▪️ ▪️ ▪️
Η παρουσία των ΗΠΑ στο χώρο της «πράσινης οικονομίας» τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται συστηματικά τόσο στην παραγωγή Ενέργειας στο εσωτερικό της χώρας, όσο και στην ανάπτυξη νέων τεχνoλογιών και συστημάτων παραγωγής «καθαρής» Ενέργειας και στις εξαγωγές τους στον υπόλοιπο κόσμο. Το τελευταίο διάστημα, κι ενώ η κούρσα του ανταγωνισμού πάνω στο πεδίο της «πράσινης» οικονομίας εντείνεται σε παγκόσμιο επίπεδο, στις ΗΠΑ αναπτύσσεται έντονη πολιτική αντιπαράθεση γύρω από το ζήτημα της «Νέας Πράσινης Συμφωνίας», που υποστηρίζουν, κυρίως, πολιτικά κέντρα εντός του κόμματος των Δημοκρατικών, αλλά όχι μόνο. Με πρόσχημα τις δράσεις για τον έλεγχο και περιορισμό των αρνητικών φαινομένων της «κλιματικής αλλαγής», οι υποστηρικτές της «Νέας Πράσινης Συμφωνίας» προτείνουν μέτρα που, όπως ισχυρίζονται, θα μετατρέψουν τις ΗΠΑ σε μια οικονομία «μηδενικών εκπομπών ρύπων», ανοίγοντας νέα μεγάλα πεδία κερδοφορίας στους επιχειρηματικούς ομίλους.
Αξίζει να αναφέρουμε ορισμένα στοιχεία γύρω από τον τομέα της «πράσινης» οικονομίας στις ΗΠΑ. Τα τελευταία χρόνια, η κατανάλωση Ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές παρουσιάζει σημαντική άνοδο στην χώρα και αυξάνει συστηματικά το μερίδιό της στο σύνολο της τελικής κατανάλωσης Ενέργειας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Αμερικανικής Υπηρεσίας Ενέργειας (ΕΙΑ) το συνολικό μερίδιο των ΑΠΕ έφτασε στο 2018 το 11% της συνολικής τελικής κατανάλωσης, οπότε η παραγωγή Ενέργειας από βιομάζα, ανεμογεννήτριες, φωτοβολταϊκά και γεωθερμία έφτασαν στο υψηλότερο ποσοστό των τελευταίων 50 χρόνων. Μεγαλύτερο μερίδιο παραγωγής Ενέργειας από ΑΠΕ κατέχουν οι τεχνολογίες παραγωγής από βιομάζα, με συνολικό ποσοστό 45%.1
Το υπόλοιπο 89% της τελικής κατανάλωσης προέρχεται από τα ορυκτά καύσιμα και πιο συγκεκριμένα το μερίδιο του άνθρακα ανήλθε στο 13%, του πετρελαίου στο 36%, των πυρηνικών στο 8% και του φυσικού αερίου στο 31%. Το πετρέλαιο παρέχει σχεδόν το 92% της τελικής κατανάλωσης Ενέργειας στον τομέα των Mεταφορών.
Την ίδια χρονιά, το 95% της συνολικής κατανάλωσης Ενέργειας στις ΗΠΑ προήλθε από εγχώριες πηγές, στοιχείο που κάνει τα πράγματα εξαιρετικά σύνθετα σε ό,τι αφορά το ζήτημα της μετάβασης σε «πράσινες» μορφές Ενέργειας και στην πλήρη υιοθέτηση της λεγόμενης «νέας Πράσινης Συμφωνίας».
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα στοιχεία αναφορικά με τις συνολικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα εκφρασμένες σε κατά κεφαλήν μετρικούς τόνους (mtpc – υπολογισμός με βάση τη συσχέτιση του συνολικού πληθυσμού μιας χώρας με το σύνολο των εκπομπών ρύπων κατ’ έτος).
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, οι ΗΠΑ αν και σταδιακά από τη δεκαετία του 1970 μειώνουν το ποσοστό τους σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο, το 2014 παρέμεναν σταθερά η πρώτη χώρα σε επίπεδο εκπομπών παγκοσμίως. Πιο συγκεκριμένα, οι εκπομπές διοξειδίου στις ΗΠΑ με όρους κατά κεφαλήν μετρικών τόνων ανήλθε στις 16.503 mtpc έναντι 4.981 mtpc στον υπόλοιπο κόσμο.
