Γράφει ο Ηρακλής Κακαβάνης //
Σαν σήμερα οι παιδαγωγοί Δημήτριος Γληνός και Αλέξανδρος Δελμούζος παύονται από τη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία, καθώς το έργο που επιτελείται εκεί κρίνεται εθνικά επιβλαβές – Μαρασλειακά.
Με αυτό το χαρακτηρισμό έμειναν στην ιστορία τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν την περίοδο 1924 – 1926, με αφορμή το «Φως που καίει» του Βάρναλη και τον υλιστικό τρόπο διδασκαλίας του μαθήματος της Ιστορίας από την Ρόζα Ιμβριώτη στο Μαράσλειο Διδασκαλείο, και δη της Επανάστασης του 1821.
Νέα επιστράτευση της «ηθοφυλακής» του τόπου. Νέες ανακρίσεις. Διεξάγουν ανακρίσεις υπουργοί, υφυπουργοί, μητροπολίτες, εισαγγελείς, αντεισαγγελείς, πρόεδροι Εκπαιδευτικών Συμβουλίων, Εκπαιδευτικοί Σύμβουλοι και λοιποί υπερασπιστές τη έννομης τάξης.
Το επεισόδιο ήταν σκηνοθετημένο και με προεκτάσεις. Στόχος του το γλωσσοεκπαιδευτικό έργο που γινόταν εκεί και στην Παιδαγωγική Ακαδημία. Η Παιδαγωγική Ακαδημία, με διευθυντή τον Δημ. Γληνό, προετοίμαζε τους καθηγητές της Μέσης Εκπαίδευσης, και το Μαράσλειο (διευθυντής του οποίου ήταν ο Αλ. Δελμούζος) τους δασκάλους, επιδίωκαν τόσο τον εκδημοτικισμό των εκπαιδευτικών όσο και τον εκσυγχρονισμό της εκπαίδευσης..
«Μια μεγάλη καινοτομία της Ακαδημίας πρέπει να λογαριαστεί, πως η διδασκαλία όλων των μαθημάτων γινότανε στη δημοτική γλώσσα και πως σ’ αυτήν τη γλώσσα κάμνανε όλες τις φροντιστηριακές τους εργασίες οι «μαθητές». Ετσι καταλάβαινε κανείς εύκολα πόσο συστηματική προσπάθεια γινότανε στο Ιδρυμα αυτό για το θεωρητικό και τον πραχτικό «εκδημοτικισμό» των καλύτερων στοιχείων της Μέσης Εκπαίδευσης δίπλα στην άλλη προσπάθεια για το συγχρονισμό και τον εξευρωπαϊσμό τους».
«Η αρχή ήμουνα εγώ! (…) Την επίθεσή της η «Εστία» την άρχισε μ’ ένα κύριο άρθρο. Κοινωνικό σκάνδαλο!». Η «Εστία», όταν έγραφε, πως στην Παιδαγωγική Ακαδημία και το Μαράσλειο «υπονομεύεται η πατρίδα, βρίζεται η σημαία και η Παναγία, έφερνε για απόδειξη (τίμια πράγματα!) ένα απόσπασμα από το έργο μου το «Φως, που καίει» (α’ έκδοση). Και το δημοσίεψε αυτό το απόσπασμα μέσα στο κύριο άρθρο της! Είναι λίγοι στίχοι από το ποίημα της «Πόρνης».
Τη σκυτάλη παραλαμβάνει ο «Ταχυδρόμος» της Αλεξάνδρειας περνώντας από την επίκριση στην παρωδία: «Από τα βαρνάλεια στα καρναβάλεια». Πλήθος και οι ανώνυμες και επώνυμες καταγγελίες. Ενδεικτική αυτών είναι η αποστολή ενός ανατύπου της συλλογής για να τεθεί υπόψη του πρωθυπουργού Μιχαλόπουλου, κατάστικτου από υπογραμμίσεις και σχολιασμούς στα περιθώρια. Π.χ., αηδία, ασυναρτησία, κακοήθης πεσιμισμός εκ του στόματος του Ιησού, ώστε ο Ιησούς είναι αηδής σοφιστής; Μωρότατη αντίληψις της χριστιανικής ηθικής, αρνησις αναρχικού και, τέλος, η σύσταση και υπόδειξη στο εξώφυλλο:
Βάρναλης, καθηγητής εις την Παιδαγωγικήν Ακαδημίαν, δηλαδή την αυθαίρετον Σχολήν του Γληνού.
Εάν επιθυμείτε και έχετε καιρόν αναγνώσατέ το όλον, αλλά πάντως αναγνώσατε τας σελίδας 40 (τελευταίον στίχον) 53 όπου υβρίζει την Παναγίαν, τέλος δε από της σελίδος 61 μέχρι τέλους.
