Χειμώνας, πρωί. Ένα μικρό αγόρι ξυπνά μέσα σ’ ένα υγρό και κρύο υπόγειο. Τουρτουρίζει από το κρύο. Γυρίζει και κοιτάζει τη μητερούλα του που κοιμάται δίπλα σκεπασμένη μ’ ένα λεπτό και κουρελιασμένο πάπλωμα. Το αγοράκι παρατηρεί την αναπνοή της που όσο αδύνατα κι αν βγαίνει , μόλις βγαίνει γίνεται ένα άσπρο συννεφάκι και μετά διαλύεται.
Είναι άρρωστη, και το αγοράκι, όσο μικρό και αν είναι, νοιώθει πως δεν πρέπει να την ξυπνήσει, αν και η πείνα του τρώει τα σωθικά.
Έξω είναι γιορτή μεγάλη. Ήρθαν τα Χριστούγεννα. Και γι’ αυτό όλοι οι κάτοικοι τούτων των υπογείων είχαν φύγει και ακουόταν μόνο τα βογγητά μιας άρρωστης γριάς καρφωμένης στο παλιοκρέβατο της.
Ποια τύχη άραγε να έφερε εδώ τη νέα γυναίκα με το αγοράκι της; Αυτή φαίνεται τις μέρες αυτές ήρθε από την επαρχία και ξαφνικά αρρώστησε, ίσως επειδή στο δρόμο κρυολόγησε.
Οι ώρες περνούν στο υγρό υπόγειο και το αγόρι κάποια στιγμή σηκώνεται διψασμένο και κοντά στην πόρτα βρίσκει τη στάμνα με το νερό… πίνει και χορταίνει τη δίψα του. Ψάχνει να βρει κανένα κομμάτι ψωμί… κάτι άλλο, ούτε καν του πέρασε από το νου να ζητήσει… ήξερε πως δεν θάβρισκε. Μα τη φορά αυτή ούτε καν ψωμί κατόρθωσε να βρει.
Οι χειμωνιάτικες μέρες είναι πολύ μικρές εδώ πέρα. Η νύχτα ξαναπλώνει γρήγορα τη μαυρίλα της.
Αυτή η μαυρίλα του έσφιγγε τώρα την καρδιά και το φόβιζε… έπειτα η πείνα είχε γίνει ανυπόφορη. Κερί δεν άναψε ίσως γιατί είχε σωθεί και τούτο.
Άγγιξε το πρόσωπο της μητέρας του. Περίεργο! Ήταν τόσο κρύο όσο κι ο τοίχος. Αυτή δεν κουνήθηκε… της έπιασε το χέρι κι αυτό πιο κρύο από τον τοίχο. Ήταν πεθαμένη.
-Τι κρύο που κάνει εδώ μέσα, σκέφτηκε, τι κρύο!
Με τον αχνό του προσπάθησε να ζεστάνει τα δακτυλάκια του και ψάχνοντας βρήκε εκεί κάπου το σκούφο του, τον έχωσε ως τα’ αυτιά και σιγά-σιγά βγήκε έξω, μη ξυπνήσει την καημένη τη μητερούλα του. Θ α έβγαινε πολύ νωρίτερα, αλλά μπροστά στη πόρτα του γείτονα ήταν ένας μεγάλος σκύλος και δεν τολμούσε να βγει. Τώρα ο μεγάλος σκύλος έφυγε και το αγοράκι τρεχάτο βγήκε στο δρόμο.
