Γράφει η Άννεκε Ιωαννάτου //
Ο ΜΑΥΡΟΣ ΜΕ ΤΗ ΛΕΥΚΗ ΚΑΡΔΙΑ
Του Αρτουρ Γιάπεν
Μετάφραση από τα ολλανδικά: Λεμονιά Λυμπερίδου
Εκδόσεις «Καστανιώτη»
Το συναρπαστικό αυτό μυθιστόρημα του Ολλανδού Αρτουρ Γιάπεν στηρίζεται σε πραγματικά ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα. Ενώ τυχαία ο συγγραφέας έμαθε την ιστορία μέσω ενός φίλου του, έκανε χρόνια έρευνες για να γράψει το βιβλίο απευθυνόμενος στο Γενικό Αρχείο του Κράτους στη Χάγη, στα αρχεία του Υπουργείου Αποικιών 1840-1849 και 1850-1900, στο αρχείο του γραφείου του βασιλιά και στο αρχείο των ολλανδικών κτήσεων στις ακτές της Γουινέας. Επίσης βρήκε βοήθεια για την έρευνά του στη Βιβλιοθήκη Αννα Αμαλία στη Βαϊμάρη, στα αρχεία της Σαξονίας στο Φράιμπεργκ, στα Κρατικά Αρχεία της Σαξονίας στη Δρέσδη, στα Πανεπιστημιακά Αρχεία της Ακαδημίας Μπεργκ στο Φράιμπεργκ, στο Βασιλικό Ινστιτούτο για τις Τροπικές Χώρες στο Αμστερνταμ, καθώς και στα Εθνικά Αρχεία Ασάντε στο Κουμάσι της Γκάνας. Δέκα χρόνια χρειάστηκε ο συγγραφέας για να γράψει το βιβλίο.
Το ιστορικό
Το 1837 δύο Αφρικανοί πρίγκιπες, ο Κβάσι και ο Κβάμε, δωρίζονται στο βασιλιά της Ολλανδίας, τον Βίλεμ Α’, από τον βασιλιά του Ασάντε της Χρυσής Ακτής της Δυτικής Αφρικής. Ο ένας είναι γιος του, ο άλλος ανιψιός του. Τα δύο παιδιά χρησιμοποιούνται σαν εγγύηση για ένα παράνομο εμπόριο σκλάβων της ολλανδικής κυβέρνησης. Στην ολλανδική πόλη Ντελφτ τα δύο αγόρια δέχονται ολλανδική ανατροφή και εκπαίδευση και μακριά από τη χώρα τους ξεχνούν πια τη γλώσσα και τα έθιμά τους. Σαν αξιοθέατο τους γνώρισαν με την βασιλική οικογένεια. Ο ένας, ο Κβάσι, προσπαθεί να προσαρμοστεί, ο άλλος, ο Κβάμε, παλεύει να διατηρήσει την αφρικανική ταυτότητά του και έχει τραγικό τέλος στην ίδια την πατρίδα του, χρόνια μετά. Στις αρχές του 20ου αιώνα, ο ηλικιωμένος πια Κβάσι Μποάτσι ανακαλύπτει, βρισκόμενος στην Ιάβα της Ινδονησίας, τη συνωμοσία της ολλανδικής κυβέρνησης, που στάθηκε εμπόδιο στη σταδιοδρομία του. Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται σε τρεις ηπείρους, την Αφρική, την Ευρώπη (Ολλανδία και Γερμανία) και την Ασία (Ινδονησία, αποικία της Ολλανδίας τότε) στο χρονικό διάστημα 1837-1900. Στο πρώτο μέρος βρισκόμαστε στο τέλος και βρίσκουμε το γέρο πια Κβάσι στην Ιάβα αναπολώντας τη ζωή του. Μετά πάμε στην αρχή, στη Δυτική Αφρική στον ερχομό εκεί της αποστολής των Ολλανδών. Κάποια ιστορικά ντοκουμέντα- εκθέσεις και αναφορές των επίσημων από την Ολλανδία- κατατοπίζουν τον αναγνώστη δίνοντας μια γλαφυρή εικόνα των στόχων της αποστολής, καθώς και των τοπικών εθίμων. Επειτα παίρνουν τα παιδιά και φεύγουν. Στο λιμάνι της Ελμίνας της Δυτικής Αφρικής υπάρχει ένα κάστρο, που χτίστηκε το 1482 από τους Πορτογάλους και κατακτήθηκε 150 χρόνια μετά από τους Ολλανδούς, οι οποίοι μετέτρεψαν την Ελμίνα στη μεγαλύτερη αποθήκη σκλάβων όλης της δυτικής ακτής της Αφρικής. Εκεί έλεγχαν, ταξινομούσαν και μάρκαραν τους σκλάβους με πυρακτωμένο σίδηρο. Πολλούς σκλάβους τους έστελναν στο Σουρινάμ, ολλανδική αποικία στην Καραϊβική, που απόκτησε το 1975 την ανεξαρτησία της για να δουλέψουν στις φυτείες ή/και να ενταχθούν στα ολλανδικά στρατεύματα.
