Παρουσιάζει ο Θανάσης Ν. Καραγιάννης* //
Ήρθε πρόσφατα στα χέρια μου αυτό το σύντομο αφήγημα, σε μέγεθος μικρής νουβέλας, με τον τίτλο «Θυμάσαι… ιστορίες-μνήμες» Εκδόσεις ΕΝΤΟΣ, Αθήνα 2017, σελ. 107, παρακινώντας με να θυμηθώ κι εγώ μαζί με τη συγγραφέα του. Και ανοίγοντάς το, διαβάζω το χαρακτηριστικό μότο που θέτει η συγγραφέας του σε μια από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου της: «Το θάνατο δεν τον φέρνουν τα γηρατειά, αλλά η λήθη», άποψη του Γκαμπριέλ Γκαρθία Μάρκες.
Άρα, ο αναγνώστης αμέσως προσανατολίζεται στο δίπολο μνήμη-λήθη.
Η συγγραφέας αναφέρει παρακάτω: «Λένε πως η μόνη περιουσία μας είναι η μνήμη».
Στο κείμενο του οπισθόφυλλου, διαβάζω, και άλλες συγγενικές έννοιες και φράσεις: «νοσταλγία», «ιστορική μνήμη», «διαρκής αιώρηση από το χτες στο σήμερα», «από τη ζώσα μνήμη στην αδυσώπητη πραγματικότητα», «εικόνες κι αρώματα μιας αλλοτινής εποχής».
Επίσης, στο κείμενο του οπισθόφυλλου, που είθισται να διαβάζει ο αναγνώστης, πριν από την ανάγνωση του κάθε βιβλίου, συναντούμε ένα ιερό πρόσωπο όλων μας, τη μάνα. Διαβάζω: «Όταν η νοσταλγία για την εμβληματική μορφή της μάνας παντρεύεται με την ιστορική μνήμη», «η κατάθεση της Μαρίας Κανέλλη αποτυπώνει με λεπτές, διακριτικές γραμμές την προσωπογραφία της μάνας».
Απ’ ότι φαίνεται ξεκάθαρα σε όλο το κείμενό της η κ. Κανέλλη εντάσσει τη μητέρα της στο «Εικονοστάσι των Ανώνυμων Αγίων» του Γιάννη Ρίτσου, με σεβασμό και νοσταλγία.
Ύστερα, βυθίζομαι στην ανάγνωση του βιβλίου των 103 σελίδων, που εξέδωσαν σε μια συμπαθητική και καλαίσθητη έκδοση οι εκδόσεις ΕΝΤΟΣ, των δραστήριων αυτών εργατών του βιβλίου, της κ. Μαρίας και του κ. Θέμη Φασούλα.
Πρόκειται για ένα αφήγημα, με στρωτή γραφή –κατά σημεία λογοτεχνική και ποιητική– και με νοσταλγικό συγγραφικό ύφος μιας ευαίσθητης φυσιογνωμίας, η οποία επιδιώκει, και το πετυχαίνει, να κάνει ένα μνημόσυνο στην αγαπημένη της μητέρα, με την καταγραφή και περιγραφή αναμνήσεων, μπλεγμένων και ενταγμένων στο ιστορικό γίγνεσθαι αρκετών δεκαετιών του 20ού αιώνα, αλλά και μιας ηρωικής και δύσκολης εποχής για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα της πατρίδας μας (της Κατοχής και του Εμφύλιου, ιδιαίτερα).
