Γράφει ο Στάθης Μανδαλάκης //
Σχετικά με την μαρξιστική θεωρία για το κράτος αρκετά πράγματα είναι γνωστά.
Το πρώτο είναι ότι ο Μαρξ δεν πρόλαβε να μας κληροδοτήσει με μια συγκροτημένη ανάλυση του φαινομένου, μολονότι κάτι τέτοιο ήταν στις προθέσεις του, συνεπώς ό,τι συνιστά την θεωρία του είναι οι διάσπαρτες αναφορές σε διάφορα έργα τα οποία έχει συγγράψει.
Το δεύτερο είναι ότι από τις αναλύσεις του προκύπτει η θέαση του κράτους ως εκείνου του στοιχείου που στο πλαίσιο της καπιταλιστικής κοινωνίας λειτουργεί ως ο εγγυητής της ταξικής κυριαρχίας της αστικής τάξης αλλά και ως το όργανο εξισορρόπησης των αντιτιθέμενων ενδογενών αστικών συμφερόντων.
Το τρίτο έχει να κάνει με το γεγονός ότι πολλές από τις αναλύσεις που πραγματοποιήθηκαν μετά το θάνατο του Μαρξ είχαν –αν όχι ως σημείο εκκίνησης- ως κεντρικό σημείο το κράτος. Από τον Λένιν μέχρι τον Πουλαντζά, από τον Αλτουσέρ μέχρι τον Μίλιμπαντ αλλά και ένα πλήθος μελετητών του έργου του Μαρξ ανέλυσαν διεξοδικά το φαινόμενο του κράτους. Μάλιστα αυτές τους οι μελέτες ήταν τόσο σημαντικές ώστε καθόρισαν κατά πολύ την πολιτική των εργατικών και κομμουνιστικών κομμάτων κατά τον 20ο αιώνα.
Προκειμένου να κατανοήσει κανείς πως λειτουργεί το κράτος στον καπιταλισμό, αρκεί να ρίξει μια ματιά στην επικαιρότητα και συγκεκριμένα στο ζήτημα που προέκυψε με τις κυβερνητικές παρεμβάσεις στο χώρο του ποδοσφαίρου. Τα διαφορετικά τμήματα του κεφαλαίου, δηλαδή οι τέσσερις ισχυροί επιχειρηματίες-ιδιοκτήτες των ΠΑΕ έχουν αντικρουόμενα συμφέροντα. Συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις επικρατεί ο ισχυρότερος. Ωστόσο, η κρατική παρέμβαση δεν έρχεται για να θεσπίσει κανόνες λειτουργίας, να παίξει διαιτητικό ρόλο όπως θα ονειρεύονταν κάποιος φιλελεύθερος, αλλά για να αναλάβει το ρόλο του εγγυητή των γενικότερων επιχειρηματικών συμφερόντων στο χώρο του ποδοσφαίρου, πριν οι μεταξύ τους συγκρούσεις προκαλέσουν βλάβη στην εμπορικότητα του «προϊόντος». Παρεμβαίνει επομένως, φαινομενικά εις βάρος ή προς όφελος του ενός ή του άλλου, αλλά σε τελική ανάλυση προς όφελος συνολικά της τάξης των επιχειρηματιών προκειμένου να μεγαλώσει η κερδοφορία στο συγκεκριμένο πεδίο.
