Βασίλη Ρώτα
Ο ΒΡΥΚΟΛΑΚΑΣ
(μονόπρακτη κωμωδία, με τρεις σκηνές)
Θεατρική προσαρμογή: Θανάσης Ν. Καραγιάννης
[από το ομώνυμο διήγημα του Βασίλη Ρώτα][1]
ΠΡΟΣΩΠΑ:
ΕΞΗΓΗΤΗΣ[2]……………………………………………………………………………………………………………………..
ΠΡΟΕΔΡΟΣ……………………………………………………………………γιατρός, πρόεδρος του χωριού Μ…
ΣΚΛΙΑΣ…………………………………………………………………………………………………….. καντηλανάφτης
ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΟΛΟΚΥΘΑΣ……………………………………………………………………………………….. ψάλτης
ΓΙΩΡΓΗΣ ΤΖΕΣ……………………………………………………………………………………………………. μαραγκός
ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ του χωριού……………………………………………………………………………………………
ΚΕΝΤΗΡΙΩΝ………………………………………………………………………………………. απόμαχος δικολάβος
ΣΟΥΒΛΗΣ……………………………………………………………………………………………………………. μπαλωτής
ΖΕΜΠΕΡΕΚΑΙΝΑ………………………………………………………… χήρα, ξεμαγίστρα, ξορκίστρα, μαμή
ΖΕΜΠΕΡΕΚΗΣ…………………………… γιος της Ζεμπερέκαινας, χαρτοπαίχτης, ο «Βρυκόλακας»
ΓΛΕΝΤΖΕΣ………………………………………………………………………… συνεργάτης του… «Βρυκόλακα»
ΝΟΜΑΤΑΡΧΗΣ…………………………………………………………………………………………………….
ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΑΣ…………………………………………………………………………………………………………………….
ΧΗΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΕΑ ΤΟΥ ΤΙΜΟΥΛΕ……………………………………………………………………………….
ΣΚΗΝΗ 1η
ΕΞΗΓΗΤΗΣ: Στο χωριό Μ…, που βρίσκεται «στην καρδιά της Αρκαδίας», το Κοινοτικό Συμβούλιο συνεδριάζει εκτάκτως, μετά την εμφάνιση… βρυκόλακα (τρομάζει)… αχ! μαμά μου…!, στο χωριό! Όλοι οι Κοινοτικοί Σύμβουλοι είναι αναστατωμένοι, εκτός από τον Πρόεδρο, ο οποίος ως επιστήμονας γιατρός ο άνθρωπος σκέφτεται λογικά και ψύχραιμα…
(Ακούγονται ζωηρές φωνές, οχλοβοή στην αίθουσα. Όλοι είναι αναστατωμένοι. Τα τραπέζια είναι σε σχήμα Π και στο κέντρο, μεταξύ των Δημοτικών Συμβούλων, ο πρόεδρος προσπαθεί να επιβάλλει την ησυχία):
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ησυχία, κύριοι συνάδερφοι, ησυχία! Η-σ-υ-χ-ί-α!! (κτυπάει το χέρι του, πολλές φορές, επάνω στο τραπέζι) Θυμάστε το δάσκαλό μας, Γεώργιο Παπαπουλακόπουλο, θεός σχωρέσ’ τον;
ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ: Ναι! Ναι! (γέλια)
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (με στόμφο) «Της Αρκαδίας ή Ακαρδίας ή Πελασγίας ή Παλαβίας», έλεγε ειρωνικά, διδάσκοντας γεωγραφία. (συνεχίζει, αλλάζοντας τον τόνο της φωνής του, αναλόγως) «Κύριε, εμείς δεν είμαστε Αρκαδία, εμείς είμαστε Αχαΐα!», πεταγόταν ένα παιδί τινάζοντας το χέρι του με το δάχτυλό του σηκωμένο. «Αχαΐα», φωνάζαμε όλοι μαζί «Αχαΐα»!
«Άει χαθείτε», νευρίαζε ο δάσκαλός μας, βαρώντας κι έναν κατακέφαλο ενού παιδιού στο πρώτο θρανίο, που γέλαγε.
ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ: Ναι! Έτσι! Ακριβώς! (γέλια)
(Ξαφνικά, τα γέλια και οι φωνές κόβονται απότομα. Όλοι οι Σύμβουλοι είναι, τώρα, σκυθρωποί, σκεφτικοί, φοβισμένοι! )
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (Βάζει αγριοφωνάρα και φαίνεται θυμωμένος) Ζώα και τόγια…
ΣΚΛΙΑΣ: Μη μας βρίζεις κυρ πρόεδρε…
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δε σας βρίζω. Έτσι σας ονομάτιζε όλους ο δάσκαλός μας. Μαζί με σας μ’ έπαιρναν και μένα τα σκάγια. (Αρχικά με κάποια συγκατάβαση, στη συνέχεια με στόμφο και με περιπαιχτική διάθεση) Τελοσπάντων, πήγαμε και παραόξω, σπουδάσαμε επιστήμη, σας γιατροπορεύουμε δωπέρα, που θα ’χετε πεθάνει όλοι από θέρμες κι από τη βρώμα…
ΔΥΟ-ΤΡΕΙΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ: (Με ανήσυχη φωνή) Χασομεράμε!
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μα στο θεό σας, συγχωριανοί και συμμαθητές μου, όσο ζώα και τόγια κι αν είμαστε, κατά τον κοινό μας δάσκαλο, δε μας επιτρέπεται στον καιρό μας να τα πιστεύουμε αυτά, πως βγαίνει βρυκόλακας στο χωριό και να καλούμε το Συμβούλιο σ’ έχταχτη συνεδρίαση. Η Αρκαδία είναι η καρδιά του Μοριά και δε μπορεί η καρδιά του Μοριά να ’ναι τόσο ανόητη. Η Αρκαδία, ας είναι τώρα ορεινή. Παλαιότατα, ήταν νησί. Αυτή ήταν όλη κι όλη η Πελοπόννησος κι οι Αρκάδες τότε ήντουσαν ναυτικοί, οι πρώτοι Μοραΐτες ναυτικοί. Και γι’ αυτό και σαν Μοραΐτες και σαν ναυτικοί, έξυπνοι. Αλλά τι σας λέω, τι καταλαβαίνετε σεις από ιστορική εξέλιξη…
Τελοσπάντων το χωριό μας βγάζει έξυπνους ανθρώπους, πολιτικούς και στρατιωτικούς κι ιερωμένους και καθηγητάδες. Θα μου πεις όλοι φεύγουν κι εδώ μένουν τα τόγια. Τελοσπάντων. Δε μπορώ να παραδεχτώ και να το πιστέψω πως αυτό που βγάζει τώρα το χωριό μας είναι βρυκόλακες. Τι είναι, δεν το ξέρουμε ακόμα, αλλά βρυκόλακας δεν είναι. Βάζω το κεφάλι μου πως δεν είναι.
ΣΚΛΙΑΣ: Δεν είδες και λες. Αν τον έβλεπες…!
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Για πέσ’ μας εσύ που τον είδες, τι είδες, δηλαδή;
ΣΚΛΙΑΣ: Εγώ μόνον; Όλο το χωριό. Γιατί δε μιλάτε;
ΚΟΛΟΚΥΘΑΣ: Κ’ ιγώ τουν είδα. Ήταν ουλόφτυστος ου μακαρίτ’ς ου Περικλέας ου Τιμουλές, ου φονεμένος πριν ένα μήνα στου χουράφ’ για συνουριακές διαφορές…
ΤΖΕΣ: …ο μοιρολογημένος και θαμένος Περικλέας ο Τιμουλές. Σηκώνεται τα μεσάνυχτα, όχι από τον τάφο του στο νεκροταφείο, παρά απ’ το χωράφι, εκεί που έφαγε την ξιναριά κι έμεινε στον τόπο, και κάτασπρος, όπως ήταν στη ζωή όταν φόραγε την άσπρη νυχτικιά του πουκαμίσα, και τεντωμένος σαν άγγελος Γαβριήλ πιάνει το δρόμο για το σπίτι του. Προχωρώντας ουρλιάζει σα λύκος…
ΚΟΛΟΚΥΘΑΣ: Έχει δίκιου ου Γιώργης. Ουρλιάζει σα λύκους: Ουχούουου! Ουχούουου!
