Είναι οι μέρες που ζωντανεύουν οι μάρτυρες.
Τα χώματα ένα με τα αίματα·
στερεμένα τα μάτια,
πετρωμένα τα βλέμματα,
απλωμένα τα χέρια.
Πουλιά που γύρισαν νωρίς τα όνειρα.
Το τελευταίο φτερούγισμα,
η πνιχτή ανάσα των παιδιών,
των τελευταίων αγγέλων.
Οι στήλες άλατος και πέτρας
των μανάδων.
Ξίδι και χολή στα χείλη
της πατρίδας της σταυρωμένης,
χωρίς Ανάσταση,
χωρίς Κυρηναίους.
Πόσα βήματα χορών θυμωμένων,
συρτών μοιρολόγια.
Ο αέρας, ακόμα φέρνει
τα χώματα μαζί με τα αίματα
στα μάτια, και τρέχουν βρύσες
και πονούν.