Είναι έκδηλη η ανάγκη της συγγραφέα να ανατρέξει στα παιδικά και εφηβικά της χρόνια, ενδοσκοπώντας, αλλά και περιγράφοντας σκηνές και τοπία των Μεσογείων (της «Μεσογαίας Αττικής», όπως την ονομάζει) και της Αθήνας, αρχικά των δεκαετιών 1940, 1950 και 1960, και στη συνέχεια μέχρι τα τέλη του αιώνα που έφυγε, διαπιστώνοντας ότι ο χρόνος συμπαρασύρει τα πράγματα στη φθορά και στην καταστροφή, ενώ συγχρόνως μας δημιουργεί έντονα συναισθήματα θλίψης και αναπόλησης:
«Τα παντζούρια, όσα έχουν απομείνει, κρέμονται ξεκάρφωτα, τα παράθυρα, σκοτεινά πελώρια ανοίγματα στο κενό, χάσκουν ορθάνοιχτα, τα μπαλκόνια ρημαγμένα, φαγωμένα απ’ τη σκουριά, τα χρώματα ξεθωριασμένα, ένα ερείπιο το σπίτι που μας είχε φιλοξενήσει σε δύσκολους καιρούς. […] πάνω στους ξεφτισμένους τοίχους ξεχωρίζουν, διάσπαρτα, κομμάτια από σοβά ξεκολλημένα σαν από χτύπημα σφυριού, θα ’λεγε κανείς σήμερα, όμως στ’ αλήθεια σημάδια από σφαίρες. Πληγές από τη μάχη της Αθήνας στα χρόνια του εμφύλιου…»
Η δομή του βιβλίου παρουσιάζει μια ιδιομορφία. Τα γεγονότα δεν περιγράφονται μ’ επάλληλο τρόπο, αλλά ανακόλουθα. Συνήθως, όμως, η αφήγηση επανέρχεται χρονολογικά στο πρότερο παρελθόν, μπαίνει σε μια χρονολογική σειρά, μα σε λίγο και πάλι κυριαρχεί η ανακολουθία. Υποθέτω ότι αυτό συμβαίνει διότι η ανάκληση της μνήμης μας ακολουθεί τους δικούς της φυσικούς νόμους.
Το έναυσμα, η αφόρμηση για την παρούσα συγγραφή στάθηκε ο γιος της, όταν στα 2000, της έγραψε την παρακάτω αφιέρωση στο ημερολόγιο που της χάρισε: «Χρόνια πολλά και ευτυχισμένο το 2000… για έμπνευση και νέο ξεκίνημα, πολιτικά, αγωνιστικά, συγγραφικά.» κι η συγγραφέας απεφάνθη, απευθυνόμενη νοερά στη μητέρα της: «θέλει (σ.σ. ο γιος μου), μέσ’ από τη δική μου μνήμη, ψηλαφητά, να σε ξαναβρεί, να σε γνωρίσει, να ζήσει από κοντά τη δική σου ιστορία.»
Και φυσικά αρχίζει ν’ αναπολεί και να γράφει, βιαστικά, όπως ομολογεί η ίδια: «να προλάβω να σώσω τα ιερά και όσια της ψυχής, τα άγια πρόσωπα της καθημερινής ζωής μας… Κι εσύ, δε θέλω να περάσεις έτσι σιωπηλά και αθόρυβα μέσα από τον κόσμο, κι εγώ δε θα είμαι πάντα εδώ να σ’ ανασταίνω κάθε μέρα.»
Το ενλόγω κείμενο είναι γεμάτο από περιγραφές φυσικών περιοχών και τοπίων, αστικών και αγροτικών περιοχών και χώρων, ηθών και εθίμων από το χώρο των θρησκευτικών γιορτών και των αγροτικών ασχολιών. Συνυπάρχει ένα ψηφιδωτό από τις κοινωνικές συνθήκες και τις πολιτικές εξελίξεις διαφόρων ιστορικών περιόδων. Οι περιγραφές είναι απέριττες, γλαφυρές και μεστές. Παρέχει πληροφοριακά στοιχεία στον αναγνώστη, που ίσως να μην τα γνώριζε. Κατορθώνει να τον κρατά σε εγρήγορση και με τις συνεχείς αναδρομές στο παρελθόν, του εξάπτει το ενδιαφέρον, με τις αδιάκοπες αποκαλύψεις της, τους προβληματισμούς που του θέτει έμμεσα, με εργαλείο τη συναισθηματική και ιδεολογική συνάμα φόρτισή του.