Το έγκλημα της δουλείας
Στην αρχή του βιβλίου στη ροή των γεγονότων περιλαμβάνονται παραθέσεις από ντοκουμέντα της εποχής, που έχουν μεγάλο ενδιαφέρον. Ετσι, την 1η του Απρίλη του 1837, ο αρχιστράτηγος Γιαν Βερβέιρ θα γράφει από την Ελμίνα την εξής επιστολή στον Υπουργό Αποικιών:
«Δεν μπορώ να στερήσω από τον εαυτό μου την ικανοποίηση να διαβεβαιώσω την Εξοχότητά σας ότι η υποδοχή μου στο Κουμάσι ξεπέρασε και τις πιο υψηλές ακόμα προσδοκίες και ότι ειδικότερα ολόκληρη η συμπεριφορά του παντοδύναμου άρχοντα του Ασαντινού Κράτους ήταν βαθιά ικανοποιητική. Η ολλανδική σημαία έγινε αυτή των Ασαντινών και δεν θα εγκαταλείψει ποτέ πια το παλάτι του βασιλιά. Τον ευχαριστεί να αποκαλεί εαυτόν υπήκοο του σεβαστού Ηγεμόνα μας. Και ο ανεπιφύλακτος τρόπος με τον οποίο παρέδωσε τον αγαπημένο του γιο και τον ανιψιό του στη φροντίδα της κυβέρνησης της Αυτού Μεγαλειότητας για να λάβουν ολλανδική ανατροφή λέει πολλά – κατά την ταπεινή μου γνώμη. Εσωκλείω το συμβόλαιο που έκλεισα και το οποίο η Αυτού Μεγαλειότητα ο Ασαντεχένε των Ασάντι υπέγραψε με ένα σταυρό. Ωστόσο, προς κάθε σαφήνεια και για να προλάβω πάραυτα οποιαδήποτε τυχόν μελλοντική κριτική, θα ήθελα να υπογραμμίσω για άλλη μια φορά στην παρούσα επιστολή σε τι διαφέρει η στρατολόγηση αυτών των χιλίων αντρών από το παλιό μας δουλεμπόριο: Οι νεοσύλλεκτοι θα λάβουν στο Κουμάσι μια προκαταβολή του μισθού τους, με την οποία μπορούν να αγοράσουν την ελευθερία τους από τους τέως κύριούς τους. Αναχωρούν για την Ελμίνα ως ελεύθεροι πολίτες. Κατά την άφιξή τους όμως, θα χρεώνονται με το προκαταβαλλόμενο ποσό μείον είκοσι φιορίνια, τα οποία θα τους δοθούν ως χαρτζιλίκι. Το υπόλοιπο ποσό, που συνεχίζουν να μας οφείλουν, θα κρατιέται από το μισθό τους στις Ανατολικές Ινδίες (δηλαδή, στην Ινδονησία, Α.Ι.). Δεν είναι εξοικειωμένοι με τα δικά μας χρήματα και σίγουρα δεν θα φέρουν αντιρρήσεις σε κάτι τέτοιο.
