Οι ολοένα και πιο πυκνές δυσοίωνες εκτιμήσεις για το μέλλον της καπιταλιστικής οικονομίας της Γερμανίας «βαραίνουν» συνολικότερα πάνω από την Ευρώπη, με δεδομένο τον ρόλο της ως «ατμομηχανής» της ΕΕ. Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος στην Ουκρανία και οι επιπτώσεις του στους διεθνείς ανταγωνισμούς, όπως στο πεδίο της Ενέργειας, λειτουργούν ως καταλύτης που επιταχύνει προϋπάρχουσες οικονομικές εξελίξεις και τάσεις, ενισχύοντας τα σημάδια που δείχνουν προς την κατεύθυνση της εκδήλωσης μιας νέας διεθνούς οικονομικής κρίσης.
Την ίδια ώρα, τα αντιλαϊκά μέτρα που ήδη λαμβάνονται στη Γερμανία δείχνουν την προσπάθεια του κεφαλαίου και του κράτους του να φορτώσουν και αυτήν την κρίση στις πλάτες των λαών. Δίνουν μια σαφή ιδέα για τα «προσεχώς» της κλιμάκωσης της αντιλαϊκής επίθεσης σε όλη την ΕΕ, εμπόδια στο ξεδίπλωμα της οποίας μπορούν να βάλουν μόνο οι εργατικοί – λαϊκοί αγώνες.
Στην τελευταία έκθεσή της η γερμανική κεντρική τράπεζα (Bundesbank) αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «η πιθανότητα να μειωθεί το ΑΕΠ το ερχόμενο χειμερινό εξάμηνο έχει αυξηθεί σημαντικά, λόγω των δυσμενών εξελίξεων στην αγορά φυσικού αερίου». Εκτιμά επίσης ότι ο πληθωρισμός στη Γερμανία ενδέχεται να φτάσει «μια τάξη μεγέθους 10%» το φθινόπωρο (προσεγγίζει ήδη το 8%), ενώ προσθέτει ότι «το ρίσκο ανόδου του πληθωρισμού είναι υψηλό, ιδιαίτερα σε περίπτωση πλήρους διακοπής των προμηθειών φυσικού αερίου από τη Ρωσία».
Χθες η Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία επιβεβαίωσε την ουσιαστική στασιμότητα του ΑΕΠ στο β’ τρίμηνο του έτος, καταγράφοντας οριακή ανάπτυξη 0,1% σε σχέση με το α’ τρίμηνο. Νωρίτερα ο Γερμανός οικονομολόγος Μ. Φράτσερ, από το Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών, επεσήμανε ότι ο αντίκτυπος του πολέμου στην Ουκρανία στη γερμανική οικονομία μπορεί να διαρκέσει έως το 2025, όταν το Βερολίνο επιδιώκει να έχει «απεξαρτηθεί» από το ρωσικό φυσικό αέριο.
Ακόμα κι αυτός ο στόχος ωστόσο δεν είναι εύκολη υπόθεση, όπως έδειξαν χαρακτηριστικά το πρόσφατο ταξίδι του Γερμανού καγκελάριου στον Καναδά, με την απουσία απτών αποτελεσμάτων σε ό,τι αφορά τη γερμανική επιδίωξη για εισαγωγές καναδικού LNG, αλλά και οι πρόσφατες «προειδοποιήσεις» της Σαουδικής Αραβίας ότι ο OPEC+ θα μπορούσε να προχωρήσει ακόμα και σε μείωση της παραγωγής πετρελαίου το 2023, στο πλαίσιο ευρύτερων παζαριών του Ριάντ.
Η απάντηση της γερμανικής κυβέρνησης στα παραπάνω είναι η γνωστή συνταγή: Μέτρα στήριξης των μονοπωλίων – με χαρακτηριστικό παράδειγμα το κρατικό «πακέτο διάσωσης» ύψους 15 δισ. ευρώ για το ενεργειακό μονοπώλιο «Uniper», τον μεγαλύτερο εισαγωγέα φυσικού αερίου στη Γερμανία – και φόρτωμα της «λυπητερής» στις πλάτες του λαού.
Προχθές ανακοινώθηκε η επιβολή περικοπών στις παροχές θέρμανσης και ζεστού νερού σε δημόσια κτίρια και χώρους δουλειάς μέσα στο γερμανικό καταχείμωνο. Μεταξύ άλλων, από 1η Σεπτέμβρη και για όλο τον χειμώνα η θέρμανση σε γραφεία και δημόσια κτίρια θα περιοριστεί στους 19 βαθμούς Κελσίου, ενώ – όπως είχε ζητήσει προηγουμένως η μεγαλοεργοδοσία – σε χώρους δουλειάς όπου οι εργαζόμενοι ασκούν έντονη χειρωνακτική εργασία η θέρμανση θα περιοριστεί στους μόλις 12 βαθμούς!
