Γράφει η Βασιλική Παπαγεωργίου //
Μεταδιδακτορική ερευνήτρια, Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Εργασιακή σύμβουλος, Δ.ΥΠ.Α.
Kριτικές επισημάνσεις για την ατζέντα “κοινωνικής επένδυσης”
Τις τελευταίες δεκαετίες το κοινωνικό κράτος στην Ευρώπη δέχεται τις έντονες πιέσεις από τις συνέπειες της εφαρμογής του νεοφιλελεύθερου προγράμματος (δραστικές περικοπές σε υπηρεσίες πρόνοιας, εισαγωγή θεσμικού πλαισίου ευέλικτης απασχόλησης, νέες εννοιολογήσεις και πρακτικές κοινωνικών παροχών κ.λπ.). Ο νεοφιλελευθερισμός, αναπόφευκτα, εντατικοποιεί τις διαδικασίες οικονομικοποίησης του κοινωνικού – που ενυπάρχουν στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.
Ωστόσο, το κοινωνικό κράτος μετασχηματίζεται, αποκρύπτοντας αυτήν ακριβώς την πραγματικότητα, με τρόπο που να παρουσιάζεται με νέες μορφές, παραπλανητικά, ως μια θετική κοινωνικά εξέλιξη. που ανακουφίζει, δηλαδή, τους ευάλωτους από τα άλγη των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Συγκεκριμένα, στην ατζέντα της ευρωπαϊκής κοινωνικής πολιτικής τα τελευταία χρόνια εμφανίζονται όροι όπως “ενεργό κοινωνικό κράτος” (active welfare state) ή “κράτος κοινωνικής επένδυσης” (social investment state), σε αντιδιαστολή με το παραδοσιακό κράτος πρόνοιας – και, αντίστοιχα, οι πολιτικές εκείνες – που συγχέουν το τι ακριβώς γίνεται. Είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί, ότι οι κυρίαρχες αυτές ιδέες αποτυπώνονται σε στρατηγικά κείμενα συμφωνιών και διακηρύξεων, τα οποία αποτελούν πυξίδα προσανατολισμού για τη νέα κατάσταση.
Πρωταρχικά, ήταν η Στρατηγική της Λισαβώνας (2000) που αποτέλεσε τη βάση για τον λεγόμενο εκσυγχρονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Μοντέλου (EKT) και για τις πολιτικές που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια. Ως διακηρυγμένος στόχος για τη δεκαετία 2000-2010 τέθηκε η αύξηση της ανταγωνιστικότητας σε μια νέα “οικονομία της γνώσης” (https://www.europarl.europa.eu/summits/lis1_en.htm#). Κομβικής σημασίας στα σχετικά κείμενα είναι η σύνδεση εκπαίδευσης, δια βίου κατάρτισης και απασχόλησης, μέσω της έννοιας της “κοινωνικής επένδυσης” στο ανθρώπινο κεφάλαιο. Επίσης γίνεται αναφορά στην ανάπτυξη ενός “ενεργητικού και δυναμικού κράτους πρόνοιας”.
Στη συνέχεια, η “Ευρώπη 2020” κινείται στο ίδιο πνεύμα, και αποτελεί τη νέα ευρωπαϊκή στρατηγική για την επόμενη δεκαετία (2011-2020), για μια “έξυπνη, βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη”, που θα συνδέεται με υψηλά επίπεδα απασχόλησης, παραγωγικότητας και κοινωνικής συνοχής (https://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=COM:2010:2020:FIN:en:PDF).
Ωστόσο, η έννοια της “κοινωνικής επένδυσης”, που ήδη συναντάμε σε κείμενα της ΕΕ (αλλά και άλλων οργανισμών όπως ο ΟΟΣΑ πριν από το 2000), αποκτά τρόπον τινά θεσμική υπόσταση και προεξάρχοντα ρόλο στην ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική με το “Πακέτο Κοινωνικής Επένδυσης” (Social Investment Package, https://www.eurofound.europa.eu/en/social-investment-package), που εισηγήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 20 Φεβρουαρίου του 2013. Η πρωτοβουλία αυτή, που ελήφθη στο πλαίσιο της επίτευξης των στόχων της στρατηγικής “Ευρώπη 2020”, προτρέπει τα κράτη μέλη να δώσουν προτεραιότητα στη βελτίωση των πολιτικών “κοινωνικής επένδυσης” και “ενεργητικής ένταξης”, με τομείς προτεραιότητας που αφορούν, κυρίως, την προσχολική φροντίδα, την εκπαίδευση και κατάρτιση και την ενεργό γήρανση.
