Για το Σπύρο Τζόκα και το ιστορικό του μυθιστόρημα “ένα μεγάλο βράδυ” εκδόσεις Σύγχρονης Εποχής, μιλήσαμε εδώ στο Ατέχνως, πάνω από μια φορά, όπως και για τον ήρωα Ναπολέοντα Σουκατζίδη, την Πρωτομαγιά του 1944 και την εκτέλεση των 200 αγωνιστών-κομμουνιστών
Από το πολύ αξιόλογο _”ιστορικό και «ποιητική αδεία»” πόνημα
παραθέτουμε τον επίλογο
(…)
Ανασηκώνεται και ξαναρχίζει το πέταγμα, κινώντας τα χέρια του σαν αϊτός με τσακισμένες φτερούγες.
Οι σύντροφοί του, αποσβολωμένοι και σαν από ένστικτο, ακινητοποιούνται στις θέσεις τους και παρακολουθούν την τραγική σκηνή που ξετυλιγόταν μπροστά τους. Ήξεραν πολύ καλά ότι, αν έκαναν την παραμικρή κίνηση ή έτρεχαν, έστω προς την πόρτα του «15», θα τους θέριζαν όλους με οπλοπολυβόλο.
Σε λίγο ακούγεται δεύτερη μπαταριά. Πέφτει ανάσκελα πάνω στο νιόβγαλτο χορτάρι, χτυπημένος βαριά αυτήν τη φορά. Τότε πλησιάζει ο Φίσερ. Σαν ψυχρός εκτελεστής, βγάζει το πιστόλι του και τον πυροβολεί στο κεφάλι.
- «Ούτε λίγα λεπτά να του μιλήσουμε δε μας έδωσαν τα καθάρματα! Λίγο χρόνο για να σωθεί μια ζωή, ούτε λίγα λεπτά!», μονολογούσε απαρηγόρητος ο Πάνος.
- «Πόσο τελικά μετράει η ανθρώπινη ζωή, σύντροφε; Πόσο;», συμπλήρωσε ο Ναπολέων.
Ο σκληρός αυτός Απρίλης θα τελείωνε άσχημα στο στρατόπεδο του Χαϊδαριού. Ένας μήνας που τον σημάδεψαν μεγάλα και σημαντικά γεγονότα. Ο Απρίλης της ΠΕΕΑ και του Εθνικού Συμβουλίου, ο μήνας της εξέγερσης του ελληνικού στρατού της Μέσης Ανατολής που αρνήθηκε το ρόλο του πραιτοριανού και την αποστολή να στραφεί ενάντια στο λαό της ίδιας του της πατρίδας, ο μήνας των Ταγμάτων, ο μήνας του λαϊκού πολέμου του ΕΛΑΣ.
Στα τέλη του ίδιου μήνα, κοντά στους Μολάους της Λακωνίας ο στρατηγός-διοικητής της 41ης Μεραρχίας Φρουρίου του Ράιχ και η συνοδεία του έπεσαν σε ενέδρα του ΕΛΑΣ. 0 στρατηγός σκοτώθηκε. Οι Γερμανοί είχαν προειδοποιήσει. Θα σκότωναν κομμουνιστές σε αντίποινα. Τα Τάγματα Ασφαλείας ξεκίνησαν «αυτοβούλως» την εκδίκηση: Σκότωσαν εκατό κομμουνιστές της Λακωνίας. Οι Γερμανοί το συνέχισαν. Διακόσιοι κομμουνιστές από το στρατόπεδο στο Χαϊδάρι -διακόσιοι Ακροναυπλιώτες- θα πλήρωναν με τη ζωή τους την ατυχία του ναζί στρατηγού.
Οι οργανώσεις του ΚΚΕ και του ΕΑΜ κινητοποιήθηκαν. Επιτροπές επισκέφτηκαν τους «αρμόδιους». Ο Ράλλης -πρωθυπουργός με πλήρεις εξουσίες στην «Ελληνική Πολιτεία»- δήλωσε «αναρμόδιος»· μόνοι αρμόδιοι οι Γερμανοί, ο Αρχιεπίσκοπος, ο περίφημος Δαμασκηνός -υποσχέθηκε μια θερμή προσευχή…- οι αστοί δημοκράτες και οι σοσιαλιστές, που ήταν απασχολημένοι: Παρακολουθούσαν τον Γεώργιο Παπανδρέου που ετοίμαζε τη Συνδιάσκεψη στο Λίβανο για να οργανώσει σε θεσμικές πλέον βάσεις την αντικομμουνιστική αντεπανάσταση. Σε τελευταία ανάλυση, κομμουνιστές επρόκειτο να πεθάνουν, πολλοί από τους «άρχοντες» υπολόγισαν ότι κάτι τέτοιο θα ήταν μάλλον θετικό. 0 λαός θα έμενε πάλι μόνος και ορφανός να θρηνήσει τους δικούς του ήρωες, τα δικά του παιδιά.
ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ 1944. Και στην αναδρομή αυτήν της σύντομης ζωής το βράδυ έφυγε. Ξημέρωσε κιόλας. Ένας βραχνιασμένος κόκορας το δήλωσε πρώτος. Και μετά η καμπάνα της εκκλησιάς με κείνο το φρέσκο αλλά και θλιμμένο ήχο της. Το έναυσμα μιας γιορτής. Δεν ήταν συνηθισμένη μέρα. Οι θρησκευόμενοι. ακούγοντας τον ήχο δυνατό και ξάστερο, σταυροκοπιούνταν. Κι όμως, με τον ήχο αυτής της καμπάνας, που έλεγαν πως ήταν φερμένη από τη Μικρά Ασία, θα έπρεπε να ανατριχιάζουν μνήμες και συνειδήσεις ένοχες και πρόσφατες να ματώνουν. Γιατί είναι αυτή η ίδια καμπάνα που είχε αναγγείλει γάμους αλλά και φόνους. Πολλοί με αυτόν τον ήχο κηδεύτηκαν, με αυτόν τον ήχο παντρεύτηκαν. Η καμπάνα αυτή έχει μεταδώσει αντιστασιακά μηνύματα, αλλά έχει κρούσει και προδοσίες. Και σήμερα;
Πρωτομαγιά 1944. Ένα μεγάλο βράδυ τελείωσε. Το τελευταίο βράδυ; Ίσως. Και τέτοια μέρα; Με τόσους συμβολισμοί! με τόσους νεκρούς, με τόσους αγώνες; Ένα μεγάλο βράδυ, Ο Ναπολέων παρέα με το θάνατο. Καθισμένος στο σιδερένιο κρεβάτι με το σουμιέ που έτριζε, πέρασε τη νύχτα του με αναμνήσεις του. Ούτε λεπτό δεν έκλεισε το μάτι του. Ονειρεύτηκε όμως ξύπνιος, στην αγκαλιά του κυρ-Φώτη και της κυρα-Μαρίας, προστατευμένος από τους κακούς.
Οι αναμνήσεις του έμοιαζαν με καλά φυλαγμένες φωτογραφίες μέσα σε κουτάκια στα συρτάρια. Τα συρτάρια ξεκλείδωσαν και οι φωτογραφίες απλώθηκαν στο τραπέζι και ζωντάνεψαν τις αναμνήσεις. Να και το χωριό του, το σπίτι του, ο καφενές, να τον κι αυτός. Και ο κυρ-Θύμιος, ο κύριος Μιλτιάδης ο Μανώλης, η Μαρία, ο θείος ο Φίλιππος και όλοι οι αγαπημένοι του. Ήταν και οι άλλες φωτογραφίες, μαζί κι αυτές των κακών, του Λίμαν φον Σάντερς, του Ραντόμσκι, του Φίσερ, των Ελλήνων βασανιστών του. Όλες μαζί απλώθηκαν στο τραπέζι αυτό το βράδυ, στο μακρύ ταξίδι του στο παρελθόν.
Και τώρα εδώ, στον πραγματικό κόσμο, το σήμαντρο έδωσε το βραχνό σύνθημα. Εγερτήριο στο Χαϊδάρι. Ποιο εγερτήριο και από τι; Το μαρτύριο δεν τελείωσε τη νύχτα. Συνεχίζεται πιο σκληρό τώρα. Η προσμονή του τέλους. Του απάνθρωπου τέλους. Ένας κατάλογος ονομάτων κι ένα απλό «παρών! ··
Όπως και τότε στο σχολείο, τόσο απλό, αλλά όχι ανθρώπινο. Η προσδοκία του θανάτου δεν ανήκει στην ανθρώπινη φύση. Και τώρα δεν μπορούν να κάνουν κοπάνα. Κοπάνα από απ το θάνατο; Ωραία θα ήταν. Αλλά αυτός ήταν εκεί. Δεν μπορούσες να του ξεφύγεις. Από το βράδυ τριγυρνούσε στο στρατόπεδο και ποτέ δεν έκανε λάθος. Σε παρακολουθούσε. Ήξερε ότι είσαι εκεί. Στην είχε στημένη.
«Καλημέρα, σύντροφοι!», του ξέφυγε από συνήθεια του Ζήση και αμέσως την κατάπιε. Κατέβασε το κεφάλι σα να είπε κάποια άσχημη κουβέντα, σα να του ξέφυγε βρισιά.
Κανείς δεν απάντησε. Κατάλαβαν όλοι ότι του ξέφυγε, έτσι από συνήθεια. Το βήμα ήταν βαρύ. Πιο βαρύ ήταν όμως το βλέμμα. Ασήκωτο. Άγρυπνοι οι περισσότεροι, με πρησμένα τα μάτια και σκυθρωπά πρόσωπα, κατέβαιναν τις σκάλες σα να πήγαιναν σε κηδεία, σε κηδεία προσφιλούς προσώπου ή στη δική τους κηδεία. Απορροφημένοι στις σκέψεις τους. Στο βαθύτερο του εαυτού τους ανάγνωσμα. Τέτοιες ώρες, τέτοια επιχειρείς.
Και ο καιρός δε βοηθούσε, ή, μάλλον, όχι. Γράψε λάθος. Βοηθούσε πολύ. Σα να ήξερε κάτι, χαλασμένος ήταν. Δεν ήταν ανοιξιάτικος, μαγιάτικος. 0 ουρανός μαύρος. Ένας ψυχρός αέρας φυσάει και σηκώνει σύννεφα σκόνη. Βροχερό και παγωμένο πρωινό. Νευρικά και αποπνικτικά ξημέρωσε η μέρα, κάτι σα μήνυμα για το μεγάλο κακό.
Ντύθηκαν, πλύθηκαν, όπως και κάθε μέρα. Κάτι σαν τους Σπαρτιάτες. Πότε δεν πήγαιναν στο θάνατο ατημέλητοι. Θεωρούσαν τη μάχη γιορτή. Όπως συνήθως, στις εφτά πήραν το πρωινό συσσίτιο. Δεν άλλαξαν συνήθειες. Εξάλλου γιατί ν’ αλλάξουν; Οι κατακτητές θεωρούσαν τις εκτελέσεις συνήθη διαδικασία. Στις οχτώ, όπως πάντα, κάλεσαν γενικό προσκλητήριο.
Το στρατόπεδο όμως δεν έμοιαζε με τ’ άλλα πρωινά, τα συνηθισμένα. Έμοιαζε με αυτά που θύμιζαν θάνατο, ανθρώπινο κρέας. Όταν σύντροφοι αποχαιρετούσαν τη ζωή.
Γύρω στις σκοπιές διπλοί και τριπλοί οι σκοποί και με βαρύ οπλισμό. Τα πολυβόλα ήταν ξέσκεπα και στραμμένα προς το προαύλιο και η εσωτερική φρουρά παρατάχτηκε όλη οπλισμένη γερά. Μέσα στο στρατόπεδο οπλισμένοι στρατιώτες γύριζαν ακόμη από τη νύχτα.
Οι κρατούμενοι το γνώριζαν αυτό το σκηνικό. Το καταλάβαιναν. Το έργο το είχαν ξαναδεί. Κι έκαναν αυτό που έπρεπε. Οι σύντροφοι μοίρασαν ό,τι είχαν. Ενθύμιο ακριβό στους άλλους που μένουν. _Μικρά πολύτιμα πράγματα, με ανεκτίμητη αξία. Με φόρτιση συναισθηματική. Καθένας έδινε μέρος του εαυτού του. Και πονούσε, όπως όταν του αφαιρούν τέτοια μέρη, πονούσε πολύ. Ήθελε αυτά να πάνε στα αγαπημένα, δικά του πρόσωπα. Σα να ήταν ζωντανά. Πονούσε πολύ να πάνε στους φασίστες, στους απάνθρωπους. Αυτοί δεν έχουν αισθήματα. Θα τα κακομεταχειριστούν, έλεγαν.
Όλοι ήταν στο προσκλητήριο. Ήταν ένα ξεχωριστό προσκλητήριο. Πρώτη φορά ήρθαν και οι μάγειροι συνταγμένοι. Αυτή είναι η διαταγή. Γιατί είναι οι πιο πολλοί Ακροναυπλιώτες. Είναι στον κατάλογο.
Δε μιλούσαν οι περισσότεροι. Βυθισμένοι στις σκέψεις τους, κοιτούσαν γύρω τους τα βουνά, τα κτήρια, τους ανθρώπους, τους φίλους. Κοιτούσαν γύρω τους τον κόσμο. Ίσως έτσι είναι η τελευταία πράξη της ζωής. Σα να ήθελαν να τα κρατήσουν όλ’ αυτά, να μην τους φύγουν. Ν’ αγκιστρωθούν σ’ αυτά. Αυτά ήταν η ζωή. Τα υπόλοιπα μύριζαν θάνατο. Η ανυπομονησία κορυφώνεται. Η φρουρά αργεί να ’ρθει. 0 αργός θάνατος.
