Γράφει η Ελπίδα Πουρναρά //
Από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου, είμαι με ακουστικά στ’ αυτιά. Σαν χθες θυμάμαι το πρώτο μου walkman. Το έχω ακόμα και λειτουργεί κανονικά. Το βρήκα τυχαία, ψάχνοντας κάτι στο πατάρι. Ο λόγος για το μικρό σκούρο μπλε cd player που κουβαλούσα παντού. Στο σπίτι, στις εκδρομές, στα ταξίδια, στις βόλτες με το αυτοκίνητο. Ήταν δώρο των γονιών μου σε κάποια τάξη του δημοτικού, δε θυμάμαι ακριβώς σε ποια. Κι ας μη χωρούσε στην τσέπη του μπουφάν, το είχα μαζί μου πάντα, παρέα με τη ροζ θήκη για τα cd. Άλλαζα τα cd με απίστευτη ταχύτητα. Τότε δεν αρκούσε απλά το πάτημα ενός κουμπιού. Ένα ζευγάρι ακουστικά κι ένας σωρός αναμνήσεις.
Μπορούσα ανέκαθεν να κάθομαι για ώρες απλά ακούγοντας μουσική. Είναι – όσο κλισέ και να ακούγεται – μια φυσική ανάγκη. Κάθε μέρα ξέκλεβα χρόνο για να τον αφιερώσω σε αυτή. Έχουν περάσει πολλές μέρες μέχρι στιγμής που το μόνο παραγωγικό που έκανα ήταν να ακούσω μερικές συλλογές. Η τελευταία μέρα της εβδομάδας, ωστόσο, που είναι τελείως κενή από υποχρεώσεις είναι κι η αγαπημένη μου. Κατ’ αυτό τον τρόπο, λοιπόν, οι Κυριακές έχουν συνδυαστεί με τις μελωδίες. Ειδικότερα το μεσημέρι που όλοι έχουν αποσυρθεί για τη σιέστα τους. Αυτή είναι η καλύτερη ώρα για να απολαύσεις ένα cd, ένα βινύλιο, ακόμα και μία κασέτα. Πατάς το play και ξέρεις πως κανείς δε μπορεί να σε διακόψει. Είσαι εσύ κι οι νότες και μόνο η αναπνοή σου παρεμβάλλεται.
Θυμάμαι τον πατέρα να βάζει στο πικάπ τους αγαπημένους του δίσκους και την μικρή τότε Ελπίδα να τρέχει προς τα εκεί ρωτώντας: «Ποιο τραγούδι ακούμε τώρα;» ή «Θα βάλεις αυτό σε παρακαλώ;». Η μουσική που αναζητούσα τα βράδια της Κυριακής ήταν σαν κι αυτή του Χατζηδάκι και το «Το χαμόγελο της Τζοκόντας». Τότε σχηματιζόταν και στο δικό μου πρόσωπο ένα ελαφρύ μειδίαμα, που μαρτυρούσε την ευχαρίστησή μου. Καθόμουν μπροστά στο πικάπ και έβλεπα το δίσκο να γυρίζει. Με μαγνήτιζε – σχεδόν με υπνώτιζε – η ταχύτητα με την οποία γύριζε. Έτσι γύριζαν οι μέρες, οι μήνες, οι εποχές, τα χρόνια.
Θυμάμαι το τραγούδι που έπαιζε στην αποφοίτηση της Γ Λυκείου, το τραγούδι που έπαιζε όταν έμαθα πως πέρασα στη σχολή μου, το τραγούδι που ακούω κάθε καλοκαίρι τα τελευταία δέκα τουλάχιστον χρόνια και που το χορεύω σα να είναι η πρώτη φορά. Κάθε εποχή χαράσσεται στο μυαλό μου με μία διαφορετική μελωδία. Τον προηγούμενο Αύγουστο, δεν πέρασε μέρα που να μην ακούσω το «Road to burn» των αγαπημένων μου 1000mods. Ύστερα ήρθε το φθινόπωρο και στα ηχεία μου έπαιζε αδιάκοπα το «Thick air» της Nalyssa Green. Ο χειμώνας ήταν αφιερωμένος στο «Rifles» των Black Rebel Motorcycle Club. Το πήγαινε – έλα της άνοιξης, συντροφεύει πλέον το «Dirty things» των Cyanna Mercury.
Είναι ο λόγος που δε βαριέμαι τις διαδρομές στο μετρό και που καταφέρνω να αποφύγω τη μιζέρια και τη γκρίνια του διπλανού στο λεωφορείο, απλά δυναμώνοντας την ένταση. Ο λόγος που χαμογελώ περπατώντας στο δρόμο σιγοτραγουδώντας τους αγαπημένους μου στίχους –κι ας με περνούν για τρελή οι διαβάτες. Για παράδειγμα έχω συνδυάσει τη διαδρομή προς τη σχολή με το «Morning Sun» των The Underground Youth, τον απογευματινό περίπατο με το «Nobody but you» των Black Keys και το βαρετό πρωινό ξύπνημα με το «Skeletons» του Stevie Wonder, που δίνει μονομιάς έναν πιο χαρούμενο τόνο.
Άραγε έχεις σκεφτεί ποτέ ότι κάποιο τραγούδι έχει γραφτεί για σένα; Εγώ αρκετές φορές. Γι’ αυτό και βρίσκω κομμάτια του εαυτού μου σε αυτά κι εμμένω να ακούω όσα περισσότερα μπορώ. Το κάθε μουσικό είδος, εξάλλου, έχει να σου δώσει κάτι για να συνθέσεις το δικό σου puzzle. Κι όπως λέει μια ψυχή: Άκου και γίνε καλύτερος άνθρωπος.
Γι’ αυτό κι εσύ, να μην κλείνεις τα αυτιά σου. Κι αν κάποια στιγμή νιώσεις μόνος, βάλε ένα τραγούδι να παίζει. Κι ας μην είναι το αγαπημένο σου. Οι νότες θα γεμίσουν το δωμάτιο, ο αέρας θα ανανεωθεί και τότε θα δεις πως όσο έχεις τη μουσική δεν είσαι μόνος. Κι αν αυτό σου ακούγεται παιδιάστικο, αφελές, ίσως κι αστείο, απλά δοκίμασέ το.