Γράφει η Φαίδρα Ζαμπαθά – Παγουλάτου //
Μια Γυναίκα που διέθετε όλα τα κύρια χαρακτηριστικά της Ηπειρώτισσας, γενναιότητα, και θάρρος, δύναμη, πείσμα και αποφασιστικότητα. Το πρόσωπο στο οποίο αναφέρομαι είναι η Μιχαήλα Αβέρωφ, και για τους φίλους της Μικέτα.
Είχα την τιμή και την τύχη να την γνωρίσω λίγο πριν τη Δικτατορία του ’67 . Μία έντονη προσωπικότητα που κυριαρχούσε στις συζητήσεις και διακρινότανε για τις κατασταλαγμένες και ξεκάθαρες απόψεις της γύρω από τη Λογοτεχνίας και όχι μόνο. Ένα κρυστάλλινο μυαλό με σωστές τοποθετήσεις και αναλύσεις τόσο των κειμένων όσο και των συγγραφέων καθώς και των Ποιητών.
Σαν πεζογράφος ασχολήθηκε με ιστοριογραφίες και ακούμπησε πάνω στη Γυναίκα με σεβασμό, αγάπη και δέος για τον αγώνα της μέσα στη Ζωή. Μέσα από τις πλούσιες Βιβλιογραφίες που διαβάζουμε στα Βιβλία της διαπιστώνουμε τον πλούτο της γνώσης της και την οξύνοια του μυαλού της.
Αλλά ας παρακολουθήσουμε διακριτικά την πορεία της βήμα βήμα.
Στα 1900 με τη γέννηση του 20ου αιώνα γεννιέται και η Μικέττα στην Αθήνα όπου ζει η γνωστή σε όλους μας Οικογένεια Αβέρωφ. Τελειώνει τα εγκύκλια μαθήματα και ξαφνικά γνωρίζει τον Ζωγράφο και Χαράκτη Λυκούργο Κογεβίνα τον οποίο ερωτεύται με πάθος. Όπως αντιλαμβάνεστε ξεσπάει σκάνδαλο στην Οικογένεια η οποία είναι βέβαια αντίθετη με την επιλογή της όχι μόνο γιατί ο αγαπημένος της είναι Καλλιτέχνης, αλλά γιατί είναι και κομμουνιστής. Η Μικέττα όμως δεν κάνει πίσω. Και προχωρεί σε μια δυναμική απόφαση αγνοώντας την παράδοση της Οικογένειας και κλέβεται μαζί του. Έτσι κάνει την πρώτη της Επανάσταση, και ορθώνει το ανάστημα της ενάντια στο Πολιτικό Σκηνικό που για χρόνια έχει χαράξει η Οικογένεια Αβέρωφ αλλά και το οικογενειακό κατεστημένο. Ο Πατέρας της είχε διατελέσει Υπουργός Παιδείας στην Κυβέρνηση Ελευθέριου Βενιζέλου που είχε συγκροτηθεί τότε με το κίνημα «Εθνικής Αμύνης».
Θερμός λάτρης της Γαλλίας έχει εμφυσήσει στο μυαλό και την ψυχή της κόρης του τον θαυμασμό και την αγάπη που νιώθει γι αυτή τη Χώρα. Η Μικέτα επηρεασμένη από τις διηγήσεις του Πατέρα της ονειρεύεται το Παρίσι και πιστεύει ότι εκεί θα μπορούσε να ζήσει τον έρωτα της με τον αγαπημένο της Ζωγράφο. Το επόμενο βήμα είναι το ταξίδι στο Παρίσι όπου έζησαν πολλά χρόνια. Εκεί η Μικέττα ασπάζεται τις ριζοσπαστικές ιδέες του Κογεβίνα, και γίνεται μέλος του Κ.Κ. της Γαλλίας σαν ανεξάρτητο πνεύμα που ήταν. Η Οικογένεια Αβέρωφ την αποκληρώνει.
Στο διάστημα αυτό όμως ο Κογεβίνας έχει αποκτήσει ένα πολύ καλό όνομα στο χώρο των Εικαστικών κάνει Εκθέσεις μ επιτυχία και πουλάει τα έργα του.
Η Μικέττα γράφει το πρώτο της Βιβλίο στα γαλλικά ,και βρισκόμαστε στα 1940. Πρόκειται για την Βιογρασφία του θείου της, Εθνικού Ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ με τον τίτλο LA vie impersonelle D Averof. Aυτό το Βιβλίο θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά ύστερα από είκοσι χρόνια, στα 1964.
