Γράφει ο Αντώνης Κομίνης //
Λογοτέχνης, μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών
Όταν λίγο παλιότερα είχα αρχικά καταπιαστεί με το έργο του Κώστα Ευαγγελάτου, είχα αποφανθεί για το ευρύ και πολύπτυχο δραστικό του πεδίο, πότε με τον χρωστήρα-πότε με τη γραφίδα. Με την ευκαιρία της φρέσκιας ποιητικής του περιφοράς διαπιστώνω με έκπληξη πως άδραξε ξάφνου τη ρομφαία, κατανοώντας απόλυτα ότι γυρεύει να γίνουν βαθύτερα τα αποτυπώματά του. Και αιτία της κατανόησής μου αυτής δεν είναι ότι διαίρεσε τη συλλογή του σε ενότητες, γιατί κάτι τέτοιο το ’χει ξανακάμει. Οι θεματικές του όμως επιλογές – που δεν εμπίπτουν στη συνήθη λογοτεχνική νομοτέλεια – και η κατανομή τους σε τρία μέρη φανερώνουν πλέον την αποφασιστικότητα του χαράκτη του παρελθόντος να γίνει ακόμα πιο συγκεκριμένος, ακόμα πιο πρόσφορος στον καταγγελτικό του λόγο, αφού ήδη έχει κατά πολύ διευρύνει τη διόπτρα της δημιουργικής του ιδιοσυγκρασίας. Συνεπής και ακόπιαστος, δεν κλαυθμυρίζει, μα χαρακώνει απερίσπαστος το πυρακτωμένο μέταλλο των γραμμάτων στο σιδεράδικο του πνεύματος με ευγένεια, συνανθρωπιά και καλοσύνη.
Παράλληλα, αδιαφορεί για την υπέρλαμπρη έκφραση, προσεγγίζοντας την αλήθεια του με την ευθύτητα της σαϊτιάς, χωρίς η φιλολογική του μέριμνα να υστερεί σε ποιότητα. Αντί να καταστήσει γλυκόηχο το υλικό του, επιδιώκει την οξύτητα της ακμής, σαν τον ήχο δηλαδή που παράγει η ακίδα στο γυαλί καθώς το χαρακώνει για να σχηματίσει εν τέλει μια σύνθεση ουσιαστική. Αφλύαρη, σκωπτική γραφή που δεν μοσκοβολεί με γλωσσικές ηχηρότητες, δεν φιλολογεί επισκοπώντας τα γεγονότα με τεχνάσματα και δημοσιογραφικές δαντέλλες. Δεν σ’ αφήνει ν’ αναπαυθείς ούτε στη σκέψη, ραπίζοντας τον περίγυρο με τις κλαγγές των αλυσίδων. Τα κοινωνικά περιστατικά κραυγάζουν ολόγυρα από αγανάχτηση κι ο Ευαγγελάτος που τα ζει έντονα, όχι μόνο δεν καταπραΰνει τις κραυγές, αλλά τις ενισχύει συνειδητά. Αρχή-αρχή κιόλας σελ. 8-9:
…χιονάτες μέρες […] αμφιβολίες και τύψεις[…] περγαμηνές […]θύτες και θύματα[…] στεναγμοί και σαλπίσματα απελπισίας[…] συντρίμμια κι αποτεφρώματα […] σμήνη / ανθρώπων και πραγμάτων όπου ο ίλιγγος των εργατών και η δυναμική εφόρμηση της νιότης πρωτοστατούν στην έκσταση σμίλης κόκκινης των κβαντικών κανόνων.