Το κτήνος αυτό είναι Βουλγαρικόν. Είναι και κωφόν. Εν τούτοις, επειδή είναι μαλλιαρόν, εν γνώσει των πίστεών του, το απέστειλαν δις ή τρις υπότροφον!
Γράφει η «Εστία» στις 10 Νοέμβρη 1924 (αφού πρώτα καταγγέλλει το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο για τρομοκρατία): «Αλλά δεν προέβη εις καμμίαν ενέργειαν το Εκπαιδευτικόν Συμβούλιον εναντίον ενός καθηγητού της Παιδαγωγικής Ακαδημίας διορισθέντος διά να καταρτίση καλλίτερον τους δημοδιδασκάλους, που θα διδάξουν τα Ελληνόπαιδα, και ο οποίος εις ένα ποίημά του υβρίζει με την μεγαλυτέραν δριμύτητα την Ελληνικήν πατρίδα και την σημαίαν μας.
Ιδού μερικοί στίχοι από το ποίημα αυτό.
εγώ ‘μια η ιερή Πατρίδα / που με την ειρήνη θανατώνω/ την ψυχή και το πνεύμα των ανθρώπων,/ σκεπάζοντάς τους με σκοτάδια και κουρέλια και δίνοντας τους λίγες λέξεις,/ και να πεθαίνουνε για λέξεις./ Είμαι η ιερή Πατρίδα, που διδάχνω,
το μίσος, την κλοπή, το φόνο,/ σειώντας ένα πανί χρωματιστό/ μπροστά στα μάτια που τα τυφλώνω με χίλιους τρόπους
Αλλ’ όπως ανωτέρω αναφέρομεν, αι καταδιώξεις του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου δεν στρέφονται κατά των αρνούμενων και περιφρονούντων τα εθνικά ιδεώδη, αλλ’ εναντίον εκείνων ακριβώς που τα σέβονται.
Οι αποτελούντες την κλίκαν έχουν πεισθή ότι δύνανται διά της βίας να επιβάλλουν τας απόψεις των εις τον Ελληνικόν Λαόν. Τονίζεται αυτό και εις μιαν αρκετά απειλητικήν επιστολήν, την οποίαν ελάβομεν επί του προκειμένου…».
Ολες οι άλλες εφημερίδες τρέξανε να κρατήσουνε το «ίσο» στην «Εστία». Ητανε μια πρώτης γραμμής ευκαιρία για δημοκοπία και μεγάλωμα της κυκλοφορίας. Αγαναχτισμένοι από τους κομμουνιστικούς στίχους σπεύσαν με επιστολές στον Τύπο και οι εκπρόσωποι του πνευματικού κατεστημένου.
Η απάντηση του Δελμούζου στην «Εστία» δυναμώνει την αγανάχτηση: «’’Ο καθένας μας μπορεί ατομικά να έχη οποιαδήποτε πολιτική πίστη θέλει, ακόμα και αναρχικός να είνε και σε σύλλογο αναρχικό να ανήκη και θεωρητικά στην εξωσχολική του δράση να γράφη ακόμα υπέρ του αναρχισμού. Πώς μπορεί συμβιβάση σε τέτοια περίπτωση τη δική του πίστη με το έργο του διδασκαλείου, αυτό είναι ζήτημα δικής του συνειδήσεως. Σε αυτό δεν είμαστε εμείς που θα ελέγξωμεν’’
Τοιούτους καθηγητάς με σαφώς αναρχικάς και κομμουνιστικάς ιδεολογίας έχει σήμερον το μαράσλειον Διδασκαλείον, όπως φευ! Τους έχει όλος ο επίσημος εκπαιδευτικός κλοιός. Και οι καθηγηταί ούτοι δεν παύουν να εκφράζουν δημοσία κατά τρόπον προκαλούντα κοινόν σκάνδαλον τας ιδεολογίας των αυτάς.
Τοιούτοι διδάσκαλοι όμως είνε αδύνατον να αναπτύξουν εις τα παδιά όχι μόνον εθνικήν, αλλ’ ούδε καν την Ελληνικήν απλώς αντίληψιν. Δεν δύναται να ομιλήση εις τα παιδιά περί Ελληνικής Επαναστάσεως ο διδάσκαλος ο οποίος συνειργάσθη με τον κ. Κορδάτον εις την σύνταξιν του βιβλίου του περί της Ελληνικής Επαναστάσεως… Δεν δίναται παρά να κλονίσει εκ βάθρων κάθε ηθικήν αρχήν του μαθητού ο δάσκαλος, ο οποίος εις τα ποιήματά του χαρακτηρίζει ως απάνθρωπων δόγμα την θρησκείαν μας…».
Οι εφημερίδες ανέλαβαν να ερμηνεύσουν στίχο στίχο το «βλάσφημον έργον» του Βάρναλη» που υποτίθεται ότι εκφράζεται ανευλαβώς για τον Χριστό, τον σαρκάζει και τον παρουσιάζει ως αίτιο της δυστυχίας του λαού. Ευτελίζει τον χριστιανισμό, «ουδέν δεν αφίνει εκ των θεμελίων της πίστεως δογμάτων το οποίον να μη αναφέρη ινα το σαρκάση και το παραστήση ως μωρολόγημα ή μυθόπλασμα» (δες «Σκριπ»16/10/1924).
Στις 22 Μάρτη 1925 στη συνεδρίαση του προσωπικού η Ρ. Ιμβριώτη – δίδασκε φιλοσοφία της Ιστορίας – εξηγεί πώς διδάσκει την Ιστορία: «Στην τελευταία τάξη του Διδασκαλείου την ιστορία της επαναστάσεως του ’21, την εξετάζω υπό το βασικό πρόβλημα ότι η επανάστασις του ’21 είνε σκέψη και εκτέλεση και αποτέλεσμα της εξεγέρσεως της Αστικής τάξεως, επηρεασθείσης από την εξέγερση ομοίων τάξεων της Δύσεως». «Μα πώς κυρία Ιμβριώτου τα διάφορα στρατιωτικά γεγονότα π.χ. τις στρατιωτικές μάχες – το Μεσολόγγι – τους ελεύθερους πολιορκημένους του Μεσολογγίου θα τα παρέλθετε; Κάτι τέτοια γεγονότα, όπως το στρατηγικό σχέδιο των Τούρκων κλπ, θα τα παρασιωπήσετε;» ρωτά ο Δελμούζος. «Οχι βέβαια τη μάχη της Τριπολιτσιάς, το Μεσολόγγι… αλλά όλα τα διάφορα πολιτικοστρατιωτικά γεγονότα εξετάζονται υπό το βασικό πρόβλημα…». Στη συνέχεια τρεις καθηγητές την κατηγορούν για παραποίηση της ελληνικής Ιστορίας. Το ζήτημα πέρασε πάλι στις εφημερίδες στο γνωστό μοτίβο περί άθεων, μαλλιαρών και κομμουνιστών που υπονομεύουν τα θεμέλια της πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας…
Οταν τέτοια πράματα λέγονται σ’ ένα λαό καθυστερημένον, αμόρφωτο και μυθομανή, «πιάνουνε» πολύ εύκολα. Τα μάτια γουρλώνουνε, οι τρίχες της κεφαλής ορθώνονται και τα σταυροκοπήματα… ισκιώνουνε τον ήλιο! (…)
«Στην περίπτωση όμως των «οργίων του Μαρασλείου» ή απλούστερα των «Μαρασλειακών» ο λαός, ο εξαθλιωμένος οικονομικά και ηθικά από τις απανωτές εκστρατείες για τα συμφέροντα της ντόπιας και της ξένης κεφαλαιοκρατίας και προπάντων από τη μικρασιατική καταστροφή, έδειξε μια περίεργη απάθεια σ’ όλες τις φωνές των πατριδοκαπήλων. Εδειξε λιγότερη αντιδραστική ζωτικότητα απ’ όσην στα Αθεϊκά του Βόλου, στην εποχή της «Ανόρθωσης» (1910-1914). Σ’ αυτό ίσως να… φταίει και το ότι «πεδίον της μάχης» ήτανε η πρωτεύουσα, η «νικημένη» πρωτεύουσα με την απέραντη έχτασή της και τις χιλιάδες τους πρόσφυγες, που δεν ήτανε και τόσο μαθημένοι να παίρνουνε τα τέτοια ζητήματα πιο κατάκαρδα από την ατομική τους και οικογενειακή τους συμφορά.
Όμως το κράτος «συγκινήθηκε!». Και διάταξε διοικητικές και δικαστικές ανακρίσεις. Και τότες όσοι εξεταστήκανε για μάρτυρες σταθήκανε στο ύψος του νεοελληνικού πολιτισμού και των «υγιών αρχών του(…)
Οι Δελμούζος, Γληνός απολύθηκαν για «λόγους οικονομίας», η Ιμβριώτη, ο Ιορδανίδης και ο Παπαμαύρου απολύθηκαν στο πλαίσιο των πειθαρχικών διώξεων, και ο Βάρναλης, που …τόλμησε να «βρίσει» την πατρίδα τιμωρήθηκε με εξάμηνη απόλυση και μετάθεση. Ο Κ. Βάρναλης δεν αποδέχτηκε τη μετάθεση στα Χανιά και απολύθηκε. «Δικαιοσύνη εδόθη…».
