στη μνήμη του πατέρα μου
του Παύλου Α. Μουρουζίδη
Κοντά δώδεκα χρόνια συμπλήρωνε στο σπιτικό του στην πόλη ο Ανέστης με τη φαμελιά. Σπιτικό να το κάνει ο θεός, δηλαδή· όλο από πλιθί, δυο σόμπες να ζεσταίνουν καθιστικό και κουζίνα κι οι δυό του κάμαρες, πάντα μπούζι· τ’ αποχωρητήριο έξω απ’ το σπίτι, μπάνιο στη σκάφη με το γκιούμι κι ο βαρύς ηπειρωτικός χειμώνας, λες κι ατελείωτος.
Πλίθινα και τα περισσότερα σπίτια στη Γκιόλα, την απλωμένη γειτονιά έξω απ’ την πόλη με τις παλιές, κοντόχοντρες, θαρρείς κακοχυμένες, μονοκατοικίες και τις μεγάλες αυλές. Φτωχικά τα σπίτια, μα όχι και παρατημένα, με τα ασβεστωμένα τοιχάκια και τους αυλαγάδες, τις ταχτοποιημένες σάγιες και τον περιποιημένο κήπο, με τις μηλιές, την κερασιά ή την αχλαδιά σε κάποια γωνιά του· τα παλιά κεραμίδια, που πριν πιάσουν οι βροχές ανανεώνανε τα μπαλώματα στις στέγες, με ότι γλύτωνε από τα καταστροφικά παιχνίδια των πιτσιρικάδων που εξασκούσαν τις γροθίτσες τους επάνω τους.
Στα δώδεκα χρόνια, πρώτη φορά ακουγότανε το χαρούμενο σφύριγμα του Ανέστη, καθώς κάρφωνε τα δοκάρια της σκεπής. Δεκάρι λατάκι για τα πλαϊνά, δοκάρια για τα μεσιανά, τα καρφιά πετούσαν σαν ακροβάτες απ’ το χέρι στο δοκάρι, πριν κοντοσταθούν για λίγο στο στόμα που τα συγκρατούσε ίσα – ίσα· και τικ – τουκ – τακ, με τρεις ζυγιασμένες σκεπαρνιές, αναπαύονταν βαθιά στις κόντρες του δοκαριού.
Παράνομο το καινούριο δωμάτιο που ‘χτιζε ο Ανέστης, το μόνο από τούβλο και σωστό, όχι τ’ άψητο τούρκικο, κεραμίδι· σ’ ένα Σαββατοκύριακο, με τις νύχτες μαζί, σα να φύτρωσε άξαφνα η νέα κάμαρη, χάρις στη βιαστική κι ασταμάτητη δουλειά του μικρού συνεργείου και τα “στραβά μάτια” των γειτόνων, που τον συμβούλεψαν τη Δευτέρα να ‘ναι τελειωμένο για να μην του το ρίξουν οι αρχές.
Ανάσανε ο Ανέστης βαθιά σαν τ’ απόσωσε, έσπρωξε προς τα πάνω το γείσο του τζόκεϋ στο κεφάλι του και πισωπατώντας, βάλθηκε να ζυγιάζει τη δουλειά του στην καινούρια μονόριχτη σκεπή, προσπαθώντας να ξετρυπώσει ό,τι μπορούσε να διορθωθεί. «Σαν καλύτερα τώρα» νούνησε, καθώς έξυνε τον κρόταφο με το νύχι του αντίχειρα, όπως το ‘χε συνήθειο.
Δεν τη φοβόταν τη δουλειά ο Ανέστης, λες κι αναμετριόταν μαζί της κάθε μέρα, λες και πάλευε μ’ ένα θεριό και στο σχόλασμα της μέρας θα χτυπούσε το καμπανάκι που θα τον ανακηρύξει νικητή· καλούπωνε, σιδέρωνε, ό,τι χρειαζόταν πρώτος και καλύτερος. Το ταναλάκι το δούλευε και με τα δυό χέρια, «πιο ξεκούραστα έτσι», παινευότανε ότι τέλειωνε τις δουλειές του γρήγορα και μερακλίδικα. Με τα χρόνια τα χέρια του είχαν γίνει σίδερο, σαν προέκταση απ’ το ταναλάκι κι αυτά. Ψιλόλιγνος και δυνατός, δεν έχανε μεροκάματο βρέξει – χιονίσει, με πυρετό ή άφαγος καμιά φορά, δεν βαρυγκωμούσε ποτέ του. Ωραίος κι ευθυτενής, έβαζε την μπλε του φόρμα και το τζόκεϋ κι έφευγε τα χαράματα για τη δουλειά· σχεδόν αγνώριστος κάθε απόγεμα που γυρνούσε κατάκοπος στο σπίτι· άλλοτε άσπρη απ’ τους ασβέστες η φόρμα, άλλοτε πυροκόκκινη από τα σίδερα, ανάλογα τη δουλειά και τον εργολάβο.