Στη δέκατη κιόλας σελίδα, η άφιλη πόλη, η προσφυγιά, ο άστεγος, ο τρυφερός ζητιάνος, χλωμοί έφηβοι κι άθρησκοι γέροντες, ακόμα κι οι πρόσχαρες πόρνες της θλίψης, παρελαύνουν στο πεδίο της επιβαλλόμενης αλλοφροσύνης, το οποίο ο δημιουργός δεν ατενίζει από απόσταση αλλά εμβυθίζεται μέσα του, σ’ ένα κρεσέντο βαθιάς αυτοκριτικής που κορυφώνεται στα επιγράμματα, στο ΣΥΝ-ΕΠΙ ΠΕΝΤΕ και στις Επτά εικονικές διαπιστώσεις. Από το κάδρο της αυτοκριτικής δεν απολείπει ούτε το στοιχείο της ανθρώπινης ιδιαιτερότητας το οποίο αναδεικνύει διακριτικά στο σύνολό του σαν
«ασφυξία» αλλά με σαφήνεια και με τρόπο ουσιαστικό το σκιαγραφεί στην απόληξή του: Αντίδοτο-η απολυτοποίηση της αισθητικής του Όλου. (σελ. 22 – ποίημα ΚΑΤΑ-ΣΤΑΣΕΙΣ, και σελ. 24 – ποίημα ΜΑΓΔΑ, ΝΟΡΜΑ – σελ. 29)
Ο επικοινωνιακός Ευαγγελάτος με ένα περίτεχνο φιλολογικό σάλτο περνά στη νοηματική κορύφωση με μιαν οικειότητα από τα βάθη της φύσης του, με έμφυτες αρετές και πάθος απαράμιλλο. Με έναν αυθορμητισμό που δεν τον εκφοβίζει ότι θα κριθεί και που δεν θα τον εμποδίσει να κρίνει. «Μυρίζοντας αγνότητα, αρδεύω πίκρα…» λέει στο επίγραμμα Ι της σελίδας 17 και συνεχίζει: «Σφηνοειδής γραφή σμιλεύει την αγάπη», ενώ στο φινάλε «αρμενίζει η ελπίδα στον καμβά της νέας διαλεκτικής». Στην τρίτη ενότητα, ειδικά στις Ερμητικές Λαμπίδες του απελευθερώνεται εκτενέστερα (όπως και στη σελ 37, ποίημα ιδεοτροπία), αφήνοντας πότε-πότε τη ρομφαία και πιάνοντας την κιθάρα του λυρισμού, αναζητά το ξέφωτο της τελειότητας στο περίγραμμα της ιστορίας. Ή με όπλο την εκφραστική ιερουργία επιθυμεί να θέσει στο περιθώριο τα στεγανά που εγκλωβίζουν την ύπαρξη. Τα σημερινά κοινωνικά φαινόμενα και τους συστηματικούς βανδαλισμούς πραγμάτων και ψυχών που αφήνονται στο έλεος του παραλογισμού, καυτηριάζει ο φιλοσοφικός Ευαγγελάτος: «αγανακτείς καρτερικά στα συνεχή μαθήματα της λήθης» ή… «σε βλέπω εναγώνιες νύχτες και σε νιώθω χαραυγές που ξημερώνει» κι ακόλουθα ελπιδοφορεί με έμφαση: «μέχρι την αναπόδραστη κοπή των αλυσίδων της ζωής» δείχνοντας πια φωτεινό το δρομοπάτι. Το στερνό θεώρημα, σελ. 43, χαρακτηριστικό της ευθύνης του δημιουργού που απευθύνεται με τόλμη στο κοινό του. Μπορεί «νους και θεώρημα στο ομιχλώδες πέπλο της ισότητας» να μένουν σιωπηλά, αλλά «οι σκαπανείς της σκέψης αναδομούν αρμονικά το Γένος της επίλυσης», λέει ο Ευαγγελάτος, κραδαίνοντας και πάλι τη ρομφαία, σαλπίζοντας επίμονα τον αγώνα για το αύριο. Έτσι κι αλλιώς ο ίδιος ο τίτλος του βιβλίου κι εξαρχής το φανερώνει επίμονα, υπομονετικά κι ελπιδοφόρα: Και λαμπίδες και ερμητικές συνάμα…
Στο σύνολό της αυτή η προσεγμένη διαδικασία αποτελεί γι’ αυτόν υποχρέωση, γεγονός που τον καθιστά εκφραστή του καιρού του. Κι αν θέλουμε να τον δούμε συνοπτικά σαν δημιουργό, ο λόγος που δεν απομένει στη μια ή την άλλη μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης, είναι γιατί δεν του φτάνει. Έχει πολλά να πει κι άλλα τόσα να επισημάνει. Ποικιλότροπα, άλλοτε με την εικαστική σύνθεση, άλλοτε με τον χρωστήρα κι άλλοτε με τη λογοτεχνία, οι αποδέκτες του εσαεί αδημονούν.
Το λεγόμενο στην πολιτική – η γλώσσα δόθηκε όχι για να φανερώνει τις σκέψεις μας, αλλά ακριβώς για να τις κρύβει – δεν εγγίζει τον αδάμαστα ελευθερόστομο «δύτη» της Εγκάρσιας Πτήσης και του Πολύσμιγου Αίνου που έχει μετατραπεί σε δεξιοτέχνη ξιφουλκό, έναν, θα ’λεγα… «κόμη Μοντεχρίστο» του σύγχρονου λόγου (και όχι μόνο), ονειροπόλο, οραματιστή αλλά και αποφασιστικότερο από ποτέ. Που δεν είναι να την τρέμεις τη ρομφαία του, παρά να την κάνεις κτήμα σου. Και μ’ ένα αινιγματικό μειδίαμα, δεν έχω άλλο να πω, παρά πως με ανυπομονησία και περιέργεια ακηδεμόνευτη αναμένω το επόμενό του πόνημα, να ιδώ τι άλλο περαιτέρω μας ετοιμάζει.
https://atexnos.com/ερμητικές-λαμπίδες-του-κώστα-ευαγγελ/