Γράφει ο Θανάσης Ν. Καραγιάννης //
[Μια πρώτη προσέγγιση]
Παρουσίαση των θεατρικών έργων:
ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΕΡΓΑ για τη ζωή του Θανάση Διάκου στο μοναστήρι του (Τιμίου) Ιωάννη Προδρόμου
Μόνο δύο θεατρικά έργα βρέθηκαν, τα οποία αφορούσαν τη ζωή και δράση του Θανάση Διάκου κατά την προεπαναστατική περίοδο, αν και η υπόθεσή τους δεν ολοκληρώνεται σ’ αυτή την περίοδο.
Πρόκειται α) για την «Πατριωτική σκηνή» (μονόπρακτο), με τίτλο: «Θανάσης Διάκος» του Δ. Μοναστηριώτη[1] και β) για το απόσπασμα του «Πατριωτικού σκετς», με τίτλο: «Ο Διάκος ο πρωτοκλέφτης» του Πάνου Αντωνόπουλου.[2]
α) Ο Δ. Μοναστηριώτης μας αφήνει ένα σχετικά σύντομο θεατρικό κείμενο, όπου παίρνουν μέρος πέντε πρόσωπα: ο Διάκος, 12 χρόνων, ο Νεκτάριος, 13-14 χρόνων, ο Τάσος, ξάδερφος του Διάκου και δύο τούρκοι στρατιώτες, 20-22 χρόνων.
Ο δραματουργός δίνει στον πρόλογο οδηγίες για την επιλογή των κατάλληλων ηθοποιών απ’ το σκηνοθέτη-δάσκαλο της παράστασης και το μακιγιάζ των προσώπων τους, τη σκηνοθεσία, τη σκηνογραφία και τη μουσική επένδυση.
Ο Διάκος ανάβει τα καντήλια του μοναστηριού, όπου ασκητεύει για δύο χρόνια, και μονολογεί στενοχωρημένος για την κατάσταση που επικρατεί, ώσπου εισέρχεται στο ναό ο Νεκτάριος, προφανώς κάποιος συνομήλικός του καλόγερος, με τον οποίο συζητούν για το κρυφό σχολειό που λειτουργεί στο μοναστήρι με δάσκαλο τον Διάκο.
Σε λίγο, κυνηγημένος από τους Τούρκους και λαβωμένος σοβαρά εισέρχεται στο ναό ο Τάσος, ξάδερφος του Διάκου, ο οποίος τον πληροφορεί ότι οι Τούρκοι έκαψαν το σπίτι του Διάκου και χτυπήσανε τη μάνα του. Κι ενώ συζητούν, ακούγονται δυνατά χτυπήματα στην πόρτα. Ο Διάκος σέρνει το μισολιποθυμισμένο Τάσο και τον κρύβει, ενώ εισβάλλουν στο ναό δυο τούρκοι στρατιώτες, οι οποίοι ψάχνουν για να τον βρουν χωρίς αποτέλεσμα. Αποφασίζουν να φύγουν. Ο Διάκος χαρούμενος που σώθηκε ο ξάδερφός του, πηγαίνει στην κρυψώνα και διαπιστώνει έκπληκτος ότι ο Τάσος είναι ήδη νεκρός. Ορκίζεται ότι θα εκδικηθεί και ότι πάντοτε θα πολεμάει τους κατακτητές.
Ένα σύντομο σε έκταση (μόλις οκτώ σελίδων) δράμα, αρκετά δεμένο δραματουργικά, μας δίνει ενδιαφέροντα περιστατικά από την προεπαναστατική δραστηριότητα του Διάκου κι ενώ διαμένει στο μοναστήρι του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου.
β) Ο δάσκαλος Πάνος Αντωνόπουλος δημοσίευσε το «πατριωτικό σκετς» «Ο Διάκος ο πρωτοκλέφτης» πιθανόν σε κάποιο βιβλίο του. Εμείς βρήκαμε απόσπασμα του Πρώτου Μέρους του έργου (Εικόνα πρώτη – Σκηνή Α΄ & Σκηνή Β΄) σε άλλο βιβλίο του, όπως ήδη προαναφέραμε. Δηλαδή, βρήκαμε ένα πολύ μικρό τμήμα του έργου και ως εκ τούτου αδυνατούμε ν’ αναφερθούμε στην υπόθεσή του.
Στην Α΄ Σκηνή παίρνουν μέρος δύο πρόσωπα: ο Διάκος και ο Φιλάρετος, μοναχός κι αυτός στο μοναστήρι του (Τιμίου) Ιωάννη Προδρόμου. Στη Β΄ Σκηνή, οι δύο προηγούμενοι και ο ηγούμενος του ίδιου μοναστηριού. Ο Φιλάρετος φοβάται για τ’ αντίποινα των Τούρκων μετά την πράξη του Διάκου να σκοτώσει τον Φερχάτ Αγά. Ο Διάκος τον ενθαρρύνει και τον εμψυχώνει. Φανερώνει δε στον ηγούμενο την πράξη του και του ανακοινώνει την απόφασή του να πετάξει τα ράσα και να γίνει κλέφτης στα λημέρια του συγχωριανού του ξακουστού κλέφτη Δήμου Σκαλτσά (Σκαλτσοδήμου), στον Παρνασσό και στ’ Άγραφα, «κει που κατοικεί η Ελλάδα αντάμα με τη λευτεριά»,[3] θυμίζοντάς μας την «Ελεύθερη Ελλάδα» της Εθνικής μας Αντίστασης (1941-1944).
Είναι ολοφάνερη η αποφασιστικότητα του ήρωα να πολεμήσει εντελώς άφοβα για τη λευτεριά της πατρίδας μας («Ο άντρας όντας είναι παλληκάρι τίποτα δεν χαμπερίζει […] Μόνο τα ψοφίμια είναι δειλοί. Γιατί λογαριάζουν το τομάρι τους […]»).[4] Πιστεύει δε, κάνοντάς το πράξη, ότι η Επανάσταση –και κάθε Επανάσταση, βέβαια–, ενάντια στον κατακτητή δεν είναι δυνατό να γίνει αν δε χυθεί αίμα, αν δε σκοτώσει Τούρκους.
ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΕΡΓΑ για το συμβούλιο των οπλαρχηγών της Ρούμελης στις Κομποτάδες, για τη μάχη της Αλαμάνας, για τη σύλληψη και το τέλος της ζωής του Θανάση Διάκου
Εννιά είναι τα θεατρικά έργα που βρέθηκαν και αφορούν κυρίως τη μάχη της Αλαμάνας και το ηρωικό επώδυνο τέλος του ήρωα. Ας τα δούμε πιο αναλυτικά, κατ’ αλφαβητική σειρά των δραματουργών τους:
Α. Το πρώτο είναι του Γιάννη Αλκαίου, «Αθανάσιος Διάκος. Ο ήρωας της Αλαμάνας».[5]
Μονόπρακτο έργο, με μία σκηνή, όπου παίρνουν μέρος περισσότερα από τα οκτώ βασικά πρόσωπα: Αθανάσιος Διάκος, τα παλληκάρια: Νικόλας, Γιάννος και Αντώνης, ο ηλικιωμένος αγωνιστής Γερο-Διαμαντής, ένα νέο παλληκάρι ο Μήτρος, ο Ομέρ Βρυώνης[6] και ο Χαλήλμπεης. Παίρνουν μέρος και άλλα πρόσωπα στους δευτερεύοντες ρόλους των παλληκαριών και των τούρκων στρατιωτών.
Ενώ κάποιοι φτιάχνουν ταμπούρια για την επικείμενη μάχη, άλλα παλληκάρια ψήνουν ένα αρνί και γλεντάνε, τον τελευταίο τους χορό… Κάποιοι αμφισβητούν την απόφαση του Διάκου να πολεμήσουν εκεί μέχρις εσχάτων απέναντι στον πολυάριθμο στρατό των Τουρκαλβανών. Από μακριά ακούγεται το τουφεκίδι της μάχης που δίνουν ο Δυοβουνιώτης, ο Πανουργιάς και ο Παπαγιάννης με τα παλληκάρια τους. Ο Διάκος εμψυχώνει τα παλληκάρια του, τονίζοντάς τους το ύψιστο καθήκον του να πολεμήσουν για «λευτεριά ή θάνατο». Όλοι αντιλαμβάνονται την αποφασιστικότητά του να πολεμήσει ακόμη και μόνος, αν χρειαστεί, για να μάθει ο κατακτητής ότι τώρα υπάρχει τακτικός στρατός και γενικός ξεσηκωμός και όχι όπως παλιά άτακτοι κλέφτες στα βουνά, που κρυβόντουσαν και πολεμούσαν περιστασιακά. Επίσης, τους επισημαίνει ότι ο κατάλληλος τόπος να πολεμήσουν τις ορδές του εχθρού είναι στο στενό κοντά στις Θερμοπύλες και να επαναλάβουν την παλληκαριά, τον ηρωισμό και τη θυσία του Λεωνίδα, πριν από δυο χιλιάδες χρόνια. Αναφορές γίνονται στους οπλαρχηγούς και στα παλληκάρια: Τράκα, Γούρα, Μπάρα και Μητραλιά. Στο διάλογο με τον Γερο-Διαμαντή φαίνεται η θρησκευτικότητα και ο πατριωτισμός του Διάκου, κληροδότημα της μάνας του, από τότε που ήταν μικρό παιδί και γαλουχήθηκε σχετικά. Πιστεύει ότι με την ενδεχόμενη (και πολύ πιθανή) ήττα τους, αλλά και με τον άφαντο ηρωισμό και τη θυσία τους, θα δώσουν λαμπρό παράδειγμα στους υπόλοιπους Έλληνες για να συνεχίσουν τον ξεσηκωμό για λευτεριά. «Ένας θρύλος παλιός λέει: Αν δεν στεργιώσετε άνθρωπο γεφύρι δε στεργιώνει. Το ίδιο είναι και δω. Αν δεν θυσιαστούν άνθρωποι, ο στρατός του Βρυώνη δεν χτυπιέται. Ένας αν βρεθεί, όλοι θα ξεθαρρέψουν. Όλοι θα πουν: Να αυτός τόλμησε, εμείς είμαστε δειλοί; Μόνο με μια θυσία θα ξεθαρρέψουν.» και όταν ο Γερο-Διαμαντής του προτείνει να μη θυσιαστεί γιατί η πατρίδα τον έχει ανάγκη, το απαντάει με αποφασιστικότητα: «Μόνο μένοντας εδώ Διαμαντή θα ζήσω. Γιατί κι αν πεθάνω χιλιάδες νέοι θα ζηλέψουν το θάνατό μου. Χιλιάδες θα ξεσηκωθούν για να πάρουν το αίμα μου πίσω. Μια θυσία την ώρα που πρέπει είναι πιο δυνατή από χίλιες νίκες. Τίποτα δεν ξεσηκώνει ένα λαό, όσο η αγανάχτησή του για το αίμα των ηρώων του. Το αίμα ζητάει αίμα.» Τον κακό οιωνό που «διαβάζει» ο Γερο-Διαμαντής σ’ ένα αρνίσιο κόκκαλο, ο Διάκος γεμάτος αισιοδοξία τον ανατρέπει. Κι ενώ η μάχη εξελίσσεται δυσάρεστα με εκατοντάδες νεκρούς και λαβωμένους, κι ενώ από τα πεντακόσια παλληκάρια, ο Διάκος μένει «με καμιά σαρανταριά», αφού άλλοι σκοτώθηκαν και άλλοι αυτομόλησαν, δειλιάζοντας, ο ήρωας Διάκος επιμένει ότι η μάχη πρέπει να συνεχιστεί, δίνοντας ως στρατηγός, συνεχείς οδηγίες για καλύτερες θέσεις στο χώρο. Ώσπου, σπάζοντας και το σπαθί του και λαβωμένος στον ώμο, συλλαμβάνεται και οδηγείται στον Ομέρ Βρυώνη, ο οποίος εκτιμάει την παλληκαριά του, αλλά προσπαθεί να τον πείσει ότι πρέπει να συνεργαστεί μαζί του, ν’ αλλάξει την πίστη του και του υπόσχεται ότι θα τον γεμίσει αξιώματα και πλούτη. Τελικά, τον παραδίνει στον Χαλήλμπεη για να εκτελέσει το φρικτό μαρτύριό του. Απευθυνόμενος προς τον Χαλήλμπεη του λέει: «Κάλλιο λοιπόν αυτός ο θάνατος. Η φωτιά σου Χαλήλμπεη θα κάψει εμένα, μα θα βάλλει φωτιά και στων Ελλήνων τις καρδιές που θα σε κάψει».
Β. Το δεύτερο έργο είναι του Αντ. Δ. Ζάχου, «Ο Αθανάσιος Διάκος».[7]
Τετράπρακτο θεατρικό έργο, όπου παίζουν 16 πρόσωπα: οι οπλαρχηγοί Αθανάσιος Διάκος, ο Πανουργιάς Πανουργιάς, ο Ιωάννης Δυοβουνιώτης, ο Μπακογιάννης, ο Δημήτριος Καλύβας και ο Βασίλης Μπούσγος, τα παλληκάρια Μήτρος (αδερφός του Διάκου) και Λιάκος, οι τούρκοι πασάδες Ομέρ Βρυώνης, Κιοσσέ Μεχμέτ και Χαλίλμπεης (πασάς του Ζητουνίου), οι τούρκοι στρατιώτες Οσμάν και Μεμέτ, η μητέρα του Διάκου και οι αδερφές του Μόρφω και Δέσπω[8]. Πριν από την έναρξη της παράστασης, εμφανίζεται στο προσκήνιο ο αφηγητής, ο οποίος καταθέτει χρήσιμες πληροφορίες για την περιρρέουσα κατάσταση, μέχρι το συμβούλιο που κάνουν οι οπλαρχηγοί της Ρούμελης στις Κομποτάδες.
Στις Κομποτάδες αποφασίζεται ομόφωνα να μπει σ’ εφαρμογή το στρατηγικό σχέδιο του Διάκου, που πρόβλεπε να μοιραστεί η δύναμή τους σε τρία τμήματα και ν’ αμυνθούν, στη Χαλκωμάτα με τον Πανουργιά, στη γέφυρα του Γοργοποτάμου με τον Δυοβουνιώτη και στην Αλαμάνα με τον Διάκο. (Πράξις Α΄)
Ο Διάκος αποφασίζει να πιάσουν ο ίδιος με τα παλληκάρια του την περιοχή κοντά στο χωριό Αλαμάνα, κοντά και στη γέφυρα της Αλαμάνας και παραδίπλα ο Καλύβας και ο Μπακογιάννης να ταμπουρωθούν στο χάνι της Αλαμάνας. Μαζί με τον Διάκο ήταν ο Βασίλης Μπούγζος και ο Μήτρος, αδερφός του Διάκου. Αν και υπάρχουν διαφωνίες, τελικά όλοι ασπάζονται το στρατηγικό σχέδιο του Διάκου.
Προετοιμάζονται – Διάκος, Μπούσγος, Μήτρος – κατασκευάζοντας μετερίζια και ταμπούρια στις όχθες του Σπερχειού, στη γέφυρα της Αλαμάνας με 300 παλληκάρια και οι Καλύβας και Μπακογιάννης κλείνονται στο χάνι της Αλαμάνας με 200 παλληκάρια. Είναι αποφασισμένοι να πολεμήσουν και να πεθάνουν όπως ο Λεωνίδας και οι τριακόσιοι του. Η μάχη αρχίζει. Σκοτώνεται ο Μήτρος δίπλα στον Διάκο, ο οποίος κάνει το σώμα του αδερφού του ταμπούρι. Οι περισσότεροι λιποψυχούν και εγκαταλείπουν το πεδίο της μάχης. Παραμένουν ν’ αγωνίζονται 48 νομάτοι. Οι Τούρκοι τους κυκλώνουν. Ο Μπούσγος παρακινεί τον Διάκο να φύγει. Εκείνος «ακούγοντας» τη φωνή του Λεωνίδα αρνείται. Ο Διάκος τραυματίζεται, ενώ σκοτώνονται ο Λιάκος, ο Μπούσγος, ο Καλύβας και ο Μπακογιάννης, και ενώ σπάει το σπαθί του, οι Τούρκοι τον πιάνουν ζωντανό και «τον δένουν οπισθάγκωνα». Τους παρακαλεί να τον σκοτώσουν. Εκείνοι, αγνοώντας την επιθυμία του, τον οδηγούν στον Ομέρ Βρυώνη. (Πράξις Β΄)
Ο Ομέρ Βρυώνης τον ανακρίνει. Ο Διάκος ομολογεί ότι είχαν συναντηθεί με τον Βρυώνη στην αυλή του Αλή-πασά, όπως συναντήθηκαν στα Γιάννενα μαζί με τον Ανδρούτσο, τον Σκαλτσά και τον Καραϊσκάκη. Αρνείται ν’ αλλάξει την πίστη του και τα ρούχα του, να φορέσει τούρκικα και να γίνει κι αυτός πασάς. Τους ζητάει να λύσουν τα χέρια του και αφού ανταποκρίνονται στην επιθυμία του, επιτίθεται στον Κιοσσέ Μεχμέτ. Τον ξαναδένουν. Ο Ομέρ Βρυώνης προσπαθεί και πάλι να τον κάνει ν’ αλλαξοπιστήσει, μα και ο Διάκος επιχειρεί το ίδιο για τον Βρυώνη θυμίζοντάς του ότι κατάγεται από Έλληνες χριστιανούς και τον καλεί να ’ρθει να πολεμήσει μαζί του για τη λευτεριά των Ελλήνων.
Στη σκηνή εισέρχονται η μάνα του Διάκου και οι δύο αδερφές του, Μόρφω και Δέσπω. Η μάνα δίνει στον Βρυώνη ένα πουγκί με χρυσά φλουριά και του υπόσχεται και άλλα, αν αφήσει ελεύθερο το γιο της. Ο Βρυώνης αποσύρεται, αφήνοντάς τους να βρεθούν ως οικογένεια για λίγο μόνοι τους. Ο Διάκος παραδίνει το δακτυλίδι του στη μάνα του. Καθώς έρχεται ο Κιοσσέ, ένας Τούρκος στρατιώτης φυγαδεύει τις τρεις γυναίκες από την πίσω πόρτα. (Πράξις Γ΄)
Ο Κιοσσέ θυμίζει στον Βρυώνη το φιρμάνι του Σουλτάνου, με το οποίο διατάζει να σφαχτούν όλοι οι αιχμάλωτοι Γκιαούρηδες. Ο Βρυώνης συμπαθεί τον Διάκο και προσπαθεί να τον σώσει. Ο Κιοσσέ αντιτίθεται. Στη σκηνή μπαίνει ο Χαλίλμπεης, ο οποίος επιμένει κι αυτός να σκοτώσουν τον Διάκο. Ο Βρυώνης προσπαθεί μέχρι τελευταία στιγμή να σώσει τον Διάκο. Δεν τα καταφέρνει. Οι στρατιώτες Οσμάν και Μεμέτ παίρνουν τον Διάκο για να τον οδηγήσουν στον τόπο του μαρτυρίου του. (Πράξις Δ΄)
Από τα πιο ολοκληρωμένα και ορθά δομημένα από θεατρική άποψη έργα.
Γ. Το τρίτο έργο είναι του Χρήστου Καγιάννη, «Ο θάνατος του Διάκου».[9]
Ολιγοσέλιδο δραματικό σκετς με μια σκηνή. Παίρνουν μέρος 9 πρόσωπα (Νικήτας, Γιώργης, Διάκος, Γιάννης, Λάμπρος, Φωνή, Ομέρ, Τούρκος Α΄ και Τούρκος).
Ο Διάκος συζητάει με τα παλληκάρια του πριν από τη μάχη και τους ενθαρρύνει, δηλώνοντας αποφασισμένος να πολεμήσει και να θυσιαστεί σαν τον Λεωνίδα. Στο διάλογο του Διάκου μ’ ένα παλληκάρι του, ο δραματουργός αφήνει να εννοηθεί ότι οι Γκούρας και Πανουργιάς προτίθενται να εγκαταλείψουν τη μάχη, με τον ισχυρισμό: «Είμαστε, λέει, μια φούχτα και δεν μπορούμε να κρατήσουμε ολάκερο λεφούσι. Κι είναι κρίμα να χαθούμε άδικα τόσα παλληκάρια τη στιγμή που η πατρίδα μας έχει ανάγκη κι ένα ντουφέκι.»
Το σκετς συνεχίζεται με τη μάχη και την απάντηση του Διάκου στη «Φωνή» Τούρκου για να υποχωρήσει ο Διάκος, ώστε να διαβεί ο Βρυώνης προς τα νότια, ο Διάκος απαντά με το «Μολών λαβέ». Ο Διάκος συλλαμβάνεται και παραδίνεται στους δημίους του.
Προφανώς ο δραματουργός έγραψε αυτό το μικρό σκετς για να ενσωματωθεί σε μια σύντομη χρονικά εθνική γιορτή μαζί με τραγούδια και ποιήματα.
Δ. Το τέταρτο έργο είναι των Ιωάννη Π. Κατή – Κων/νου Ι. Ζιούνα, «Αλαμάνα».[10]
Είναι δίπρακτο έργο με εφτά, συνολικά, σκηνές. Παίρνουν μέρος 16 πρόσωπα: η Ιστορία, η Λαϊκή Μούσα, ο Διάκος, οι οπλαρχηγοί Πανουργιάς και Δυοβουνιώτης, τα πρωτοπαλίκαρα του Διάκου Μπακογιάννης και Καλύβας, ο Μήτρος, αδερφός του Διάκου, ο Μιχάλης, υπασπιστής του Διάκου, Μπούσγος, φίλος του Διάκου, ο Ομέρ Βρυώνης, ο Κιοσσέ Μεχμέτ, ο Χαλήλμπεης, τούρκος άρχοντας της Λαμίας, ο Ελμάζ, υπασπιστής του Βρυώνη, ο Ρεσίτ, υπασπιστής του Μεχμέτ και ο αγγελιαφόρος του Διάκου.
Στη σκηνή του ο Κιοσσέ Μεχμέτ συνομιλούν με τον Ομέρ Βρυώνη για την προσωπικότητα του Διάκου, για τις αρνητικές γι’ αυτούς εξελίξεις στη γύρω περιοχή (Λιβαδειά, Σάλωνα, Μπουδουνίτσα και Θήβα). Αποφασίσουν να επιτεθούν με βάση το στρατηγικό σχέδιο του Βρυώνη, με το οποίο συμφωνεί ο Κιοσσέ.
Κοντά στη Χαλκωμάτα ο Διάκος, ο Μπακογιάννης και ο Καλύβας συζητούν σχετικά με την κάθοδο των Τουρκαλβανών στην περιοχή της Λαμίας. Στη συνέχεια, ο Διάκος, ο Δυοβουνιώτης και ο Πανουργιάς συναντιούνται και αποφασίζουν να εκτελέσουν το σχέδιο του Διάκου –παρά τις κάποιες διαφορετικές απόψεις τους–, με σκοπό ν’ ανακόψουν την κάθοδο των Τουρκαλβανών προς την Πελοπόννησο. (Πράξη Α΄)
Ο Διάκος εξηγεί το σχέδιο στους Μπακογιάννη και Καλύβα, στέλνοντάς του να ταμπουρωθούν στο γεφύρι (της Αλαμάνας), ο Πανουριάς θα παρέμενε στη Χαλκωμάτα, ενώ κάποια παλικάρια του θα αντιστέκονταν στο Μουσταφάμπεη, ο Δυοβουνιώτης είχε ήδη φύγει για τον Γοργοπόταμο, ενώ ο ίδιος ο Διάκος με τα παλικάρια του θα έπιαναν τα Ποριά (κοντά στο μοναστήρι της Δαμάστας). Έρχεται ένας αγγελιαφόρος με δυσάρεστα μαντάτα: ο Πανουργιάς εγκατέλειψε οπισθοχωρώντας το πόστο του καθώς τον κυνηγούν οι Τούρκοι, πληγωμένος καθώς είναι βαριά και ο Δυοβουνιώτης, μην αντέχοντας την πίεση των Τούρκων, οπισθοδρόμησε προς το ύψωμα Δέμα, για να μην μπορεί να τον φτάσει το τούρκικο ιππικό. Ο Μπούσγος, καθώς βλέπει τον πολυάριθμο στρατό των Τουρκαλβανών, δειλιάζει και παροτρύνει τον Διάκο να φύγουν. Ο Διάκος τον επιπλήττει, λέγοντάς του ότι έφτασε η σειρά τους να πουν κι αυτοί «Όχι», όπως έκανε και ο Λεωνίδας και τα τριακόσια παλικάρια του στις Θερμοπύλες, εδώ και χιλιάδες χρόνια.[11] Μάλιστα, ο Μπούσγος του φέρνει το άλογό του, την Αστέρω, για να φύγει ο Διάκος. Εκείνος παραμένει ανένδοτος και μαθαίνοντας ότι ήδη η μάχη εξελίσσεται με σφοδρότητα στο γεφύρι της Αλαμάνας, σπεύδει προς τα εκεί για να βοηθήσει τους Καλύβα και Μπακογιάννη.
Στη σκηνή του Βρυώνη, βρίσκονται επίσης ο Κιοσσέ και ο Χαλήλμπεης. Διατάζουν να φέρουν ενώπιόν τους τον αιχμαλωτισθέντα ήδη Διάκο. Προσπαθούν να τον πείσουν ν’ αλλαξοπιστήσει, τάζοντάς του αξιώματα. Τελικά, ο Κιοσσέ δίνει εντολή να τον σουβλίσουν και έτσι δυο στρατιώτες τον βγάζουν από τη σκηνή. Μια μαθήτρια, ως «Λαϊκή Μούσα» απαγγέλει το γνωστό ιστορικό δημοτικό τραγούδι «Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλά στη Χαλκομάτα κ.λπ.» (Πράξη Β΄)
Σφιχτό θεατρικό έργο, όπου όλα εξελίσσονται με λιγότερους διαλόγους, μέσα σε ελάχιστες και σύντομες σκηνές, με σκοπό η παράσταση να έχει μικρότερη χρονική διάρκεια.
Ε. Το πέμπτο έργο είναι του Τάκη Λάππα, «Ο Διάκος στην Αλαμάνα».[12]
Μονόπρακτο. Η δράση αναπτύσσεται σε τρεις εικόνες. Συμμετέχουν 11 βασικά πρόσωπα (ο Θανάσης Διάκος, ο Κώστας, μπουλουξής και αδερφός του Διάκου, ο Τριανταφυλλίνας, μπουλουξής του Διάκου, ο Αναγνώστης Καλπούζος, μπουλουξής του Διάκου, ο Καλύβας, ο Μπισμπιρίγκος, ψυχογιός του Διάκου, ο Νεόφυτος, ηγούμενος του Μοναστηριού της Δαμάστας, ο Ομέρ Βρυώνης, ο Κιοσέ Μεχμέτ, ο Χαλήλ-μπέης, ο Αράπης και όσους μαθητές/ηθοποιούς κρίνει ή όσους έχει στη διάθεσή του ο σκηνοθέτης για να συμμετάσχουν στην παράσταση ως Παλικάρια, ως Αρβανίτες και ως Τούρκοι).
Η σκηνή εξελίσσεται στην περιοχή της Αλαμάνας, όπου βρίσκονται ο Διάκος, οι μπουλουξήδες και τα υπόλοιπα παλικάρια του, ορισμένα από τα οποία επισημαίνουν τη δυσκολία που θα έχει το ιππικό του Κιοσέ Μεχμέτ, μετά από την έντονη βροχόπτωση και τη λάσπη που έχει δημιουργηθεί. Ο Διάκος διατάζει κάποιους (τον μπουλουξή Αναγνώστη Καλπούζο, τον Μοσκαντώνη, τον Σκαφίδα, τον Πλαστήρα κ.ά.) να ταμπουρωθούν στο χάνι, που βρίσκεται κοντά στη γέφυρα της Αλαμάνας, μια και είναι δύσκολο να δώσουν μάχη πάνω στη γέφυρα, αφού πρώτα τοποθετήσουν μεγάλα παλούκια γύρω από το χάνι, ώστε να μην μπορεί να πλησιάσουν τα άλογα. Στον Καλύβα και στον Μπακογιάννη δίνει εντολή, μαζί με 100 παλικάρια να ταμπουρωθούν στο κάτω μέρος των Πουριών. Σε περίπτωση δε που οι ταμπουρωμένοι στο χάνι, θα χρειαστούν βοήθεια, τότε θα πάνε να τους συνδράμουν. Δίνει, επίσης, εντολή στους μπουλουξήδες Τσαμαλή, Κίρκο και Αυγερινό να φτιάξουν μετερίζια με τα παλικάρια τους στα Πουριά. Ο Διάκος μιλάει σε όλους με ενθουσιασμό και με αφορμή τη θυσία των Σπαρτιατών στις Θερμοπύλες και με τον όρκο που έδωσαν οι ίδιοι για «Λευτεριά ή θάνατο», τους καλεί ν’ αγωνιστούν για τη λευτεριά της πατρίδας με αυτοθυσία και αυταπάρνηση. Όλοι συμφωνούν και φεύγουν για τα ταμπούρια τους.
Έρχεται αρματωμένος ο Νεόφυτος, ο ηγούμενος του Μοναστηριού της Δαμάστας, με πέντε μουλάρια φορτωμένα με τρόφιμα, τα οποία ξεφορτώνουν μερικά παλικάρια. Είναι αποφασισμένος να πολεμήσει μαζί με τον Διάκο, ο οποίος του εξομολογείται ένα κακό όνειρο που είδε, που τον φοβίζει μήπως και βγει αληθινό. Ο ηγούμενος υποβιβάζει το ζήτημα και δε δίνει συνέχεια. Του εξομολογείται, επίσης, το φόβο του μήπως και επαναληφθεί και στη μάχη της Αλαμάνας, η άτακτη εγκατάλειψη του Λεωνίδα και των Σπαρτιατών, από χιλιάδες στρατιώτες, κατά τη μάχη των Θερμοπυλών.
Τα παλληκάρια τραγουδάνε και χορεύουν πριν την έναρξη της μάχης, όπως τους το ζήτησε ο καπετάνιος τους. Ο Διάκος μαθαίνει τα δυσάρεστα νέα από τ’ άλλα δύο μέτωπα. Ο Δυοβουνιώτης οπισθοχώρησε προς τα ορεινά, μην αντέχοντας την επίθεση των Αρβανιτών και ο Πανουργιάς βρισκόταν σε δύσκολη θέση. Ο Διάκος δίνει εντολή να ταμπουρωθούν όλοι, καθώς μαθαίνουν από αγγελιαφόρο για τον τραυματισμό του Πανουργιά στη Χαλκωμάτα και την οπισθοχώρησή του, καθώς και για τη σφαγή του δεσπότη Ησαΐα και του αδερφού του Παπαγιάννη.
Τα παλληκάρια του Διάκου, φοβισμένα τον εγκαταλείπουν, καθώς ο Διάκος θυμωμένος και πικραμένος τους φωνάζει: «[…] Πού πάτε, ορέ, σα σκιαγμένα κουτάβια;… Σταθήτε να σας δώσω μια παραγγελιά. Κει που θα πάτε, αν σας ρωτήσουν για τον καπετάνιο σας, να πήτε πως τον παραδώσατε στους Τούρκους. Κι αν σας πουν γιατί, να τους αποκριθήτε, γιατί δεν ήθελε να φύγη μαζί σας… Άιντε… Κιοτήδες.» Ο Μπισμπιρίγκος φέρνει τη φοράδα του Διάκου, την Αστέρω, και τον προτρέπει μαζί με άλλους να φύγει, μια και έμειναν τόσοι λίγοι. Ο Διάκος αρνείται κατηγορηματικά και δίνει εντολή ν’ αφήσουν την Αστέρω ελεύτερη, λύνοντάς την, για να φύγει μακριά.
Ο Διάκος πληροφορείται ότι έχουν μείνει μόνο 18 αγωνιστές, μαζί με τον ηγούμενο Νεόφυτο, στον οποίο προτείνει να φύγει, Εκείνος δε δέχεται και με την έναρξη της μάχης σκοτώνεται. Σε λίγο σκοτώνεται και ο Κώστας, ο αδερφός του Διάκου. Ένας Αρβανίτης προκαλεί τον Διάκο να προσκυνήσει τον πασά, κι εκείνος απαντώντας του περήφανα τον σκοτώνει. Η ώρα της σύλληψης του Διάκου πλησιάζει, καθώς σχίζεται το τουφέκι του, τραυματίζεται στο δεξί χέρι του και παλεύει ηρωικά με το γιαταγάνι του, που και αυτό τελικά σπάζει. Ο Μπισπιρίγκος πέφτει νεκρός δίπλα του και τότε λυποθυμάει. Τούρκοι και Αρβανίτες πέφτουν πάνω του και τον συλλαμβάνουν.
Στον οντά του Χαλήλ-μπέη, στη Λαμία, βρίσκονται Τούρκοι και Αρβανίτες πολεμιστές και συζητούν για τη μάχη της προηγούμενης μέρας στην Αλαμάνα και με θαυμασμό για την πρωτόγνωρη γι’ αυτούς παλληκαριά του Διάκου. Ένας Αρβανίτης ζητάει από τον Βρυώνη την «μπέσα» του, όπως λέει, για την παράδοση του Διάκου και με την υπόσχεση του Βρυώνη να μην τον σκοτώσει. Εκείνος «μασάει τα λόγια του», με τη δικαιολογία ότι δεν αποφασίζει μόνος του. Μπαίνει ο Διάκος, ταλαιπωρημένος, καταματωμένος, με αλυσίδες στα πόδια και στο αριστερό του χέρι, συνοδευόμενος από τον «αράπη-δήμιό» του. Όλοι τον προπηλακίζουν. Εκείνος αγέρωχος, τους προ(σ)καλεί να τον σκοτώσουν, λέγοντάς τους: «Δε βρίσκεται από σας κανένα παλικάρι να με σκοτώση; Γιατί αφήνετε να με πομπεύουν και να με παιδεύουν έτσι; Δεν είμαι κακούργος.» Ο Χαλήλ-μπέης, ο Βρυώνης και ο Κιοσέ Μεχμέτ πασάς τον ανακρίνουν. Εκείνος αγέρωχος τους απαντάει με προκλητικά και υβριστικά λόγια, τους τονίζει ότι πρέπει να το καταλάβουν ότι έφτασε η ώρα του μεγάλου ξεσηκωμού για τη λευτεριά της πατρίδας του, κι όταν ο Κιοσέ Μεχμέτ του θυμίζει την αποτυχία των Ελλήνων στα Ορλωφικά, του απαντά: «Κιοσέ Μεχμέτ-πασά, τώρα είναι αλλιώτικα. Ή θα λευτερωθούμε ή θα πεθάνουμε. Το σύνθημά μας είναι “Ελευθερία ή Θάνατος”.» Κι όταν ο Κιοσέ Μεχμέτ τον προκαλεί για να του σπάσει το ηθικό, λέγοντάς του: «Θα πεθάνης, Διάκο, χωρίς να λευτερώσης την πατρίδα σου» ο Διάκος του απαντά: «Δε με κιοτεύεις, σπανο-πασά. Η Ελλάδα έχει πολλούς Διάκους. Σαν κατηφορίσης, κάθε τόσο θα βρίσκης κι από Ένα Διάκο, που με το κορμί του θα σου φράζη τη στράτα.» Ο Κιοσέ Μεχμέτ, θυμωμένος, του λέει: «Θα τους νικήσω όλους» κι ο Διάκος: «Αν όλες οι νίκες σου είναι σαν και τούτη τη ντροπιασμένη της Αλαμάνας, με γεια σου με χαρά σου. Ξεκίνησες για κάτω, και μια φούχτα Έλληνες σε γυρίσανε πίσω ντροπιασμένο. Το ίδιο θα πάθης παντού. Είναι χιλιάδες πια οι Διάκοι στην ξεσηκωμένη χώρα μας.»
Ο Διάκος παραδίνεται στον «Αράπη», από τον Κιοσέ Μεχμέτ για σούβλισμα. Ένας Αρβανίτης διαμαρτύρεται στον Βρυώνη ότι δεν κράτησε την «μπέσα» του κι εκείνος δικαιολογείται ότι τη διαταγή για το θάνατο του Διάκου την έδωσε ο Κιοσέ-Μεχμέτ και όχι ο ίδιος.
Πρόκειται για εξαιρετικό θεατρικό έργο του σχολικού μας θεάτρου από την πέννα του Βοιωτού λογοτέχνη και ιστορικού, Τάκη Λάππα, ο οποίος θίγει μοναδικά, κάποια θέματα, τα οποία δεν έθεσαν άλλοι δραματουργοί.
ΣΤ. Το έκτο έργο είναι του Μίμη Αθ. Παπαδημητρίου, «Η γέφυρα της Αλαμάνας».[13]
Τρίπρακτο πατριωτικό δράμα (με οκτώ σκηνές, συνολικά) και πολυπρόσωπο, με 37-45 πρόσωπα (η Ιστορία, η Δόξα της Ελλάδος, ο Αθανάσιος Διάκος, ο Δυοβουνιώτης, ο Πανουργιάς, ο Μήτρος, αδερφός του Διάκου, ο Ησαΐας, ο Σκαλτσάς, ο Κοντογιάννης, ο Τσαούσης, υπασπιστής του Διάκου, ο Σταύρος, ο Λευτέρης, ο Νότης, ο Άγγελος και ο Κωσταρίγκας, πρωτοπαλλήκαρα του Διάκου, ο Γρηγόρης, ο Γιάννος και Δήμος, κλέφτες, ίσως και άλλοι 5-10 κλέφτες, ο υπασπιστής του Δυοβουνιώτη, ο υπασπιστής του Πανουργιά, ο Ομέρ Βρυώνης, ο Κιοσέ Μεχμέτ, ο Χαλήλ μπέης, ο Γιουσούφ, υπασπιστής του Βρυώνη, ο Αχμέτ, έμπιστος του Βρυώνη, ο γερο-Μασιώτης, ο γερο-Γιάννος, ένα εγγονάκι, ο γέρος, η γυναίκα και η κόρη και ίσως και άλλοι χωριανοί, κόρες, γέροι και γριές και η χορωδία.)
Ο δραματουργός στην αρχή και στο τέλος του έργου χρησιμοποιεί ως αφηγητή (ή «εξηγητή», όπως τον χαρακτηρίζει ο Βασίλης Ρώτας), δύο πρόσωπα: την «Ιστορία», η οποία εξηγεί στους θεατές πώς έχει η κατάσταση της Επανάστασης στην Πελοπόννησο και στη Ρούμελη, πριν από τη μάχη της Αλαμάνας και τη «Δόξα της Ελλάδος», η οποία απαγγέλει μια παραλλαγή του παραδοσιακού δημοτικού τραγουδιού «Αθανάσιος Διάκος».
Η θεατρική παράσταση απαρτίζεται από τις έξι, ακόμη, σκηνές, με την παρακάτω σκηνογραφία και υπόθεση:
Στο δωμάτιο του Ομέρ Βρυώνη, βρίσκονται επίσης ο Γιουσούφ και ο Αχμέτ. Ο Βρυώνης ανησυχεί για τον ξεσηκωμό των Ελλήνων. Έρχεται κι ο Κιοσέ Μεχμέτ πασάς και αποφασίζουν να κάνουν στρατιωτικό συμβούλιο. Και ο Κιοσέ φοβάται, μετά τις επιτυχίες των Ελλήνων στο Βαλτέτσι, στην Τρίπολη, στη Λιβαδειά, στη Θήβα, στην Άμφισσα, στην Αταλάντη… Τους δημιουργούν ερωτηματικά ο ηρωισμός των Διάκου, Δυοβουνιώτη και Πανουργιά. Με τον Γιουσούφ παραγγέλνει στους Δερβισάδες να είναι έτοιμοι και αποφασισμένοι να κτυπήσουν τους εξεγερμένους Έλληνες.
Στο λημέρι του Δυοβουνιώτη, μερικοί κλέφτες χορεύουν και τραγουδούν. Έρχεται ο Πανουργιάς και ενημερώνει τον Δυοβουνιώτη για την προετοιμασία των Τουρκαλβανών να κατέβουν νότια, σε μια-δυο μέρες. Έρχεται κι ο Διάκος, τον ενημερώνουν σχετικά και πραγματοποιούν στρατιωτικό συμβούλιο για ν’ αποφασιστεί το σχέδιο αντιμετώπισης του εχθρού, όπως τελικά αυτό πραγματοποιήθηκε.
Έξω από ένα χωριό, κοντά στην Αλαμάνα, δυο γέροι συζητούν για την άφιξη του Βρυώνη στη Λαμία. Εκφράζουν τους φόβους τους, αν και πιστεύουν στην παλληκαριά των κλεφτών. Ανησυχούν, όμως, για το πολυάριθμο στρατό των Τουρκαλβανών και επιπρόσθετα για την τύχη των εγγονών τους. Καθώς φτάνει ο Διάκος στο χωριό, όλοι οι κάτοικοι τον υποδέχονται μ’ ενθουσιασμό. Συγκινητικές στιγμές, που ακόμη και γέροντες θέλουν με πάθος να πάρουν μέρος στη μάχη. Ο Διάκος τους μοιράζει όπλα. Τις γυναίκες, που θέλουν κι αυτές να πολεμήσουν, δε τις δέχεται, μα τους υπόσχεται ότι θα τις καλέσει αν τις χρειαστεί.
Στο λημέρι του Διάκου βρίσκονται, επίσης, ο αδερφός του ο Μήτρος και τα πρωτοπαλλήκαρα του Διάκου. Ανησυχούν για την αργοπορία του Διάκου και υποψιάζονται ότι «θάχουνε χτυπήματα»… Στέλνει τον υπασπιστή του να φωνάξουν τον Μήτρο τον Κοντογιάννη και τον Δήμο τον Σκαλτσά. Έρχεται ο δεσπότης Ησαίας. Φτάνουν και οι Κοντογιάννης και Σκαλτσάς, οι οποίοι δέχονται κι αυτοί να ενώσουν τις δυνάμεις τους μ’ εκείνες του Διάκου.[14] Ο Ησαΐας, παρά τις αντιρρήσεις του Διάκου, θέλει να πολεμήσει στη γέφυρα της Αλαμάνας, μαζί με τον Διάκο και αυτό θα γίνει.[15]
Ο Διάκος βρίσκεται στη γέφυρα της Αλαμάνας και αναμένει τους Τουρκαλβανούς. Τον πληροφορούν για τον τραυματισμό των Πανουργιά και Δυοβουνιώτη και την ήττα και οπισθοχώρηση των ελλήνων κλεφτών. Ο Δήμος τον παροτρύνει να φύγουν, γιατί ο εχθρός είναι πολυάριθμος. Ο Διάκος αρνείται και εμψυχώνει τα παλληκάρια του με φλογερά λόγια, παραλληλίζοντας τη δική τους μάχη μ’ εκείνη του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες. Ο Ησαΐας ευλογεί τα παλληκάρια, η μάχη αρχίζει… και πρώτος μαζί με το Διάκο δίνουν το σύνθημα της επίθεσης.
Στη σκηνή του Βρυώνη, βρίσκονται ο Κιοσέ και ο μπέης της Λαμίας Χαλήλ. Φέρνουν τον Διάκο, απ’ τον οποίο προσπαθούν, χωρίς αποτέλεσμα, ν’ αποσπάσουν πληροφορίες για τη στρατιωτική δύναμη των Ελλήνων και τα ονόματα άλλων οπλαρχηγών. Δε δέχεται την πρότασή τους ν’ αλλαξοπιστήσει και τους τονίζει ότι «Έχει πολλούς σαν εμένα ο τόπος», κάτι που τους τρομάζει. Θυμώνουν και ο Κιοσέ διατάζει να τον ρίξουν στα μπουντρούμια. Ο Βρυώνης τον πείθει να μη χαλάσουν το Διάκο, γιατί είναι γενναίο παλληκάρι, μπορεί αργότερα ν’ αλλάξει άποψη και να τον χρειαστούν. Όμως, ο Χαλήλ πέφτει στα πόδια τους και τους παρακαλεί να τον σκοτώσουν γιατί είναι πολύ επικίνδυνος αν ζήσει, για παραδειγματισμό και για να φοβηθούν οι υπόλοιποι Έλληνες. Τους αλλάζει τη γνώμη κι εκείνοι τον δίνουν στον Γιουσούφ, ώστε να τον παλουκώσει και να τον ψήσει…
Πρόκειται για σημαντικό έργο, ικανό για ολοκληρωμένη θεατρική παράσταση.
____________________________________________________________________________
[1]. Δ. Μοναστηριώτη, «Θανάσης Διάκος. Πατριωτική Σκηνή» στο βιβλίο του: Τα παιδιά κάνουν θέατρο. Θεατρικά σκετς για σχολικές γιορτές, Εκδοτικός Οίκος Αλικίωτη, Αθήναι χ.χ., σ. 32-39.
[2]. Πάνου Αντωνόπουλου, «Ο Διάκος ο πρωτοκλέφτης. Πατριωτικό σκετς» (απόσπασμα), απ’ το βιβλίο του: Το Κρυφό Σχολειό. Δράμα, Εκδόσεις Βυζάντιον, Αθήναι 31976, σ. 138-140. Δεν κατορθώσαμε, μέχρι στιγμής, να βρούμε ολοκληρωμένο το ενλόγω θεατρικό κείμενο.
[3]. Πάνου Αντωνόπουλου, «Ο Διάκος ο πρωτοκλέφτης. Πατριωτικό σκετς» (απόσπασμα), ό.π., σ. 140.
[4]. Ό.π., σ. 139.
[5]. Γιάννη Αλκαίου, «Αθανάσιος Διάκος. Ο ήρωας της Αλαμάνας. Ιστορική Σκηνή», στο βιβλίο του Για την Ελλάδα (4 Δραματικές Σκηνές), Αθήναι 1956, σ. 3-15.
[6]. Ο γραμματέας του Ομέρ Βρυώνη, Αγωνιστής και Φιλικός Παναγιώτης Σκόρδης, από τα Βέρβενα της Αρκαδίας, αποκαλεί τον Βρυώνη: «ομέρ πασιά βερβεριόνη», σε έγγραφό του, το οποίο σώζεται στο Αρχείο Χειρογράφων και Ομοιοτύπων της Εθνικής Βιβλιοθήκης Ελλάδος. Κοίτα: Παναγιώτη Φάκλαρη, «Μια μαρτυρία για τον ενταφιασμό του Αθαν. Διάκου», «ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ», τόμος όγδοος, Λαμία 1987, σ. 86.
[7]. Αντ. Δ. Ζάχου, «Ο Αθανάσιος Διάκος. Πατριωτικόν δράμα σε 4 πράξεις», στο βιβλίο του: Πατριωτικά Δράματα, Θεσσαλονίκη 1971, σ. 1-27.
[8]. Απ’ όσο γνωρίζουμε από την ιστορική έρευνα ο Διάκος είχε δυο αδερφές: τη Σοφία και την Καλομοίρα.
[9]. Χρήστου Καγιάννη, «Ο θάνατος του Διάκου(Δραματικόν σκετς)», στο βιβλίο του: 1821. Ένδοξα χρόνια. 11 σκετς για σχολικό θέατρο, Θεσ/νίκη 1964, σ. 25-27.
[10]. Ιωάννη Π. Κατή – Κων/νου Ι. Ζιούνα, «Αλαμάνα», από το βιβλίο τους: Σκετς και ποιήματα δια τας Εθνικάς Εορτάς 21ης Απριλίου 1967 και 25ης Μαρτίου 1821, Λάρισα χ.χ. [1969], σ. 55-68.
[11]. Οι συγκεκριμένοι δραματουργοί (αλλά και άλλοι δραματουργοί του Σχολικού μας Θεάτρου) αγνοούν ότι μαζί με τους Σπαρτιάτες στη μάχη των Θερμοπυλών πολέμησαν και εφτακόσιοι Θεσπιείς. Άλλωστε, δυστυχώς, μόλις στα 1997 τοποθετήθηκε και ιδιαίτερο μνημείο στις Θερμοπύλες προς τιμή των εφτακοσίων Θεσπιέων.
[12]. Τάκη Λάππα, «Ο Διάκος στην Αλαμάνα. Σε τρεις εικόνες», στο βιβλίο του: Η Επανάσταση του Εικοσιένα στην Αθήνα. Ο Διάκος στην Αλαμάνα. Θεατρικά Χρονικά, Εκδοτικός Οίκος Ν. Αλικιώτης & Υιοί, Αθήναι χ.χ., σ. 19-47.
[13]. Μίμη Αθ. Παπαδημητρίου, «Η γέφυρα της Αλαμάνας», στο βιβλίο του: Παιδικό Σχολικό Θέατρο, Τεύχος Α΄, Τυπογραφείον: ΤΟΥΦΕΞΗ, Λάρισα χ.χ., σ. 24-44 και στο: Γιορτή στο σχολείο μας, Αθήνα χ.χ. [1958], σ. 24-44.
[14]. Στην πραγματικότητα, όμως, ο Δημήτριος Κοντογιάννης δε δέχτηκε να συμμετάσχει στη μάχη της Αλαμάνας, ζημιώνοντας ουσιαστικά τον Αγώνα, μη συμβάλλοντας, ίσως, στην επιτυχή έκβαση εκείνης της μάχης.
[15]. Γνωρίζουμε, βέβαια, ότι ο Ησαΐας μαζί με τον αδερφό του Παπαγιάννη πολέμησαν με τον Πανουργιά στη Χαλκομάτα, όπου και σκοτώθηκαν. Προτομή του βρίσκεται κάτω από το Μοναστήρι της Παναγίας Δαμάστας, στο δρόμο Λαμίας-Άμφισσας.
- Ένα τμήμα του παρόντος κειμένου έχει δημοσιευθεί στον αφιερωματικό 31ο τόμο (2018) με θέμα: «Αλαμάνα και Αθανάσιος Διάκος», του περ. «Φθιωτικός Λόγος», τον οποίο εξέδωσε στη Λαμία ο Όμιλος Φθιωτών Λογοτεχνών και Συγγραφέων.
_____________________________________________________________________________________________________
Θανάσης Ν. Καραγιάννης Δρ. Επιστημών της Αγωγής. Μελετητής Δραματουργίας για παιδιά. Κριτικός Θεάτρου για παιδιά. Συγγραφέας
e-mail: http://thkaragia.wix.com/main