Η διαφορά είναι υπερτριπλάσια, ωστόσο από τις αρχές του 2000 οι ΗΠΑ μειώνουν κατ’ έτος το παραπάνω μέγεθος, αφού βρίσκονταν στους 20.179 mtpc, ενώ οι εκπομπές στον υπόλοιπο κόσμο ανέρχονταν στους 4.038 mtpc.2-3 Το παραπάνω στοιχείο προφανώς και σχετίζεται με το επίπεδο της βιομηχανικής παραγωγής την τελευταία 20ετία και την εξαγωγή βιομηχανικών δραστηριοτήτων από τις ΗΠΑ σε άλλες χώρες, ωστόσο είναι ζήτημα που χρήζει περαιτέρω διερεύνησης.
Υψηλότατο το κόστος μετάβασης
Στο μεταξύ, αντικείμενο διαπάλης, ανταγωνισμών και «προβληματισμών» αποτελούν τα τεράστια ποσά που απαιτούνται για τη μετάβαση σε ένα σύστημα «μηδενικών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα», όπως διατείνονται οι υπέρμαχοι της «Νέας Πράσινης Συμφωνίας», ποσά που οι επικριτές του έχουν υπολογίσει ότι ξεπερνούν τα 23 τρισ. δολάρια, κάτι περισσότερο δηλαδή από ένα ετήσιο αμερικανικό ΑΕΠ.
Αλλά και το ποια είναι η κατάλληλη «ισορροπία» ώστε από τη μια οι ΗΠΑ να μη χάσουν την κούρσα του διεθνούς ανταγωνισμού σε ό,τι αφορά την «πράσινη» Ενέργεια, αλλά από την άλλη να μην απεμπολήσουν και τα πλεονεκτήματα που τους δίνει στον παγκόσμιο ανταγωνισμό η φτηνή Ενέργεια από ορυκτά καύσιμα κ.τ.λ.
Ενδεικτική, για παράδειγμα, είναι μια σειρά άρθρων και αναφορών που έχει δημοσιεύσει τελευταία το Κέντρο Φορολογικής Πολιτικής των ΗΠΑ (Tax Policy Center, συνεργασία των ινστιτούτων «Brookings» και «Urban Institute») σχετικά με το κατά πόσον μια «Νέα Πράσινη Συμφωνία» μπορεί να συνεισφέρει στις ΗΠΑ όλα όσα υποστηρίζουν οι υπέρμαχοί της.
Σε πρόσφατο άρθρο που κυκλοφόρησε αναλυτής του παραπάνω ινστιτούτου, επισημαίνονται οι δυσκολίες και οι αρνητικές επιπτώσεις που μπορεί να προκληθούν στην οικονομία των ΗΠΑ από την υλοποίηση του συνόλου των πολιτικών που προβλέπει η «Νέα Πράσινη Συμφωνία», με έμμεσες αναφορές στην οικονομική πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ στον παγκόσμιο καπιταλιστικό ανταγωνισμό.
Παρ’ όλα αυτά, το «πράσινο Νιου Ντιλ» δεν απορρίπτεται στο σύνολό του, καθώς αναγνωρίζονται μια σειρά θετικών συνεπειών που θα προκύψουν στις ΗΠΑ, με όρους κερδοφορίας των ομίλων που εμπλέκονται σε αυτό, προτείνοντας έτσι την υιοθέτηση ορισμένων πλευρών, δίχως βεβαίως να αμφισβητηθεί η σταθερή οικονομική «ανάπτυξη» που επιτυγχάνει ο αμερικανικός καπιταλισμός εξαιτίας της χρήσης ορυκτών καυσίμων.4
«Παρών» στον παγκόσμιο ανταγωνισμό
Από αυτήν τη σκοπιά, είναι δεδομένο ότι οι επιχειρηματικοί όμιλοι των ΗΠΑ δεν μπορούν να απουσιάσουν και από τη νέα «κούρσα» του διεθνούς ανταγωνισμού που ακούει στο όνομα «πράσινη Ενέργεια», όπως δείχνει και το «παρών» που δηλώνουν ήδη μερικά από τα μεγαλύτερα αμερικανικά μονοπώλια.