Πόσο τελικά μπορούσαν να υπομένουν;
Ποιος είναι ο χρόνος αντοχής στην αναγγελία του θανάτου σου;
Επιτέλους, το προσκλητήριο έτοιμο. Ο Ναπολέων και ο Αντώνης ανέλαβαν το συνηθισμένο τους έργο κι έκαναν την καταμέτρηση. Μετά η συνήθης αναφορά στο διοικητή, τον Φίσερ. Αυτός κρατούσε έναν κατάλογο. Τον ήξεραν αυτόν τον κατάλογο. Δεν ήταν κατάλογος παρουσιών. Μαύρος κατάλογος ήταν.
Παλιός κατάλογος. Από τους βασιλικούς της υποτιθέμενης δημοκρατίας, στους μεταξικούς και από εκεί στον Τσολάκογλου και στους Γερμανούς δήμιους. Έκανε όλο τον κύκλο του. Από το δολοφονικό χέρι του ελληνικού φασισμού, στο δολοφονικό χέρι του ιταλικού και γερμανικού φασισμού.
Και τώρα πάλι μπροστά τους. Να επιβεβαιώσει το στημένο παιχνίδι, την εξολόθρευση των Ακροναυπλιωτών κομμούνιστών. Λειτούργησαν όλες οι υπηρεσίες για να πετύχουν αυτόν το σκοπό!
Πιο πολύ οι Έλληνες προδότες. Δεν μπορούσαν να ησυχάσουν όσο μάθαιναν ότι οι Ακροναυπλιώτες έμεναν ζωντανοί. Πόσες φορές δε ζήτησαν ν’ αρχίσει ο χαλασμός από αυτούς; Και να που φαίνεται ότι το πετυχαίνουν.
«Σύντροφοι, έφτασε. Ο δήμιος με τον κατάλογο στα χέρια έφτασε», αναφώνησε κάποιος από τη σειρά.
Και μετά η βροντερή φωνή και η μετάφρασή της. Η φωνή του θανάτου.
«Όσοι ακούσουν τα ονόματά τους να βγαίνουν εδώ μπροστά. Θα μεταφερθούν σε άλλο στρατόπεδο.»
Παγωμάρα. Όλοι γνώριζαν ποιο είναι το άλλο στρατόπεδο!
- «Ψέματα λέτε! Είστε δειλοί και ψεύτες! Ούτε τώρα δε λέτε την αλήθεια!», φώναξε ο Νίκος με αγανάκτηση. Η απάντηση ήταν μια άγρια κι εκδικητική ματιά. 0 Νίκος συνέχισε να τους προκαλεί.
- «Τελειώνετε! Τελειώνετε! Διαβάστε τα ονόματα! Δεν πρόκειται να μας δείτε να λυγίζουμε! Μην καρτεράτε να λυγίσουμε! Δε θα σας κάνουμε αυτήν τη χάρη! Θα μείνουμε όρθιοι! Τελειώνετε με τα ονόματα!»
Οι σύντροφοι του Νίκου συμμερίζονται τα λόγια του και ορθώνουν τα κορμιά τους.
Και τότε ανοίγει ο κατάλογος του θανάτου. Διαβάζονται τα ονόματα με αλφαβητική σειρά.
- «Παρών!»
Με ορθό ανάστημα και με ζωηρή φωνή η απάντηση των αγωνιστών. Και μετά ο αποχαιρετισμός.
Με περήφανο βήμα και σταθερό προχωρούσαν και σχημάτιζαν πεντάδες και εικοσάδες. Μόλις συμπλήρωναν εικοσάδες, τους έδιναν διαταγή να παραλάβουν τα πράγματά τους, να ετοιμαστούν δηλαδή. Για το μεγάλο ταξίδι. Το ταξίδι στα Κύθηρα. Το μόνο της ζωής τους ελεύθερο ταξίδι.
Και οι άλλοι στην αναμονή. Όπως στο σχολείο, που παρακολουθείς τον κατάλογο και πλησιάζει η σειρά σου και, όταν δεν έχεις διαβάσει το μάθημα, παρακαλάς για ένα θαύμα. Να συμβεί κάτι και να μη φτάσει στο όνομά σου -και σπάνια σου βαίνει αυτό. Συνήθως σε στήνει στο μάθημα και σε εκθέτει. Τώρα είναι χειρότερα, σε στήνουν στον τοίχο.
«Κοντοζυγώνει το δικό μου όνομα», είπε με έκδηλη αγωνία αλλά και παλικαριά ο Νίκος. 0 κατάλογος είχε φτάσει στο «Μ ».
- Και η συνέχεια όμοια. Παρών! Παρών! Βροντερό, αντρίκιο. Με μια βραχνάδα από το ξενύχτι. Καθάριζαν το λαιμό τους όταν έφτανε η σειρά τους, για ν’ ακουστεί καλά. Να μη φανεί εξαιτίας της βραχνάδας υποτονικό, φοβισμένο.
Φοβούνται μην προδοθούν από τη φωνή τους και αργήσουν να φωνάξουν το «παρών!» και περάσει από το νου κανενός ότι να, την τελευταία στιγμή δείλιασαν και λύγισαν τα γόνατά τους και άργησαν να φτάσουν εκεί που οι άλλοι θαρρετά και αντρίκια, χωρίς κανέναν δισταγμό, έτρεξαν πριν από αυτούς. Ναι, αυτό είναι: Φοβούνται την ξεφτίλα περισσότερο από το θάνατο.
Η φωνή του Γερμανού ακούγεται διαπεραστική και ανατριχιαστική. Τα ονόματα συνεχίζονται. Όταν πλησιάζει το γράμμα που σημαδεύει το επίθετο, είναι σχεδόν έτοιμοι. Οι χτύποι της καρδιάς ακούγονται στο στρατόπεδο. Οι χτύποι και οι αποχαιρετισμοί. Στο ενδιάμεσο σιωπή, μόνο οι χτύποι που διακόπτονται από την αναγγελία του νέου ονόματος. Συμπληρώνεται και η εικοσάδα.
“Ζήτω η Ελλάδα! Ζήτω η λευτεριά!”
Αποχαιρετούν τους συντρόφους τους και προχωράνε στο χώρο συγκέντρωσης.
Οι σειρές σιγά-σιγά αραιώνουν. Η εικόνα είναι καταθλιπτική. Η σειρά των Ακροναυπλιωτών τείνει να εξαφανιστεί. Εκείνοι με τα μεγαλύτερα κουράγια, εκείνοι με το μεγαλείο ψυχής, εκείνοι που έδιναν αναπνοή στους άλλους, σε λίγο θα φύγουν από το στρατόπεδο, σε λίγο θα φύγουν από τον κόσμο αυτόν. Ερήμωση και θλίψη.