Πλατεία Αγ. Παντελεήμονα, στην Αχαρνών, εκεί που η συγγραφέας έπαιζε μικρή, εκεί που το πράσινο κυριαρχούσε, στο κηπάκι με τους θάμνους, τώρα, στην Κατοχή και μετακατοχικά
«δε φυτρώνει ούτ’ ένα πράσινο φύλλο. Όλος ο τόπος μοιάζει ανασκαμμένος κι όσο πλησιάζουμε, μακρόστενοι σωροί από χώμα ξεχωρίζουν ο ένας πλάι στον άλλον.
Πρόχειροι τάφοι δίπλα στις κούνιες που παίζαμε παιδιά. Το μικρό κηπάκι έχει γίνει κοιμητήρι της ανάγκης για όσους μια μοίρα αδέσποτη τους πήρε τη ζωή. Περνάμε ανάμεσά τους. Πάνω σ’ έναν απ’ αυτούς το σώμα μιας γυναίκας, πεσμένο μπρούμυτα με τα μαλλιά λυτά πάνω στο χώμα. Η φρίκη… Κι όμως προσπερνάμε. Δεν είναι αδιαφορία, είναι οι άγριες εικόνες της πείνας στους δρόμους και τα πεζοδρόμια της κατοχικής Αθήνας που έχουν παγώσει τις ψυχές μας.»
Εικόνες φρίκης και απόγνωσης, που εμείς οι νεότεροι και τα σημερινά παιδιά δεν είχαμε την ατυχία να βιώσουμε. Κάτι, όμως, που δε συνέβη με τα παιδιά του σύγχρονου δράματος στον πόλεμο της Συρίας, του Αφγανιστάν κ.ά. εμπόλεμων περιοχών του πλανήτη.
Ο αφηγηματικός συναισθηματικός λόγος της συγγραφέα εναλλάσσεται με αρκετές ρεαλιστικές σκηνές, που ασφαλώς αγγίζουν την ψυχρή πραγματικότητα, τη λογική και την αντικειμενική ιστορική αλήθεια. Εδώ, ο αφηγηματικός λυρισμός, ενώ συνεχίζει να υπάρχει διάχυτος στο κείμενο, συγκρούεται αναπόφευκτα μ’ έναν «τοίχο» και μ’ ένα πλήθος θλιβερών γεγονότων, οπότε ο αναγνώστης φορτίζεται περίεργα και δυσάρεστα. Όμως, αυτή η σύγκρουση είναι η αφορμή για γνώσεις, για κοινωνικούς προβληματισμούς, για αναγωγές και περίσκεψη.
Σαν κινηματογραφική ταινία περνούν μπροστά μας ολοζώντανες σκηνές από μια ολόκληρη χρονική περίοδο με ιστορικά στιγμιότυπα από την παλιά Αθήνα (η παλιά γειτονιά της συγγραφέα, ο Άγιος Παντελεήμονας Αχαρνών, το καταφύγιό του, το καφενείο του κυρ Νίκου, και αναφορές: στο ξενοδοχείο «Μέγας Αλέξανδρος», στο Εξέλσιορ, στο καφεκοπτείο στη γωνία της Γ΄ Σεπτεμβρίου, στο εστιατόριον «Η Ελλάς», στο γραφείο του πατέρα στην Αριστείδου, στο σχολείο του Προκοπίδη στην Αριστοτέλους, στα προσφυγικά της Λεωφ. Αλεξάνδρας, στην πλατεία Βάθη, στην Αχαρνών, στους Αμπελόκηπους κ.