Επιμέλεια: Ηρακλής Κακαβάνης //
Αλέξανδρος Πούσκιν, Ρώσος ποιητής παγκόσμιας ακτινοβολίας. Στη χώρα του τον αποκαλούν «Ήλιο της ρωσικής ποίησης. Γεννήθηκε στη Μόσχα από αριστοκρατική οικογένεια στις 26 Μάη του 1799. Σκοτώθηκε στις 29 Γενάρη του 1837 από τον απατημένο σύζυγο της ερωμένης του σε μονομαχία.
Από μικρό παιδί είχε κλίση προς τη λογοτεχνία. Αγαπούσε πάρα πολύ την Ελλάδα. Ηταν μελετητής και θαυμαστής της αρχαίας ελληνικής τέχνης και πολιτισμού.
«Ο μεγάλος αρχαιολάτρης και φιλέλληνας Πούσκιν έβλεπε τον αγώνα της ανεξαρτησίας των Ελλήνων, τα επαναστατικά γεγονότα, μέσα από το πρίσμα της ελληνικής αρχαιότητας, καλούσε τα πνεύματα του παρελθόντος αρωγούς στον αγώνα τους και έβλεπε τους εξεγερμένους Ελληνες με τις αρχαίες ενδυμασίες. Ετσι, κατά τη χρονική περίοδο 1821 – 1823, ο Πούσκιν συμμεριζόταν τις ρομαντικές αυταπάτες σχετικά με το κίνημα των Φιλικών και εξέταζε τα επαναστατικά γεγονότα των Ελλήνων διά μέσου του πρίσματος της αρχαιότητας. Βέβαια, κατά την εξεταζόμενη χρονική περίοδο, στη Ρωσία κυρίαρχη θέση κατείχε η αρχαιοελληνική λατρεία» (Κώστας Αυγητίδης «Ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός στα έργα του Αλ. Πούσκιν», Ριζοσπάστης).
Αφιέρωσε αρκετά ποιήματα στον ελληνικό λαό που πολεμούσε για την απελευθέρωσή του από τους Τούρκους. Δύο από αυτά μετέφρασε ο Κώστας Βάρναλης. Το ποίημα «Εμπρός Ελλάδα» το οποίο συμπεριέλαβε στα «Ποιητικά» (1956). Η μετάφραση αυτού του ποιήματος πρωτοδημοσιεύτηκε στα 1949 στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα» (Χριστούγεννα 1949 τεύχ. 7-8) με τον τίτλο «Για την Ελλάδα του 1921». Μαζί με αυτό στα «Ελεύθερα Γράμματα» δημοσίευσε και τη μετάφραση ενός ακόμη ποιήματος του Πούσκιν την οποία δε συμπεριέλαβε στα «Ποιητικά». Πρόκειται για το ποίημα με τίτλο «Σε μια πιστή Γραικιά» που παρουσιάζουμε σήμερα (Αθησαύριστο ποίημα, αναδημοσιεύτηκε στο blog «Ο άγνωστος Βάρναλης και αδημοσίευτα ποιήματά του»).
ΕΜΠΡΟΣ ΕΛΛΑΔΑ
Εμπρός, στηλώσου, Ελλάδα επαναστάτισσα,
βάστα γερά στο χέρι τ’ άρματά σου!
Μάταια δεν ξεσηκώθηκεν ο Όλυμπος,
η Πίνδο, οι Θερμοπύλες — δόξασμά σου.
Απ’ τα βαθιά τους σπλάχνα ξεπετάχτηκεν
η λευτεριά σου ολόφωτη, γενναία
κι απ’ τον τάφο του Σοφοκλή, απ’ τα μάρμαρα
της Αθήνας, πάντα ιερή και νέα.
Θεών κι ηρώων πατρίδα, σπάζεις άξαφνα
το ζυγό σου και την ενάντια Μοίρα
με τον ηχό, που βγάνει του Τυρταίου σου,
του Μπάιρον και του Ρήγα η άξια λύρα.
ΣΕ ΜΙΑ ΠΙΣΤΗ ΓΡΑΙΚΙΑ
Πιστή Γραικιά μην τον θρηνείς! ΄Εχει σαν ήρωας πέσει
βόλι πικρό του χώρισε τα στήθια μεσ’ τη μέση…
Μην τον θρηνείς… Τάχατε συ δεν τού ‘δειξες το δρόμο
σαν κίνησε περήφανος μ’ όπλο βαρύ στον ώμο
και του ‘πες με μελωδική φωνή: «Μπροστά σου νάτος
ανοίγει ο δρόμος της τιμής από θυσίες γιομάτος»;
Σ’ αποχαιρέτησε σεμνά κι αμίλητα ο καλός σου
ξέροντας πως παντοτεινός θαν’ ο αποχωρισμός σου…
Αλαφροχάιδεψε μ’ ευχή το τρυφερό βλαστάρι
των σπλάγχνων του, που κράταγες στον κόρφο με καμάρι!…
Κι όταν στητή μαστίγωσε τον άνεμο η παντιέρα
της λευτεριάς η ολόμαυρη κι έφτασε η τίμια μέρα
καθώς ο Αριστογείτονας μυρτιάς κλαδί είχε δέσει
στην ατσαλένια σπάθα του, που κρέμασε στη μέση.
Ετσι κι αυτός, απόμεινε στη μάχη: Ένας γενναίος
γι’ το που δεν ορίζεται και δε μετριέται χρέος!…