Σημαντικότερη εταιρεία κατασκευής ανεμογεννητριών με τεράστια διεθνή παρουσία είναι η πασίγνωστη «General Electric», που ανάμεσα στις υπόλοιπες δραστηριότητες αναπτύσσει συστηματικά τον εταιρικό κλάδο των τεχνολογιών ΑΠΕ. Πρόσφατα εξαγόρασε τον τομέα παραγωγής Ενέργειας και τις δραστηριότητες ανάπτυξης δικτύων ηλεκτρισμού από τη γαλλική «Alstom» έναντι 13 δισ. δολαρίων και τον Απρίλη του 2017 εξαγόρασε ακόμη μια μεγάλη εταιρεία παραγωγής εξαρτημάτων ανεμογεννητριών, τη δανέζικη «LM Wind Power». Αξίζει δε να σημειωθεί ότι η «GE» έχει προσφέρει και την «τεχνογνωσία» για τη νέα μονάδα φυσικού αερίου του Ομίλου Μυτιληναίου που εγκαινιάστηκε πρόσφατα.
Επιπλέον, η «GE» έχει ανακοινώσει ότι το κύριο βάρος των δραστηριοτήτων της θα πέσει τα επόμενα χρόνια στις ΑΠΕ, στην ανάπτυξη συστημάτων παραγωγής και αποθήκευσης ηλεκτρικής Ενέργειας, διατηρώντας από τις παραδοσιακές της δραστηριότητες τον κλάδο των αερομεταφορών, ενώ σταδιακά θα εγκαταλείψει τις υπόλοιπες.
Στο Κολοράντο των ΗΠΑ βρίσκονται και οι μονάδες παραγωγής ανεμογεννητριών της δανέζικης «Vestas Wind Systems», εταιρεία που είναι από τις μεγαλύτερες παραγωγής ανεμογεννητριών στον κόσμο – στην Ελλάδα από τη συγκεκριμένη εταιρεία προέρχεται το 50% των συνολικών εισαγωγών ανεμογεννητριών – και έχει έδρα στη Δανία. Η χρηματιστηριακή αξία της εταιρείας – όσα μπορεί να σημαίνει αυτό το μέγεθος – ξεπερνά σήμερα τα 13 δισ. ευρώ, ενώ πολύ πρόσφατα η άλλη μεγάλη αμερικανική εταιρεία που ειδικεύεται στην παραγωγή μπαταριών και «καθαρών» οχημάτων η «Tesla» δημιούργησε με τη «Vestas» κοινό εταιρικό σχήμα για την παραγωγή τεχνολογιών ΑΠΕ και αποθήκευσης ηλεκτρικής Ενέργειας.Στον τομέα των φωτοβολταϊκών, μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες παραγωγής και ανάπτυξης τεχνολογιών με παρουσία σε όλο τον κόσμο και η μεγαλύτερη στο δυτικό ημισφαίριο – σε ορισμένες τεχνολογίες φωτοβολταϊκών υψηλής απόδοσης είναι πρώτη στον κόσμο – είναι η «First Solar» με εργοστάσια παραγωγής σε ΗΠΑ, Μαλαισία, Βιετνάμ και πωλήσεις τον προηγούμενο χρόνο που ξεπέρασαν τα 3,5 δισ. δολάρια. Εξίσου σημαντική εταιρεία ανάπτυξης τεχνολογιών και παραγωγούς φωτοβολταϊκών συστημάτων στην αμερικανική αγορά είναι η «Sunpower Corp.» με 6.600 άμεσα απασχολούμενους και πωλήσεις το 2018 που έφτασαν τα 1,8 δισ. δολάρια. Η εταιρεία έχει εξαγοράσει επίσης την «Greenbotics Inc.» εταιρεία παραγωγής ρομποτικών συστημάτων καθαρισμού και συντήρησης φωτοβολταϊκών συστημάτων μεγάλης κλίμακας. Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο γαλλικός ενεργειακός όμιλος «Total» εξαγόρασε το 60% της επιχείρησης το 2011 και επίσης ήταν από τις εταιρείες του χώρου που εξαιρέθηκαν από τους δασμούς που επέβαλε η προεδρία Τραμπ στις εισαγωγές φωτοβολταϊκών πάνελ στις ΗΠΑ, μέτρο που κυρίως στοχεύει στον κινεζικό ανταγωνισμό.Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι τόσο η εξέλιξη της τεχνολογίας φωτοβολταϊκών πάνελ όσο και το σύστημα φορολογικών ελαφρύνσεων για τη στήριξη των επενδύσεων στον τομέα που εφαρμόζουν οι ΗΠΑ, έχουν οδηγήσει σε μια μεγάλη μείωση του κόστους παραγωγής ηλεκτρισμού από φωτοβολταϊκά. Στις αρχές του 2000, το μέσο κόστος των φωτοβολταϊκών στις ΗΠΑ ανερχόταν στα 10 δολάρια ανά watt, ενώ το 2013, η τιμή είχε πέσει κάτω από τα 4 δολάρια. Μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι από το χώρο των υπηρεσιών και της βιομηχανίας, όπως η «Walmart», η «Verizon» και η «Apple» τροφοδοτούν όλο και περισσότερο τις εγκαταστάσεις τους με ηλεκτρική Ενέργεια προερχόμενη από φωτοβολταϊκά. Τον περασμένο Φλεβάρη καταγράφηκε η μεγαλύτερη εμπορική συμφωνία αγοράς ηλεκτρισμού από φωτοβολταϊκά ύψους 850 εκατ. ευρώ, όταν η «Apple» αγόρασε 130 MW από την «First Solar».Σε ό,τι αφορά τις μεταφορές, η «Tesla» είναι σήμερα η μεγαλύτερη εταιρεία στον κόσμο που αναπτύσσει τεχνολογίες «καθαρής» Ενέργειας για τον κλάδο – τα γνωστά πλέον ηλεκτρικά οχήματα – παράλληλα με τεχνολογίες αποθήκευσης ηλεκτρικής Ενέργειας – συσσωρευτές – αλλά και παραγωγής «πράσινης» Ενέργειας. Πρόκειται για εταιρεία που απασχολεί αυτήν τη στιγμή στις ΗΠΑ 48.000 εργαζόμενους και η χρηματιστηριακή της αξία αποτιμάται στα 58 δισ. δολάρια.Χρυσωρυχείο κερδοφορίας με «παγοθραυστικό» το αστικό κράτος
Οι παραπάνω είναι μερικές από τις πλέον χαρακτηριστικές αμερικανικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον τομέα. Τα τελευταία χρόνια δημιουργείται με ταχύτατους ρυθμούς τεράστιος αριθμός επιχειρήσεων που ασχολείται με τεχνολογίες παραγωγής φίλτρων που μειώνουν τους βιομηχανικούς ρύπους αλλά και τους ρύπους των οχημάτων, εταιρείες διαχείρισης απορριμμάτων για την παραγωγή Ενέργειας αλλά και διαχείρισης υδάτων για την παραγωγή ηλεκτρισμού. Είναι δύσκολο να καταγραφεί το συνολικό μέγεθος της «πράσινης» οικονομίας στις ΗΠΑ, ωστόσο πρόσφατη μελέτη του «London College» που δημοσίευσαν αμερικανικά μέσα πριν από λίγες μέρες, αποτιμά τη συνολική αξία της στα 1,3 τρισ. δολάρια, ενώ οι εργαζόμενοι στον τομέα ξεπερνούν τα 9,5 εκατομμύρια.5
Ολες οι προβλέψεις αναφέρουν ότι ο τομέας αυτός στις ΗΠΑ θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με ραγδαίους ρυθμούς όπως επίσης και η δραστηριότητα των επιχειρηματικών ομίλων του χώρου, εκτός συνόρων. Τέλος, να σημειώσουμε ότι στο πλαίσιο της πολιτικής κρατικών επιδοτήσεων στην «πράσινη» Ενέργεια, που εφαρμόζεται και στις ΗΠΑ, το 2016 μόνο για τις ΑΠΕ χορηγήθηκαν άμεσα 11 δισ. δολάρια και επιπλέον 3 δισ. χορηγήθηκαν για δράσεις ενεργειακής αποδοτικότητας. Τα παραπάνω ποσά βέβαια είναι μικρά για το μέγεθος της αμερικανικής οικονομίας, ωστόσο χρησιμοποιούνται ενδεικτικά, αφού η γενική υποστήριξη που απολαμβάνει ο χώρος, όπως οι φοροαπαλλαγές, τα υπερβαίνει κατά πολύ σε μέγεθος. Εννοείται, βέβαια, ότι αυτή η πολιτική υποστήριξης των πράσινων επιχειρήσεων συνεχίστηκε και κατά την περίοδο της προεδρίας Τραμπ, ανεξάρτητα από το γεγονός των ανακοινώσεων περί αποχώρησης των ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα και τις δεσμεύσεις που αυτή προτάσσει.
Παραπομπές: