«Η νέα λογοτεχνία είναι ξένη προς κάθε καλλωπισμό της αλήθειας, ξένη προς κάθε ψευδαίσθηση που μας κολακεύει, είναι μια τέχνη που στόχο έχει να ρίχνει τις μάσκες, σταθερά, αποφασιστικά και χωρίς έλεος» (Αλεξάντρ Φαντέγιεφ, 1901-1956)
Αν και ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός καθιερώθηκε ως η επίσημη σοβιετική αισθητική μεταξύ 1932 και 1934, τα σημαντικότερα λογοτεχνικά έργα του γράφτηκαν στην περίοδο αμέσως πριν από εκείνο το διάστημα, για την ακρίβεια, μεταξύ του τέλους του Εμφυλίου πολέμου και της αρχής του μεγάλου φυσικού και κοινωνικού μετασχηματισμού που σηματοδότησε η επιτυχής ολοκλήρωση του πρώτου πενταετούς σχεδίου. Από τον Ήρεμο Ντον και το Όργωμα της Παρθένας Γης του Μιχαήλ Σόλοχοφ και το Τσιμέντο του Φιοντόρ Γκλαντκόφ ως τη Συντριβή του Αλεξάντρ Φαντέγιεφ, τον Τσαπάγιεφ του Ντμίτρι Φουρμάνοφ, τον Σιδερένιο Χείμαρρο του Αλεξάντρ Σεραφίμοβιτς και τον Μεγάλο Πέτρο του Αλεξέι Τολστόι, η περίοδος των ετών 1923-32 είναι η πιο γόνιμη και εμβριθής σε κλασικά μυθιστορήματα σοσιαλιστικού ρεαλισμού σε όλη την ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης. Ακόμα και τα δυο κλασικότερα διηγήματα αυτού του είδους από την επόμενη περίοδο, το Πώς Δενότανε τ’ Ατσάλι του Νικολάι Οστρόφσκι και το Παιδαγωγικό Ποίημα του Αντόν Μακάρενκο, αν και εκδόθηκαν μετά το 1932, γράφτηκαν στην περίοδο 1923-32.
Σύμφωνα με τον Φαντέγιεφ, έναν από τους πρωταγωνιστές εκείνου του λογοτεχνικού οργασμού, η νέα – σοσιαλιστική και συνάμα ρεαλιστική – λογοτεχνία έχει καθήκον να απεικονίζει τόσο τον κομμουνιστή όσο και τον ταξικό αντίπαλο στην “πλήρη ζωντανή τους πραγματικότητα”, αποτυπώνοντας και τις ψυχολογικές εσωτερικές συγκρούσεις που είναι αναπόφευκτες για ανθρώπους που μετέχουν μιας εποχής επαναστατικού μετασχηματισμού όπως ήταν εκείνη που ακολούθησε τον Οκτώβρη. Ο ήρωας του “Ήρεμου Ντον” του Σόλοχοφ, ο Γκριγκόρι Μελέχοφ, είναι ίσως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτού του “ζωντανού ανθρώπου”. H εσωτερική σύγκρουση του ατομικού με το συλλογικό οδηγεί τον τραχύ κοζάκο Μελέχοφ να συμπράξει πρώτα με τον Λευκό Στρατό, μετά με τον Κόκκινο, και στη συνέχεια πάλι με τον Λευκό, ώσπου στο τέλος βρίσκεται χαμένος και νικημένος. Ο Σόλοχοφ διάλεξε αυτόν τον παραδοσιακό κοζάκο, και όχι κάποιον κομμουνιστή, ως τον βασικό ήρωα, ως τον πιο “ανθρώπινο” χαρακτήρα, για να καταδείξει το μέγεθος των αλλαγών που επιφέρει στη ζωή των απλών ανθρώπων ο χείμαρρος της επανάστασης.