Περπάτησε αρκετά… Έπειτα σ’ ένα σταυροδρόμι μπήκε σ’ ένα πλατύ και κατάφωτο δρόμο. Θεέ μου! Τι ωραία, τι μεγάλη πόλη! Τέτοιο πράγμα από τότε που γεννήθηκε δεν είχε δει ποτέ του. Εκεί κάτω, από όπου είχαν έρθει ήταν τόσο σκοτεινοί και στενοί οι δρόμοι! Σ’ όλο το δρόμο έβλεπες μόνο ένα φανάρι κι εκείνο μισοσβησμένο! Ναι, εκεί κάτω όταν βράδιαζε όλοι μαζευόταν στα σπίτια τους. Πού να δει κανείς τέτοια ώρα άνθρωπο ζωντανό στον δρόμο. Μόνο τα σκυλιά, πολλά-πολλά σκυλιά, κοπάδια ολόκληρα ούρλιαζαν και γαύγιζαν όλη τη νύχτα. Μα πάλι εκεί κάτω είχαν ζέστη και τους έδιναν κάτι να φάνε, ενώ εδώ… Άχ! Θεούλη μου! Μια φέτα ψωμάκι να είχα να μην πεινώ πια! Τι θόρυβος! Τι κόσμος! Τι κίνηση ! Τι φώτα! Μόνο να είχε κάτι να βάλει στο στομάχι του… αλλά τα δάκτυλα του, γιατί να πονούν τώρα;
Μα τώρα του πονούν περισσότερο από τα χέρια τα δακτυλάκια των ποδιών του. Δεν μπορεί να συμμαζέψει τα δακτυλάκια του, είναι τόσο κόκκινα, τόσο κόκκινα! Βάζει τα κλάματα κι αρχίζει να τρέχει. Πίσω από ένα μεγάλο παράθυρο, φωτισμένο κι αυτό, βλέπει ένα άλλο δωμάτιο. Γύρω από το γεμάτο γλυκίσματα τραπέζι στέκονται τρείς κυρίες πλούσια, πολύ πλούσια ντυμένες. Όποιος μπαίνει μέσα του δίνουν από ένα γλύκισμα. Η πόρτα όλο ανοιγοκλείνει. Ο μικρός χώνεται κι αυτός μέσα. Μια άσχημη φωνή χτυπά στ’ αυτί του… «Χου, χου, έξω», να έτσι, όπως διώχνουν τα σκυλιά. Μια κυρία σηκώνεται γρήγορα, του δίνει ένα κέρμα στο χέρι και το βγάζει έξω. Μα γιατί τον έβγαλαν έξω;… Πόσο τρόμαξε! Το κέρμα πέφτει από τα χεράκια του, γιατί τα δακτυλάκια του είναι πια ξυλιασμένα και δεν μπορούν να το σφίξουν… Το κέρμα κατρακυλά και πέφτει από μια σχάρα που ήταν κοντά στη σκάλα σ’ ένα υπόγειο.
Τρέχει με κλαμένα μάτια… μα πού; Ούτε το ίδιο δεν ξέρει. Τρέχει, τρέχει και με τον αχνό του θέλει να ζεστάνει τα χεράκια του μα που να ζεσταθούν. Να, εδώ στέκονται πολλοί μπροστά σε μια βιτρίνα και χαζεύουν… Ά! Τι ωραία που είναι! Τρεις κούκλες με κόκκινα και πράσινα φορέματα κάθονται γύρω στο τραπέζι σαν να ήταν ζωντανές… σαν να μιλούσαν, και ένας κύριος πάλι από κερί, κρατά ένα βιολί σαν να ήταν έτοιμος να τραβήξει το δοξάρι… Να είναι άραγε ζωντανό; Σκέπτεται ο μικρός και βάζει το δάκτυλο στο στόμα για να λύσει αυτό το σπουδαίο πρόβλημα. Τέτοιες κούκλες ποτέ του, μα ποτέ του δεν έτυχε να δει. Τα ποδαράκια του πονούν, αλλά βλέπει τις κούκλες που είναι έτσι αστείες και ξεχνά τα κλάματα του για να γελάσει.
Ξαφνικά του φάνηκε πως κάποιο χέρι από πίσω του έπιανε το ρούχο του… Γυρίζει να δει κι ένα αλητάκι του δρόμου του αρπάζει τον σκούφο από το κεφάλι και φεύγει, αφού του δίνει μια από πίσω για να σκοντάψει και να πέσει, όπως κι έπεσε. Οι γύρω βάζουν τις φωνές… βρίζουν το αλητάκι εκείνο… μα κι αυτός τρομάζει απ’ αυτές τις άγριες φωνές, σηκώνεται από κάτω και όπου φύγει, φύγει. Θεέ μου! Τι άγριες φωνές, τι άγριες φωνές!
Που τρέχει; Τι ζητά; Και το ίδιο δεν ξέρει.
Κάπου εκεί βλέπει μια πόρτα ανοιχτή πού έβγαζε σε μια βαθιά και σκοτεινή αυλή. Δε θέλει πια φώτα και κόσμο! Εδώ είναι σκοτεινά. Προχωρεί μέσα που είναι ακόμα πιο σκοτεινά και ήσυχα.
-Εδώ είναι καλά, σκέπτεται. Κανένας δε θα με βρει. Βλέπει στο βάθος μια στοίβα καυσόξυλα και πηγαίνει και κάθεται σ’ ένα ξύλο ριγμένο καταγής, συμμαζεύεται εκεί, κουλουριάζει από το φόβο, αχ, τι φόβο, δεν τολμά να αναπνεύσει.
