Απόσπασμα από το έργο του Θέμου Κορνάρου «Με τα παιδιά της θύελλας», που διαβάστηκε εν είδει θεατρικού αναλογίου από τη Μαρία Καϋμενάκη και τη Ζωή Οικονόμου στην εκδήλωση προς τιμήν του αγωνιστή συγγραφέα. Επιλογή αποσπάσματος: Μαρί Καϋμενάκη
Η ζωή είναι δύσκολη σε τόπους σαν τη Μεσοχώρα.
Σου άφηνε την εντύπωση πολιτείας στρίγγλας, που έτρωγε τα παιδιά της.
Γεννιέσαι σε κάποιο υπόγειο κι ώσπου να βγεις όξω στη λιακάδα της αυλής, μαθαίνεις πως γέρασες κ’ είναι καιρός να δώσεις τη θέση σου σ’ άλλη κακομοιριασμένη ύπαρξη που μπορεί να γεννηθεί όπου να ναι: σε παραγώνι του δρόμου, ή την ώρα του θερισμού σε μιαν αυλακιά, ή στις γαλαρίες μέσα των μεταλλείων.
Μπορεί ακόμα να γεννηθεί και σ’ ένα από τ’ άφθονα μπορντέλα και να το μάθει όταν θα πάει να γραφτεί στα κατάστιχα της εταιρίας και θα ζητάει ένα κάποιο επίθετο, για να αποφεύγει την καζούρα των ξένων, ή να γλυτώσει από κανένα παρατσούκλι που του κολλάνε, για να μην ησυχάσει πια ποτέ.
Έτσι φυτρώνουνε οι ζωές, όπου λάχει.
Παρδαλή πολιτεία η Μεσοχώρα.
Ο πληθυσμός της ξεκινούσε νύχτα-νύχτα για τη δουλειά.
Στην έξοδο, εκεί που αρχίζουνε τα μπαμπακοχώραφα, χωρίζονταν στα δυο.
Οι μισοί ανηφορίζανε τη λιανοστρατούλα, που φέρνει πιο σύντομα στο λιγνιτωρυχείο και οι αποδέλοιποι σκορπούνε στον ατέλειωτο κάμπο με τις μπαμπακιές και τις φυτείες του χασίς.
Αυτό το τελευταίο μόνο για θεραπευτικούς σκοπούς το καλλιεργεί η εταιρία!
Μη βάζεις στο νου σου κακό. Να και τις ταμπέλες:
« προς χρήσιν της φαρμακευτικής».
ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ ΜΕΣΟΧΩΡΑΣ
Οι άνθρωποι γίνανε υπάκουοι, καλόβολοι, ήμεροι.
Τους μάθανε πως η πιο μεγάλη αρετή είναι η καρτερικότητα κ’ η υποταγή.
Η κούραση κ’ η μαύρη ανέχεια, η ελονοσία και η αμορφωσιά, δεν αφήκανε καμιά χαραμάδα για να πάρει καθαρόν αέρα η ψυχή τους. Η μόνη ανακούφιση ερχότανε από ένα ποτήρι ή από ένα τσιγαριλίκι κάθε τόσο.
Τα ναρκωτικά μπήκανε στις συνήθειές τους και δεν απορούσανε πια μηδέ για τα μπαστάρδικα παιδιά, που ζητιανεύανε στις πόρτες τους.
Σ’ αυτή την πολιτεία και σε τέτοιους καιρούς έφτασε δάσκαλος ο Βασίλης Καψάλης.
Του δείξανε ένα παρατημένο σταύλο και του είπανε πως
«εκεί θα είναι το σκολειό σου».
Όχι πως δεν είχε σκολειό η πόλη. Στον ενθουσιασμό της απελευθέρωσης εχτίστηκε κι ένα ευρύχωρο σκολειό με παράθυρα μεγάλα και δεντροφυτεμένη αυλή. Μα χρειάστηκε για αποθήκες της Εταιρίας και κατοικία του γενικού επιστάτη.
Σ’ αυτό τον επιστάτη, έκανε την επίσκεψή του ο δάσκαλος.
– το σκολειό θ’ ανοίξει, του είπε, και σε μια βδομάδα θέλω το κλειδί. Είμαι ο καινούργιος δάσκαλος.
Ο επιστάτης τον κοίταξε απορημένος, μισόκλεισε τα μάτια του για να κρύψει τις γατίσιες σπίθες που αρχίσανε να πηδούνε μέσα τους, ξεδιασκέλωσε τα πόδια του για να στεριωθεί το πελώριο κορμί του κ’ είπε με φωνή που πότε θύμιζε βροντή και πότε ξεφυσήματα οχιάς:
-δε σου γουστάρει το σκολειό που σου δώκανε ; ο άλλος έκανε εκεί μέσα 18 χρόνια. Και θάμενε ακόμη αν δεν τα τίναζε.
