Επιμέλεια Ηρακλής Κακαβάνης //
Απόκριες του 1973, 25 Φλεβάρη. Ο κόσμος στα κέντρα διασκεδάζει. Κοσμικό κέντρο «Νεράιδα» επί της οδού Αγίου Μελετίου. Κάποιος δίνει στην ορχήστρα παραγγελιά, να χορέψει. Tις «βεργούλες» («Τα δυο σου χέρια πήρανε …» – ζειμπέκικο του Μάρκου Βαμβακάρη). Μια παρέα αστυνομικών, ξέροντας ποιος χορεύει, θέλουν να του πάρουν τη σειρά στο χορό, από ένα τραγούδι που ήταν δική του …«παραγγελιά». «Παραγγελιά, ρε!!!» ακούγεται η Φωνή του μεγάλου αδελφού, που στη στιγμή και με το μαχαίρι στο χέρι βρέθηκε στην πίστα. Απολογισμός: Τρεις νεκροί αστυνομικοί και εφτά τραυματίες.
Το γεγονός συγκλόνισε το πανελλήνιο. Ο δράστης Νίκος Κοεμτζής καταδικάστηκε τρεις εις θανατον. Στο άκουσμα της ποινής αντέδρασε ήρεμα. Έδειξε παροιμιώδη ψυχραιμία, κάτι που τον διέκρινε ως άνθρωπο. Ο Τύπος «τον πρόβαλε σαν αιμοβόρο κτήνος». Λίγο πριν το μακελειό στη «Νεράιδα» είχε αποφυλακιστεί μετά από 4 χρόνια για μικροληστεία που διέπραξε στη Θεσσαλονίκη.Η χούντα θέλοντας να δείξει ανθρωπιστικό πρόσωπο στο εξωτερικό δεν εκτέλεσε την ποινή.
Ο Νίκος Κοεμτζής έμεινε 23 χρόνια στη φυλακή. Οι καταγγελίες για τα βασανιστήρια που υπέστη είναι ένα μελανό σημείο της ιστορίας. Ο ίδιος όχι μόνο δεν έδωσε δικαιώματα μέσα στη φυλακή αλλά σε δύο περιπτώσεις εξέγερσης κρατουμένων έσωσε τη ζωή σωφρονιστικών υπαλλήλων και του διευθυντή.
Η ιστορία του έγινε ταινία. Ο Παύλος Τάσιος στην ταινία παραγγελιά διερεύνησε πτυχές της ζωής του Νίκου Κοεμτζή, οι οποίες έκρυβαν τους λόγους και τα αίτια που τον οδήγησαν στο έγκλημα. Το ταραγμένο οικογενειακό περιβάλλον, στο οποίο μεγάλωσε, η φτώχεια και η αποστροφή της κοινωνίας απέναντί του, είναι βασικές αιτίες που οπλίζουν το χέρι του Κοεμτζή, το οποίο, με αφορμή την «παραγγελιά», σπέρνει το θάνατο. Εγινε και τραγούδι «Μακρύ Ζεϊμπέκικο για το Νίκο» από το Διονύση Σαββόπουλο.
Λίγα χρόναι αργότερα ο Νίκος Κοεμτζής είπε στον Γ. Λιάνη μέσα από τη φυλακή:
«Αγαπούσα τους ανθρώπους κάποτε μου έγινε αφάνταστα δύσκολο να τους αγαπώ… από τότες που χτύπαγαν τον πατέρα μου, από μικρό παιδί, απόχτησα ένα μίσος κατά της αστυνομίας.
Την αστυνομία την εννοούσα σαν κράτος της Δεξιάς και την μισούσα. Την μισούσα και την σιχαινόμουνα όσο τίποτα στον κόσμο. Δεν έκλεψα ή δεν αδίκησα ποτέ μου έναν φτωχό ή έναν ιδεολόγο ή έναν ρέστο. Είχα αδυναμία στους αστυνομικούς! Όταν σε προδίδουν οι άνθρωποι αγαπάς αόριστα τον κόσμο. Είναι λιγότερο βασανιστικό αυτό».