Οι Ασαντινοί στρατιώτες στρατολογούνται, κατόπιν των δικών μου εντολών, για τουλάχιστον 15 χρόνια και μακράν το μεγαλύτερο μέρος τους για απεριόριστο χρόνο, κάτι που εκείνοι νομίζουν ότι σημαίνει το υπόλοιπο της ζωής τους. Θεώρησα σκόπιμο αυτό να μην το αναφέρω στα μητρώα, για λόγους που δεν θα είναι δύσκολο να μαντέψει η Εξοχότητά σας.
Οι άντρες που στρατολογήθηκαν υπό την εποπτεία μου στο Κουμάσι πληρούν όλες τις απαιτήσεις σας. Πάνω από τους μισούς είναι άντρες του αναστήματος των δικών μας Γρεναδιέρων, ως επί το πλείστον Νέγροι του Βορρά, γνωστοί ως Ντόνκο, γεροδεμένοι, δυνατοί, καλοσυνάτοι, πιστοί με πάθος στους αρχηγούς τους και πλήρως – με όλη τη σημασία της λέξης – πλήρως ικανοποιημένοι με τον προορισμό τους. Εξάλλου δεν υπάρχει καμία αδικία στη στρατολόγηση, επειδή δεν είναι δυνατόν, ακόμα κι αν επιθυμούσαν κάτι τέτοιο, να επιστρέψουμε αυτούς τους ανθρώπους, από τους οποίους μερικοί κατάγονται από τόσο απομακρυσμένες περιοχές όσο οι όχθες του Νίγηρα, κάποτε στην πατρίδα τους. Ενώ οι ίδιοι δεν γίνεται να επιθυμούν κάτι τέτοιο, εφόσον είναι απολύτως πεπεισμένοι ότι κατά την επιστροφή τους στην πατρίδα τους θα ήταν αναγκασμένοι να φορτωθούν ξανά το ζυγό της πιο αποτρόπαιας δουλείας». (σελ. 67/68)
Η απανθρωπιά, που παρουσιάζεται σαν σωτηρία ή εν πάσει περιπτώσει δικαιολογείται με το «λιγότερο κακό», αφού και οι ντόπιες κοινωνίες των μαύρων ήταν αυστηρά ιεραρχικές-ταξικές με επίσης το σύστημα της δουλείας, στάζει από τις σελίδες αποτελούμενη από μόνη της μια κραυγή κατά της δουλείας. Ο Κβάσι, που είναι ο αφηγητής στο βιβλίο στο πρώτο πρόσωπο, σχολιάζει: «Η πονηριά της «προκαταβολής» του Βερβέιρ γίνεται οδυνηρά εμφανής κατά την ανάγνωση του συμβολαίου, κάτω από το οποίο ο πατέρας μου μουντζούρωσε το σταυρό του. Όπως και στην επιστολή του, ο Βερβέιρ έχει υπογραμμίσει και στο συμβόλαιο τις δεξιοτεχνικές κινήσεις του. Για παράδειγμα, στο άρθρο 4, το οποίο ορίζει ότι «πρωτού ένας τέτοιος σκλάβος ή δουλοπάροικος μπορέσει να στρατολογηθεί οριστικά στην υπηρεσία της Ολλανδίας, του παρέχονται από την Ολλανδική Κυβέρνηση τα χρηματικά μέσα για να μπορέσει να αγοράσει και να αποκτήσει την ελευθερία του από τον κύριο ή τον ιδιοκτήτη του, ούτως ώστε και με σκοπό, πριν τη στρατολόγησή του, να μπορεί και να πρέπει να θεωρηθεί άτομο με πλήρη κυριότητα της ελευθερίας του και συνεπώς αρμόδιο να αποφασίζει κατά βούληση για τον εαυτό του, σε κάθε περίπτωση όπως θα έπραττε ένας άντρας που έχει γεννηθεί ελεύθερος» (σελ. 69)
Και συνεχίζει παρακάτω:
«Ας το επαναλάβω για να είμαι απολύτως σαφής, γιατί δίνω πολύ μεγάλο βάρος στο να καταλάβει κανείς τη φύση της συναλλαγής για την οποία ο Κβάμε κι εγώ χρησιμεύαμε ως εγγύηση: επειδή οι νεοσύλλεκτοι αγόραζαν με την προκαταβολή την ελευθερία τους, σύμφωνα με το γράμμα του νόμου δεν ήταν δούλοι (αφού η δουλεία είχε καταργηθεί με τη Σύνοδο της Βιέννης το 1815 και έκτοτε απαγορευόταν η στρατολόγηση σκλάβων). Προϋπόθεση όμως για να λάβουν αυτοί οι δυστυχείς την προκαταβολή ήταν να υπογράψουν ένα συμβόλαιο. Αυτή η συμφωνία αλυσόδενε τους άντρες στον ολλανδικό στρατό, ο οποίος στη συνέχεια τους μετέφερε κατ’ ευθείαν στην Ελμίνα. Η πρώτη και μοναδική τους πράξη ως ελεύθερων πολιτών συνίστατο συνεπώς μονάχα στην άμεση και υποχρεωτική παράδοση της ελευθερίας τους» (σελ. 69).