– εγώ δεν θα μείνω εκεί μήδε μια στιγμή. Θέλω το σκολειό μου. Τα ρέστα κανόνισέ τα με την εταιρία σου.
– κοτζάμ ημιγυμνάσιο βολεύεται σ’ ένα σαράβαλο και το δημοτικό θέλει πολυτέλειες; Δεν ξέρεις τι λες.
- δεν ξέρω τι κάνει το ημιγυνάσιο. Εγώ ξέρω μόνο πως δε χτίστηκε το σκολειό γι’ αποθήκες κ’ οι στάβλοι για σκολειά. Κανόνισε τα όπως θες. Σε μια βδομάδα, αν δε μου φέρετε το κλειδί, θα μπω μοναχός μου.
Βούιξε η πολιτεία για την αποκοτιά του νεοφερμένου.
Τα παιδιά τον δείχνανε με το δάχτυλο»-ο καινούργιος δάσκαλος λέγανε, καθώς τον βλέπανε να περπατάει στητός, με σίγουρη, βαριά περπατησιά…
- και του είπε, πως αν δε μου παραδώσετε το σκολειό σε μια βδομάδα, θα βάλω φωτιά στις αποθήκες σας και κάνετε κουμάντο.
- Κι ο επιστάτης τι του είπε; Αλήθεια πως πήγε να του δώσει γροθιά κι ο δάσκαλος τονε κάρφωνε μονάχα με τα μάτια;
- Ναι λένε κι αυτό. Μα το σωστό είναι πως ο δάσκαλος του είπε. Άκουσε να σου πω. Κάποιο λάθος κάνεις που τα βάζεις μαζί μου. Και τεντώθηκε κι αυτός που λες για να δει ο Καϊάφας πως τόνε ξεπερνούσε μια πιθαμή στο ύψος και το στήθος του φουσκωμένο να.
- -κι ύστερα;
- -λούφαξε το σκυλί. Να το δεις. Θα τους το πάρει το σκολειό. Εδώ είμαστε και να μου το θυμάστε.
- Μπορεί και να μην τα καταφέρει. Μα τουλάχιστο, μωρέ παιδιά, τους έτριψε τη μούρη πως είναι κλέφτες.
- Σσς. Κάνε πιο σιγά. Εμείς βλέπεις είμαστε της ανάγκης άνθρωποι. Άλλο αυτός. Έχει πλάτες.
- Τι λες ρε, που τις βρήκε; Πλάτες του θα γίνουμε εμείς. Την Κυριακή θα δανειστώ και θα του κάνω το τραπέζι. Ας με δούνε. Ότι βρέξει, ας κατεβάσει.
Η αγωνία μπήκε στη ζωή τους από το δρόμο της περιέργειας. Σιγά σιγά τα αίματα παίρνανε φωτιά, οι ελπίδες ξυπνούσανε ξανά από μακρόχρονη νάρκη.
Τη Δευτέρα το πρωί η καμπάνα του σκολειού χτύπησε στην ώρα της, ύστερα από τόσο καιρού μουγκαμάρα.
Για το ημιγυμνάσιο με τους εβδομήντα μαθητές είχε καταργηθεί η καμπάνα. Πείραζε, λέει τα νεύρα της κυρίας Κέμπ.
Αν πρόσεχε κανείς το δάσκαλο, τη στιγμή που πρωτοαντίκρυσε τους μαθητές του, θα βλεπε το ανοιχτό στέρεο βήμα του να γίνεται αδέξιο, διστακτικό, κοντό. Το μπόι του το αθλητικό… Λες και ντρεπότανε, λες και πάσχιζε να κοντύνει…
Όλες οι κινήσεις του γεροδεμένου αυτού κορμιού μουδιάσανε, λες και πήραν ξαφνικά προσταγή: «μην προκαλείτε! Μη βρίζετε! Μην ερεθίζετε τη φτώχεια! «
Ύστερα από τον κλυδωνισμό μιας στιγμής, η λεβεντιά ξαναπήρε τα δικαιώματά της. Το κορμί ορθώθηκε, το βήμα ξαναβρήκε τον αέρα του…
-ήρθα καλά μου παιδάκια, είπε, για να σας μάθω γράμματα. Μα το πιο πολύ ήρθα για να σας αγαπώ…ξέρω πως κι εσείς θα με αγαπάτε. Μαζί θα πηγαίνουμε εκδρομές, θα παίζουμε και θα διαβάζουμε…
Σήμερα δε θα κάνουμε μάθημα. Θα ετοιμάσουμε το σκολειό μας. Θα σκουπίσουμε, θα βγούνε οι σκόνες. Τα τζάμια θέλουνε καθάρισμα.