ΤΖΕΣ: Περνάει απ’ το σπίτι του ουρλιάζοντας, χασομεράει λίγο απόξω, σα να μη βρίσκει την πόρτα κι ύστερα…
ΣΚΛΙΑΣ: Όχι! (διέκοψε απότομα την κουβέντα και με ζωηρή φωνή) Χασομεράει περισσότερο απόξω από το σπίτι του. Εγώ είμαι όλες τις νύχτες εκεί. Η χήρα, του Περικλέα, είναι ξαδέρφη μου, όπως ξέρετε, και τώρα με το βρυκόλακα μαζευόμαστε όλα τα βράδια οι συγγενήδες στο σπίτι της.
ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όλοι το ίδιο κάνουμε. Το σπίτι μου, τώρα τέσσερες βραδιές είναι στρατώνας. Κοντεύουν να μου πιούν όλο το κρασί της χρονιάς.
ΣΚΛΙΑΣ: Τι κρασί της χρονιάς. Εμένα να δείτε τι μου συνέβηκε: μου ’λειψαν κοτόπουλα. Είχαμε κοντά σαράντα κεφάλια κότες κι αυτές τις ημέρες έχουν μείνει τα μισά.
ΚΟΛΟΚΥΘΑΣ: Ιμένα μου πήραν την κατσίκα. Τώρα πάμι ούλοι και κοιμόμαστε στου πεθερού μου. Του πρωί που γυρίσαμι σου σπίτ’ έλειπε ι κατσίκα.
ΤΖΕΣ: Από τη βραδιά που βγήκε ο βρυκόλακας χάνονται, όχι μόνο κότες και κατσίκες, αλλά και τυριά, ψωμιά, ως και αναχρικά…
ΣΚΛΙΑΣ: Είμαστε όλοι στης χήρας μαζεμένοι. Τα μεσάνυχτα, ακριβώς τα μεσάνυχτα με το ρολόι, ακούμε το ουρλιαχτό που πλησίαζε κατά το σπίτι. Η χήρα του μακαρίτη του Τιμουλέ είχ’ έτοιμο το λιβανιστήρι, με μπόλικο λιβάνι και λιβάνιζε κοντά στο παράθυρο και κάθε φορά που άκουγε το ουρλιαχτό απόξω, εσίμωνε το στόμα της κατά τη χαραμάδα του παράθυρου και του φώναζε «στο χούμα σου να πας!». Εγώ αντρειεύτηκα κι έβαλα το μάτι μου στη χαραμάδα κι είδα: ο Περικλέας ο Τιμουλές ολοσούσουμος, όπως ήταν όταν ήταν ζωντανός που έβγαινε το καλοκαίρι στο μπαλκόνι με τη νυχτικιά του. Σε μια στιγμή νόμισα πως με κοίταξε και λιποθύμησα!
ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μα καντηλανάφτης εσύ, πρώτη φορά είδες πεθαμένο;
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: ( με τρανταχτά γέλια) Το λοιπόν, συχωριανοί, δε μπορώ να καταλάβω τι σας έπιασε και προσπαθείτε μέρα μεσημέρι να γίνετε βόιδια και να με κάμετε και μένα. Αυτά τα φαγώσιμα που σας λείπουνε δε σας λένε τίποτα;
ΚΟΛΟΚΥΘΑΣ: (με αφελές ύφος) Τι να μας πούνε;
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όταν σας λείπουν, όπως λέτε, τα πουλερικά από τα κοτέτσια, το τυρί, το βούτυρο από τα κελάρια, τα καρβέλια το ψωμί, τα κρεμμύδια…
ΚΕΝΤΗΡΙΩΝ: Εμάς μας έλειψε και το τηγάνι.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έ, όλ’ αυτά δε λέει ο νους σας ποιος τα κλέβει;
ΚΕΝΤΗΡΙΩΝ: Είπαμε στον αστυνόμο, αλλά φοβάται κι αυτός ως φαίνεται και δεν ξεμυτίζει τις νύχτες.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δηλαδή δεν πάει το μυαλό σας να σκεφτεί πως όλ’ αυτά τα κλέβει ο βρυκόλακας;
(Οι Σύμβουλοι κοίταξαν το γιατρό άλλοι με γουρλωμένα μάτια, άλλοι με ανοιχτά στρώματα.)