Αφρικανοί στρατιώτες στέλνονταν και στις Ανατολικές Ινδίες (σήμερα Ινδονησία), όπως θα φανεί πολύ πιο μετά στο βιβλίο, το 1850, όταν ο Κβάσι μαζί με άλλους απόφοιτους μηχανικούς στέλνεται στην Ινδονησία για να δουλέψουν εκεί σαν επιστήμονες ερευνητές στον ορυκτό πλούτο της χώρας: βασικό κίνητρο της κατάκτησης οι πλουσιότατες πρώτες ύλες του «Τρίτου Κόσμου». Εκεί ο Κβάσι υποβαθμίζεται και δέχεται από τον Ολλανδό προϊστάμενο και παλαιό συμφοιτητή του μια ταπεινωτική μεταχείριση. Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου ο Κβάσι μαθαίνει το μυστικό της κοινωνικής του υποβάθμισης.
Η «φονική ταυτότητα»
Πέρα από τις δομές των αποικιοκρατικών κοινωνιών, τις σχέσεις με την μητρόπολη και τις ρατσιστικές/ταξικές περιπλοκές στο βιβλίο μπαίνει οδυνηρά και το θέμα των ριζών κα της ταυτότητας. Ηδη έχουμε πει, ότι ο Κβάμε «δεν το κατάφερε». Μπαίνοντας στον ολλανδικό στρατό με σκοπό και μόνο να τον στείλουν μ’αυτή την ιδιότητα μαζί με μια φρουρά στην Ελμίνα, το φρούριο στη Χρυσή Ακτή, ελπίζει να επιστρέψει στο Κουμάσι, τη γενέτειρά του. Ολο το τέταρτο μέρος του βιβλίου καταλαμβάνεται από γράμματα, που στέλνει από την Ελμίνα στον μακρινό του εξάδερφο, που βρίσκεται εκείνο το διάστημα στη Βαϊμάρη, καλεσμένο από την πριγκίπισσα Σοφία, γόνο του ολλανδικού βασιλικού οίκου: μην ξεχνάμε, ότι και τα δύο παιδιά από την Αφρική ήταν βασιλόπουλα! Υπάρχει στο βιβλίο μια ενδιαφέρουσα διαπλοκή, όλο αντιφάσεις, του ταξικού με το φυλετικό. Τα γράμματα του Κβάμε ξεκινούν τέλος Οκτωβρίου του 1847, όταν το καράβι πλησιάζει τη Χρυσή Ακτή για να τελειώσουν με την αυτοκτονία του Κβάμε το Φλεβάρη του 1850. Το πρώτο είναι η μεγάλη χαρά: «Πόσο χαίρομαι που έφυγα από την Ολλανδία! Αγαπητέ μου φίλε, η ευτυχία είναι κάτι τόσο απρόβλεπτο! Να φύγω τόσο μακριά από σένα, που εδώ και τόσα χρόνια ήσουν το μοναδικό μου στήριγμα, το έτερόν μου ήμισυ, από το οποίο έμοιαζα αχώριστος. Και να είμαι ευτυχισμένος! Δεν κακιώνεις μαζί μου γι’αυτό. Ξέρεις πώς ήταν η κατάστασή μου. Γνώριζες τις πιο κρυφές μου επιθυμίες. Τις μοιράστηκες, έστω κι αν θέλεις να το ξεχάσεις. Είδες πώς η μοίρα επί δέκα ολόκληρα χρόνια διασκέδαζε με τη δυστυχία μου. Αυτό δεν μπορούσε να συνεχιστεί. Μην κατηγορείς λοιπόν τον εαυτό σου. Είναι αλήθεια ότι η έριδα που μας χώριζε τους τελευταίους μήνες έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην αναχώρησή μου. Μετά από την ομιλία σου στον Φοίνικα (κάποια λέσχη του πανεπιστημίου, Α.Ι.) δεν μπορούσα να συναναστρέφομαι άλλο εκείνους που σε πήραν από μένα. Μείνε ήσυχος, τώρα είναι ευλογία! Μ’ έφερε στο σημείο να κάνω επιτέλους αυτό που εδώ και δέκα χρόνια λαχταρώ με πάθος. Ω, μακάρι να ήσουν εδώ ν’αναπνεύσεις τον αέρα!
