Αχ, βρε Λιγνάδη,
ψάχνεις τη φήμη σου;
Μήπως σου έπεσε
μες στο πηγάδι;
Ξέρεις, Λιγνάδη,
ο ηθοποιός
είναι το «φως»
κι όχι σκοτάδι!
Μ’ όνειρα μύρια
νέοι και νέες
με σένα ζήσανε
τόσα μαρτύρια.
Κι αν δεν τα είπανε
κείνη την ώρα,
η οργή ξεχείλισε·
τα λένε τώρα.
Κι όμως, Δημήτρη μου,
δίπλα στα θέατρα,
στα καμαρίνια,
μοχθούν οι άνθρωποι,
που ‘χουν στα μάτια τους
την ειλικρίνεια.
Στα εργοστάσια,
στα σουπερμάρκετ
και σ’ άλλους τόπους,
σκληροί κι αδίσταχτοι,
ωμά στο σβέρκο τους,
πατάνε ανθρώπους
Κι αν δεν τους δείχνουνε
στα Μι Μι Έψιλον
και στα κανάλια
είναι που οι αφέντες τους,
αντί για άνθρωπους,
μετράν κεφάλια.
Κάποιοι άλλοι – μπόλικοι –
τάχατες έκπληκτοι
και σαστισμένοι
ακούνε, βλέπουνε
και σχολιάζουνε
αγαναχτισμένοι
Γύρω τους πέφτουνε
νεκροί κι ανήμποροι
γέροι και νέοι,
κι αυτοί στον κόσμο τους,
ούτε που νοιάζονται
γι’ αυτά ποιος φταίει.
Στον καναπέ τους
χαλαρωμένοι
και αραχτοί
βρίζουν, μουτζώνουν
με δέκα δάχτυλα
και την Τι Βι.
Βρε, πως κατάφεραν
να παγιδέψουνε
έναν λαό,
μέσα απ’ τις ψεύτικες
τις υποσχέσεις τους,
αλλά ως εδώ!
Υπάρχουν κι οι άλλοι,
οι πεισματάρηδες,
με λόγο απλό,
που ‘βαλαν στόχο
για να ξυπνήσουνε
τον κόσμο αυτό.