Θα παραθέσω ένα μικρό απόσπασμα για να καταλάβετε τι ιδέα είχε για τον θείο της. «Πώς ήταν δυνατό ο έμπορος που είχε έρθει από την Αίγυπτο να μην επηρεαστεί από ένα πολιτισμένο κλίμα; Ποια ήταν η μυστηριώδης εκείνη δύναμη που μέσα σε λ΄’ιγες μέρες τον έκαναν να συνδεθεί με την πορεία των αιώνων, και που ύστερα από την αμηχανία του πρώτου καιρού τον έκανε να πετάξει από πάνω του κάτι το άξεστο. Είχε άραγε ο ίδιος άνθρωπος, γεννημένος κι αναθρεμμένος μέσα σ έναν κόσμο, για τον οποίο η Τέχνη δεν είναι τίποτ άλλο από μια λέξη που συναντά κανείς από καιρό σε καιρό σε κάποιο κείμενο? Με την επαφή του με το Δούμα και τους φίλους του, κατάλαβε ότι ο άνθρωπος φέρνει μέσα του και την Τέχνη σαν μια δύναμη ειρηνική και δυνατή.»
Το 1940 ο Κογεβίνας πεθαίνει σε ηλικία 63 ετών και αφήνει στη Μικέττα όλα τα έργα του και ότι είχε και δεν είχε. Η Μικέττα είναι 50 χρονώ, όμως είμαστε στη στιγμή που ξεσπάει ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος και η Μικέττα που λατρεύει την Πατρίδα της γυρίζει αμέσως στην Αθήνα. Και τότε παίρνει μια άλλη μεγάλη απόφαση. Πηγαίνει εθελόντρια Νοσοκόμα στα Στρατιωτικά Νοσοκομεία της Ηπείρου. Μάχεται με το δικό της τρόπο τον ηπειρώτικο. Όπως εκείνες οι γενναίες μορφές των Γυναικών της Ηπείρου πάνω στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου που έγραψαν τη δική τους ιστορία κουβαλώντας πάνω στους ώμους τους και τις πλάτες τους τα πυρομαχικά και τα πολεμοφόδια στους ηρωικούς φαντάρους μας που πολεμούσαν νυχθημερών μέσα στα χιόνια.
Με την κατάρευση όμως του μετώπου η Μικέττα έρχεται στην Αθήνα. Δεν αντέχει τη Γερμανική μπόττα και φεύγει στο Κάιρο, όπου συνεχίζει τον αγώνα της για την απελευθέρωση της Ελλάδας μας από το Φασισμό.
Στο Κάιρο θα γράψει το δεύτερο Βιβλίο της κι αυτό στα γαλλικά με τίτλο «Εντυπώσεις από τον Πόλεμο της Ηπείρου». Αλλά και το τρίτο της Βιβλίο κυκλοφορεί στο Κάιρο στα 1942 και τιτλόφορείται «Τρεις Ιστορίες μιας Αντίστασης».Το Βιβλίο αυτό περιγράφει γεγονότα που έζησε η ίδια κι έχει δώσει όλη την τραγικότητα με μια πέννα δυνατή, απλή κι ανθρώπινη.
Στα 1944 βλέπει το φως της δημοσιότητας στην Αθήνα πια το Βιβλίο της «Οι Αγωνιστές», ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά κείμενα για την Αντίσταση του Ελληνικού Λαού με ζωντανές μαρτυρίες.
Το 5ο κατά σειρά Βιβλίο της « Ο Τζώκ» αναφέρεται σε ιστορίες γύρω από σκυλιά, δεδομένου ότι υπήρξε δεινή ζωόφιλος. Στο σπίτι της στο Κολωνάκι το δωμάτιο της ήταν γεμάτο με φωτογραφίες σκυλιών κάθε ράτσας.
Ύστερα έρχεται το 6ο Βιβλίο που πραγματεύεται την πικρή ιστορία της Δούκισσας της Πλακεντίας με τον ομώνυμο τίτλο. Η Έκδοση έγινε από το γαλλικό λογοτεχνικό Περιοδικό
“Mercure de France”, με πρόλογο του Ακαδημαϊκού Andre Chanson. Το ίδιο Περιοδικό στα 1963 θ αναλάβει και την ύΈκδοση του Βιβλίου της «Φραγκοκρατία στην Εύβοια και στις Κυκλάδες» που προλoγισε ο ελληνιστής Andre Mirabel.
H Μικέττα δεν σταματάει να γράφει. ΄Ένα χρόνο μετά στα 1964 θα κυκλοφορήσει το βιβλίο της κι αυτό γραμμένο στα Γαλλικά με Tον τίτλο « Jadis in Romanie> και αναφέρεται στο πρόβλημα της Φραγγοκρατίας στην Ήπειρο και τη Σικελία. Στα 1966 θα κυκλοφορήσει στην Αθήνα το Βιβλίο με τον τίτλο «Η Γενιά του μεγάλου ΄Επους»,ένα Ιστορικό Βιβλίο για την Μαντώ Μαυρογένους, τη Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, τη Δόμνα Βισβίκη, τις Σουλιότησες και το ιστορικό Αρκάδι. Ο αναγνώστης διαπιστώνει ότι η θεματολογία αφορά τις γενναίες Γυναίκες που στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων και πολέμησαν για τα ιδανικά τους.