To μυθιστόρημα “Τσαπάγιεφ” του Ντμίτρι Φουρμάνοφ (1923), βασισμένο σε αληθινά γεγονότα, έχει ως κύριο μοτίβο τη σχέση που αναπτύσσεται κατά τα χρόνια του Εμφυλίου μεταξύ του διοικητή της 25ης Μεραρχίας του Κόκκινου Στρατού, Βασίλι Ιβάνοβιτς Τσαπάγιεφ, που είναι αγράμματος αγρότης, και του πολιτικού επιτρόπου της μεραρχίας, Κλιτσκόφ (που στην πραγματικότητα είναι ο ίδιος ο συγγραφέας, που είχε υπηρετήσει ως επίτροπος της μεραρχίας του Τσαπάγιεφ). Οι δυο τους είναι τόσο διαφορετικοί, ο Τσαπάγιεφ είναι ένας τραχύς αλλά ατρόμητος λαϊκός ήρωας, μια απλοϊκή φιγούρα που θυμίζει τους εξεγερμένους αγρότες-της μεσαιωνικής Ρωσίας, και ο Κλιτσκόφ ένας ραφιναρισμένος μπολσεβίκος επαγγελματίας επαναστάτης. Η συνύπαρξή τους, που καθρεφτίζει τη διαλεκτική σχέση μεταξύ αυθόρμητου και συνειδητού, αποδεικνύεται καρποφόρα: ο Τσαπάγιεφ μαθαίνει να ξεπερνά τον “αναρχικό” αυθορμητισμό του και να μετατρέπεται σιγά-σιγά από “Ρομπέν των Δασών” σε συνειδητοποιημένο ταξικό επαναστάτη με τη βοήθεια του Κλιτσκόφ, και ο Κλιτσκόφ μαθαίνει να μετουσιώνει την επαναστατική θεωρία σε πράξη μέσω της ζύμωσης με τις λαϊκές μάζες που ενσαρκώνει ο Τσαπάγιεφ. Το γεγονός ότι δυο αρχικά τόσο διαφορετικοί άνθρωποι καταφέρνουν να αλληλοσυμπληρώνονται εν αρμονία βοηθά τη μεραρχία να νικήσει τους εχθρούς της στην αποφασιστική μάχη στα Ουράλια, στην οποία (όπως και στην πραγματικότητα τον Ιούνιο του 1919) σκοτώνεται ηρωικά ο Τσαπάγιεφ. Το βιβλίο έγινε, δέκα χρόνια μετά την έκδοσή του, μια από τις καλύτερες σοβιετικές ταινίες, από τους αδελφούς Βασίλιεφ. Παρακάτω είναι ολόκληρη η ταινία (με αγγλικούς υπότιτλους):
Τον Εμφύλιο έχει ως κύριο θέμα και η “Συντριβή” του Αλεξάντρ Φαντέγιεφ (1927). Πρωταγωνιστής του είναι ο Οσίπ Αμπράμοβιτς Λέβινσον, διοικητής κόκκινου παρτιζάνικου αποσπάσματος που μάχεται ενάντια στους Ιάπωνες επεμβατιστές στη ρώσικη Άπω Ανατολή. Ο Λέβινσον συμβολίζει τον “νέο άνθρωπο” του σοσιαλισμού, όντας αυτοδημιούργητος, με σιδερένια θέληση, και “ο μόνος άνθρωπος σε όλο τον λόχο, που δεν έχει ξεχάσει το πώς είναι να γελάς” (σελ. 152). Όπως όλοι οι “μαχόμενοι ήρωες” του σοσιαλιστικού ρεαλισμού – αλλά και όπως ο Ραχμέτοφ στο “Τι να Κάνουμε” του Νικολάι Τσερνισέφσκι από τον 19ο αιώνα – ο Λέβινσον περιφρονεί τον ύπνο, ενώ όταν ο καλύτερός του φίλος και σύντροφος στα όπλα, βαριά τραυματισμένος, κινδυνεύει να πέσει στα χέρια των εχθρών, ο Λέβινσον με αυταπάρνηση του δίνει δηλητήριο για να πεθάνει εν ειρήνη, λέγοντας “θα ήμουν άκαρδος αν τον άφηνα να ζει” (σελ. 129). Ένα σημαντικό μοτίβο του διηγήματος είναι η μοναξιά, αφού ο Λέβινσον έχει αποξενωθεί από την οικογένειά του, γινόμενος επαγγελματίας επαναστάτης, και η σχέση του με τη μονάδα που διοικεί είναι για τον ίδιο ένας τρόπος υπέρβασης αυτής της μοναξιάς.