ΣΚΛΙΑΣ: Ο βρυκόλακας είναι ψυχή, δεν τρώει κοτόπουλα και κατσίκια.
ΚΕΝΤΗΡΙΩΝ: (αστειευόμενος) Τώρα μάλιστα που ’ναι και νηστεία του δεκαπενταύγουστου. (γέλια)
ΕΞΗΓΗΤΗΣ: Αυτό το γέλιο σα να φύσηξε λίγη καλοθυμιά μέσα στα μυαλά τους και τ’ αέρισε κι άρχισαν να συλλογιόνται αλλιώτικα, σα να λύθηκαν από το φόβο κι έτσι βγήκε στη μέση της κουβέντας και το γαϊδούρι της Ζεμπερέκαινας, που βόηθησε αποφασιστικά το συμβούλιο του χωριού να πάρει απόφαση.
Η Ζεμπερέκαινα, χήρα, ξεμαγίστρα, ξορκίστρα, μαμή και για όλες τις δουλειές, έμενε μόνη της στην άκρη του χωριού. Είχε έναν γιό χαραμοφάγο, που ζούσε στη Χώρα χαρτοπαίχτης [και νταβατζής] κι επισκεφτότανε τη μάνα του, όταν του τύχαινε έλλειψη από παράδες. Η Ζεμπερέκαινα είχε κι ένα γαϊδούρι, που οι χωριάτες έλεγαν πως ήταν ανθρωπονόητο ζωντανό. Ολημερίς κι ολονυχτίς γύριζε στο χωριό ξεκαπίστρωτο, ξεσαμάρωτο. Γύριζε στα σοκάκια και κοντοστεκόταν στους φράχτες κι έκανε πως ματσούλιζε τ’ αγκάθια, αλλά έβαζε αυτί κι αφουγκραζόταν κι άκουγε ό,τι έλεγαν οι χωριάτες στις αυλές και μέσα στις κάμαρες και πήγαινε και τα ’λεγε της κυράς του. Έτσι η Ζεμπερέκαινα γνώριζε όλα τα μυστικά του χωριού.
ΚΟΛΟΚΥΘΑΣ: Η Ζεμπερέκαινα και το γαϊδούρι της λείπαν απ’ το χωριό, από ημέρες πριν φανερωθεί ο βρυκόλακας.
ΚΕΝΤΗΡΙΩΝ: Άκουσα ότι η Ζεμπερέκαινα έχει πάει στην Ντριπολιτσά να κάνει καλά μια άρρωστη από καρκίνο.
ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πως ίσα ίσα τις ημέρες αυτές είχε φανερωθεί κι ο γιος της ο προκομένος στο σπίτι της που μάζευε τον διάβολο και τον κουβέντιαζε.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εδώ, κύριοί μου, εδώ είναι κατεργαριά στη μέση. Το χωριό μας έχει πάθει απάτη. Μας έχουνε ρίξει! Όλο το χωριό την έπαθε κι ο Πρόεδρος μαζί και η αστυνομία και δεν είναι η ζημιά, οι ζημιές, παρά η ντροπή. Θα μας κάνουν βούκινο τα γύρω χωριά, που μας έχουν κιόλας στο μάτι, γιατί εμείς έχουμε τον κάμπο και τ’ άλλα χωριά είναι στα βουνά, και προπάντων γιατί κουνιόμαστε και μας πρόσεξε κι ο τουρισμός. Θα μας βγάλουν τραγούδια, θα μας κάνουν σάτιρες, θ’ ακούγονται τα ονόματά μας στα πανηγύρια. Πρέπει να προλάβουμε. Να ενεργήσουμε σύντομα, αποφασιστικά και προπάντων μυστικά.
ΣΚΛΙΑΣ: Τι να κάνουμε; (μουρμουρίζοντας μες στα δόντια του) Με το θεό θα τα βάλουμε;
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τίποτα να μην κάνουμε, που να φανερώσει πως μυριστήκαμε τα χνάρια και πήραμε τον ντορό. Ούτε ο νοματάρχης να μη μάθει τίποτα, άστε τον να κοιμάται. Εμείς, μόνοι μας, με μεγάλη μυστικότητα και προφύλαξη θα παραφυλάξουμε απόψε να πιάσουμε το βρυκόλακα.
ΣΟΥΒΛΗΣ: (με απορία και έντονα σημάδια φόβου) Να πιάσουμε το βρυκόλακα!
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Θα κρυφτούμε με τις μαγκούρες μας, θα τους πέσουμε απάνω…
ΣΟΥΒΛΗΣ: (συνεχίζει να είναι φοβισμένος) Μ’ αυτός είναι βρυκόλακας!
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μακάρι να ’ταν βρυκόλακας γνήσιος, αλλά όλα στον καιρό μας είναι νοθεμένα. Σκεφτείτε, άμα τον πιάσουμε…
ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μα δεν μπορεί να ’ναι μόνος… Αυτοί θα ’ναι πολλοί, θα ’ναι συμμορία, τσούρμο κουρσάροι!
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μπα, κοτσυφολόγοι είναι, λιμασμένοι είναι. Κλεφτοκοτάδες, της πεντάρας άνθρωποι, κι υποψιάζομαι πως ένας θα ’ναι ο προκομμένος ο γιος [ο νταβατζής] της Ζεμπερέκαινας. Ήρθε δω για να ξαφρίσει το κομπόδεμα της μάνας του, δεν τη βρήκε, έξυσε το κεφάλι του και βρήκε την κατεργαριά, ανθρωπάκι είναι. Θα συνεταιρίστηκε με κάνα άλλο ανθρωπάκι σαν τα μούτρα του, κάναν αλήτη…
ΚΕΝΤΗΡΙΩΝ: Ναι, ναι, ναι! Τώρα θυμάμαι. Την Κυριακή είχα πάει στ’ αμπέλι και πήρε το μάτι μου εκεί να γυροφέρνει τον αλήτη τον Γλετζέ. Κουρελής, ξυπολιάς μ’ ένα ραβδί κι ένα τσουβάλι άδειο στον ώμο.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ε, αυτός είναι, αυτοί οι δυο είναι. Πεινασμένοι, σκεφτήκαν να κλέψουν καμιά κότα να τη φάνε, θυμήθηκαν πως είσαστε όλοι τόγια, θυμήθηκαν και τον μακαρίτη τον Τιμουλέ φρεσκοσκοτωμένον, και βρήκαν τον τρόπο…
ΣΚΗΝΗ 2η
ΕΞΗΓΗΤΗΣ: Το σκέδιο έγινε κιόλας και το βράδυ, όταν καλοσουρούπωσε κι όλοι οι χωριανοί είχαν κλειστεί στα σπίτια, όπως όλα εκείνα τα βράδια, οι πέντε νεότεροι σύμβουλοι με τον πρόεδρο, αρχηγό, όλοι αρματωμένοι, άλλος με μαγκούρα, άλλος με παλούκι, πιάσαν διάφορα πόστα και κρυφτήκαν καλά στο δρόμο που ’κανε την ταχτική του πορεία ο βρυκόλακας. Κρύφτηκαν και περίμεναν κι ήτανε τόσο το πείσμα τους που ’καναν με το νι και με το σίγμα τη συνταγή που τους είχε δώσει ο γιατρός, δηλ. ο Πρόεδρος: Ούτε τσιγάρο άναψαν, ούτε έβηξαν, ούτε φτερνίστηκαν, ώσπου άκουσαν το ουρλιαχτό του βρυκόλακα κι ανατσουτσουρώθηκαν.
(Ο βρυκόλακας έρχεται με αργό βήμα προς τη σκηνή, με υψωμένα τα χέρια του, κάτω από το ολόσωμο, κατάλευκο φόρεμά του. Στέκεται, κοιτάζει τριγύρω, ουρλιάζει… και προχωρεί. Η χήρα λιβανίζει μέσ’ από το παράθυρο και με φωνή ξέπνοη του φωνάζει:)
ΧΗΡΑ: Στο χούμα σου να πας! Στο χούμα σου να πας!