Σε ό,τι αφορά τα ενοικιαζόμενα σπίτια και διαμερίσματα, η κυβέρνηση δίνει το δικαίωμα στους ιδιοκτήτες να αποφασίσουν αυτοβούλως τη μείωση της θέρμανσης κάτω από τις ελάχιστες θερμοκρασίες που προβλέπονται από τα συμβόλαια. Για τα υπόλοιπα σπίτια η κυβέρνηση απευθύνθηκε στην «υπευθυνότητα των νοικοκυριών»…
Είχε προηγηθεί η επιβολή δύο νέων χαρατσιών στην κατανάλωση φυσικού αερίου, τα οποία προβλέπεται ότι θα αυξήσουν παραπέρα τον λογαριασμό που πληρώνει ένα μέσο τετραμελές νοικοκυριό στη Γερμανία κατά περίπου 500 ευρώ. Η προσωρινή μείωση στον ΦΠΑ για το φυσικό αέριο, που ανακοινώθηκε, ουσιαστικά «πριμοδοτεί» τα ενεργειακά μονοπώλια: Το κράτος «παραιτείται» από ένα μέρος των εσόδων του, δίνοντας τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις εμπορίας να αυξήσουν τις χρεώσεις τους.
Παράλληλα οι εργαζόμενοι και ο λαός έρχονται αντιμέτωποι με τη συνολικότερη «απογείωση» της ακρίβειας, με τα πραγματικά τους εισοδήματα να μειώνονται. Οπως ανέφερε χαρακτηριστικά και πάλι ο Μ. Φράτσερ του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών, «η φετινή προβλεπόμενη αύξηση των μισθών κατά 4,5% ήταν πολύ χαμηλότερη από τον πληθωρισμό, που ήταν περίπου 8%»…
Πάνω σε ένα τέτοιο έδαφος, εξάλλου, έρχονται πιο έντονα στο προσκήνιο και πάγιες αντεργατικές αξιώσεις του κεφαλαίου, όπως η «πρόταση» για αύξηση του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας που έσπευσε να λανσάρει ο πρώην πρόεδρος του κυβερνώντος Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) Ζ. Γκάμπριελ, επικαλούμενος την έλλειψη ειδικευμένων εργατών στη Γερμανία. «Δεν πρέπει να επιτρέψουμε στους ανθρώπους να κερδίζουν περισσότερα δουλεύοντας λίγο περισσότερο;», αναρωτήθηκε προκλητικά ο Γκάμπριελ, όταν τα όποια «περισσότερα» υποτίθεται ότι θα κερδίζουν οι εργαζόμενοι από το επιπλέον ξεζούμισμά τους θα γίνονται κατευθείαν «καπνός» από τον τεράστιο πληθωρισμό.
Την ίδια ώρα που η αντιλαϊκή κλιμάκωση ντύνεται με το γνωστό παραμύθι των περιβόητων «κοινωνικών διαλόγων» της γερμανικής κυβέρνησης, της μεγαλοεργοδοσίας και της σοσιαλδημοκρατικής ηγεσίας των συνδικάτων (βλ. «Συντονισμένη Δράση» για την ακρίβεια), γερμανικά μονοπώλια προχωρούν απτόητα σε κερδοφόρες μπίζνες, όπως οι εταιρείες Ενέργειας «Eon» και «Uniper», που υπέγραψαν συμφωνία με την καναδική «Everwind» για την εισαγωγή καναδικού «πράσινου» υδρογόνου. ‘Η οι αυτοκινητοβιομηχανίες «Mercedes Benz» και «Volkswagen», που υπέγραψαν συμφωνίες με την καναδική κυβέρνηση για την ανάπτυξη της ηλεκτροκίνησης.
Απάντηση στην εντεινόμενη αντιλαϊκή επίθεση και στα «προσεχώς» που βλέπουμε ήδη στη Γερμανία μπορούν να δώσουν μόνο οι αγώνες των εργαζομένων ενάντια σε αυτήν την πολιτική, με «σημαία» τις λαϊκές ανάγκες. Η ανάπτυξη σημαντικών κινητοποιήσεων μετά από χρόνια και παρά τη βαριά σκιά του εργατοπατερισμού, όπως οι απεργίες στις αερομεταφορές και στα λιμάνια της Γερμανίας κ.λπ., ανησυχεί τα αστικά επιτελεία και δείχνει τις μεγάλες δυνατότητες.