Με παρόμοιο τρόπο λειτουργεί το κράτος σε όλες τις περιπτώσεις. Εξασφαλίζει ότι με τη δική του παρουσία τα διαφορετικά και αντικρουόμενα συμφέροντα των επιχειρηματικών ομίλων θα μπορέσουν με κάποιο τρόπο να αμβλυνθούν ώστε από κοινού να αντιμετωπιστεί ο κοινός ταξικός εχθρός, δηλαδή η εργατική τάξη. Για να επιτευχθεί αυτή η εναρμόνιση και να διαιωνιστεί η ταξική κυριαρχία του κεφαλαίου, απαιτείται μια μορφή εξουσιαστικής οργάνωσης η οποία θα φαίνεται ουδέτερη, θα φαίνεται ότι βρίσκεται έξω από το παιχνίδι της ταξικής κυριαρχίας, την ίδια ώρα που όχι απλά η παρουσία της θα επιβάλλει την ταξική κυριαρχία, αλλά και θα λειτουργεί ως όργανο της κάθε φορά πιο ισχυρής μερίδας του κεφαλαίου.[1]
Άλλωστε ιστορικά έχουμε συναντήσει το φαινόμενο να εναλλάσσονται στην κυριαρχία τα διάφορα μέρη του κεφαλαίου. Το βιομηχανικό, το εμπορικό, το χρηματοπιστωτικό, το τραπεζικό, δεν είναι απαραίτητο ότι έχουν πάντα τα ίδια άμεσα συμφέροντα. Είναι όμως δεδομένο ότι παρά τις όποιες μεταξύ τους αντιθέσεις έχουν τον ίδιο αντίπαλο, και την ίδια ανάγκη από ένα μηχανισμό που θα καταφέρει με διάφορους τρόπους να εξουδετερώσει αυτόν τον αντίπαλο. Ο Μαρξ είχε την οξύνοια να το κατανοήσει πολύ έγκαιρα και γι’ αυτό χαρακτήρισε το κράτος ως «επιτροπή διαχείρισης των υποθέσεων της αστικής τάξης».
Άλλωστε, γράφοντας την 18η Μπρυμαίρ και έχοντας δει να εξελίσσονται τα γεγονότα της εξέγερσης του Παρισιού το 1848 και της Παλινόρθωσης, διαπιστώνει την αναγκαιότητα από την πλευρά της αστικής τάξης να δημιουργήσει έναν μηχανισμό που θα της αφαιρεί (φαινομενικά) την άμεση πολιτική εξουσία για να της διασφαλίσει την ταξική εξουσία: «…για να σώσει το πουγγί της πρέπει να αρνηθεί το στέμμα της…».[2]. Ο Μαρξ αποτυπώνει εξαιρετικά την τεράστια ιστορική αλλαγή που παρατηρεί να συντελείται: Οι κοινωνικές σχέσεις στον καπιταλισμό είναι πια τόσο σύνθετες που απαιτείται η αποκόλληση της οικονομικής κυριαρχίας από την άσκηση της πολιτικής εξουσίας. Προσοχή όμως: η πολιτική εξουσία δεν χάνεται, δεν περνάει σε άλλα χέρια. Η άσκησή της είναι αυτή που μεταβιβάζεται στον «ανεξάρτητο» φορέα (άσκησης νομιμοποιημένης βίας όπως θα πει αργότερα ο Βέμπερ) που είναι το κράτος. Η πολιτική εξουσία παραμένει στα χέρια της κυρίαρχης κοινωνικής τάξης και ασκείται μέσω του φαινομενικά ουδέτερου κράτους και των οργάνων του.
Και αν στην περίπτωση του Βοναπάρτη η ιστορία γράφτηκε με έναν χοντροκομμένα γελοίο τρόπο λόγω της προσωπικότητας του, φαίνεται το ξαναγράψιμό της να επαναλαμβάνεται ως φάρσα ή τραγωδία όπως μας είχε προειδοποιήσει ο Μαρξ από τις πρώτες γραμμές της Μπρυμαίρ. Έτσι, παρακολουθούμε με ενδιαφέρον την εξέλιξη της υποψηφιότητας του μεγαλοκαπιταλιστή Ντόναλντ Τράμπ, ο οποίος επιθυμεί ως ηγέτης της τάξης του, να δώσει τη μάχη για τα συμφέροντα του κεφαλαίου στις ΗΠΑ.