Κάποτε κουράζεται και ο διοικητής. Αυτός ο αγέρωχος και σαδιστής δείχνει σημάδια κόπωσης. Αφήνει το φάκελο στον Λέφλερ και υποχωρεί προς το διοικητήριο. Ιδρωμένος και μ’ ένα απλανές βλέμμα κοιτάει γύρω του. Ποιος ξέρει, ίσως κι αυτός ακόμα δεν μπορεί να συμβιβαστεί με την πρωτοφανή αυτήν δολοφονία. Ίσως το άρρωστο μυαλό του δεν έχει φτάσει στα όρια. 0 ιπποκόμος του, του έφερε ένα ποτήρι νερό. Το ήπιε, σκούπισε το πρόσωπό του με το μαντίλι του και κοντοστάθηκε σα να έπαιρνε αναπνοές. Είχε μετρήσει εκατό μέχρι τώρα. Εκατό ονόματα, προσκλητήριο για τον Άδη.
- «Τελειώσαμε; Τελειώσαμε;», ρώτησε με αγωνία ένας από τους εναπομείναντες τον Αντώνη. 0 Αντώνης, όμως, δεν μπορούσε να ησυχάσει τους υπόλοιπους.
- «Δεν είμαι σίγουρος», απάντησε διατακτικά, σα να έφταιγε εκείνος, κι επανέλαβε: «Δεν είμαι σίγουρος για τη διαταγή. Ίσως να έχουμε τελειώσει με τους εκατό.»
Η νέα αναμονή προκάλεσε την οργή…
«Να μας πάρουν όλους, όλους!», φώναξε ένας αγανακτισμένος…
«Όχι, όχι, σύντροφε, μην το λες αυτό. Μας χρειάζεται η πατρίδα! Μη σας παρασύρει ο θυμός σας. Κάποιοι θα μείνουν πίσω για να πάρουν το αίμα των αδικοσκοτωμένων πίσω», απάντησε ο Αντώνης.
Τελείωσε η κάθοδος στον Άδη; Όχι. Ο διοικητής γύρισε πίσω. Πρόσκαιρα πίστεψαν πως με τους εκατό τελείωσε η εκφώνηση. Λάθος! 0 Φίσερ ξαναπήρε το φάκελο. Έβγαλε πάλι την κατάσταση κι άρχισε να διαβάζει με κάποια αυξημένη νευρικότητα τώρα. Διάβαζε κι άλλα ονόματα.
- «Σουκατζίδης Ναπολέων!»
- «Παρών! Παρών!»,
φώναξε δυνατά ο Ναπολέων δύο φορές, δύο φορές με δυνατή φωνή.
Το στρατόπεδο πάγωσε. Τι συμβαίνει; Πρώτα ο Αντώνης και ύστερα ο Ναπολέων; Δεν το περίμεναν. Τους είχαν ανάγκη οι Γερμανοί. Τους είχε ανάγκη ο Φίσερ. Προφανώς η εξόντωση των Ακροναυπλιωτών τη σημαδιακή αυτήν μέρα ήταν πάνω από τις ανάγκες του όποιου διοικητή.
Εκείνος συγκλονισμένος προχώρησε. Πλησίασε το διερμηνέα Θανάση. Του παρέδωσε τη σφυρίχτρα και τα χαρτιά.
«Θανάση, μην ξεχνάς ποτέ πως είσαι Έλληνας κρατούμενος. Πάντα στο μυαλό σου να ’χεις αυτό. Έλληνες αγωνιστεί, εξυπηρετείς. Να είσαι πάντα καλός και να κατανοείς τα προβλήματά τους. Να είσαι μαλακός μαζί τους. Στο πρόσωπό σου αποχαιρετώ όλους τους αγαπητούς μου συντρόφους.»
Τον αγκάλιασε και τον φίλησε. 0 Θανάσης βουβός τον κοίταγε. Δεν μπορούσε να βγάλει μιλιά. Τέτοια ώρα θέλεις τόσα να πεις και δε βγαίνει κουβέντα.
- «Σε σένα εμπιστεύομαι τον αγώνα μας. Είμαι βέβαιος ότι θα κάνεις αυτό που πρέπει.»
- «Θα τιμήσω την εμπιστοσύνη σου, σύντροφε», πρόλαβε να ψελλίσει ο Θανάσης.
Έριξε μια φευγαλέα ματιά γύρω του και προχώρησε. Με βήμα σταθερό και το κεφάλι ψηλά πήγε και πήρε τη θέση του στις πεντάδες των ηρώων. Αγέρωχος, με ήρεμο, γαλήνιο πρόσωπο. Δεν τους έκανε το χατίρι να δειλιάσει ή να φανεί ότι δειλιάζει. Μήτρα μικρασιάτικη τον γέννησε. Τόσα είχε περάσει, τόσες δοκιμασίες.
0 Φίσερ τον κοίταξε καλά και σταμάτησε για λίγο. Καρφώθηκε το βλέμμα του πάνω του. 0 υπασπιστής του κάτι του ψιθύρισε στο αφτί. 0 Φίσερ με το παγερό του βλέμμα έκανε νεύμα στον Ναπολέοντα. Νεύμα ζωής. Του χάριζε τη ζωή.
- «Όχι εσύ, Ναπολέων! Πήγαινε στη θέση σου. Γύρνα πάλι στο πόστο σου.»
Έμοιαζαν σα διαταγή τα λόγια του Φίσερ. Οι σύντροφοι του Ναπολέοντα χάρηκαν. Ήταν μια όαση στην τραγωδία που ζούσαν.
- «Γιατί όχι εγώ; Γιατί εξαιρούμαι;»: Η ερώτηση του Ναπολέοντα ήταν σχεδόν ρητορική. Ήξερε καλά ότι το κάνει από ανάγκη. Σαν ένα εργαλείο τον έβλεπε, όχι σαν άνθρωπο. Και σαν εργαλείο τον είχε ακόμα ανάγκη.
- «Εσύ δε θα φύγεις από το στρατόπεδο αυτό. Θα μείνεις εδώ, γιατί είσαι χρήσιμος. Δεν έχουμε άλλον διερμηνέα», παραδέχτηκε ο διοικητής. Δεν τολμούσε ακόμα να ομολογήσει ότι τους οδηγούν στην εκτέλεση. Για αλλαγή στρατοπέδου μιλούσε.
Ο Ναπολέων, όμως, δεν προσποιούνταν τον ανήξερο:
- «Ας μιλήσουμε με ειλικρίνεια, κύριε διοικητά. Κανείς δεν πιστεύει το παραμύθι για αλλαγή στρατοπέδου. Όλοι γνωρίζουμε την τύχη μας. Πες μου, λοιπόν. Πόσοι θα εκτελεστούν, αν εξαιρεθώ εγώ;»
- «Έχω διαταγή να μεταφέρω διακόσιους και αυτήν θα εκτελέσω. Δεν έχω επιλογές. Η διαταγή είναι διαταγή. Δεν αποφασίζω εγώ.»
Διακόσιοι ήταν η διαταγή. Δε φαινόταν ιδιαίτερα ικανοποιημένος, αλλά δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Η μόνη επιλογή του ήταν ν’ αντικαταστήσει κάποιον με κάποιον άλλον. Καμία άλλη επιλογή. Κι επανέλαβε την εντολή:
«Πήγαινε λοιπόν στη θέση σου. Να συνεχίσουμε.»
Η αντίδραση του Ναπολέοντα ήταν απρόσμενη για το διοικητή.
«Τότε δε δέχομαι. Δε δέχομαι κανένας άλλος να μ’ αντικαταστήσει. Είμαι Έλληνας! Πατριώτης! Αρνούμαι! Χρόνια παλεύω με ψηλά το κεφάλι. Ποτέ δε σκέφτηκα τον εαυτό μου σε βάρος των άλλων. Ούτε φυσικά και τώρα.»
Η μακάβρια επιλογή του διοικητή τού προκαλούσε ανατριχίλα. Τόσοι και τόσοι αγώνες για το κοινό καλό, για το λαό μας, για τον άλλον, τον αδύναμο, τον ανήμπορο, τον προλετάριο. Τον καλούσε τώρα να τους απαρνηθεί. Ένας άλλος τρόπος να κάνεις δήλωση δηλαδή.
«Δε δέχομαι! Δε δέχομαι!», φώναξε ξανά, εντελώς αποφασισμένος. «Αρνούμαι!»
Οι σύντροφοί του παρακολουθούσαν με κομμένη την ανά σα. 0 διοικητής σαστισμένος έκανε μια τελευταία προσπάθεια:
«Σουκατζίδη, σκέψου τη ζωή σου! Άσε τις ανοησίες και τους ηρωισμούς. Σκέψου τη ζωή σου. Έχεις τόσα προσόντα. Μη χαραμίσεις τα νιάτα σου. Τη ζωή σού χαρίζω. Μην είσαι βλάκας.»
Εκείνος όμως είναι αλύγιστος και σκληρός σαν πέτρα…
«Σκέφτομαι την ομορφιά της ζωής. Δε θέλω να πεθάνω. Δέχομαι τη ζωή μου μόνο αν δεν μπει άλλος στη θέση μου. Είμαι άνθρωπος. Έζησα και θα πεθάνω ως άνθρωπος. Δεν παριστάνω τον ήρωα. Μου αρέσει η ζωή και γι’ αυτό αγωνίζομαι. Είναι όμορφη η ζωή. Εσείς την χαλάτε, οι οπαδοί της ασχήμιας._Ο διοικητής κλονίζεται προς στιγμή από τη στάση του, αυτήν τη γενναία στάση.
«Δεν πρόκειται να συνεχίσω. Δε θα σε πείσω. Κάνε αυτό που νομίζεις. Τούτο μόνο σου λέω. Σέβομαι την απόφασή σου. Σε όποιο στρατόπεδο κι αν ανήκουν οι αληθινοί ήρωες, η στρατιωτική τιμή μας επιβάλλει να τους σεβόμαστε.»
Ο Ναπολέων αντιπαρέρχεται τη φιλοφρόνηση. Δεν την δέχεται:
- «Δεν το κάνετε όμως. Εσείς κάνετε το αντίθετο. Δε σέβεστε την προσωπικότητά μου, τις ιδέες μου, τους αγώνες μου, με προσβάλλετε.»
- «Δεν ξέρω τι ακριβώς εννοείς», τον διέκοψε ο διοικητής και τον κοίταξε με απορία.
- «Τι εννοώ; Με προσβάλλετε με την πρόταση που μου κάνετε. Δε θα έπρεπε να είμαι εδώ, αν δεχόμουν αυτήν την πρόταση. Θεωρείτε ότι μπορώ να δεχτώ πως η ζωή του συναγωνιστή μου αξίζει λιγότερο από τη δική μου. Πώς θα έβλεπα το συναγωνιστή μου χαμηλότερα;» Δεν απάντησε. Δεν είχε τίποτα να πει. Το βλέμμα του ίσως έκρυβε κάποιον θαυμασμό.
- «Συνεχίζουμε, συνεχίζουμε!», φώναξε.
Ο Ναπολέων αγέρωχος παίρνει τη θέση του ανάμεσα στους συντρόφους του, ανάμεσα στους μελλοθάνατους. Και αυτοί περήφανοι και όρθιοι. Στήνουν χορό. Έχε γεια, καημένε κόσμε, έχε γεια, γλυκιά ζωή! Είναι γλυκιά η ζωή, λατρεύουμε τη ζωή και γι’ αυτό πεθαίνουμε. 0 Γερμανός στρατοπεδάρχης σαστίζει. Βλέπει με απορία τους διακόσιους που πάνω τους βαραίνει ο ίσκιος του θανάτου να χορεύουν, να τραγουδάνε και ν’ αποχαιρετάνε τους συντρόφους τους. Τι είναι τούτο δώ; Αντηχεί ο αέρας από αντάρα αντρίκια.
Και ύστερα ενώνονται πάλι όλοι μαζί. 0 αριθμός συμπληρώθηκε· εκτός από τους παλιούς, Ακροναυπλιώτες και Αναφιώτες κομμουνιστές, πήραν και μερικούς άλλους, γερμανοκρατούμενους. Ανάμεσά τους ήταν κι ο μικρός Θανάσης.
Είναι όλοι συγκεντρωμένοι εκεί, σε μια ατελείωτη σειρά μπροστά στα μαγειρεία, στον τόπο συγκέντρωσης. Αργούν. Καθυστερεί η φρουρά που θα τους πάρει. Περιμένουν εκεί.
Όπως τότε που περιμένανε συγκεντρωμένοι τα φορτηγά για να πάνε εκδρομή. Όπως τότε, τις ξένοιαστες μέρες. Με το άσπρο κοντομάνικο πουκάμισο και την τσάντα στον ώμο. Έτσι και τώρα. Διακόσια παλικάρια, διακόσιοι λεβεντόκορμοι. Περιμένουν τα φορτηγά για την τελευταία εκδρομή τους. Και τις χαίρονται τις εκδρομές. Δεν είχαν και συχνά αυτήν τη χαρά. Δεν πήγαιναν συχνά εκδρομή.
Και σήμερα είναι Πρωτομαγιά. Και ο πρωινός αέρας αρχίζει να γλυκαίνει. Αλλάζει ο καιρός. Ό ήλιος πού και πού ξεμυτίζει από τα σύννεφα και η αυγή χρυσίζει. 0 Υμηττός κεντιέται με χρυσάφι. Προς τον Υμηττό θα διαβούνε. Θ’ ανταμώσουνε με τον ήλιο. Ελπίζουν όλοι να νικήσει τα σύννεφα και να είναι κόντρα, απέναντι τους. Να τους τυφλώνει. Έτσι να φύγουν, με τον ήλιο κόντρα. Να ’ναι όμορφο το τελευταίο τους ταξίδι.
Το τελευταίο ταξίδι. Το ταξίδι στα Κύθηρα. Δε δέχονται να υποστούν τον εξευτελισμό του γδυσίματος. Ντυμένοι, καθαροί, ωραίοι θα πάνε την τελευταία τους εκδρομή. Όπως και οι Σπαρτιάτες.