Απόψε το καράβι μας έριξε άγκυρα μακριά από την ακτή. Θα θυμάσαι ότι τα κύματα που σκάνε στην παραλία παραείναι επικίνδυνα για να κατεβάσει κανείς μια λέμβο στο σκοτάδι. Θα πρέπει λοιπόν να περιμένω μέχρι αύριο για να ξαναδώ την πατρίδα. Δεν με πιάνει ύπνος. Δεν μπορώ ακόμα να πατήσω το πόδι μου στα πάτρια εδάφη, αλλά ήδη τα οσμίζομαι. Τα αναπνέω. Η υγρή ζέστη, η οποία τις τελευταίες εβδομάδες αυξανόταν με κάθε θαλάσσιο μίλι, μ’έχει αγκαλιάσει. Είναι σαν ν’ ανοίγουν οι πόροι μου για να την υποδεχτεί. Ή σαν το δέρμα μου να τολμάει μόλις τώρα να χαλαρώσει. Τα κύματα με νανουρίζουν. Σαν νεογέννητο στο στήθος είμαι. Κλείνω τα μάτια και βυζαίνω μέχρι σκασμού. Στα τυφλά. Υπάρχει μια έμφυτη εμπιστοσύνη. Είχα ξεχάσει την ύπαρξή της κι όμως, μέσα σε λίγα λεπτά όλα είναι όπως παλαιά» (σελ. 233).
Και μια μέρα μετά: «Ω Κβάσι, είναι εκπληκτικό πόσα απ’ αυτά που νομίζαμε ότι έχουμε ξεχάσει είναι φυλαγμένα στο νου και επιστρέφουν με το παραμικρό. Η βαριά ζέστη με τα τόσα αρώματα. Η σαπίλα στα δάση, που την κουβαλάει ένα αεράκι από τα μεσόγεια, μου φέρνει στη μνήμη ολόκληρες εβδομάδες από τη ζωή μας. Το κόκκινο χώμα. Το ηλιοβασίλεμα που κάνει τα πάντα να φλογίζονται. Η περηφάνεια στα μάτια των γυναικών! Το ότι είναι δυνατόν να είσαι περήφανος όταν δεν κατέχεις τίποτε άλλο εκτός από τη γη σου! Ω, πολυαγαπημένε μου ξάδερφε, μακάρι να σε είχα πείσει να έρθεις μαζί μου.
Μίλησα στον κυβερνήτη για το σχέδιό μου να επιστρέψω στο Κουμάσι το συντομότερο δυνατό. Ο ίδιος σχεδίαζα ν’ αγοράσω αυτή την εβδομάδα κιόλας ένα άλογο και μερικούς αχθοφόρους. Ο Βαν ντερ Εμπ άκουγε φιλικά, αλλά δεν ενθουσιάστηκε αμέσως. Με συμβουλεύει πρώτα να εγκλιματιστώ. Πώς σου φαίνεται αυτό; Λες κι ένας άντρας έχει ανάγκη να συνηθίσει την ίδια του την πατρίδα!» (σελ. 236).