Ο κριτικός Αλεξάντρ Βορόνσκι (1884-1943) περιγράφει τους ήρωες αυτού του τύπου ως “δυνατούς και υγιείς μαχητές για την κοινωνική δικαιοσύνη”. Οι πρωταγωνιστές των σοσιαλιστικο-ρεαλιστικών διηγημάτων “μετασχηματίζουν την κοινωνία και τη φύση, λύνουν τα αινίγματα του σύμπαντος με την επιστήμη, υπερβαίνοντας τους χαρακτήρες της κλασικής ρώσικης λογοτεχνίας”. Ο Βορόνσκι συνεχίζει: “Ο ήρωας αυτός είναι πάντα σε εγρήγορση, πάντα με το λαό, μέσα στο λαό. Μαζί στα χαρακώματα, στα αναχώματα, αναπτύσσει την περιφρόνηση του θανάτου. Η προσωπική του ζωή πρέπει να είναι τόσο συνδεδεμένη με την κοινωνική ώστε να μην αποτελεί εμπόδιο η πρώτη στη δεύτερη. Στην παλιά κοινωνία αισθάνεται σαν κατάσκοπος σε εχθρικό στρατόπεδο. Η μόνη του σχέση με τον παλιό κόσμο είναι αυτή του κατεδαφιστή, με τον νέο: αυτή του οικοδόμου.”
Την οικοδόμηση του σοσιαλισμού έχει ως θέμα το κλασικό μυθιστόρημα “Τσιμέντο” του Φιόντορ Γκλαντκόφ (1925). O πρωταγωνιστής του, Γκλεμπ Τσουμάλοφ, γυρίζει στη μικρή πόλη του μετά τη λήξη του Εμφυλίου, για να βρει τη γυναίκα του, Ντάσα, πολύ διαφορετική και αλλαγμένη, το εργοστάσιο τσιμέντου κλειστό, την πόλη ρημαγμένη και τους εργάτες απογοητευμένους με τις επαναστατικές ιδέες και απρόθυμους για οποιαδήποτε προοπτική σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Η πλοκή περιστρέφεται αφενός γύρω από τις προσπάθειες του Γκλεμπ να ξανανοίξει το εργοστάσιο και να αρχίσει να χτίζει το σοσιαλισμό, και αφετέρου από τη ριζική αλλαγή στις προσωπικές σχέσεις που έχει επιφέρει η επανάσταση, μιας και η Ντάσα, όντας πια οικονομικά χειραφετημένη και ανεξάρτητη, αρνείται να παίξει το ρόλο της παραδοσιακής συζύγου. Το γεγονός ότι η μικρή κόρη του ζευγαριού πεθαίνει τελικά σε ορφανοτροφείο, αφού πατέρας και μητέρα προτιμούν να αφιερωθούν στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού παρά στο μεγάλωμα του παιδιού, προκάλεσε αντιδράσεις από πολλούς σοβιετικούς κριτικούς έναντι του μυθιστορήματος, με τον Οσίπ Μπρικ (1888-1945), σύζυγο της μούσας του Μαγιακόφσκι, Λίλια Μπρικ, να χαρακτηρίζει το βιβλίο “ένα φτηνό κομμάτι προλεταριακής μυθολογίας, με ήρωες που θυμίζουν μίγμα νιτσεϊκού υπερανθρώπου και μεσαιωνικού μπογκατίρ” και ότι “η μετατροπή της Ντάσα σε μια Ζαν ντ’ Αρκ καθόλου δε λύνει τα πολύπλοκα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η νέα γυναίκα.” Παρ’ όλα αυτά, το Τσιμέντο έγινε ένα από τα κλασικά έργα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, και ο Γκλαντκόφ είχε τη στήριξη του Μαξίμ Γκόρκι.
