Γράφει ο \\ Σπύρος Τζόκας
“Κάποτε θ’ ανταμώσουμε στους λόφους του ήλιου. Μην ξεχνάς. Περπάτα”, τον καλούσε ο ποιητής. Και εκείνος αποφάσισε: Δεν θα γίνει απλά ο άνθρωπος που θα βλέπει τα τρένα να περνούν. Θα συνεχίσει όσο μπορεί να σεργιανάει.
Και έτσι έκανε. Με τους δικούς του ανθρώπους. Εκείνους που ομορφαίνουν τον κόσμο ή τον κόσμο του. Οι άνθρωποι που τραγουδάνε την Ιστορία. Εκείνοι που ταξιδεύουν νοερά στις γειτονιές που μεγάλωσαν, στην αυλή που έπαιξαν. Οι άνθρωποι που νοθεύουν το όνειρο για να το πλάσουν στα μέτρα τους. Αυτοί που απολαμβάνουν την παρέα και το κρασί στα ταβερνάκια με τους φίλους τους, τον καφέ και το τσιπουράκι στα καφενεία με τους συντοπίτες τους, το κουβεντολόι, τις όμορφες γυναίκες, αυτοί που βλέπουν ποδόσφαιρο τις Κυριακές και παθιάζονται για την ομάδα τους, αυτοί που τους αρέσει ο αθλητισμός που αναδεικνύει παιδιά, γελαστά, απλά και ωραία, που δεν νιώθουν τον κόσμο σαν φυλακή, που χαίρονται και στενοχωρούνται με απλά πράγματα, αυτοί, δηλαδή, οι συνηθισμένοι-ασυνήθιστοι άνθρωποι.
Και τότε ταξιδεύουν. Ταξιδεύουν νοερά παντού, από τις αυλές των σπιτιών τους, από το υγρό τζάμι του καφενέ. Ταξιδεύουν στη Λατινική Αμερική, στην Κούβα και στο Μεξικό και μιλούν σαν να είναι έτοιμοι να φύγουν. Σαν να φεύγουν αύριο. Μεξικό. Νέα Ισπανία την έλεγαν παλιά, στην αρχή. Στα βήματα του διασημότερου κονκισταδόρ, του Φερνάντο Κορτές. Από τις ακτές της Βερακρούζ μέχρι το Μέξικο Σίτι να ταξιδέψουν σε ιστορικά μονοπάτια, τότε που η Νέα Ισπανία ανέτειλε πάνω στα εκπληκτικά μνημεία των Αζτέκων. Εχουν και φωτογραφίες και τις δείχνουν. Τις βλέπουν και ταξιδεύουν.
Και κάπου μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας συναντούν τον Τάσο Λειβαδίτη που τους μιλάει:
«Και να που φτάσαμε εδώ
Χωρίς αποσκευές
Μα μ’ ένα τόσο ωραίο φεγγάρι
Και εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο
Φτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσες
ούτε ένα κεφάλαιο να γράψεις ακόμα
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη…»
Αστραπιαία περνούν όλα από το μυαλό. “Όλα τα τραγούδια μονάχα για σένα μάτια μου”. Από τότε. Από εκείνα τα χρόνια της αθωότητας. Πόσες φορές από τότε δεν ξεκίνησε πάλι από την αρχή να αντλήσει δυνάμεις, να σηκωθεί, να ξεσκονίσει τα ρούχα του και να συνεχίσει. Πόσες και πόσες φορές. Και συνέχισε. Το ταξίδι του κινήθηκε μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας ή, καλύτερα, μεταξύ αυτού που επιθυμεί και αυτού που υπάρχει. Διέπλαθε τον μύθο του… και ο μύθος γινόταν όνειρο, όνειρο καλό, ευχάριστο, όχι εφιάλτης.
Ένα όνειρο με περιεχόμενο: με νοσταλγίες άλικες, μνήμες ανάκατες, μπερδεμένες στο κουβάρι της ζωής, με στιγμές ανθρώπινες από τα χρόνια της αθωότητας, από τις ξεχασμένες γειτονιές που χαμογελούσαν, με στιγμές ανακόλουθες σαν την πορεία του, αληθινές σαν την ψυχή του που επέμενε να μην τη βρομίζει, παρά τους συμβιβασμούς. Ενα όνειρο με ανθρώπινες υπερβάσεις. Για το ταξίδι που δεν έγινε. Για τα συντρίμμια που του το θύμιζαν. Ισως δεν πρόλαβε. Ισως νόμιζε ότι οι γλάροι πετούν για εκείνον. Τελικά η ζωή μοιάζει με παραμύθι.
Σπύρος Τζόκας
Πανεπιστημιακός-συγγραφέας _
Πηγή