Η πατρίδα που χάθηκε
Το κακό νέο άργησε ναρθεί, αλλά ήρθε. Ο βασιλιάς του Ασάντε, ο θείος του Κβάμε (που ήταν ο διάδοχος και όχι ο γιος του βασιλιά, σύμφωνα με τη γυναικεία κληρονομική γραμμή, που επικρατούσε εκεί) είχε καταλάβει στο μεταξύ κάποια πράγματα και δεν είχε πια τις παλαιές καλές διαθέσεις απέναντι στους Ευρωπαίους. Αρνείται λοιπόν να τον δεχθεί και ο Κβάμε γράφει στον ξάδερφό του: «23 Ιανουαρίου και κάθε ελπίδα μου πέταξε. Από το Κουμάσι έφτασε αγγελιοφόρος με συνταρακτικά νέα. Ο πατέρας σου αρνείται να με δεχθεί. Μου στέλνει δύο ουγκιές χρυσό και τίποτε άλλο. Το γράμμα μου έπεσε στραβά. Το γεγονός ότι ξέχασα τα τβι (τοπική γλώσσα των Ασαντινών, Α.Ι.) τον σοκάρισε πολύ. Μέχρι να μάθω ξανά να μιλάω άπταιστα τη μητρική μου γλώσσα δεν ενδιαφέρεται να με δει. Κι εδώ δεν υπάρχει κανείς να μου τη μάθει. Τις λέξεις μας μπορώ να τις μάθω μόνο ανάμεσα στο λαό μας στο Κουμάσι, στο οποίο η είσοδος μόλις τώρα μου απαγορεύτηκε. Στην ουσία είμαι λοιπόν εξόριστος!
Ο απεσταλμένος του πατέρα σου ήρθε συνοδευόμενος από δύο υπηρέτες. Ο ένας από αυτούς δεν είχε πια ούτε χείλη ούτε αυτιά. Του τα έκοψαν για κάποιο παράπτωμα. Ηταν φρικτό. Προς στιγμήν δεν μπορούσα να φανταστώ ότι τέτοιου είδους βαναυσότητα θα μπορούσε να ξαναγίνει καθημερινότητα για μένα.
Μόνο αν τρέξω ο ίδιος στο μόλο προλαβαίνω την τελευταία βάρκα που πηγαίνει στο πλοίο Μαρία. Μα πού είσαι λοιπόν;» (σελ. 246).
Η εξέλιξη είναι τραγική. Ο Κβάμε βρίσκεται σε αδιέξοδο. Να γυρίσει στην Ολλανδία δεν μπορεί πια, παρ’ όλο που προσπαθούν να τον πείσουν βλέποντας την ψυχολογική του κατάσταση. Χάνεται για δύο μέρες μέσ’ στη ζούγκλα σε μια προσπάθεια να βρει μόνος του το δρόμο. Ψάχνει απεγνωσμένα στη μνήμη του τις λέξεις της χαμένης του γλώσσας και τις σημειώνει. Βυθίζεται πια στον κόσμο του για να θέσει ο ίδιος τέλος στη ζωή του.
Στο τελευταίο μέρος ένα κεφάλαιο αρχίζει με την εξής παράθεση από την «Ιφιγένεια εν Ταύροις» του Γκαίτε:
–Μπορεί η ξενιτιά να γίνει η πατρίδα μας;
-Κι εσένα έγινε ξενιτιά η πατρίδα σου.
-Γι΄αυτό η ματωμένη μου καρδιά δεν γιατρεύεται.
Διότι στο τέλος ακόμα και ο Κβάσι, που είχε καλύτερα «προσαρμοστεί» και έκανε σοβαρές προσπάθειες να διώξει από μέσα του την «βάρβαρη» πατρίδα του, καταλαβαίνει, ότι τελικά δεν τον δέχθηκαν, αλλά απλώς τον ανέχθηκαν…….
Doctoral κλασικής φιλολογίας, νεοελληνικής και συγκριτικής γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου της Ουτρέχτης. Κριτικός λογοτεχνίας, μεταφράστρια. Μετέφρασε το «Η εξέγερση του Σπάρτακου» του Ρίγκομπερτ Γκίντερ, καθώς και το «Αντι-Ντίρινγκ» του Φρίντριχ Ενγκελς. Από τον Απρίλη του 1996 ήταν παραγωγός ραδιοφωνικής εκπομπής για το βιβλίο στον «902 Αριστερά στα FM» και από τον Απρίλη του 2007 τηλεοπτικής εκπομπής για το βιβλίο στον ίδιο σταθμό.