Σε λίγο του φαίνεται πως έγινε τόσο καλά, μα πολύ καλά! Δεν πονούν τα χεράκια του, ούτε τα ποδαράκια του και νοιώθει μια ευχάριστη ζέστη να χύνεται σ’ όλο του το σώμα, τέτοια ζέστη σα να ήταν μπροστά σε μια μεγάλη θερμάστρα. Τέτοια ζέστη δεν είναι νοιώσει άλλη φορά… το παίρνει ο ύπνος.
Άχ! Τι όμορφα είναι τώρα… «θα κοιμηθώ λιγάκι», σκέπτεται, «και έπειτα θα πάω να δω εκείνες τις ωραίες κούκλες». Κι ένα χαμόγελο στέκεται στα χλωμά του χειλάκια.
Ακούει τη φωνή της μητέρας του, που του τραγουδά το νανούρισμα, που τόσο το αγαπούσε και πάντα της έλεγε:
-Τι γλυκό που είναι μητερούλα, πες το μου ξανά να κοιμηθώ! Και η μητερούλα του το ξανάλεγε.
Τώρα της λέει:
-Κοιμήθηκα μητερούλα μου, μην το λες και κουράζεσαι… τι ωραία που κοιμάμαι… τι γλυκός ύπνος!
-Έλα λοιπόν και συ στο Χριστουγεννιάτικο δένδρο, του λέει μια γλυκειά μα άγνωστη φωνή. Δεν είναι της μητέρας του… είναι άλλη φωνή. Κάποιος σκύβει εκεί στο σκοτάδι και γλυκά τον αγκαλιάζει κι αμέσως όλα φωτίζονται τριγύρω του.
-Τι ωραίο Χριστουγεννιάτικο δέντρο! Αλλά όχι δεν είναι δέντρο, είναι κάτι πολύ πιο ωραίο, που ποτέ δεν είχε δει στη ζωή παρόμοιο όμορφο πράγμα.
Δεν ακούει από πίσω του εκείνες τις άγριες φωνές: «Χου, χου», σα να ήτανε σκυλί.
Όλα τριγύρω του φεγγοβολούν, όλα λάμπουν και γύρω χορεύουν οι κούκλες. Μα όχι… είναι κοριτσάκια κι αγοράκια ζωντανά, στα κάτασπρα ντυμένα… που έρχονται κοντά του, το φιλούν, το αγκαλιάζουν, το παίρνουν μαζί τους. Η μητέρα του το βλέπει και του χαμογελά…
-Μητέρα, μητερούλα, τι ωραία που είναι εδώ!
Και στα όμορφα εκείνα παιδάκια που το τριγυρίζουν και το φιλούν κάθεται και τους διηγείται για τις μεγάλες κούκλες που είδε πίσω από τα παράθυρα. Τα όμορφα παιδάκια το ακούνε, γελάνε και παίζουνε μαζί του….
-Μα πώς σας λένε εσάς; Τα ρωτάει.
-Είμαστε τα παιδάκια του Χριστού και μας έστειλε να σε πάρουμε και σένα κοντά στο Χριστουγεννιάτικο του δένδρο, γιατί αυτός έχει πάντα ένα ωραίο μεγάλο Χριστουγεννιάτικο δένδρο για όλα τα παιδάκια, που στη γη δεν είχαν τέτοιο δένδρο.
Κι ο μικρός ακούει τα όμορφα παιδάκια να του διηγούνται την ιστορία τους. Μια ιστορία πολύ όμοια με τη δική του. Άλλα άφησαν τον κόσμο παγωμένα, άλλα νηστικά, άλλα από γροθιές, άλλα από αρρώστιες, γιατί κανείς δεν τα φρόντιζε.
Τώρα, όλα τα πήρε κοντά του ο Χριστός και μαζί του γιορτάζουν τα Χριστούγεννα και είναι τόσο ωραία… τόσο ωραία!…
Μετάφραση- διασκευή: Τασσώ Γαΐλα
Φιόντορ Ντοστογιέφσκι
Ρώσος συγγραφέας, μεταφραστής, δημοσιογράφος, εκδότης και φιλόσοφος. Γεννήθηκε στις 11 Νοεμβρίου του 1821 στη Μόσχα και απεβίωσε σε ηλικία 59 ετών στις 9 Φεβρουαρίου του 1881 στη Αγία Πετρούπολη. Κορυφαία μορφή της Παγκόσμιας λογοτεχνίας ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι δημοσίευσε το διήγημα του Το παιδί στο έλατο του Χριστού (πρωτότυπος τίτλος: Μάλτσηκ ου Χριστά να γιόλκε) το 1876.