λπ.) Σκηνές από το Μαρκόπουλο και το Πόρτο-Ράφτη της Μεσογαίας Αττικής. Τραγικές σκηνές από συγκλονιστικά γεγονότα (από τις μάχες στην Αθήνα στα Δεκεμβριανά, στην Κατοχή και στον Εμφύλιο, από τις φυλακίσεις στις φυλακές Αβέρωφ της γιαγιάς της, της θείας Αγνής, των δύο θείων της πολιτικών κρατούμενων, αλλά και από την πείνα, τα συσσίτια της Κατοχής, την εισβολή των Γερμανών στην Αθήνα, ενώ εκείνοι οικογενειακά βρίσκονταν στο Μαρκόπουλο λόγω των σχολικών διακοπών του Πάσχα) Εικόνες από κάποιες ηρωικές φυσιογνωμίες (όπως είναι οι εκτελεσμένοι στο Χαϊδάρι, ο δικός τους Ναπολέων, αντάρτης καπετάνιος της Πελοποννήσου, ο οποίος στα 1950, πέρασε από δίκη στο Ναύπλιο, τον οποίο ανεψιό του υπερασπίστηκε ο δικηγόρος πατέρας της συγγραφέα και γλιτώνοντας την εκτέλεση, καταδικάστηκε «μόνο»… σε «ισόβια», τους δικούς τους νέους Γιάννη και Γιώργο, οι οποίοι αιχμαλωτίστηκαν από τους Γερμανούς και κλείστηκαν στο κολαστήριο των φυλακών της Χίου κ.λπ.):
«Θα πρέπει να ’νιωσες βαθιά τις αδικίες της ζωής, της δικιάς σου κι όλης σου της γενιάς: πόλεμος, κατοχή, εμφύλιος, αρρώστιες, ανέχεια. Όμως, κανείς δε σε είδε να παραπονεθείς μήτε να δειλιάσεις. Πάντα γενναία και γερή σε βρήκαν μπρος τους οι φουρτούνες και δεν κατάφεραν ποτέ ως τώρα να σε ρίξουν κάτω. Με πόσο ρεαλισμό, σύνεση και σοφία στάθηκες απέναντί τους, σίγουρη πως θα τα ’βγαζες πέρα, κι έδωσες τη μάχη κόντρα στη δυστυχία και την απερίγραπτη φτώχεια που την ακολούθησε, μέσα στη γενική εξαθλίωση που βύθισε τη χώρα και τους ανθρώπους της ο πόλεμος και τα επακόλουθά του. Μόνο που σ’ αυτό σου τον αγώνα ξόδεψες ό,τι θα μπορούσε να ήταν τα καλύτερα χρόνια της ζωής σου.»
Κι ενώ βρίσκονται στο Μαρκόπουλο, κι ενώ πληροφορούνται για την εισβολή των Γερμανών κατακτητών στην Αθήνα, κι ενώ είναι Μ. Παρασκευή και ακολουθεί η Ανάσταση, γράφει:
«Η Αθήνα κάτω από τις ερπύστριες των τανκ. Ψυχή στους δρόμους. Τα σπίτια σιωπηλά, τα παντζούρια σφαλιστά, σαν να δόθηκε σύνθημα που απλώθηκε απ’ άκρη σ’ άκρη: η Αθήνα πόλη νεκρή. […] Η Κατοχή είχε αρχίσει. Δε θυμάμαι να γιορτάστηκε η Ανάσταση εκείνη τη χρονιά…»
Δεν παραλείπει, ακόμη ν’ αναφερθεί στο όνειρο της μητέρας της να γίνει δασκάλα, που δυστυχώς παρέμεινε όνειρο. Στο ταξίδι της μητέρας της, τον Αύγουστο του 1965, στο Στρασβούργο, για να δει τον εγγονό της, που μόλις είχε γεννηθεί.
Χαραγμένη έντονα στη μνήμη της συγγραφέα είναι και μια άλλη εμβληματική μορφή: η γιαγιά της, που ζούσε και δημιουργούσε στο Μαρκόπουλο, μέσα σ’ ένα εύπορο μεγαλοαγροτικό περιβάλλον. Η δράση της στα οικογενειακά, εργασιακά και κοινωνικά δρώμενα της εποχής και του τόπου την εντυπωσιάζει. Ένα ολόκληρο κεφάλαιο του βιβλίου αφιερώνει στην αγαπημένη της γιαγιά.