H νουβέλα “Μπερντίτσεφ” του Bασίλι Γκρόσμαν (ένα από τα αγαπημένα διηγήματα του Γκόρκι) έχει ως θέμα μια γυναίκα επίτροπο του Κόκκινου Στρατού στον Εμφύλιο, που μένει έγκυος κατά τη διάρκεια του πολέμου και διαμένει με μια εβραϊκή οικογένεια μέχρι να γεννήσει. Όταν τελικά γεννάει, με δάκρυα στα μάτια αφήνει το παιδί στην οικογένεια και φεύγει για το μέτωπο. Η έμπνευση του Γκρόσμαν ήταν η αληθινή ιστορία της Λαρίσα Ράισνερ (1896-1926) που υπηρέτησε ως επίτροπος του Κόκκινου Στρατού στον Εμφύλιο. Η νουβέλα έγινε ταινία, το 1968, με τίτλο Комиссар (Επίτροπος). Η ιστορία τα έφερε έτσι που η ταινία προβλήθηκε μόνο το 1988, καθώς το 1968 – τον καιρό των πολέμων Ισραήλ-Αράβων και των πολύ τεταμένων σοβιετο-ισραηλινών σχέσεων – θεωρήθηκε ότι επειδή οι εβραίοι χαρακτήρες της ταινίας απεικονίζονταν με πολύ θετικό τρόπο, η ταινία περνούσε “αντισοβιετικά μηνύματα”…
Με την έναρξη της μαζικής βιομηχανοποίησης, κολλεκτιβοποίησης και εκσυγχρονισμού της ΕΣΣΔ το 1928, οι συγγραφείς επικεντρώθηκαν στη δημιουργία μυθιστορημάτων με θέμα το πρώτο πενταετές πλάνο και τις μεγάλες αλλαγές που επέφερε στη σοβιετική κοινωνία. Ίσως κάπως ειρωνικό, θα έλεγε κανείς, είναι το γεγονός ότι το πρώτο σημαντικό διήγημα αυτής της νέας περιόδου γράφτηκε από τον “Κόκκινο Κόμη” Αλεξέι Νικολάγιεβιτς Τολστόι, απόγονο της αριστοκρατικής οικογένειας που είχε ως λαμπρότερο μέλος της τον Λέοντα Τολστόι, με θέμα τον Τσάρο Μεγάλο Πέτρο. Το ιστορικό αυτό μυθιστόρημα, σε αντίθεση με τις προηγούμενες λογοτεχνικές προσπάθειες απεικόνισης του Μεγάλου Πέτρου, που εστιάζουν στην προσωπική και συναισθηματική του ζωή (όπως π.χ. του Ντμίτρι Μερεζκόφσκι), εστιάζει στην προσπάθεια ταχέος εκμοντερνισμού της Ρωσίας των αρχών του 17ου αιώνα από τον Πέτρο, που οδήγησε στην ετοιμότητα της άλλοτε υποανάπτυκτης Ρωσίας να αντιμετωπίσει νικηφόρα τους Σουηδούς στον πόλεμο του 1709 χάρη στις ριζικές μεταρρυθμίσεις του Πέτρου. O Tσάρος παρουσιάζεται σαν ακούραστος μεταρρυθμιστής της Ρωσίας, σαν ένας πρώιμος Στάλιν (τότε ήταν η περίοδος που ο Στάλιν είχε διαμηνύσει “πρέπει μέσα σε δέκα χρόνια να έχουμε κάνει πρόοδο ίση με πενήντα ετών, αλλιώς είμαστε χαμένοι”). Ο Τολστόι βάζει τον Πέτρο να κραυγάσει “Στη Ρωσία το παν πρέπει να καταστραφεί και να φτιαχτεί ξανά καινούριο!” (σελ. 298). Η χαοτική ρώσικη φύση να μετασχηματιστεί και το τεμπέλικο ένστικτο να δαμαστεί. Το έργο του Τολστόι έγινε γρήγορα κλασικό, και πάνω σε αυτό γυρίστηκαν δυο σοβιετικές ταινίες για τον Μεγάλο Πέτρο, το 1937 και το 1938 (παρακάτω με αγγλικούς υπότιτλους):
