Σαν σήμερα ολοκληρώθηκε το οργανωμένο έγκλημα της σφαγής στο Α΄ Τάγμα Σκαπανέων 29/2/1948 – 1/3/1948, για να σπάσει την αντίσταση των αγωνιστών.
Αντλούμε από το λεύκωμα του Μακρονησιώτη αγωνιστή εικαστικού Γιώργου Φαρσακίδη «Μακρόνησος»
Μεθοδεμένο το μακελειό, βαστάει ως το σούρουπο. Τους βαριά χτυπημένους, τους ξέψυχους, τους κουβαλάν στην πρώτη από τις τρεις σκηνές που φιλοξενεί η «Χαράδρα». Τους βάζουνε στην αράδα κοντά στης πόρτας το άνοιγμα. Μετά φέρνουνε έναν-έναν τους άλλους, όσους νιώθουν ακόμα; Σκύψε κουμούνα να δεις, πιάσε τους καλά, να το καταλάβεις. Ψοφήσανε όλοι. Καθάρισε για πάρτη σου, να γλιτώσεις .
Κι έξω ο… παπάς πού βρέθηκε; Ψέλνει νεκρώσιμα… Ο σαλεμένος νους αρνιέται να δεχτεί την πραγματικότητα: Φτάνει το κάρβουνο, όχι άλλο. Νερό, νερό! Παπά τραβήξου από τις… ράγες, τσουφ, τσουφ, τσουφ…
Απομόνωση στο Ε.Σ.Α.Ι. Στη γωνιά, στ’ άνοιγμα του αντίσκηνου, πιάνει το μάτι λίγο το ψήλωμα, στ’ αριστερά, και την ανθρωποθάλασσα ως πέρα, από την άλλη. Κρεμασμένο στα σύρματα τ’ ανθρωπομάνι, χιλιάδες στόματα, κοντανασαίνει.
Το πλάτωμα του Ένατου άδειασε. Η πρώτη παρτίδα ξόφλησε, κατέβηκε. Οι άλλοι στη «Χαράδρα» ακόμα. Έρημη η πλαγιά. Πίσω μας ακούγεται φασαρία. Κάτι συμβαίνει! «Ξέφυγε ένας», φτάνουν ως εμάς οι κουβέντες, «πήρε το μονοπάτι του Γολγοθά». Ακουμπισμένος στον πάσσαλο της σκηνής μας, ένας γέρος βουρκώνει: Βάλε στραβά το σκουφί, παλικάρι μου , μουρμουράει. Βιάσου, μη δε προλάβεις. Στο θάνατο πας, στου Χάρου τα δόντια. Κι η μάνα σου καρτεράει… Σκέψου, σταμάτα .
Είν’ ο Μανόλης που ξέφυγε απ’ το Ε.Σ.Α.Ι. κι ανέβηκε στη «Χαράδρα» να σμίξει με τους συντρόφους του.
ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ
Άνθρωπε.
Γράψε τη λέξη τούτη στον αγέρα
Κι ως θα μετράς κι ως θα κοιτάς τις συλλαβές τα γράμματα
Βάλ’ την ψυχή σου στο βλέμμα.
Πρόφερε γρήγορα ψιθυριστά καθώς τα χείλια
Των εικοσάχρονων παιδιών που δε γευτήκανε φιλί.
Κοίτα καθώς τα μάτια τους φρικιαστικά κοιτούσαν
Τα μάτια τους, τα μάτια τους, που μοναχά γελούσαν
Κι έγνεφαν λες στο μάγο γυρισμό…
Ω, τα τραγούδια, τα τραγούδια τους!
Ο άνεμος δεν τα χορεύει πια
Κι η θάλασσα πια δεν τα ταξιδεύει.
Τους πήραν τα τραγούδια τους, τους πήραν τα χαμόγελα.
Σφίξε τη λέξη τούτη σφίξε την
Καθώς τη σφίγγει στ’ άδεια στήθια της τρελής μητέρας
Που γυρεύει το τρελό της παιδί.
Γίνε μονάχα ένα στόμα, γίνε ένα σάλεμα για κραυγή
Γίνε η άναρθρη κραυγή των τρελών
Που σαρκάζει
Φοβερή, θριαμβευτική, νικητήρια!
Φώναξε δυνατά! «Μακρόνησος!»
Χίλιες φορές κι αν το φωνάξεις δε θ’ ακούσεις το σκοπό
Που στις χαράδρες τραγουδά η φλογέρα του θανάτου.
Μα, πάνω από το σπαραγμό
Της μάνας, πάνω απ’ την αγκούσα των παιδιών
Κι απ’ των τρελών την άναρθρη κραυγή
Πάνω απ’ το μίσος και το θάνατο
Πολύ πάνω
Παρηγορήσου άνθρωπε, στέκεται ακόμα
Ένας τοίχος ψηλά κι είναι ακέριος
Πέτρα με πέτρα ακριβό κέρδος του πόνου
Ένας τοίχος ψηλά, και φυλάει την ψυχή σου!
ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ
Επιμέλεια: Ηρακλής Κακαβάνης