Ό,τι δεν κατάφερνε ο χρόνος στα πενήντα δύο χρόνια της ζωής τού Ανέστη, το κατάφερνε μέσα σε ένα δεκάωρο η εξάντληση του μεροκάματου· τ’ απογέματα γύριζε σέρνοντας το βήμα, μια σπιθαμή κοντύτερος θαρρείς, σαν κοντύτερη κι η ανάσα του μετά από κάθε βήμα.
~ / / ~
Ταχτικός στη δουλειά του, ταχτικός σε όλα του ο Ανέστης. Μετρημένη ζωή, μετρημένα και τα έξοδα. Δεν έπινε, δεν κάπνιζε, δε χαρτόπαιζε. «Αυτά είναι για τους ρεμπεσκέδες», έλεγε και ξαναριχνότανε στη δουλειά λες και ο κίνδυνος να τον κακοχαρακτηρίσουν παραμόνευε. Κάτι αλάνια στη δουλειά τού κολλούσανε που και που, ότι πιάνεται κορόιδο, ότι χαλάει την πιάτσα και τέτοια.
« – Ποιο σιγά ρε Ανέστη, θα μας ξεκάνεις.»
« – Ακαμάτηδες», μουρμούριζε μες στα δόντια του, «ξεκουνάτε ρε μαμαζέλες» τους πρόγκιζε, «παρτάκηδες» τους ανέβαζε «ψευτόμαγκες» και «γλύφτες» τους κατέβαζε.
« – Δεν έχω την ανάγκη σας, ας πάρει το πτυχίο του ο μεγάλος μου τον άλλο μήνα και να δεις που σας γράφω!», τους χαστούκιζε με τα λόγια του. Στους ρουφιάνους του κάθε αφεντικού, ακόμη χειρότερα, δεν υπήρχανε προσχήματα και εγκράτειες κι όταν κάποιο τσιράκι τού σήκωσε και τ’ ανάστημα, ο Ανέστης, ασυγκράτητος, δεν αρκέστηκε στα λόγια:
« – Τράβα να κουνηθείς στ’ αφεντικό σου ρε, εκεί που σε παίρνει» και τού χύμηξε. Τρεις και δεν μπορούσαν να τον κάνουν ζάφτι, πού να ξαναπατήσει στη δουλειά ο μαγκίτης.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, τους απόδιωχνε όλους.
« – Δεν κάνεις καλά Ανέστη» προσπαθούσε να τον συνετίσει ο Γρηγόρης, «όλοι συνάδελφοι είναι, με τη δουλειά δεν πρόκοψε κανείς, μόνο σαν τρανώσουμε το κόμμα θα ιδούμε Θεού πρόσωπο» κι άρχιζε το πιλάτεμα.
« – Άσε ρε Γρηγόρη, εσύ καλά τα βόλεψες, εγώ τα χέρια μου έχω, ένα μιστό κι αυτόν όχι κάθε χειμώνα.»
Ένα καφενείο η έξοδος του Ανέστη κι αυτή κάνα δυό Κυριακές το μήνα, χωρίς πολλά – πολλά. Καφές τούρκικος, μέτριος και δυό καλημέρες όλες κι όλες, μια μπαίνοντας κι άλλη μια, με μια αμήχανη κίνηση του χεριού, αποχαιρετώντας. Η παρέα στο καφενείο, λίγοι άνθρωποι της δουλειάς, οικοδόμοι και μηχανοτεχνίτες, ο καθένας στο τραπεζάκι του. Μόνο με το Γρηγόρη είχε δυό κουβέντες παραπάνω. Καλός και τίμιος δουλευτής ο Γρηγόρης, παλιός ΕΛΑΣίτης, πρόσφατα καλοπάντρεψε τα παιδιά του με προίκες ατράνταχτες κι ο ίδιος τα ‘βγαζε πέρα χωρίς πολλές σκασίλες. Αυτό, το ότι ήταν κουκουές ο Γρηγόρης, ποσώς τον συγκινούσε, αρκεί που ήταν εργατικός και ντόμπρος στις κουβέντες του, όσο για ιδέες…
« – Εργάτες σαν και σένα χρειάζεται το κόμμα, τίμιους και με καθαρό μυαλό» και δώσ’ του η ίδια κουβέντα κάθε φορά, όποτε ανταμώνανε.
