θάνατο. Ο Αγγουλές σαλπίζει παρ’ όλους τους πόνους, τον θρήνο και τα βάσανα, δικά του και των άλλων, το ξημέρωμα της λεύτερης πατρίδας, το γλυκό πρωινό της λεύτερης μέρας και δεν είναι το μόνο το παραπάνω ποίημα που προσπαθεί, που φωτίζει το αύριο. Είναι και άλλα όπως το αλλάξτε τη μοίρα σας, πάρτε τη γη, μείνε φτωχός και πολλά άλλα.
Δύο στροφές μόνο από το αλλάξτε τη μοίρα:
….Τίποτα, τίποτα καλό σε εσάς δεν έχουν δώσει
όσοι σοφοί κι αν πέρασαν και παντογνώστες
και μεγάλοι ποιον περιμένετε να’ρθει; ποιον καρτεράτε
να σας σώσει
***
Εσείς οι ίδιοι με τα χέρια σας
με το μυαλό σας, με την πράξη
αν δεν αλλάξετε τη μοίρα σας
ποτέ της δεν θα αλλάξει.
Τα βάσανα όμως συνεχίζονται και επιστρέφοντας από τη Μέση Ανατολή. Εξορίζεται και στη συνέχεια φυλακίζεται για πολλά χρόνια. Εκεί συναντά και τον Σιδερή, αδελφό και πατέρα, και τόσους άλλους που τον αγκάλιασαν και τον προστάτευαν όσο μπορούσαν. Η δημιουργική του δύναμη περιορίστηκε αλλά δε σιώπησε· έγραψε και στη φυλακή στίχους μοναδικούς όπως το Ωρα σας καλή γραμμένο για τους μελλοθάνατους που έφευγαν για πάντα κι ωστόσο ολόκληρη η φυλακή αντιλαλούσε το τραγούδι (ποίημα του Βάρναλη) δεν είμαι εγώ σπορά της τύχης… Εδώ πια δεν πρόκειται για απλούς, καθημερινούς ανθρώπους αλλά για Διγενήδες που αψηφούσαν τον Χάρο και όταν αναμετρήθηκαν στα μαρμαρένια αλώνια βγήκαν νικητές – Απέθαντοι ήρωες, βιγλάτορες των ιδανικών της φυλής μας και όλων των δημοκρατικών ανθρώπων που δε ζουν χωρίς τη λευτεριά.
Μέσα στις φυλακές ο Αγγουλές ήταν με τους αδελφούς αλλά ένας ίσκιος από τις κακουχίες και την αρρώστια των τυπογραφείων (μολυβδίαση). Κάποιες φορές του έλεγαν οι συγκρατούμενοί του: «βρε Φώτη, έτσι που πας, θα πεθάνεις. Φάε μια μπουκιά.» και εκείνος απαντούσε: «Εδώ πεθαίνουν τα αδέλφια μου κάθε μέρα και εμείς τώρα θα κάνουμε κούρα;». Ο Γ. Σιδερής διηγείται στιγμιότυπα από τη φυλακή που δείχνουν τον άνθρωπο Αγγουλέ, την μεγάλη καλοσύνη, θα πω αγιότητα που έχουν κάποιοι άνθρωποι και με αυτή πορεύονται στη ζωή. Γράφει λοιπόν ο Σιδερής ότι κάποτε από τα παράθυρα της φυλακής κοίταζε ένα κομμάτι δρόμου, πέρα από τους τοίχους της και έλεγε: «τι όμορφος που είναι ο κόσμος!» Άλλη φορά πάλι είχε βρει ένα μικρό λουλουδάκι και το κρατούσε σαν διαμάντι στα χέρια του και παράλληλα άκουσε παιδικές χαρούμενες φωνές, στάθηκε εκστατικός και ψιθύρισε στο Σιδέρη: «Δύο τόσο μεγάλες χαρές μαζί… πώς να τις αντέξεις… Αχ! τι μας έκαναν οι άτιμοι….» Και πάντα όλο κάτι να σημειώνει σε κουτιά τσιγάρων, σε εξώφυλλα βιβλίων και μετά να τα πετάει. Τρέχανε όμως οι σύντροφοι, τα μάζευαν ή τα απομνημόνευαν (υπήρχε κάποιος με αυτή τη δυνατότητα στη φυλακή), τα συγκέντρωναν και μετά τα παρέδιδαν στο Σιδέρη. Εκείνος πάλι τα έκρυβε σε μια σχισμή του ξύλινου ποδιού του για να μη τα βρουν οι φύλακες.