Από μακριά φαίνεται η πομπή των αυτοκινήτων. Στρίβουν τώρα κι έρχονται στον τόπο που πρόκειται να γίνει η φόρτωση. Την απόλυτη σιγή διαταράσσουν η κίνηση των αυτοκινήτων και οι βαριά οπλισμένοι στρατιώτες που σπεύδουν να παραταχτούν στην πόρτα. Σα να ετοιμάζονταν για μάχη, μάχη με άοπλους.
Ανοίγουν την πόρτα και τα φορτηγά αρχίζουν να μπαίνουν. Μ’ έναν βασανιστικό τρόπο κυλάνε προς τον προορισμό τους. Τα στόματα είναι σφαλιστά. Τα μάτια στο έδαφος. Κανείς δεν μπορεί ν’ αντικρίσει τους μελλοθάνατους συγκεντρωμένους. Η καρδιά ματώνει. Τα μάτια βουρκώνουν. Οι λυγμοί πάνε να πνίξουν τη φωνή όλων όσοι μένουν πίσω. Κρατιούνται. Δεν πρέπει να τους δουν να λυγίζουν. Ούτε ένα δάκρυ, τα δάκρυα μετά. Όταν μείνουν μόνοι. Τώρα οφείλουν να είναι άκαμπτοι. Σκληροί. Να μην αφήσουν την οργή να ξεθυμάνει. Να μη σβήσουν τη φωτιά με τα υγρά δάκρυα.
«Να μην ξεχάσουμε, σύντροφοι!»
Η βροντερή φωνή του Νίκου αντηχεί στ’ αφτιά όλων.
Αρχίζει το βασανιστικό ανέβασμα στα φορτηγά. Τώρα το σκηνικό δε μοιάζει για εκδρομή. Δεν είναι έτσι τα πρόσωπα στην εκδρομή. Δεν είναι τόσο σφιχτά τα χείλη. Όχι, δεν πάνε με τέτοιο βλέμμα εκδρομή, στο θάνατο πάνε. Τελευταίοι αποχαιρετισμοί. Τα στόματα ανοίγουν για παραγγελίες στους δικούς τους ανθρώπους. Κάποιοι γράφουν και μικρά, πρόχειρα σημειώματα.
«Να βρεις τη μάνα μου! Στο επισκεπτήριο, στο επισκεπτήριο. Μην την αφήσεις να περιμένει, μην την ξεφτιλίσει ο σκοπός. Φεύγω ευτυχισμένος, να της πεις. Να ’ναι περήφανη για το γιο της, όπως ήταν πάντα»: Τα τελευταία φευγαλέα λόγια του Νίκου, πριν ανέβει στο φορτηγό για το τελευταίο του ταξίδι, την τελευταία του ταλαιπωρία.
- «Τη γυναίκα μου, την Αργυρούλα!», φωνάζει ο Κώστας. Και συνεχίζει: «Την αγαπάω, να της πείτε, να ζήσει, να ευτυχήσει.»
- «Την κορούλα μου, την πριγκίπισσα της καρδιάς μου. Δεν την έζησα. Δεν την χάρηκα. Θα είμαι νοερά δίπλα της. Μην την ξεχάσετε, σύντροφοι, μην την ξεχάσετε.»
Δύσκολα έβγαιναν τα λόγια. Τη φωτογραφία της πριγκίπισσάς του έσφιγγε στο χέρι ο Γιώργος. Την έσφιγγε σα να φοβόταν, σα να φοβόταν ότι θα του την πάρουν. Όλα του τα είχαν πάρει. Δε θα επέτρεπε κι αυτό. Σφιχτά αγκαλιασμένη η πριγκίπισσά του. Να μην την δουν.
Και ο Ναπολέων αγέρωχος στη σειρά κι αυτός για το τελευταίο ταξίδι. Δεν πρόλαβε και το χαλβά της αγαπημένης του. Γρήγορα-γρήγορα έγιναν όλα.
«Μη μας δουν να κλαίμε, σύντροφοι, μην τους κάνουμε τη χάρη! Ακροναυπλιώτικα θα πεθάνουμε, όρθιοι, όπως τα δέντρα», φώναξε συγκινημένος μπαίνοντας στο φορτηγό.
“Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή…”
Ο Ανέστης, ανεβασμένος σ’ ένα πεζούλι, με δυνατή φωνή δίνει το παράγγελμα. Οι υπόλοιποι ακολουθούν. Κανείς δεν μπορεί να τους εμποδίσει. Κατάνυξη και συγκίνηση. Ιεροτελεστία ήταν. Από την ψυχή έβγαινε η φωνή. Η δύναμη των στίχων έδειχνε τεράστια. Και οι πέτρες λύγιζαν σ’ αυτό το συγκλονιστικό θέαμα. Ποτέ ο χαιρετισμός της λευτεριάς δεν αντιλάλησε στις πολιτείες και στα χωριά, στα βουνά και στα φαράγγια της Ελλάδας πιο συγκινητικά, πιο ειλικρινά, πιο αντρειωμένα.
Μέχρι την κορυφή του Υμηττού έφτανε.
Και ο αντίλαλος χτυπούσε ευθεία τις καρδιές τους.
Ξεκινάνε. Και εκδρομή και νεκροπομπή. Δεξιά κι αριστερά αφέθηκαν δύο στενόμακρες σειρές από μπογαλάκια στο δρόμο που είχαν παραταχτεί. Οι μελλοθάνατοι άφησαν και τα τελευταία πράγματά τους για τους άλλους. Δεν τα είχαν πια ανάγκη «στο νέο στρατόπεδο», εκεί που πήγαιναν. Μαζί τους πήραν μόνο ορισμένα ενθύμια, αυτά δεν τα άφηναν. Έφυγαν! Έφυγαν από το στρατόπεδο. Χάθηκαν στη στροφή.
Ο διοικητής έδωσε εντολή να συμπληρωθούν τα κενά με άλλους κρατούμενους. Να συνεχίσουν τις εργασίες τους. Σα να μην συνέβη τίποτα. Σα να τελείωσε μια απλή διαδικασία. Σα να μην έστελνε 200 ανθρώπους στο εκτελεστικό απόσπασμα. Σα να μην είχε καμία απολύτως αξία η ανθρώπινη ζωή…
Έστριψαν αριστερά από το στρατόπεδο.
Διαδρομή θανάτου στους έρημους δρόμους της Αθήνας.
Από το Χαϊδάρι στην Καισαριανή,
στην ηρωική Καισαριανή.
Κανείς δε μιλούσε. Όλοι τους ήταν προσηλωμένοι σε κάτι, σε κάποιες εικόνες, σε κάποιες σκέψεις.
Ο ήλιος έδινε μάχη με τα σύννεφα. Άλλοτε έβγαινε νικητής και άλλοτε χαμένος. Εκείνοι προς τη μεριά του τραβούσαν. Τον πλησίαζαν. Απέναντι τους ήταν. Κόντρα στην πορεία τους. Όταν κέρδιζε τη μάχη από τα σύννεφα, ήταν εκτυφλωτικός. Μαγιάτικος ήλιος.
Και ο Υμηττός φάνταζε τώρα απειλητικός. Το βουνό που αντίκρισε τους πρώτους ανθρώπους, που είδε τον αγώνα τους να επιβιώσουν, να καλυτερεύσουν τη ζωή τους, που παρακολούθησε την ιστορία του ανθρώπου, το μεγαλείο του, δεν μπορούσε ν’ ανεχτεί τώρα αυτήν τη μικρότητα, την αδικία. Ήταν απειλητικός, σκοτεινός, δυσοίωνος. Ποτέ η φύση δεν μπορούσε ν’ ανεχτεί αυτόν τον ευτελισμό της ζωής.
Και στους πρόποδες του Υμηττού, η Καισαριανή. Μια συνοικία ηρωική, αντάρτισσα, ταλαιπωρημένη. Με ανυπότακτους ανθρώπους. Το χώμα της για μία ακόμη φορά θα βαφόταν κόκκινο, θα φιλοξενούσε παλικάρια, αγωνιστές, κομμουνιστές.
Κάπου εκεί στο Παγκράτι, κοντά στο Παναθηναϊκό Στάδιο, είδαν μια ομάδα ανθρώπων με εκδρομικά σακίδια. Για εκδρομή μαγιάτικη ετοιμάζονταν. Πρωτομαγιά ήταν. Η βαθιά αντίθεση, το μαύρο με το άσπρο. 0 θάνατος απέναντι στη ζωή. Κοιτούσαν έντρομοι τα γερμανικά καμιόνια.
Ο Ναπολέων, βλέποντας την εικόνα αυτήν, αισθάνθηκε περίεργα: Χαρά για τη ζωή που βλέπει και απελπισία που την στερείται. Παρακαλούσε να είναι μακρύς ο δρόμος. Ν’ αργήσουν να φτάσουν. Να κερδίσουν χρόνο ζωής. Να δούνε ακόμα λίγο τους ανθρώπους να κυκλοφορούν στους δρόμους, να αισθανθούν ακόμα λίγο τη ζωή. Αλλά δεν υπάρχουν άλλοι άνθρωποι στους δρόμους. Αλήθεια, πού κρύφτηκαν όλοι; Πρωτομαγιά είναι! Άλλες Πρωτομαγιές χαλούσε ο κόσμος. Λοβοτομή στον κόσμο κάνει ο φασισμός;
Και ξαφνικά μια φωνή έσπασε την απόλυτη σιωπή. Μια φωνή τους ξύπνησε από το λήθαργο…
«Φτάσαμε, σύντροφοι, φτάσαμε.»
Αυτό θα μπορούσε να ήταν αγγελτήριο χαράς, διασκέδασης. Θα μπορούσε να ήταν το τέλος ενός κουραστικού ταξιδιού. Θα μπορούσε να ήταν αντάμωμα με αγαπημένα πρόσωπα. Θα μπορούσε να ήταν η επιστροφή του ξενιτεμένου.
«Φτάσαμε, σύντροφοι. Μπαίνουμε στο Σκοπευτήριο.»
Δεν ήταν όμως. Τίποτε από αυτά δε συνέβαινε. Ήταν το τέλος, το τέλος της ζωής, της σύντομης και βασανισμένης ζωής. Της λεηλατημένης ζωής.
«Τι όμορφος τόπος…», ψιθύρισε ο Ναπολέων. Ο Νίκος δίπλα του τον άκουσε…
«Αυτόν τον όμορφο τόπο τον μαγαρίσανε. Δολοφονούν ανθρώπους.»
Σα νεκροπομπή έμπαιναν τ’ αυτοκίνητα στο Σκοπευτήριο, το ένα πίσω από το άλλο και με την ανάλογη ταχύτητα. Σα νεκροπομπή.
Τα αυτοκίνητα μπήκαν από τη Ν/Α πόρτα στο πεδίο βολής των 250 μέτρων -έτσι το έλεγαν οι σκοπευτές, καθώς υπήρχαν και μεγαλύτερα πεδία βολής και μικρότερα. Πέρασαν από ένα γεφυράκι την εσωτερική τάφρο κι έφτασαν μέχρι τον εσωτερικό τοίχο του χώρου των εκτελέσεων.
Εκεί στάθηκαν. Οι μελλοθάνατοι παρέμεναν μέσα στ’ αυτοκίνητα, καθώς περισσότερο φοβισμένοι ήταν οι εκτελεστές. Σε αφιλόξενο έδαφος βρίσκονταν, στην Καισαριανή. Το έδαφος της -ήταν σχεδόν ανυπότακτο. Δεν τους κατέβασαν κάτω, φοβούνταν. Γύρω στο βουνό είχε αγωνιστές του ΕΛΑΣ. Έτρεμαν και τον ίσκιο τους.
Άρχισαν να παίρνουν τους πρώτους. Τους έσπρωχναν έξω από τα καμιόνια. Άρχισαν. Άρχισαν να ξεφορτώνουν σιγά-σιγά τα φορτηγά. Η κορύφωση της τραγωδίας. Είχε φτάσει το τέλος. Και τώρα όλοι είχαν ένα παράδοξο συναίσθημα. Να τελειώνουμε. Τελείωσε η εκδρομή. Βιάζονταν. Παρακαλούσαν να είναι με τους πρώτους. Δεν ήθελαν να είναι μάρτυρες του ανθρώπινου μαρτυρίου. Να βλέπουν πρώτα τους συντρόφους τους, να πεθαίνουν δύο φορές.
«Ζήτω η Ελλάδα! Ζήτω η λευτεριά!», φώναζαν οι μελλοθάνατοι στο δρόμο προς τη σταύρωσή τους.
Τους έσπρωχναν στο χώρο της εκτέλεσής τους από μια πόρτα που υπήρχε στη μέση του εσωτερικού τοίχου του χώρου. Κι εκεί, το εκτελεστικό απόσπασμα, έτοιμο για τη δουλειά του! Τους περίμενε.
Αποτελούνταν από 15-20 Γερμανούς στρατιώτες. Όπως έλεγαν, ο επικεφαλής του αποσπάσματος, Γερμανός αξιωματικός των Ες-Ες, Καρλ Όφμαν, ήξερε καλά τα ελληνικά, ήταν το 1922 στη Σμύρνη. Τι ειρωνεία κι αυτή!
Αλλεπάλληλες εκτελέσεις από τους ίδιους. Κοντά στον επικεφαλής και τα τσιράκια, οι Έλληνες ακόλουθοι και η ελληνική αστυνομία! 0 επικεφαλής στο χέρι του έφερε περιβραχιόνιο με αγκυλωτό σταυρό.