« – Τι τα θες ρε Γρηγόρη, ποιοι να αλλάξουν την κατάσταση, δεν τους βλέπεις; ο ένας χειρότερος απ’ τον άλλο». Κάπως έτσι τα ψιλολέγανε, ακούγοντας κάναν μακρύν γκαϊντέν ή την Σέρρα στο καφενείο.
~ / / ~
Μέρα πληρωμής σήμερα Σαββάτο κι ο Ανέστης βιάζει το βήμα του να γυρίσει στο σπίτι. Η προκαταβολή του δεκαπενθήμερου τού ζέσταινε κάθε φορά την τσέπη και την καρδιά. Στο δρόμο ποτέ δε χασομερούσε· σφίγγοντας τα σαρανταδύο χιλιάρικα της προκαταβολής στην τσέπη, χωρίς να ξεστρατίσει ούτε το βλέμμα του, περνούσε να ξεχρεώσει πρώτα απ’ τον κρεοπώλη στο κέντρο και μετά καρφί στο παντοπωλείο της γειτονιάς, να σβήσει τα βερεσέδια. Εκείνο το Σάββατο, ξαλαφρωμένος λες και ήρθε στα ίσα του, επέστρεψε στο σπίτι σχεδόν θριαμβευτικά:
- «Σαρανταδύο εξακόσια τριάντα, Σούλα, πήρα αύξηση!»
Αφήνοντας την κούκλα της στο κρεβάτι η μικρή τους Αργυρώ, αρπάζει το μικρό μασούρι με τα χιλιάρικα απ’ τα χέρια του και το τινάζει ψηλά προς τη λάμπα για να χοροπηδήξει πανηγυρικά από κάτω τους, καθώς την περιλούζανε στον άναρχο στροβιλισμό τους.
« – Να πάω για παγωτό;»
« – Μάζεψε τον μικρό απ’ την αυλή στο σχολείο και φέρε για όλους», της φωνάζει για να προλάβει τα «γιούπι» της μικρής και τα «ζήτω» που έφτασε κιόλας στην εξώπορτα. «Με το δώρο του Πάσχα, τον άλλο μήνα, θα πάρω τα σκαρπίνια που έβαλα στο μάτι για την ορκωμοσία του μεγάλου», νούνησε κι έσκασε το χείλι του αφηρημένα.
« – Να ράψεις κάνα φουστάνι κι εσύ Σούλα, να σε δει ο Θεός, για την ορκωμοσία να ‘ναι έτοιμο» της παρήγγειλε
« – Πολλά μαζεύονται Ανέστη, πήγαινε μόνο σου καλύτερα σαν έρθει ο καιρός, να μην ξοδευόμαστε διπλά».
~ / / ~
Στο νέο εργολάβο που ‘πιασε δουλειά το καλοκαίρι ο Ανέστης, δεν ήταν τόσο η κούραση, όσο η καρβουνόσκονη που δεν υποφέρονταν. Τρύπωνε παντού, στα μαλλιά, στο δέρμα, μες στα ρουθούνια. Τρία χέρια σαπούνι στο μπάνιο και η καρβουνίλα δεν έλεγε να καθαρίσει κι όταν με τα πολλά καθάριζε, δεν έλεγε να ξεκολλήσει από τη μύτη όπου γίνονταν, μύξα και κάρβουνο, ένα. Πήρε κι από κοντά και το μεγάλο του γιο το φοιτητή, «το πουλαράκι μου» που τον έλεγε, «να ψηθεί λίγο» όσο ήταν καλοκαίρι. Φτυαρίζανε μαζί τα ατέλειωτα βουνά από κάρβουνο καθώς ξεχείλιζε από τις ταινίες μεταφοράς, προς τους σπαστήρες του ατμοηλεκτρικού σταθμού που κατάπινε τις τεράστιες ποσότητες αχόρταγα.