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (Πετάγεται μες στο σκοτάδι και απευθυνόμενος προς το βρυκόλακα…) Καλησπέρα!
(Ο βρυκόλακας αιφνιδιάζεται! Κάνει να στρίψει δεξιά για να ξεφύγει, αλλά…)
ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ: (του βγαίνει μπροστά και του κλείνει το δρόμο…) Καλησπέρα!
(Ο βρυκόλακας ξανααιφνιδιάζεται! Κάνει να στρίψει αριστερά για να ξεφύγει, αλλά και πάλι…)
ΣΚΛΙΑΣ: Καλησπέρα!
(Τον συλλαμβάνουν, ενώ αυτός προβάλλει κάποια αντίσταση. Όλοι οι χωριανοί μαζεύονται στο αλώνι του χωριού. Άλλος τον δέρνει, άλλος τον φτύνει, άλλος τον μουντζουρώνει στο πρόσωπο. Σε λίγο φέρνουν τον Γλετζέ, ο οποίος κρατάει δυο ζωντανές κότες. Από τη φασαρία ξυπνάει ο νοματάρχης και παρουσιάζεται μαζί μ’ έναν χωροφύλακα.)
ΝΟΜΑΤΑΡΧΗΣ: Τι γίνεται ιδώ; Παρακαλώ! Παρακαλώ! Αφήστι την εξουσία να κάν’ τη δουλειά τ’ς! (Του εξηγούν χαμηλόφωνα.) Μάλιστα! Να γίνει έρευνα κι αναπαράσταση! Να πάμι στου σπίτ’ της Ζεμπερέκαινας. (Φεύγουν από τη σκηνή)
(Μπαίνουν αμέσως στη σκηνή ο νοματάρχης κι ο χωροφύλακας, ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και οι δράστες. Μαζί τους και η Ζεμπερέκαινα.)
ΝΟΜΑΤΑΡΧΗΣ: Ουραία, λοιπόν! Κι τώρα τι λες κυρα – Ζεμπερέκαινα;
ΖΕΜΠΕΡΕΚΑΙΝΑ: Τι να πω, κυρ Νουματάρχη μου. Καλά να πάθ’ κι ου γιός μ’ κι ου Γλετζές. Να τιμωρηθούν.
ΝΟΜΑΤΑΡΧΗΣ: Βεβαίως κι θα τιμωρηθούν. Η εξουσία έδουσε εντολές κι θα τηρηθούν! Εμπρός!
(Στη σκηνή μπαίνουν οι οργανοπαίχτες, οι οποίοι παίζουν ένα δημοτικό τραγούδι και προχωρούν προς τον αριστερό διάδρομο του θεάτρου. Ακολουθούν η Ζεμπερέκαινα, η οποία τραβάει μ’ ένα σκοινί το γιό της, το «βρυκόλακα», που είναι δεμένος με το Γλετζέ, ο οποίος ακολουθεί. Στο στήθος και στην πλάτη του «βρυκόλακα» υπάρχουν χαρτόνια που γράφουν: Ο ΒΡΥΚΟΛΑΚΑΣ και του Γλετζέ, χαρτόνια που γράφουν: Ο ΕΞΥΠΝΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ Μ…Ακολουθούν το Κοινοτικό Συμβούλιο)
ΣΚΗΝΗ 3η
ΕΞΗΓΗΤΗΣ: Η πομπή πέρασε όλα τα σοκάκια του χωριού και σε κάθε σπίτι που ’χε γίνει κλεψιά στεκόταν σαν για τρισάγιο κι οι γυναίκες και τα παιδιά πετούσαν στους ήρωες της πομπής στάχτες, σβουνιές, κλούβια αβγά, σκουπίδια και τους εμούτζωναν.
Έτσι, το χωριό Μ… έβγαλε το άχτι του και διαφήμισε σ’ όλη την περιοχή πως κρατάει πάντα το σκήπτρο της εξυπνάδας και πως πάντα βγάζει και πολιτικούς κι επιστήμονες και λοιπά, αλλά βρυκολάκους δε βγάζει.