Γενικότερα, “κοινωνική επένδυση” θεωρείται η διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού (ανθρώπινοι πόροι, ανθρώπινο κεφάλαιο), με το πολιτικά στοχευμένο πρόταγμα του κόστους- οφέλους, να αποδώσει δηλαδή θετικά στην οικονομική ανάπτυξη και να ενισχύσει ένα “σύγχρονο παραγωγικό μοντέλο”, μέσω της υιοθέτησης μέτρων για την ενίσχυση των ατομικών δεξιοτήτων, ώστε να επιτυγχάνεται η “ενεργός κοινωνική ένταξη”. Για παράδειγμα, στην “ενεργό γήρανση”, που εισάγει στο εννοιολογικό της οπλοστάσιο η Ευρωπαϊκή Ένωση, βρίσκουμε την ιδέα της “παράτασης του εργασιακού βίου”, με ευκαιρίες πρόσβασης στη δια βίου εκπαίδευση, και άλλα κίνητρα, π.χ. φορολογικά. Η πολιτική αυτού του είδους υποδηλώνει, – παρακάμπτοντας από τη συζήτηση θεμελιώδη κοινωνικά δικαιώματα και άλλες παραμέτρους –, ότι, το να εργαστεί κάποιος σε μεγάλη ηλικία, ακόμη και μετά τη συνταξιοδότηση, συνιστά μια κοινωνικά θετική εξέλιξη, που επιβάλλεται να αντιμετωπιστεί ως ζήτημα διευκόλυνσης στην πρόσβαση και υπέρβασης της ανισότητας των ευκαιριών (https://ec.europa.eu/commission/presscorner/detail/el/IP_12_16).
Στην περίπτωση της Ελλάδας, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μετατόπισης προς το μοντέλο κοινωνικής επένδυσης, αποτελεί η δέσμη παρεμβάσεων για μια ενεργητική πολιτική απασχόλησης, που υλοποιείται από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και τη Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης -ΔΥΠΑ (https://ypergasias.gov.gr/stratigiki-gia-tin-anavathmisi-ton-dexiotiton-tou-ergatikou-dynamikou-kai-ti-diasyndesi-tou-me-tin-agora-ergasias/). Η βασική ιδέα εδώ και το πνεύμα τής όλης – κοινωνικά στοχευμένης – παρέμβασης είναι η κινητοποίηση του ανέργου για συμμετοχή σε πληθώρα δράσεων και, κυρίως, μέσω της συνεχούς κατάρτισης και επανακατάρτισης/ επανειδίκευσης. Το υποκείμενο των πολιτικών αυτών πρέπει, έτσι, να επιμελείται διαρκώς το βιογραφικό του, το οποίο αποτιμάται σε δεξιότητες μετρήσιμες, με βάση την αξία τους κατά τη σύζευξη προσφοράς- ζήτησης στην αγορά εργασίας και προετοιμάζεται να επιδεικνύει ευελιξία στην εργασιακή του σταδιοδρομία. Παράλληλα, η επιδοματική πολιτική υποχωρεί και γίνεται “πιο “στοχευμένη” –σύμφωνα με την κυρίαρχη πολιτική γλώσσα της νέας κοινωνικής ατζέντας–, προκειμένου να δίδεται κίνητρο προς τους ανέργους ώστε να αποκτούν έθος ενεργού συμμετοχής στην αγορά εργασίας και σε κατάρτιση (πρβλ. προ ημερών δημοσίευμα της Καθημερινής που προβάλει την άποψη, ότι το τουριστικό εποχικό βοήθημα «κοστίζει περισσότερο στο κράτος από το “όφελος” της ασφάλισης των εργαζομένων», https://www.kathimerini.gr/economy/563031748/i-gkriza-pleyra-toy-toyrismoy/).
Στην περίπτωση των πολιτικών απασχόλησης, λοιπόν, η ανεργία επαν-επινοείται ως πρόβλημα έλλειψης δεξιοτήτων και, κατά συνέπεια, αδυναμίας ορθής σύζευξης προσφοράς-ζήτησης στην αγορά εργασίας, ή, επίσης, ανισότητας των ευκαιριών, και, εν τέλει, ως αδυναμία του ατόμου να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της νέας κοινωνίας της γνώσης. Ο άνεργος θωρακίζεται με το είναι ανθεκτικός, ευέλικτος, δια βίου καταρτιζόμενος, ή σε επανειδίκευση, ή, με άλλους όρους, ανταγωνιστικός. Παράλληλα, στο ίδιο πνεύμα, η ελληνική οικονομία προσλαμβάνεται με όρους “ανταγωνιστικότητας” που θα αυξηθεί, αν περάσουμε σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, που, – σε αντίθεση με το παραδοσιακό πρότυπο–, θα δημιουργήσει θέσεις “υψηλών δεξιοτήτων”, προκειμένου να γίνουμε πιο ανθεκτικοί στις προκλήσεις της 4ης βιομηχανικής επανάστασης (βλ. σχετικά θέματα και κείμενα στη σελίδα https://mdaae.gr/o-michanismos/).