- δεν έχει κύριε δάσκαλε, κανένα τζάμι.
Κάποιο παιδί ξεκόρμισε από τη μάζωξη κι έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά. Το στριφογύρισε. Τα σκουριασμένα σιδερικά αναμασήθηκαν…
-μην ανοίγεις παιδί μου. Μην ανοίγεις. Εδώ δεν είναι το Σχολείο μας…εκείνο είναι το σχολείο μας
Πάνω από τα παιδικά κεφάλια απλώθηκε η χερούκλα του κι έδειξε τα πυκνά-κατάκλειστα-τζάμια του καλού σχολείου.
-άνοιξε τώρα παιδί μου να βγάλουμε έξω τα θρανία και τον πίνακα, να ξεσκονιστούνε γρήγορα, για να τα πάρουμε μαζί. Εσείς οι πέντε οι πιο μεγάλοι, παγαίνετε να ειδοποιήσετε τους δικού σας πως τους παρακαλώ να ρθουνε να μας βοηθήσουνε λιγάκι. Έχει και βαριά πράματα και δε μπορείτε εσείς να τα σηκώσετε…
ΟΛΑ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ!
Κρυφομουρμουρίζανε και στριφογυρνούσαν σβέλτα τα ερεθισμένα παιδιά.
Πάνω στην ώρα μπουκάρισε στην αυλή ένα παρδαλό πλήθος από άντρες και γυναίκες με τις λάσπες ακόμα και τα χώματα της δουλειάς πάνω στα ρούχα και στα πρόσωπά τους.
-ήρθαμε δάσκαλε, για να βοηθήσουμε. Κάνε κουμάντο. Τι χρειάζεται να κάνουμε;
-ευχαριστώ , τους λέει , μα δε χρειάζονται τόσοι πολλοί.
-για να τελεύουμε πιο γρήγορα δάσκαλε. Μίλησε ένας αγριωπός άνδρας που βρέθηκε πιο κοντά.
Ένα μαυριδερό μορτάκι έτριψε το μουτσουνάκι του στο χέρι του δασκάλου και σύστησε. –ο παππούς.
Ο δάσκαλος χάιδευε μηχανικά το κεφαλάκι του καθώς άκουγε πως εκείνο το πλήθος ήτανε η εργατιά των μεταλλείων και του κάμπου που παράτησε το μεροκάματο κι έτρεξε να δώσει ένα χεράκι για ν’ ανοίξει το Καινούργιο σχολείο… είπε:
-εγώ πέντε χρειάζομαι μονάχα από σας. Μη χάνετε το μεροκάματο!
-δε σε αφήνουμε μονάχο σου, μιας και ήρθαμε. Κάνε κουμάντο κι άσε να τελειώνει η δουλειά…
Ένας υπάλληλος της Εταιρίας τους περίμενε στην αυλή του σχολείου.
-ποιος είναι ο δάσκαλος, ρώτησε.
-εγώ! Τι αγαπάτε;
-ο κ. Κέμπ σας περιμένει στο γραφείο του. Μου είπε να πάμε μαζί.
-δεν τον γνωρίζω. Γιατί δεν έρχεται ο ίδιος να μου πει ότι θέλει;
– είναι ο διευθυντής της Εταιρίας!
-παρακαλώ πέστε του πως έχω σχολείο. Δεν ευκαιρώ.
-μου είπε πως δεν επιθυμεί καμία μεταβολή στην αποθήκη.
-πέστε του ότι παίρνω διαταγές μονάχα από το Ελληνικό κράτος.
-εδώ είναι αποθηκευμένη περιουσία την Εταιρείας. Δε μπορεί ο καθένας να παραβιάζει…
Ο δάσκαλος εκατάλαβε πως έφτασε η στιγμή.
Του γύρισε την πλάτη και πλησίασε στη δίφυλλη πόρτα. Δοκίμασε με το χέρι. Στιμάρισε την αντοχή της. Τραβήχτηκε τρία βήματα πίσω. Έπεσε απάνω στην πόρτα λοξά. Με το δεξί ώμο. Τα μάσκουλα και οι κλειδαριές αφήκανε μια ξαφνιασμένη στριγκλιά. Λες και φρίξανε τα σιδερικά για την προσβολή που γινότανε στην εγγλέζικη αυτοκρατορία.
Σιωπή απλώθηκε. Μάτια κατάπληχτα κοιτάζανε την ανοιχτή πόρτα μερικά δευτερόλεπτα…
Η ανοιχτή, σκοτεινή μπούκα, που φοβέριζε, κλείστηκε από κόσμο που βιαζότανε να μπει μέσα, το γρηγορότερο, όλος μαζί.