(Ο Πρόεδρος με τον Αντιπρόεδρο πίνουν τον καφέ τους, στο καφενείο του χωριού, συζητούν για τις ετήσιες λαογραφικές εκδηλώσεις του χωριού, καθώς και για την αναπαράσταση του βρυκόλακα)
ΠΡΟΕΔΡΟΣ; Είναι όλα εντάξει, αντιπρόεδρε, ή έχουμε καμιά εκκρεμότητα;
ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ: Όλα εντάξει. Φέτος συμμετέχουν ακόμα περισσότεροι άνδρες, αλλά και παιδιά και γυναίκες…Για βρυκόλακα βρήκε ο δάσκαλος έναν καταπληκτικό τύπο, τον Αντρέα της Γιώργαινας, της Χαρχάλαινας.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μωρέ, εκείνα τ’ αυγά φέτος να μην είναι κλούβια και βρωμάνε…(Κάνει ένα μορφασμό αηδίας…) Δε χρειάζεται δα και τόσο πιστή αναπαράσταση…
(Ο Ζεμπερέκης κι ο Γλετζές πλησιάζουν τον Πρόεδρο…)
ΖΕΜΠΕΡΕΚΗΣ: Πρόεδρε, θέλουμε…, δηλαδή… εγώ κι ο Γλετζές από δω, να σε παρακαλέσουμε για κάτι.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι θέλεις ρε, Ζεμπερέκη;
ΖΕΜΠΕΡΕΚΗΣ: Να…, δηλαδή…, θέλαμε …να παίξουμε εμείς το «βρυκόλακα» και το συνεργάτη του.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Και γιατί, παρακαλώ; Οι άλλοι δεν τον παίζουν καλά;
ΓΛΕΤΖΕΣ: Καλά τον παίζουν, αλλά…,να…., πώς να σου το πούμε…Εμείς είμαστε «οι πρώτοι διδάξαντες», που λένε…
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δε γίνονται αυτά τα πράγματα! Μπορεί να είστε, όπως λέτε, «οι πρώτοι διδάξαντες», αλλά δεν παύει να ήσασταν κλέφτες και να είχατε κάνει κακό σε πολλούς συγχωριανούς μας. Τι θα πούνε όλοι αυτοί αν απ’ το σοβαρό και το πραγματικό, το γυρίσουμε στ’ αστείο και τελικά στο γελοίο; Μόνο εσείς δε πρέπει να παραστήσετε το «βρυκόλακα» και το συνεργάτη του. Πώς να σας το πω; Είναι…δε γίνεται… «για λόγους ηθικής τάξεως». Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε για σας είναι …(σκέφτεται για κάποια δευτερόλεπτα…) είναι…να σας βγάλουμε σύνταξη…!, «εχτιμώντας την πρωτοβουλία σας»…, τότε, για το «βρυκόλακα»…
ΖΕΜΠΕΡΕΚΗΣ- ΓΛΕΤΖΕΣ: (Το πίστεψαν και… φιλώντας το χέρι του Προέδρου) Ευχαριστούμε κυρ Πρόεδρε, ευχαριστούμε…!
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Στο καλό! Στο καλό να πάτε…! (και με τον Αντιπρόεδρο ξεσπούν σε τρανταχτά γέλια…)
(Κλείνει η αυλαία)
- Το διήγημα του Βασίλη Ρώτα «Ο Βρυκόλακας» δημοσιεύτηκε στην «Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά», (1965, σ. 135-139) και στη συνέχεια συμπεριλήφθηκε στο βιβλίο του Βασ. Ρώτα, Η Περιουσία κι άλλα διηγήματα (έκδ. περ «Λαϊκός Λόγος», Αθήνα 1966, σ. 107-116). Οι περισσότεροι διάλογοι, οι οποίοι ενυπάρχουν σ’ αυτή τη μονόπρακτη κωμωδία, είναι δανεισμένοι από το ομώνυμο διήγημα του Βασίλη Ρώτα.
[2]. Άλλοι δραματουργοί χρησιμοποιούν τον όρο «αφηγητής». Στον Βασίλη Ρώτα άρεσε ο όρος «εξηγητής».