Το κράτος κοινωνικής επένδυσης παρουσιάζεται ως η νέα μορφή κοινωνικού κράτους που είναι κατάλληλη για να ανταποκριθεί στις συνθήκες κρίσης, ανασφάλειας και γενικότερα μιας κοινωνίας του ρίσκου. Μετασχηματίζοντας το “κοινωνικό” σε αντικείμενο επένδυσης, αποδίδει κοινωνική αξία μόνον σε ό,τι μεταφράζεται σε οικονομικό όφελος. Παραπέμπει, έτσι, και στη θεωρία του ανθρώπινου κεφαλαίου, σύμφωνα με την οποία η εκπαίδευση και η κατάρτιση προσλαμβάνονται ως επενδυτικά αγαθά για τη μεγέθυνση της οικονομίας. Με κεντρικό άξονα τις ιδέες της πρόληψης, της προσαρμοστικότητας και της ανθεκτικότητας, το νέο υπόδειγμα κοινωνικής επένδυσης βασίζεται στην ατομική ευθύνη που τα υποκείμενα αναλαμβάνουν, ώστε να διαχειριστούν τον εαυτό τους και να θωρακιστούν από το “ρίσκο”, επιλέγοντας “ελεύθερα” από τις λύσεις που προτείνονται (και μεταφράζονται όπως είδαμε με όρους προσφοράς και ζήτησης οικονομίας της αγοράς).
Η κατίσχυση των νεοφιλελεύθερων παγκοσμιοποιημένων αγορών δεν αφήνει παρά στενά περιθώρια αναδιανεμητικής κοινωνικής παρέμβασης στα εθνικά κράτη. Ο μόνος δρόμος να εμφανιστεί μια κατ’ επίφαση κοινωνική αποτελεσματικότητα είναι συμφιλιώνοντας το οικονομικό με το κοινωνικό, με το πρώτο να καταλαμβάνει καταχρηστικά τη σφαίρα του δεύτερου. Υιοθετώντας εδώ μια κριτική προσέγγιση που αντλεί από τη μαρξιστική πολιτική οικονομία, υποστηρίζω ότι, εισάγοντας το στοιχείο του κέρδους και της οικονομικής απόδοσης στις υπηρεσίες πρόνοιας, με άλλα λόγια την εμπορευματοποίηση στη σφαίρα του κοινωνικού, πλάι στην αναγκαία τεχνοκρατική και διαχειριστική λογική, το κράτος κοινωνικής επένδυσης αποτελεί φενάκη για την κοινωνική πολιτική.
Έτσι, μέσω μιας ρητορικής διαστρέβλωσης, παρουσιάζεται ως προφάνεια ότι το κράτος κοινωνικής επένδυσης είναι κοινωνικά προσανατολισμένο και αποδοτικό, ενώ στην πραγματικότητα είναι σύστοιχο με τους αναπτυξιακούς σχεδιασμούς και τις αρχές μιας νεοφιλελεύθερης κυβερνητικότητας. Η διαχείριση των κοινωνικών ανισοτήτων σε αυτήν την περίπτωση βαθαίνει τους κοινωνικούς αποκλεισμούς και δημιουργεί νέους, για τους οποίους το βάρος της ευθύνης μεταφέρεται στο άτομο. Τέλος, επιτυγχάνει, το “εκσυγχρονισμένο κοινωνικό κράτος”, την πειθάρχηση και τον έλεγχο του κοινωνικού σώματος, με τις προσήκουσες γραφειοκρατικές τεχνικές: αφενός, με το να μετατρέπει τον πληθυσμό σε στατιστικό δείγμα, με τη χρήση ποσοτικοποιημένων τιμών και δεικτών (π.χ. βλ. ενδεικτικά τον “ευρωπαϊκό δείκτη δεξιοτήτων”, https://www.cedefop.europa.eu/el/themes/statistics), και, αφετέρου, με το να επιδιώκει τη συμμετοχή των υποκειμένων σε αυτό, μέσω μιας ενεργούς πολιτειότητας, που απαιτεί την εσωτερίκευση του ίδιου αυτού ελέγχου και τη συμμόρφωση προς τις ιδεολογικές αρχές που τον στηρίζουν (πρβλ. εδώ την έννοια “νεοφιλελεύθερος”/ “επιχειρηματικός εαυτός”).