Ένα από τα επιχειρήματα που συνοδεύει την προεκλογική εκστρατεία του Τραμπ είναι ότι εφόσον κατάφερε να διοικήσει με τέτοια επιτυχία τις επιχειρήσεις του, τότε θα μπορέσει να ασκήσει σωστή διοίκηση στο κράτος. Μεγαλύτερο πρόβλημα για την εργατική τάξη από την αδιαμεσολάβητη ταξική κυριαρχία στο επίπεδο της πολιτικής εξουσίας (δηλαδή την αφαίρεση του υποτιθέμενα ταξικά ουδέτερου μανδύα του κράτους) είναι η υιοθέτηση της επιχειρηματολογίας που η ίδια η αστική τάξη αναπτύσσει, ότι δηλαδή ένας κόσμος ολότελα παραδομένος στις ανάγκες, τις αξίες και τον τρόπο λειτουργίας των επιχειρήσεων είναι ένας κόσμος καλύτερος για τους εργαζόμενους. Είναι περιττό να επεκταθούμε στις συνέπειες που θα έχει η επικράτηση της αντίληψης που θέλει η πολιτική να διεξάγεται με όρους διοίκησης επιχείρησης και μάνατζμεντ. Ωστόσο αξίζει να σημειώσουμε ορισμένα παράγωγα του ζητήματος.
Η ανάδυση στην εξουσία ενός επιχειρηματία δεν σημαίνει απαραίτητα ότι με αυτό τον τρόπο θα εξασφαλίσει μόνο το δικό του συμφέρον και θα ξεχάσει τα γενικότερα συμφέροντα της τάξης του. Σημαίνει όμως ότι οι βασικές πτυχές του πολιτικού λόγου που αναπτύσσουν έχουν να κάνουν με την εμπέδωση της ταξικής κυριαρχίας και στο επίπεδο των ιδεών. Ο Τραμπ αν γίνει πρόεδρος των ΗΠΑ δεν θα το κάνει για να εξυπηρετήσει τον εαυτό του. Ή αλλιώς, το κράτος των ΗΠΑ με πρόεδρο τον Τραμπ δεν θα τον ευνοήσει λιγότερο από όσο θα τον ευνοούσε αν πρόεδρος ήταν κάποιος Ομπάμα, Μπους ή Κλίντον. Ασφαλώς δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι στο παρελθόν ακόμα και σε αυτό το επίπεδο υπήρχαν και προσωπικά οφέλη για τους επιχειρηματίες που εμπλέκονταν ενεργά με την πολιτική, αλλά σε κάθε τέτοια περίπτωση συνήθως παραλείπεται η υποσημείωση ότι παρόμοια περιστατικά συμβαίνουν και για επιχειρηματίες που δεν έχουν άμεση εμπλοκή με την πολιτική.
Αυτό που επιχειρείται με αυτού του είδους την επιχειρηματολογία, είναι να συμπιεστεί ο χώρος της πολιτικής (ακόμα και της αστικής πολιτικής) σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην επιτρέπεται να ανθίσει οποιαδήποτε διαφορετική, ριζοσπαστική αντίληψη. Με φασιστικά τεχνοκρατικό (ή τεχνοκρατικά φασιστικό) τρόπο άσκησης της παραδομένης στις ανάγκες των επιχειρήσεων και τις επιταγές των αριθμών εξουσίας, πασπαλισμένη με επικοινωνιακές κορώνες, η πολιτική τείνει να αποπολιτικοποιηθεί εντελώς.