Αναφορές γίνονται στην εμβληματική μορφή του συνθέτη και αγωνιστή τότε, Μίκη Θεοδωράκη και στην παράσταση που είδαν με τη μητέρα της στο θέατρο Καλουτά, στην Πατησίων (Πλατ. Αμερικής): «Το τραγούδι του νεκρού αδερφού» με τον πρωτοεμφανιζόμενο στη σκηνή Γρηγόρη Μπιθικώτση, στα 1960-61 και τις λαϊκές συναυλίες του στην επαρχία, με τον «Επιτάφιο» επίσης του Γιάννη Ρίτσου, με την Αλέκα Παΐζη και την Ειρήνη Παπά.
Και στα 2006, γυρίζοντας στο σπίτι της μετά από κάμποσους μήνες ταξίδι, τη σοκάρει η σιωπή και το λιγοστό φως του σπιτιού, γυρίζει το διακόπτη του ηλεκτρικού, και αμέσως μετά ανοίγει τα παράθυρα για να μπει πιότερο φως, ο ήλιος, στο εσωτερικό του σπιτιού και συνεχίζοντας την αφήγησή της γράφει:
«Κάθομαι στην πολυθρόνα σου. Ακουμπώ τους αγκώνες στο σκαλιστό ξύλινο χερούλι. Μου φαίνεται πως έχει ακόμα την αφή των χεριών σου. Αρκεί να κλείσω τα μάτια για ν’ ακούσω τη φωνή σου να μας καλωσορίζει…»
Μετά το τέλος της θαυμάσιας αφήγησής της, παραθέτει στο τέλος του κειμένου της τη συλλυπητήρια επιστολή που της έστειλε για το θάνατο της μητέρας της, από το Μπες (Besse), ο φίλος της Φρανσουά, στα γαλλικά, αλλά και σε ελληνική μετάφραση.
Τέλος, στο βιβλίο δημοσιεύονται διάσπαρτα αρκετές οικογενειακές και άλλες φωτογραφίες, οι οποίες αποτυπώνουν πιστά την εποχή, χρήσιμες και για την καταγραφή της ιστορικής πραγματικότητας.
Η μητέρα της Μαρίας Κανέλλη-Schaal, έφυγε από τη ζωή το Φεβρουάριο του 1997, πλήρης ημερών, στα 93 χρόνια της. Ποτέ, όμως, δεν έφυγε από τη μνήμη και την καρδιά της, με αποτέλεσμα όχι μόνο να ζει ακόμη και σήμερα η αείμνηστη Ελένη Κανέλλη από το Μαρκόπουλο Μεσογαίας Αττικής, αλλά και να τη γνωρίσουμε αρκετά καλά κι εμείς οι αναγνώστες του βιβλίου της, όλη τη ζωή της και της οικογένειάς της, κατά την προπολεμική, πολεμική, εμφυλιακή και μεταπολεμική περίοδο, ως το τέλος του προηγούμενου αιώνα.
Σας ευχαριστούμε κ. Μαρία Κανέλλη γι’ αυτή την έμμεση, αλλά ολοζώντανη γνωριμία, καθώς και για τη γλαφυρή, συγκινητική αφήγηση και της δικής σας ζωής.
Να είστε πάντοτε καλά και να γράψετε και άλλα κείμενα μ’ αυτή τη δυναμική και συνάμα ευαίσθητη πέννα σας.
Σας ευχαριστώ.
_________________________________________________________________________________________
Θανάσης Ν. Καραγιάννης Δρ. Επιστημών της Αγωγής. Μελετητής Δραματουργίας για παιδιά. Κριτικός Θεάτρου για παιδιά. Συγγραφέας
e-mail: http://thkaragia.wix.com/main