Μοναξιά
Όλοι ανακαλύπτουμε μια μέρα κάτι
χάνουμε κάτι
δίνουμε και παίρνουμε τις ίδιες μαχαιριές.
Όμοια τα στίγματα στα πρόσωπά μας.
Αλήθεια,
θα μπορούσε νάμαστε φίλοι, θα μπορούσε…
Αν σε μιαν ελάχιστη στιγμή
μαύρο ξαφνικό λεπίδι δε χώριζε τη συντροφιά μας
στα δυο
εγώ απ’ εδώ, σ’ ενός έρημου κύκλου τη μέση
τρομαγμένος
χαμένος
απελπισμένος
κλαίοντας γοερά πάνω σε νεκρούς που δεν ξέρετε
ή που σκοτώσατε οι ίδιοι
και σεις εκείθε ανέπαφοι, αφάνταστα μακριά μου.
Δεν ήρθαμε
Δε θα φύγουμε μαζί.
Ο πίνακας είναι του Έντουαρτ Χόπερ (1882-1967)
***
Ο Πάνος Θασίτης γεννήθηκε στο Μόλυβο της Μυτιλήνης. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Από το 1930 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδασε νομική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και εργάστηκε ως δικηγόρος. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, φοιτητής τότε, υπήρξε μέλος της συντακτικής ομάδας του φοιτητικού περιοδικού Ξεκίνημα. Στο ίδιο περιοδικό πρωτοεμφανίστηκε στο χώρο της λογοτεχνίας το 1944 με τη δημοσίευση του ποιήματος Έτσι είναι πάντα. Την ίδια περίοδο πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και υπήρξε αρχισυντάκτης του περιοδικού της ΕΠΟΝ Μακεδονίας-Θράκης Λεύτερα Νιάτα. Διώχτηκε και εξορίστηκε στον Άη Στράτη και τη Μακρόνησο για τα πολιτικά του φρονήματα (1947-1950). Μετά την ολοκλήρωση και της στρατιωτικής του θητείας εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο Δίχως Κιβωτό (1951). Συνεργάστηκε με τα περιοδικά Ελεύθερα Γράμματα, Καινούρια Εποχή, Νέα Πορεία, Κριτική, Συνέχεια, Φοίνικας, Νέα Εστία, Κριτική, Αντί, Ο πολίτης, Ο παρατηρητής και την εφημερίδα Καθημερινή, όπου δημοσίευσε μελέτες, δοκίμια και κριτικά άρθρα για τη λογοτεχνία. Το έργο του χαρακτηρίζεται από έντονο πολιτικό και κοινωνικό προβληματισμό. Ασχολήθηκε επίσης με τη θεωρία και την κριτική της λογοτεχνίας.