Λεπτομέρειες για την αστυνομική επιχείρηση με την οποία εξαρθρώθηκε εγκληματική οργάνωση, η οποία προέβαινε σε εγκληματικές πράξεις με αθλητικό υπόβαθρο, μεταξύ των οποίων και η επίθεση σε βάρος αστυνομικών της Υ.Α.Τ. πέρσι τον Δεκέμβρη στου Ρέντη, με αποτέλεσμα τον θάνατο του υπαρχιφύλακα Γεώργιου Λυγγερίδη, δόθηκαν στην δημοσιότητα από την ΕΛ.ΑΣ. Από το δελτίο τύπου προκύπτουν «προνομιακές» σχέσεις των αρχηγών της εγκληματικής οργάνωσης με τη διοίκηση της ομάδας τους.
Οπως αναφέρει σε ανακοίνωσή της, η αστυνομική επιχείρηση οργανώθηκε και υλοποιήθηκε τη Δευτέρα στο πλαίσιο της οποίας συνελήφθησαν 63 μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, που απαρτίζεται από 160 άτομα, τα οποία κατηγορούνται για -κατά περίπτωση- εγκληματική οργάνωση, ανθρωποκτονία από πρόθεση, επικίνδυνες σωματικές βλάβες, διατάραξη κοινής ειρήνης, έκρηξη, ληστεία, εκβίαση, εμπρησμό, κλοπή, φθορά ξένης ιδιοκτησίας και για παραβάσεις σχετικές με τις εκρηκτικές ύλες, τις φωτοβολίδες, τα βεγγαλικά, τα όπλα σε συνδυασμό με τη νομοθεσία περί αθλητισμού.
Ειδικότερα, όπως αναφέρει η ΕΛ.ΑΣ., τον στενό πυρήνα της εγκληματικής οργάνωσης αποτελούσαν 8 άτομα τα οποία είχαν και αρχηγικό ρόλο χαρακτηριζόμενοι μάλιστα ως «μεγάλοι». Τα κατώτερα μέλη αποκαλούνταν «μικροί». Η δράση της συμμορίας εντοπίζεται κυρίως στην Αττική και κατά περίπτωση σε περιοχές της επαρχίας όπως στον Βόλο και στα Ιωάννινα, τελώντας εγκλήματα με αθλητικό υπόβαθρο ή με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις. Μάλιστα, αρχηγικά μέλη απολάμβαναν ειδικής μεταχείρισης καθώς κατέχοντας διαπιστεύσεις ως S.L.O. κινούνταν ελεύθερα σε όλους τους χώρους του γηπέδου, οργανώνοντας με φωνές και χαρακτηριστικές κινήσεις των χεριών του «μικρούς» ώστε να εισέλθουν στον αγωνιστικό χώρο για πρόκληση επεισοδίων και επίθεση στις αστυνομικές δυνάμεις.
Ωστόσο, προέκυψαν και οικονομικά οφέλη για ορισμένα από τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης συνδεόμενα με τη δράση τους. Τα μέλη αυτά, για να έχουν τον πλήρη έλεγχο στα υπόλοιπα, λάμβαναν προσκλήσεις για δωρεάν είσοδο, τις οποίες στη συνέχεια είτε μοίραζαν δωρεάν με σκοπό τη στρατολόγηση νέων μελών ή τις πουλούσαν έξω από τα γήπεδα της ομάδας που υποστήριζαν σε τιμή ανώτερη της αναγραφόμενης. Με τον τρόπο αυτό έλεγχαν την είσοδο ατόμων σε θύρες «απενεργοποιώντας» τη δυνατότητα αυτή από το ευρύ κοινό ενώ παράλληλα χρηματοδοτούνταν εμμέσως από αυτούς που τους παρείχαν εισιτήρια και προσκλήσεις.
Τέλος, κατά την ΕΛΑΣ, ανέκυψε ότι, κάποια από τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης συνδέονται με εργασιακές σχέσεις τόσο με την ομάδα όσο και με άλλο Φορέα, όπου εργάζονταν χωρίς να πηγαίνουν στην εργασία τους, παρά μόνο μετά το περιστατικό στου Ρέντη οπότε και ζητήθηκε πλέον να πηγαίνουν κανονικά για εργασία αλλιώς να αιτούνται άδεια. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση αρχηγικού μέλους που εργαζόταν σε αθλητικό σωματείο της ομάδας που υποστηρίζει, όμως η σχέση εργασίας με αυτό διακόπηκε την ημέρα που έλαβαν χώρα τα επεισόδια στου Ρέντη.
Ο σχεδιασμός και η επιλογή των στόχων της εγκληματικής οργάνωσης γινόταν αποκλειστικά από τα 8 αρχηγικά στελέχη, τα οποία διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο και κατά το εκτελεστικό στάδιο, με φυσική και καθοδηγητική παρουσία σε όλες σχεδόν τις έκνομες ενέργειές τους. Τα νεότερα μέλη δεν προχωρούσαν σε καμία πράξη χωρίς την εντολή ή την έγκριση των «μεγάλων», όπως διαφάνηκε και από την επίθεση σε βάρος αστυνομικών την 7η Δεκεμβρίου 2023 στου Ρέντη, με αποτέλεσμα τον θάνατο του αστυνομικού Γεώργιου Λυγγερίδη.
Στην περίπτωση αυτή διακριβώθηκε η εμπλοκή 141 μελών της εγκληματικής οργάνωσης που έδρασαν με συγκεκριμένο σχέδιο, από το προπαρασκευαστικό στάδιο μέσω της προμήθειας, κατασκευής και μεταφοράς «πολεμοφοδίων» στο γήπεδο έως και την εκτέλεσή του, με συγκεκριμένες εντολές από αρχηγικά μέλη αλλά ακόμα και επιτόπου αλλαγή στο χρονοδιάγραμμα της επίθεσης, με εντολή του 40χρονου αδιαφιλονίκητου επικεφαλής της εγκληματικής οργάνωσης και αρχηγού συγκεκριμένης θύρας.