« – Και με τα δυό χέρια, εναλλάξ να μην κουράζεσαι, σαν φτάσει το φτυάρι στο ύψος της ταινίας, μετά πάει μόνο του» συμβούλευε το γιο του, «αλλάζεις χέρι και γυρίζεις πλευρά στην ταινία, να παίζουν τα χέρια σου άνετα». Σα μηχανές απόλυτα συγχρονισμένες, αλλάζανε μαζί χέρι και πλευρό, σα ζευγάρι χορευτικό, σα φιγούρες φουτουριστικές, γκριζόμαυρες από το ντουμάνι του κάρβουνου, μπροστά ο πατέρας και πίσω ο γιός. Φτούραγε έτσι η δουλειά, ‘φχαριστημένος και με τους δυο τους ο εργολάβος. Μόνο στο συνεργείο σκάγανε κάποιοι συνάδελφοι του Ανέστη, «με ρέγουλα ‘ναθεμά σας» μάνιαζαν και βλαστημούσαν όταν τους έβλεπαν να καθαρίζουν με γρήγορες φτυαριές «χραπ – χρουπ» το κάρβουνο κάτω από τις ταινίες. Είδε κι απόειδε ένας τους πως δε ρεγουλάρεται εύκολα ο Ανέστης, «θα σε τακτοποιήσω», σκέφτηκε και χωρίς δεύτερη σκέψη έβαλε μπρος το χουνέρι που τού ετοίμαζε.
Στο μεσημεριανό διάλειμμα, σαν κάθισαν να γευματίσουν και καθώς έβγαλε ο Ανέστης τ’ άρβυλα να δροσιστούν τα πόδια του, πιάνει κι αλείφει με την ψαρόκολλα τ’ άρβυλο μπρος – πίσω. Μες στην κάψα του καλοκαιριού γρήγορα στέγνωσε η κόλλα, ξεράθηκε το άρβυλο στα δάχτυλα και στις φτέρνες· ως το σκόλασμα, είχε γίνει αλύγιστο σα κούτσουρο, πλήγιασε τα πόδια του Ανέστη, έκοψε κι ο ρυθμός στο φτυάρισμα…
~ / / ~
Ήσυχα που ‘ναι τα απογέματα της Κυριακής… Σα να κοπάζει το βουητό της εβδομάδας που πέρασε και μαζεύουν τις δυνάμεις τους οι ανθρώποι για να τα βγάλουν πέρα στον ανήφορο της νέας, που πλησιάζει σχεδόν απειλητικά. Ήρεμα, νωχελικά, σιάζει τα χαρτάκια του ο Ανέστης, από τα φύλλα του ημερολογίου όπου σημειώνει τα μεροκάματα. Τεντώνει αργά – αργά τις τσαλακωμένες γωνίες, σαλιώνει το μολυβάκι, προσθέτει, τα περνάει στο τεφτέρι του, μετράει και βαριεστημένα μονολογεί «κάτι κάναμε αυτό το μήνα, είκοσι έξι μεροκάματα, έντεκα ώρες υπερωρία, δυό Κυριακές», σα να κάνει τον απολογισμό της ζωής του. Δεν τα κατάφερνε κι άσχημα, με ένα μεροκάματο πότε στην οικοδομή πότε στα έργα, μεγάλωνε τρία παιδιά· ο μεγάλος παίρνει το πτυχίο του, σε λίγες μέρες ορκίζεται, έχτισε και την κάμαρη, ο εργολάβος τού ‘ταξε άλλους δυο χρόνους δουλειά στα γεμάτα, στραβά κουτσά τα ‘φερνε βόλτα.
Πέρασαν οι μέρες, ήρθε το Πάσχα, πληρώθηκε και το δώρο. Την ίδια μέρα, πλύθηκε κι άλλαξε βιαστικά στο σπίτι και βγήκε να ψάξει για σκαρπίνια στα μαγαζιά. Τόσα χρόνια στ’ άρβυλα τα πόδια του, είχε την έγνοια αν θα βρει άνετα σκαρπίνια, να χωράνε τα τυραννισμένα φαρδιά του πέλματα:
« – Αυτό είναι το καλούπι σου, με γειά» του ευχήθηκε ο πωλητής καθώς τα ταχτοποιούσε στο κουτί τους. Το πήρε και βιαστικά επέστρεψε στο σπίτι να τα ξαναπροβάρει. Αφού τα ξαναφόρεσε, δε χόρταινε να τα γυαλίζει και να τα χαζεύει, με όλο το οικογενειακό φασαριόζικο κοινό να χαίρεται με τη χαρά του. Βημάτιζε αργά, τα κοιτούσε χαμογελώντας ως τ’ αυτιά, τόσο χαρούμενος που μόνο μετά από ώρα τα έβγαλε.
« – Με γειά μπαμπά!» φωνάζανε τα μικρά.
« – Ούτε γαμπρός!» ξεκαρδιζόταν η γυναίκα του, «άιντε, χαηρλίδικα να βγουν, άντε μπας κι αλλάξει κι η τύχη μας» ευχότανε.