Ο Μαξίμ Γκόρκι ως παιανιστής του κοινωνικού και φυσικού μετασχηματισμού
Ο Μαξίμ Γκόρκι, που είχε επιστρέψει στη Ρωσία το 1929, έγινε από την πρώτη στιγμή ο υμνωδός των μεγάλων κοινωνικών εγχειρημάτων του πρώτου πενταετούς σχεδίου και των πρωταγωνιστών του. Στο άρθρο του με τίτλο “Δέκα Χρόνια” με αφορμή τα δέκα χρόνια από την Οκτωβριανή Επανάσταση, εξυμνεί “τον νέο Ρώσο άνθρωπο, τον χτίστη την νέας χώρας”, έναν άνθρωπο “μικρό αλλά μεγάλο”, και επαίνεσε τις μάζες για “το ξωπέταγμα της παλιάς ατομικίστικης και δουλικής ψυχολογίας” ως έναν πραγματικό θρίαμβο (ο Λένιν, άλλωστε, είχε προ καιρού τονίσει τη σημασία της υπέρβασης αυτής της αρνητικής ψυχολογίας των Ρώσων, που έβρισκε την τέλεια περιγραφή της στον χαρακτήρα του “Ομπλόμοφ” από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Ιβάν Γκοντσάροφ τον 19ο αιώνα). Ο Γκόρκι θεωρούσε ότι ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της κοινωνίας θα θεράπευε για πάντα αυτή την “ομπλομοφική αρρώστεια”.
Στο άρθρο του “Το νέο και το παλιό” (επίσης του 1927) ο Γκόρκι επαινεί τη νέα γυναίκα, που “από νοικοκυρά του σπιτιού έγινε η αφέντρα (khoziaika) του σοβιετικού κράτους”. Στο “Μικροί άνθρωποι, Μεγάλα έργα” (1928) ύμνησε “τα ανείπωτα κατορθώματα της συλλογικής δύναμης των απλών ανθρώπων” αντιτιθέμενος στην καρλαϊλική θεωρία των “μεγάλων ανδρών” και τον νιτσεϊκό υπεράνθρωπο, λέγοντας για τον σοβιετικό λαό: “η συγκεντρωμένη μας ενέργεια μπορεί να πετύχει θαύματα!” και συνέχισε “αξίζουμε μια ηρωική πραγματικότητα. Αλλά πώς γίνεται η πραγματικότητα ηρωική; Μόνο με άθλους της δουλειάς (trudovym podvigom)”, με δουλειά που εξαγνίζει την ίδια τη ζωή από τις αμαρτίες της, με αγώνα ενάντια στη σκλαβιά, για την ελευθερία. Έτσι φτιάχνονται οι ζωντανοί θρύλοι”. Ακόμα και οι άγιοι του Χριστιανισμού, συνεχίζει ο Γκόρκι “που οι λαοί τίμησαν με την αγάπη τους, δεν ήταν αυτοί που παραιτούνταν από τον κόσμο για προσωπικό όφελος, αλλά αυτοί που ακατάπαυστα μάχονταν ενάντια στο κακό όσο ζούσαν, μέσα στα εγκόσμια, μέσα στο λαό.”
Παρ’ όλα αυτά, ο Γκόρκι δεν παρέλειπε να υπενθυμίζει ότι το επαναστατικό πάθος χρειαζόταν να ελέγχεται και να καθοδηγείται ορθολογικά: “Με τη λογική, την επιστήμη, την τεχνολογία και τη θέληση, ο άνθρωπος θα ξεπεράσει το ασιατικό χάος και θα υπερνικήσει τα στοιχεία της φύσης”. Συνδέοντας τον ταξικό αγώνα (κατά της οπισθοδρομικότητας του “ασιατικού χάους”) με τον αγώνα για εξημέρωση των στοιχείων της φύσης, ο Γκόρκι παρότρυνε τους ανερχόμενους συγγραφείς να δημιουργήσουν τα νέα “έπη της βιομηχανοποίησης”.