Οι ομοβροντίες των μυδραλίων ήταν εκκωφαντικές. Και μετά σιωπή, απέραντη σιωπή. Νεκρική. Λες κι αυτό που ακουγόταν ήταν στη φαντασία τους. Και μετά πάλι τα ίδια, οι επόμενοι. Η πιο φθηνή αφαίρεση της ζωής. Η πιο ανεκτίμητη πράξη ζωής. Πάλι τα ίδια. Κατά εικοσάδες τους κατέβαζαν από τα καμιόνια. Τους έμπαζαν μέσα. Τους έστηναν. Και τους εκτελούσαν με τα πολυβόλα που ήταν στημένα σε τέσσερις βάσεις και με οπλοπολυβόλα. Ένας αξιωματικός διέτασσε πυρ! και πυροβολούσε πρώτος. Αυτός έδινε και τη χαριστική βολή στον εγκέφαλο.
Έφτασε και η σειρά του Ναπολέοντα.
Και πάλι απόλυτη σιωπή…
«Προχώρησα. Δίπλα-δίπλα με τους άλλους. Το μυαλό μου ξάφνου ταξίδεψε. Εκεί, στο χωριό μου. Εκεί, στα παιδικά μου χρόνια. Μεταφέρθηκα. Δεν ήμουν μελλοθάνατος, μικρό παιδί ήμουν, στην αυλή του σπιτιού μας, στη θαλπωρή των αγαπημένων μου.
- “Θέλεις, αγόρι μου, να σου φτιάξω χαλβά;”, ρώτησε τον Ναπολέοντα η μητέρα του, η κυρα-Μαρία.
- “Ναι, ναι! Θα σε βοηθήσω κι εγώ!”, είπε με ενθουσιασμό κι έτρεξε προς τη μάνα του.
- “Έλα, αγόρι μου. Εδώ, μαζί μου. Στα έχω όλα έτοιμα.”
- “Έρχομαι, μανούλα, έρχομαι. Μοσχομυρίζει ο χαλβάς.”
- Και ξαφνικά η σκέψη του στη Χαρά…
- “Μην ανησυχείς, αγάπη μου. Θα δεις, θα πάνε καλά τα πράγματα. Θα παλέψουμε. Μαζί. Από διαφορετικό μετερίζι, μαζί όμως. Από μικρά παιδιά το μάθαμε το μάθημα. Σχοινοβατούμε. Είμαστε συνηθισμένοι στα δύσκολα, ατσαλωμένοι από τις δυσκολίες. Αρκεί να μου υποσχεθείς ότι θα είσαι καλά.” “Θα είμαι. Θα είμαι καλά με τη σκέψη σου. Θα παίρνω δύναμη από την αγάπη σου. Είμαι ελεύθερος, αγάπη μου. Δεν μπορούν να φυλακίσουν το μυαλό μου.”
- “Έρχομαι, μανούλα, έρχομαι. Μοσχομυρίζει ο χαλβάς.”» Ένας δυνατός ήχος τον ξύπνησε πρόσκαιρα, πρόσκαιρα του χάλασε το όνειρο. Μόνο πρόσκαιρα…
Μαζική εξόντωση. Κόκκινη, κατακόκκινη Πρωτομαγιά. Αίμα παντού, κοκκίνισε ο πράσινος τόπος. Μέσα στο Σκοπευτήριο έμπαιναν ένα-ένα τ’ αυτοκίνητα του δήμου Αθηναίων για να πάρουν τους νεκρούς. Έμπαιναν από τη Ν/Α είσοδο κι έφταναν ως και μέσα στο χώρο των εκτελέσεων. Εκεί ήταν οι εργάτες του δήμου Καισαριανής κι έριχναν από πενήντα πτώματα σε κάθε αυτοκίνητο. Τα αυτοκίνητα ήταν τέσσερα. Καθένα που φόρτωνε έβγαινε έξω από το Σκοπευτήριο από τη Ν/Α πόρτα και περίμενε τ’ άλλα. Κι εκεί κοντά και οι εργάτες του δήμου Καισαριανής είχαν εντολή από τον κατοχικό δοτό δήμαρχο. Ήταν εκεί για να μεταφέρουν τους νεκρούς με φορεία. Αυτοί, οι εργάτες φρόντισαν και για το χώρο.
Και στους δρόμους
της αντάρτισσας Καισαριανής
αναβρασμός…
Τα φορτηγά του δήμου γέμισαν. Η ζωή πεταμένη στα σκουπιδιάρικα. Η καμπάνα της εκκλησίας χτύπησε πένθιμα. Οι γυναίκες βγήκαν στους δρόμους και τους γέμισαν με λουλούδια. Έτσι έκαναν κάθε φορά που ο δρόμος πλημμύριζε από το αίμα των ηρώων. Πουθενά αλλού και σε κανέναν άλλον τόπο της Ευρώπης δεν έγιναν τόσες εκτελέσεις, σ’ έναν μικρό τόπο τόσες πολλές εκτελέσεις. Ήθελαν να τρομοκρατήσουν την αδούλωτη συνοικία. Και σ’ αυτό το θεάρεστο έργο βοηθούσαν και οι Χίτες. Φώναζαν και πυροβολούσαν τις γυναίκες που πετούσαν λουλούδια στην οδό Σκοπευτηρίου πάνω στα αίματα που έτρεχαν από τ’ αυτοκίνητα. Όλος ο δρόμος έγινε κόκκινος. Το αίμα έσταζε από τα σκουπιδιάρικα.
Και τα παιδιά του ονείρου και της επανάστασης ταξιδεύουν, στους δρόμους και στα σοκάκια της Καισαριανής, στις προσφυγικές εστίες του λαού. Εκεί που ξάγρυπνα μάτια δακρύζουν. Ταράζονται με τον πρώτο κρότο, με την πρώτη ριπή. «Οι άτιμοι σκοτώνουν πάλι τα παλικάρια μας…» Και θυμούνται τις δικές τους συμφορές.
«Οι άτιμοι σκοτώνουν πάλι τα παλικάρια μας…» Ίσως και να μην είναι αντίφαση. Αυτά τα παλικάρια αγάπησαν τη ζωή και περνούν στην αθανασία. Ορθώνουν το ανάστημά τους στα μαρμαρένια αλώνια και βλέπουν κατάματα τον Χάροντα. Και αυτός τους σέβεται. Σ’ αυτήν τη μάχη δεν υπάρχει νικητής και νικημένος. Σαν ένα όνειρο έμοιαζε, σαν έναν εφιάλτη. Τώρα, όμως, οι νύχτες αρχίζουν να μικραίνουν και να αλαφραίνουν. Πιο λίγα όνειρα, πιο λίγοι εφιάλτες.
ΤΕΛΟΣ
https://ekdoseis-atexnos.gr/book/%CE%BD%CE%B1%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%AD%CF%89%CE%BD-%CF%83%CE%BF%CF%85%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%B6%CE%AF%CE%B4%CE%B7%CF%82-%CF%84%CE%BF-%CE%BC%CE%B5%CE%B3%CE%B1%CE%BB%CE%B5%CE%AF%CE%BF-%CE%B5%CE%BD%CF%8C/