« – Χμ, λες και δε θα ξαναφορέσω τ’ άρβυλα…» μουρμούρισε και χαμογέλασε μελαγχολικά καθώς χάιδευε τα κεφαλάκια των παιδιών.
Πέρασε ο καιρός, ήρθε η μέρα της ορκωμοσίας, επιτέλους, φόρεσε το σκούρο γκρι του κοστούμι ο Ανέστης, λυγερόκορμος κι ωραίος, έβαλε τα καινούρια του σκαρπίνια και πήρε το λεωφορείο για τη Θεσσαλονίκη. Ήρθε και με βρήκε στο σπίτι, πρώτη φορά στα πέντε χρόνια. Το επόμενο πρωί κινήσαμε για το πανεπιστήμιο. Ωραίος ο καιρός, λιακάδα, χαζεύαμε στη διαδρομή αδιάφορα τους φοιτητές στο αδιάκοπο πήγαινε-έλα τους, τα παρτέρια στη Ροτόντα, τα γεμάτα και χαρούμενα νεανικά καφέ που ζωντάνευαν τους πεζόδρομους. Πολύ σύντομα όμως, πριν προλάβουμε να κάνουμε πεντακόσια μέτρα, τα σκαρπίνια άρχισαν να τον χτυπούν. Αφόρετα ακόμα, μονοκόμματα και σκληρά καθώς ήταν, άρχισαν να κόβουν την πληγιασμένη φτέρνα του Ανέστη που φορούσε σκαρπίνι πρώτη φορά στη ζωή του.
Καθίσαμε να ξαποστάσει στο παγκάκι πίσω από τη Ροτόντα, έβγαλε τα σκαρπίνια, άπλωσε τα πόδια του, έτριψε τις φτέρνες ως πάνω στον τένοντα· έσκασαν οι φουσκάλες κι άνοιξαν οι παλιές πληγές. Άναψε ένα τσιγάρο, άσσο με φίλτρο, συννέφιασε. Έκανε να τα ξαναφορέσει, αλλά δεν τ’ άντεχε με τίποτα. Είδε κι απόειδε, σαν να απόκαμε, παράτησε κάθε σκέψη να συνεχίσουμε το δρόμο μας. Τόση κούραση και τόση ταλαιπώρια υπέμεινε στη ζωή του, με μια αξιοπρέπεια βουβή κι απόμακρη και τώρα…αυτά τα διαολεμένα σκαρπίνια τον χτυπούσανε τόσο άσχημα που δεν μπορούσε πλέον να κάνει βήμα, να χαρεί, ν’ ανασάνει μια στάλα, να χαρεί τη μέρα και το γιό του, να χαρεί…
« – Πήγαινε παλικάρι μου, πήγαινε, εγώ θα γυρίσω, άντε μην αργήσεις» μου είπε μόνο και μ’ έσπρωξε μαλακά.
Κοντοστάθηκα να τον βλέπω απόμερα, καθώς κούτσα – κούτσα απομακρυνόταν· ευθύς κι απόμακρος, περήφανος κι ακέραιος, ο πατέρας μου… Σα να σφούγγιξε, μου φάνηκε πιο κάτω, με την ξανάστροφη του χεριού τα μάτια του κι έτσι, με τα χέρια στις τσέπες, το κεφάλι σκυφτό, βυθισμένος στις σκέψεις του, έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής.
Μεγαλόπολη
Νοέμβρης 2015
Ο Παύλος Μουρουζίδης γεννήθηκε το ’68 στην Πεντάβρυσο Καστοριάς και μεγάλωσε στην Πτολεμαΐδα.
Είναι πτυχιούχος Χημικός Μηχ/κός (1996, ΑΠΘ) και εργάζεται σε ιδιωτικές εταιρίες στο χώρο της ηλεκτροπαραγωγής (ως χειριστής βάρδιας, αναλυτής εργαστηρίων, μηχανικός επίβλεψης) σε εργοτάξια νέων ΑΗΣ ανά τη χώρα. Το 2015 ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στη Συστηματική Φιλοσοφία Κοινωνικών Επιστημών (ΑΠΘ). Είναι τακτικός συνεργάτης στην περιοδική πολιτική επιθεώρηση «Τετράδια Μαρξισμού», ενώ άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε εβδομαδιαίες (ΠΡΙΝ) κι επαρχιακές εφημερίδες.
«Τα σκαρπίνια», είναι η πρώτη του απόπειρα στο διήγημα.