Ο πρώτος που τον ακολούθησε ήταν ο Βαλεντίν Κατάγιεφ (1897-1986) με το μυθιστόρημα “Εμπρός!” (1930) που εμπνεύστηκε τον τίτλο του από ποίημα του Μαγιακόφσκι, που είχε αυτοκτονήσει εκείνη τη χρονιά. Το βιβλίο περιγράφει το χτίσιμο της πόλης Μαγκνιτογκόρσκ στα Ουράλια, ακριβώς στο σύνορο Ευρώπης-Ασίας. Η επιρροή του Γκόρκι είναι ξεκάθαρη σε γραμμές όπως “Παντού άκουγες μικρούς ανθρώπους και τα τραγούδια τους. Ήταν όμως τραγούδια γιγάντων!” Κύριο μοτίβο είναι ο ηρωισμός και η αυτοθυσία των εργατών, που δουλεύουν “με παγωμένα δάχτυλα στο πολικό ψύχος, λιποθυμώντας, στη λυσσασμένη μάχη του ανθρώπου με τη φύση”. Αυτή η τελευταία γραμμή συνδυάζει τη “λύσσα των γενναίων” (Γκόρκι) με τη “μάχη με το Θεό” (Bogoborchestvo) του Βιατσεσλάβ Ιβάνοφ. Τα παγωμένα δάχτυλα γίνονται τραύματα τιμής, τα βιομηχανικά ατυχήματα απώλειες μάχης, και ο πρωταγωνιστής, ο μηχανικός Μαργκούλις, δείχνει το μέλλον: “Ποτέ ξανά δε θα ‘μαστε Ασία!” (σελ. 334). Ο Μαργκούλις, ως τυπικός ήρωας σοσιαλιστικο-ρεαλιστικού μυθιστορήματος, δουλεύει όλη μέρα και όλη νύχτα χωρίς στάλα ύπνου, αρνείται να πάρει μισθό μεγαλύτερο από τους υπόλοιπους εργάτες και περιφρονεί τις ηδονές της σάρκας, αλλά στο τέλος της ιστορίας δέχεται πρόταση γάμου από την εργάτρια Σούρα Σολντάτοβα. Eίναι σημαντική εδώ η αντιστροφή των παραδοσιακών ρόλων των δύο φίλων, καθώς την πρόταση την κάνει η γυναίκα, όπως συμβολικό είναι και το επίθετό της, που προέρχεται από τη λέξη στρατιώτης (soldat). Σημαντικό είναι επίσης το γεγονός ότι και εδώ, όπως και στην “Συντριβή” (αλλά και στην “Αθανασία” του Αντρέι Πλατόνοφ, το “Μπερντίτσεφ” κλπ) ο ήρωας είναι εβραϊκής καταγωγής. Οι συγγραφείς προσπαθούσαν να καταπολεμήσουν τον – μέχρι τότε διάχυτο στη ρώσικη κοινωνία – αντισημιτισμό απεικονίζοντας τους εβραίους χαρακτήρες ως θετικά είδωλα. Ο Μαργκούλις έχει ως φιλοσοφία ζωής το “οι νόμοι της φύσης είναι απαράλλακτοι, αλλά και η ανθρώπινη ιδιοφυία απεριόριστη”.