Έτσι σώθηκαν πολλά ποιήματα όπως και το βιβλίο που έγραψε ο Σιδερής κατά παράξενο τρόπο, γιατί τα περισσότερα βιβλία του και γραπτά τα πήραν ή νομίζω πως τα έκαψαν οι εκτελούντες διατεταγμένη υπηρεσία. Το 1958 που βγήκε από τη φυλακή ήταν πια μια προσωπικότητα. Έκαναν διαλέξεις για την ποίηση του, έγραψαν για αυτόν, και ποιήματα και πεζά, κυρίως η Έλλη Παπαδημητρίου, που ήταν αγαπημένη φίλη και τον συνόδεψε νεκρό. «Ερχόμενος από τη Χίο για θεραπεία πέθανε στο καράβι και τον γύρισαν στο νησί».
Αν πρέπει να αποτιμήσουμε την ποιητική του προσφορά ανεπιφύλακτα οφείλουμε τον έπαινο στο σπουδαίο προλετάριο, αγαπημένο ποιητή του λαού και των δημοκρατικών ανθρώπων.
Αυτοδίδακτος μας έδωσε μια ποίηση ξεχωριστή, λυρική και πονεμένη, στιχουργικά εξαιρετική, τις περισσότερες φορές με ρυθμούς και μέτρα που η ψυχή του και το ταλέντο του ανάδιναν διαλεκτικά και με ρεαλισμό φορές – φορές, λεκτικά, ευρήματα με την συσσωρευμένη πείρα, αγωνία, θλίψη, φλόγα και ιδανικά χαρίζοντας μας μαγικό λόγο, να κλαις και να φλέγεσαι από περηφάνια. ανδρεία ποίηση, πελεκημένη στο καμίνι του πολέμου, των εξοριών και της φυλακής, μας έδωσε ο ξυπόλητος Άγγελος Φώτης Αγγουλές, που μυρώνει τα όνειρα μας, τις ελπίδες μας, τα πιστεύω μας για ένα καλύτερο αύριο.
Θέλω ωστόσο να αναφερθώ σε κείμενο της Έλλης Παπαδημητρίου για την κηδεία του από το βιβλίο της Φώτης Αγγουλές, εκδ. Κέδρος, 1957: Η κηδεία επίσημη, με έξοδα του δήμου και μουσική. Μερικοί παραπονέθηκαν :
«γιατί να μην κάνουνε αυτοί τα έξοδα;» έλεγαν…..είμαστε φίλοι, χτυπούσαν το στήθος τους, δείχνανε την καρδιά τους, θλίψη αντρίκεια, ομηρική. Άλλοι λέγανε πως αν είχε ο Φώτης τα μισά λεφτά που πήγανε στο ξόδι του θα περνούσε πλούσια ένα χρόνο. Στο τέλος μερικοί κοντινοί του αρπάξανε το φέρετρο στα χέρια και το κατεβάσανε στον τάφο.
Ήταν άνοιξη του 1964 και ο Φώτης 52 χρονών.
Θα τελειώσω με το ποίημα Μείνε φτωχός χωρίς κανένα σχόλιο.
Συδαύλιζε μ’ ό,τι μπορείς
της πίστης σου το πυροφάνι
και μια χαρά να σού ‘μείνε
κάψτην και κείνη.
Μείνε φτωχός μείν’ άχαρος
μείνε ό ,τι να ‘ναι, φτάνει
στα σκοτεινά η ψυχή σου να μη μείνει.
Άκου το σκλάβο πώς βογκά
άκου τον κόσμο π΄ψς στενάζει
κάτι πεθαίνει μέσα του,
κάτι γεννιέται, κάτι αλλάζει.