Η υπόθεση όμως δε σταμάτησε εκεί.. Συνεχίστηκε με τη συγκρότηση επιτροπών από το υπουργείο, έγγραφο της Ιεράς Συνόδου στο υπουργείο και διενέργεια έρευνας, δημόσιες συγκεντρώσεις και η Γενική Ασφάλεια αναθέτει στον αντεισαγγελέα να ερευνήσει την υπόθεση από «κομμουνιστικής απόψεως». Ακολουθούν ανακρίσεις που ολοκληρώθηκαν το Νοέμβρη του 1926 με το απαλλακτικό πόρισμα του αρεοπαγίτη Γ. Αντωνακάκη, ο οποίος μετά από διεξοδικές ανακρίσεις κονιορτοποιεί τις κατηγορίες.
Πρώτη κατηγορία, η «αντεθνική διδασκαλία»: Η διδασκαλία των «Ελεύθερων Πολιορκημένων» του Σολωμού γινόταν «σύμφωνα με το δόγμα του κομμουνισμού»… Γράφει ο Αντωνακάκης στην έκθεσή του γι’ αυτή την κατηγορία: «πολύ περίεργος και εντελώς πρωτότυπος κομμουνισμός». Δεύτερη κατηγορία: «καλλιέργεια ηθικής εκλύσεως»… Εξαιτίας της διδασκαλίας στο Μαράσλειο τα κορίτσια απέβαλαν την ντροπή ώστε μάρτυρας είδε γνωστή του μαθήτρια «κυνικότατα και αναισχυντότατα εκπληρούσαν φυσικήν της ανάγκην (ουρούσαν) ενώπιον και απέναντί μου κατά τρόπον προκλητικόν». Διαπιστώνει στην έκθεσή του για αυτή την κατηγορία ο κ. Αντωνακάκης: «Η ουρούσα μαθήτρια του κ. Ι. Σ. ή Α. δεν είναι πρόσωπον ιστορικόν. Είναι δημιούργημα ανοήτου, μικροραδιούργου κομπορρήμονος φαντασιοπληξίας». Τρίτη κατηγορία, «κατάργηση ή περιφρόνηση του μαθήματος των θρησκευτικών»: Το σχολείο καλλιεργούσε πνεύμα αθεΐας και ανηθικότητας και «αι τοιαύται σχέσεις υπεθάλποντο παρά της διευθύνσεως δουλευούσης εις κομμουνιστικάς ροπάς ακολασίας εξομαλιζούσας την εις τον μπολσεβικικόν παράδεισον είσοδον». Σύμφωνα με τον Αντωνακάκη, «Το συμπέρασμα τούτο είναι όλως αυθαίρετον δημιούργημα»…
Το πόρισμα Αντωνακάκη δεν ικανοποίησε την αντίδραση η οποία προσπαθεί επί δεκαπέντε ημέρες μα συνεχή δημοσιεύματα να το αναιρέσει και να αποδείξει «πώς επεδιώκετο η διαφθορά εις το Μαράσλειον υπό της σπείρας των θεοκομμουνιστών». Από το 1924 είχε υποβληθεί στην Ιερά Σύνοδο κατηγορία από τον Α.Π. Κουτουρέλη, προεδρεύοντα των οργανώσεων Χριστιανική Ενωση Σωματείων, Εκτελεστική κατά Αθεων και Μαλλιαρών Επιτροπή Πειραιά και Αντικομμουνιστική Πανελλήνια Ενωση.
Στις 30 Μάρτη 1928 οι Δελμούζος, Γληνός, Βάρναλης, Ιμβριώτη, Καζαντζάκης λαμβάνουν πρόσκληση να απολογηθούν για την κατηγορία της υπονόμευσης «της ορθοδόξου ημών πίστεως και διαδόσεως αθεϊστικών θεωριών και δοξασιών εν γένει». Φυσικά κανείς τους δεν παρουσιάστηκε, ούτε για απολογία ούτε στη δίκη που έγινε.
Το Δεκέμβρη του 1929 στο επίσημο Δελτίο της Εκκλησίας της Ελλάδος «Εκκλησία» δημοσιεύτηκε η υπ. Αριθμ. 743/1348 εγκύκλιος της Ιεράς Συνόδου «περί καταδίκης των αντιχριστιανικών και ανήθικων διδασκαλιών του ονομαζόμενου Εκπαιδευτικού Ομίλου» με την οποία καταδικάζονται οι δάσκαλοι και στιγματίζεται το έργο των Βάρναλη, Γληνού κλπ. αλλά αποσιωπάται το όνομα του Δελμούζου.
Αναλυτικά στα Μαρασλειακά αναφέρομαι στο βιβλίο μου «Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του», στο περιοδικό «Θέματα Παιδείας» (τευχ. 41-42), στον «Ριζοσπάστη» και σε εκτενή μελέτη στην εφημερίδα ΠΡΙΝ.