Ίσως το πιο χαρακτηριστικό δείγμα του ενθουσιασμού των συγγραφέων εκείνης της εποχής για τον μεγάλο φυσικό και κοινωνικό σχεδιασμό που γινόταν πράξη από τα σοσιαλιστικά πενταετή σχέδια, είναι ένας μονόλογος από το μυθιστόρημα του Λεονίντ Λεόνοφ “Ένας σοβιετικός ποταμός”. To έργο διαδραματίζεται στην ασιατική Ρωσία, όπου χτίζεται ένα γιγαντιαίο φράγμα στη συμβολή δυο μεγάλων ποταμών. Ο Βησσαρίων, που κάποτε ήταν μοναχός και τώρα γραμματέας της εργατικής λέσχης, λέει: “Σ’ αυτό το μέλλον, που ξεκινά από ‘δω, θα φτιαχτεί μια νέα φιλία, που θα ‘χει βάση την ισότητα, όχι την υποταγή, θα ‘χει φτιαχτεί μια συλλογική ανθρώπινη ψυχή… …To ρολόι του χρόνου θα σκαρφαλώσει τα Ιμαλάια των νέων πραγμάτων… …Σ’ αυτό το τελευταίο προσκύνημα θα γεννηθούν οι άνθρωποι μιας νέας γενιάς, χωρίς ανάγκες, ο πλανήτης ολάκερος θα γίνει η πατρίδα των ανθρώπων, οι λέξεις αγάπη και ήλιος θ’ αποχτήσουν ξανά την πραγματική τους σημασία, θα ‘ναι τότε χαρούμενοι ταυτόχρονα όλοι κι ο καθένας…”
Αυτός ο ουτοπικός μονόλογος, που συμβολίζει το κατά Γκόρκι “χωρίς ορθολογικό έλεγχο και καθοδήγηση επαναστατικό πάθος” δείχνει τον ενθουσιασμό των λογοτεχνών της πρώτης δεκαπενταετίας του σοβιετικού εγχειρήματος για την προοπτική μιας ενοποιημένης ανθρωπότητας. Η γενιά εκείνη, που γέννησε τα περισσότερα αριστουργήματα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού πριν αυτός αποτελέσει την επίσημη κομματική και κρατική αισθητική της σοβιετικής τέχνης, όπως και οι φουτουριστές και η υπόλοιπη Ρώσικη πρωτοπορία, διακατέχονταν από έναν, κάποιες φορές ανεξέλεγκτο αλλά σχεδόν πάντα υγιή “επαναστατικό ρομαντισμό”, ήταν όμως όλοι πεπεισμένοι ότι, ακόμα κι αν τελικά αποτύχαινε η πρώτη σοσιαλιστική επανάσταση, η δική τους γενιά θα ήταν για πάντα αυτή που έκανε εφικτό το προαιώνιο πανανθρώπινο όραμα για τη μετάβαση από το βασίλειο της ανάγκης σε αυτό της ελευθερίας, την υπέρβαση της προϊστορίας του ανθρώπου, την έφοδο στον ουρανό.
____________________________________________________________
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Bernice Glatzer Rosenthal: New Myth, New World
Aleksandr Selivanovskii, “Korni tvorcheskikh raznoglasii,” Oktiabr 5 (Μάιος 1929): 187
Aleksandr Fadeyev, The Nineteen, trans. R. D. Charques (Westport, Conn., 1973), 152.
Aleksandr Voronsky στο: Maguire, Red Virgin Soil, 272-73.
Vahan Barooshian, Mayakovsky and Brik (The Hague, I978), 87-88.
Aleksey Tolstoi, Peter the First, trans. Tatiania Shebunin (New York, 1959), 298.
Maxim Gorky: “Desiat let’,” in GSS, 24:289, 292-93.
Maxim Gorky: “O novom i o starom,” in GSS, 24:294.
Maxim Gorky: “O ‘malenkikh’ liudakh i o velikikh rabotakh,” in GSS, 25:8-I7. Maxim Gorky: “Besede o remesle,” in GSS, 25:319-25.
Maxim Gorky: “O meshchanstve,” in GSS, 25:18-28.
Maxim Gorky: “O starichakh,” in GSS, 25:280, 281, 292.
Maxim Gorky: “O nashikh dostizheniiakh,” in GSS, 24:386-87.
Maxim Gorky: “O bor’be s prirodoi,” in GSS, 26:198.
Valentin Kataev, Time Forward! trans. Charles Malamuth (Bloomington, 1976), 309.
Leonid Leonov, Soviet River, trans. Ivor Montagu and Sergei Na!bondov, foreword by Maxim Gorky (Westport, 1973), 350.
Αντώνης Π.