Η Μιχαήλα σαν συγγραφέας είναι αληθινή, έντιμη με την Ιστορία αλλά και με τους αναγνώστες της. Διαχέει μια παρατηρητικότητα, μία δεινή αφήγηση, και αφήνει τις γνώσεις της για την Ιστορία να ρέουν σαν ποτάμι, ‘ώστε να παρασύρουν τον αναγνώστη .Η αγωνιστικότητα που αναφέρεται μέσα στις σελίδες των Βιβλίων της εκπέμπει έναν ρεαλισμό γνωρίζοντας πολύ καλά ότι τον καταγράφει με υπευθυνότητα. Κι είναι σημαντικό και για τους μετέπειτα μελετητές, αλλά και για τη ίδια την Ιστορία τα γεγονότα να καταγράφονται ακριβώς όπως έχουν διαδραματιστεί χωρίς επεμβάσεις και μυθοποιήσεις κατά το δοκούν.
Η Μιχαήλα μετά το τέλος του Πολέμου θα γυρίσει στην Αθήνα και θα ζήσει τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της, στο ρετιρέ της οδού Ακαδημίας πίσω και δίπλα στο Υπουργείο Εξωτερικών. Στο διάστημα αυτό κινήθηκε δικαστικά κερδίζοντας τη νόμιμο μοίρα της πατρικής περιουσίας. Τότε εγγράφεται ως τακτικό μέλος της Εταιρίας μας. Εκείνη την εποχή πήγαινα πότε πότε και την έβλεπα. Με δεχότανε με χαρά, δεν έβγαινε πια έξω και πίναμε ένα πολύ όμορφο και αρωματισμένο τσάι και μου συζητούσε τα του δικαστηρίου τονίζοντας ότι δεν την ενδιέφεραν ποτέ τα χρήματα αλλά το έκανε από πείσμα, και ενώ διηγείτο, θυμάμαι είχε ένα πονηρό χαμόγελο ικανοποίησης σαν μικρό κορίτσι που κερδίζει κάτι που της είχανε αρνηθεί ενώ το δικαιούτο. Έφυγε από τη ζωή το 1977 αφήνοντας την περιουσία της στο πρώτο και το πιο προοδευτικό Σωματείο της Χώρας, την Εταιρία μας. Οραματιζότανε ένα ίδρυμα Φιλοξενίας ξένων Λογοτεχνών που ασχολούνται με τα Ελληνικά Γράμματα και Διευθύνουσα Γυναίκα Συγγραφέα, με το σκεπτικό αυτό άφησε το Διαμέρισμα στην Πλατεία Κολωνακίου να στεγάσει το Ίδρυμα και να λειτουργεί με τα έσοδα του Διαμερίσματος της οδού Ακαδημίας. Στην επιθυμία της αυτή έχει συμπεριλάβει την Εθνική Εταιρία και το Υπουργείο Πολιτισμού. Επί Γραμματείας μου τότε κινηθήκαμε προς αυτή την κατεύθυνση, η Εθνική Εταιρία επειδή δεν της άφησε τίποτα στη Διαθήκη της απάντησε αρνητικά το δε Υπουργείο απάντησε ότι σαν Δημόσιο δεν έχει δικαίωμα να εμπλακεί σε κληροδότημα. Συνέβησαν πολλά από τότε ,Ίδρυμα όμως δεν έγινε και το διαμέρισμα καταρρέει μέρα με την ημέρα.
Φτάσαμε όμως στο τέλος ενός οδοιπορικού, που κάναμε μαζί στη ζωή και στο έργο μιας άξιας συγγραφέα στον αγώνα της ζωής και στη Λογοτεχνία ,μιας δυναμικής προσωπικότητας. Είναι το ηπειρώτικο κύτταρο που κυριαρχεί στο άφοβο και στο αποφασιστικό.
Και πριν κλείσω σας ζητώ να μου επιτρέψετε να αναφερθώ επιγραμματικά σε μία άλλη Γυναίκα της Ηπείρου πεζογράφο, παιδαγωγό, ψυχολόγο, καθηγήτρια, που είχα την μεγάλη τύχη να την έχω στις τελευταίες τάξεις του ΣΤ Γυμνασίου Κυψέλης. Αναφέρομαι στην Κατίνα Παπά που το 1938 τιμήθηκε με το 1ο Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για το Βιβλίο της Στη «Συκαμινιά από κάτω» ενώ την ανάγκασαν να παραιτηθεί από το Γυμνάσιο μας λόγω των προοδευτικών και ριζοσπαστικών της ιδεών για ένα πρότυπο Σύστημα Παιδείας για τις μετέπειτα γενιές. Τότε ο Καζαντζάκης της έγραψε έναν διθύραμβο.
Σας ευχαριστώ και ζητώ συγγνώμη γι αυτή μου την παρένθεση, είμαι όμως βεβαία ότι αν ζούσε η Μικέττα θα μου χαμογελούσε ικανοποιημένη. Άλλωστε η Ηπειρος έχει γεννήσει μεγαλόψυχους ανθρώπους με καθαρό μυαλό, και εντιμότητα. Τα παραδείγματα πολλά.