Αν αφαιρέσουμε από τον τρόπο που πολιτεύεται ο Τραμπ τα επικοινωνιακά τεχνάσματα και τον ρατσιστικό του λόγο, θα μας απομείνει μόνο η εικόνα του επιχειρηματία. Αντίστοιχα, αν αφαιρέσουμε από τον Τραμπ την εικόνα του αυτοδημιούργητου, δισεκατομμυριούχου επιχειρηματία θα μας μείνει μόνο ένας ρατσιστικός λόγος πασπαλισμένος με επικοινωνιακά τρικ. Και αν η επικοινωνία αποτελεί πια απαραίτητο στοιχείο της πολιτικής, ο ρατσιστικός λόγος αποτελεί μάλλον το μοναδικό στοιχείο που φαίνεται να αποδίδει κάποιο ρόλο στην πολιτική. Με άλλα λόγια, σαν να λέει ότι το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να φτιάξω τείχη και να διώχνω μετανάστες, μουσουλμάνους κτλ. Τα υπόλοιπα είναι δουλειά της ελεύθερης οικονομίας. Ωστόσο, αν οι διακηρύξεις του Τραμπ χαρακτηρίζονται από ρατσισμό, ας μην ξεχνάμε ότι επί προεδρίας Ομπάμα είναι εκατοντάδες τα περιστατικά αστυνομικής βίας και δολοφονιών εναντίων Αφροαμερικανών. Ακόμα, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι το σκηνικό είναι ίδιο και στην Ευρώπη, όπου και εδώ η άσκηση πολιτικής από τα κράτη περιορίζεται στα πεδία που δεν έχουν να κάνουν με την οικονομία και στρέφεται σχεδόν αποκλειστικά σε πεδία που είναι προνομιακά για την ανάπτυξη ενός ρατσιστικού πολιτικού λόγου. Δεν είναι τυχαία άλλωστε η ραγδαία αύξηση της ακροδεξιάς σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Κάτι ακόμα που αξίζει να παρατηρήσουμε είναι ότι η περίπτωση Τραμπ αξιοποιείται από αντιπολιτευόμενους του και ως απεικόνιση του «απόλυτου κακού» ώστε με την λογική του μη χείρον βέλτιστο, να κρυφτούν κάτω από το χαλάκι οι όποιες πολιτικές αποφάσεις κληθεί να λάβει μια πιθανή ηγεσία των Δημοκρατικών, η οποία σε λίγα πράγματα διαφωνεί επί της ουσίας με τον Τραμπ. Με άλλα λόγια, η εικόνα του Τραμπ, αυτή η γκροτέσκα έκφραση του κυνισμού των αστών, υπηρετεί την ανάγκη να εμφανιστεί περίπου ως νίκη της Δημοκρατίας ή του κράτους πρόνοιας μια ενδεχόμενη επικράτηση των Δημοκρατικών. Μολονότι γνωρίζουμε από την εμπειρία μας πόσο απατηλές είναι αυτές οι εικασίες, τείνουμε να μένουμε κάθε φορά έκπληκτοι με την άνευ ορίων δυνατότητα να γίνουν πιστευτές.
Κλείνοντας, για να επιστρέψουμε στο ζήτημα του κράτους, γίνεται φανερό ότι ακόμα και στην εποχή του περιορισμού των κρατικών λειτουργιών η πραγματική μάχη που δίνει η αστική τάξη για την κατάληψή του είναι όχι για να το κατακτήσει (αυτό συμβαίνει), αλλά για να το κάνει να φαίνεται ανεξάρτητο και ουδέτερο. Να κάνει δηλαδή αόρατη την εξουσία της, ακόμα και όταν είναι επιφανή της στελέχη αυτά που την ασκούν. Και αν κάποτε η ουδετερότητα εμφανιζόταν με όρους αναδιανομής, πρόνοιας και ισονομίας, σήμερα γίνεται με την υιοθέτηση των αστικών αντιλήψεων από εκείνους οι οποίοι πλήττονται από αυτές καθώς τείνει να επικρατήσει η αντίληψη ότι η πραγματική ισότητα βρίσκεται στον κόσμο των ευκαιριών που μόνο η ελεύθερη οικονομία μπορεί να δώσει. Τα παραδείγματα είναι πολλά και θα έχουμε την ευκαιρία στο μέλλον να τα δούμε αναλυτικά.
[1] Ακόμα και οι φιλολαϊκές πολιτικές που αναλαμβάνονται από τα κράτη πραγματοποιούνται μόνο υπό την πίεση της ταξικής πάλης και με στόχο την εξουδετέρωση ή εκτόνωση της δυναμικής της ταξικής πάλης.
[2] Καρλ Μαρξ, Η 18η Μπρυμπαιρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1987, σελ. 75
*Ο Στάθης Μανδαλάκης είναι κοινωνιολόγος, υποψήφιος Διδάκτορας του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης