ΜΕΓΑΛΟ και ηρωικό κεφάλαιο της Ιστορίας μας, που μένει να μελετηθεί και πρέπει να φωτιστεί σ’ όλες τις πλευρές του είναι οι συγκλονιστικές δίκες, που, στα χρόνια του Εμφυλίου, συντάραξαν την Ελλάδα. Οι καθημερινές αμέτρητες δίκες στα Εκτακτα Στρατοδικεία, που με συνοπτικές διαδικασίες δολοφονούσαν αγωνιστές του λαού μας, αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης.
ΜΙΑ τέτοια φοβερή δίκη είναι κι αυτή, που “στήθηκε” στη Χαλκίδα τον Απρίλη του 1949, στην οποία δικάστηκε, ανάμεσα σ’ άλλους, ο δημοσιογράφος του”Ρ” Τ ά κ η ς Φ ί τ σ ο ς, μορφή ηρωική του λαϊκού μας κινήματος, που, προσδιορίζοντας της ζωής του τα πλαίσια και το στόχο, έλεγε στην απολογία του:
“ΑΓΩΝΙΣΤΗΚΑ σε όλη μου τη ζωή για την υπόθεση του ΚΚΕ, για το θρίαμβο του κομμουνισμού, για μια καλύτερη ζωή του λαού μας…”. Και καθώς σημείωνε το σχετικό ρεπορτάζ: “Τελευταίος (από τους 40 κατηγορουμένους) εκλήθη και απελογήθη ο Δημ. Φίτσιος, συντάκτης του “Ριζοσπάστη”, ο οποίος κατέθεσεν ότι από μικρός δεν έχει να επιδείξει αγαθοεργούς πράξεις, αλλά πράξεις, που να ωφελούν το Κομμουνιστικό Κόμμα…” (“Καθημερινή” 20/4/49).
Η ΤΟΠΙΚΗ εφημερίδα της Χαλκίδας “Εθνική Φωνή”, σ’ ένα ανατριχιαστικό ντοκουμέντο, που δημοσίευσε σε έκτακτο παράρτημα, στις 16 του Απρίλη 1949, μας δίνει τον τραγικό επίλογο της δίκης, με τις θανατικές καταδίκες του Τάκη και των συντρόφων του. Γράφει:
“ΕΙΣ τον χώρον του ενταύθα νεκροταφείου του Αγίου Ιωάννου εξετελέσθησαν οκτώ ΕΑΜοπροδόται…” Είναι ο Τ. Φίτσος, ο πλοίαρχος Γιάννης Χριστοφορίδης, ο Δ. Βουραζόπουλος, ο Γ. Χάνος και τέσσερις γυναίκες, η Αικατερίνη Μελεμενή, η Μαρία Λαφαζάνη, η Ευανθία Πάτσαλη. Μαζί τους και η Αλίκη Τσουκαλά, η 19χρονη αγωνίστρια, μέλος του ΚΚΕ, καταδικασμένη κι αυτή εις θάνατον διότι – κατά την απόφαση του στρατοδικείου – “αποβαίνει επιβλαβής διά την πατρίδα”.
ΚΡΑΤΗΣΑ πάντα σαν μνήμη άσβηστη το στερνό πρωινό, που είχε ζήσει μαζί μας ο Τάκης Φίτσος, εξόριστος στον Εύδηλο της Ικαρίας. Ανοιξιάτικο πρωινό. Εκεί σ’ ένα πλάτωμα, που είχαμε το καθημερινό προσκλητήριο, με το χωροφύλακα να διαβάζει δύο φορές τη μέρα τα ονόματά μας.
ΕΚΕΙ ακούστηκε το δικό του όνομα. Σβέλτος, χαμογελαστός, μπήκε στην άκρη και την άλλη μέρα έφυγε μεταγωγή για την Αθήνα. Ηταν ολοφάνερο πως οι σκευωροί, που σκάρωναν συστηματικά τις δίκες εξόντωσης των αγωνιστών, είχαν βάλει και το δημοσιογράφο σε κάποια δίκη για να τον βγάλουν από τη μέση.
ΒΑΘΙΕΣ και μακρινές οι αγωνιστικές ρίζες του δημοσιογράφου μέσα στο λαϊκό, το αντιφασιστικό κίνημα. Είναι από τους πρώτους που δούλεψε συστηματικά το εργατικό ρεπορτάζ κι ένας από τους λίγους, που με προσπάθειες άοκνες παρουσίαζε τότε στην εφημερίδα τους αγώνες των εργαζομένων.
ΑΛΛΑ πριν ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία και αναδειχτεί και σε διευθυντικό στέλεχος της εφημερίδας, φοιτητής ακόμη, είχε με γραφτά του, που τα έστελνε από τη Λαμία, μια θετική και αξιοπρόσεχτη παρουσία στις σελίδες του “Νουμά”, παρουσία που κάθε άλλο παρά μαρτυρούσε αρχάριο πεζογράφο. Είναι τακτικός συνεργάτης της στήλης “Χωρίς γραμματόσημο”, που σ’ ένα φύλλο του “Νουμά” ο συντάκτης της στήλης στέλνει στον Λαμιώτη συνεργάτη το μήνυμά του.
ΒΕΒΑΙΑ – παρατηρεί ο συνεργάτης της στήλης χρειάζεται υπομονή… Ομως γιατί το κύμα της αγωνίας; Τόσο νέος – προσθέτει – και γράφεις αρκετά καλά.Δούλευε, γράφε, πελέκα. Τ’ άλλα έρχονται μοναχά τους…”.
ΤΙΣ συγκλονιστικές στερνές ώρες, πριν φτάσει το χάραμα της εκτέλεσης του Τ. Φίτσου, της Αλίκης και των συντρόφων τους, μας τις έχει δώσει ένας παλιός συνάδελφος, ο Γιώργος Πηλιχός, που κράτησε όλες τις λεπτομέρειες της φοβερής δίκης σαν ανταποκριτής αθηναϊκής εφημερίδας.
ΘΥΜΑΤΑΙ, λοιπόν, πως, λίγα μόλις δευτερόλεπτα πριν από την εκτέλεση στο χώρο του Νεκροταφείου, ο Τάκης έβγαλε την καμπαρντίνα του, μ’ αυτήν είχε φύγει από τον Εύδηλο, πλησίασε έναν από τους παριστάμενους, που καθώς αποδείχτηκε ήταν ο νεκροθάφτης και την πρόσφερε λέγοντας: “Πάρ’ την αυτή σύντροφε… Εκεί, που πάω εγώ δε μου χρειάζεται…”.
ΑΝΑΨΕ έπειτα το τελευταίο τσιγάρο, μαζί με τους συντρόφους του, η ζητωκραυγή, κι έπειτα η ομοβροντία του εκτελεστικού αποσπάσματος, που έκοβε για πάντα τη ζωή μέσα στην πιο όμορφη ώρα της, την άνοιξη του 1949, που κάθε χάραμα ατέλειωτα τουφεκιζόταν ο κόσμος της Εθνικής Αντίστασης, που ‘χε παλέψει και πάλευε για τη λευτεριά και την εθνική ανεξαρτησία.
ΔΑΝΕΙΖΟΜΑΙ από γραφτό δημοσιογράφου, που συναπαντήθηκε στα νιάτα του με τον Φίτσο, που τον έζησε στη δουλιά και την αγωνία της εφημερίδας, το πορτρέτο που δίνει. Γράφει: “…Μικρόσωμος, ασκητικός, κάτισχνος, σεμνός, αθόρυβος, αλλά πάντα αεικίνητος, αγαπούσε και βοηθούσε τους νέους δημοσιογράφους”.
ΚΙ ΑΣ σημειώσουμε εδώ πως η εφημερίδα μας στα χρόνια που ακολούθησαν την απελευθέρωση 1944 – 1947 είχε νιάτα, είχε πολλούς νέους, που δούλευαν σ’ όλους τους τομείς. Ο Φίτσος διόρθωνε συχνά τα γραφτά τους, υπέδειχνε τα λάθη, βρισκόταν πάντα δίπλα τους.
Ο ΤΑΚΗΣ ξημεροβραδιαζόταν στην εφημερίδα μας. Ξεχνούσε να φάει, αλλά ξεχνούσε και να κοιμηθεί: Ηταν η συνείδηση του “Ριζοσπάστη”. “Ο Τάκης – συμπληρώνει ο Βάσος Γεωργίου – είναι ένα σύμβολο και μια πορεία… Οταν μπήκε στη φυλακή (της Αίγινας) μαθαίνουν πως σε λίγο μπαίνει στην αχτίνα ο Τάκης Φίτσος. Διακόσιοι άνθρωποι στριμώχνονται στην κιγκλίδα. Κι όσοι τον ξέρανε κι όσοι δεν τον ξέρανε… Ολοι σε μια φωνή, με σεβασμό, προφέρανε το όνομά του: Ο Τάκης, ο Τάκης Φίτσος…
ΚΑΙ ένας άλλος παλαίμαχος αντιστασιακός δημοσιογράφος, ο Παναγιώτης Πατρίκιος, προσθέτει στις μνήμες: “…Εγραφε, όσο ψηλά κι αν έφτασε, τα φαρμακεία, όπως θα έγραφε το κύριο άρθρο… Σαν νάταν μαθητευόμενος συντάκτης, πιστεύοντας πως υπηρετεί το ίδιο τη δημοσιογραφία, γιατί ποτέ δεν υπήρξε βεντέτα…”.
Ο ΤΑΚΗΣ… ο Τάκης. Ηρωική μορφή του ΚΚΕ και της εφημερίδας μας. Ολοζώντανες μνήμες πάντα, καθώς τιμάμε και γιορτάζουμε τα 80χρονα του ΚΚΕ.
Πηγή: Ριζοσπάστης / Νίκος Καραντηνός