Τις τελευταίες μέρες, η κυβέρνηση και προσωπικά ο κ. Μητσοτάκης δηλώνουν ότι από την 1η Απρίλη θα εφαρμοστεί ο νέος κατώτατος μεικτός μισθός, με ένα μικρό ποσό αύξησης, πάνω από τα 800 ευρώ (780 ευρώ είναι σήμερα), απορρίπτοντας ταυτόχρονα κάθε ιδέα για επιστροφή του Δώρου Πάσχα στους δημοσίους υπαλλήλους και στους συνταξιούχους.
Διαπιστώνουμε ταύτιση, συνολικά, με την πρόταση των εργοδοτικών οργανώσεων για μισθό γύρω στα 810 ευρώ. Στην ίδια κατεύθυνση απάντησε ξεδιάντροπα και η υπουργός Εργασίας, κα Μιχαηλίδου, στους συνταξιούχους, καθώς αρνήθηκε τα αιτήματά τους για αυξήσεις στις συντάξεις και επιστροφή των Δώρων, λέγοντάς τους ότι, αν δεν τους φτάνουν τα χρήματα για να ζήσουν, μπορούν να ξαναγυρίσουν στη δουλειά!
Μόνιμη επωδός της κυβέρνησης είναι ότι αυτά επιτρέπουν τα όρια της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και της καπιταλιστικής ανάπτυξης, ότι δεν πρέπει να «κινδυνεύσει» η ελληνική οικονομία από μεγάλες αυξήσεις μισθών, που θα τροφοδοτήσουν, δήθεν, μια νέα αύξηση του πληθωρισμού. Αυτήν τη στρατηγική υπηρετεί, άλλωστε, ο κατάπτυστος νόμος «Βρούτση – Αχτσιόγλου», τον οποίο εφαρμόζει η ΝΔ για τον προσδιορισμό του κατώτατου μισθού.
Τι κι αν ο πληθωρισμός «τρέχει» εδώ και δύο χρόνια με σπασμένα φρένα, με τον κατώτατο μεικτό μισθό να είναι στο ύψος του 2011 και τον μέσο μεικτό μισθό μειωμένο κατά 25% σε σχέση, επίσης, με το 2011; Τι κι αν το κόστος ζωής έχει γίνει δυσβάσταχτο για την εργατική – λαϊκή οικογένεια, με τις ανατιμήσεις στα τρόφιμα και στα είδη προσωπικής υγιεινής να ξεπερνούν το 35%, στα ενοίκια το 40% και σε μετακίνηση και Ενέργεια το 60% σε σχέση με δύο χρόνια πριν;
Μάλιστα, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Eurostat, η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων βρίσκεται στο ύψος του 2000! Τι κι αν ο ένας στους εφτά συμπολίτες μας δεν έχει πρόσβαση στο δημόσιο αγαθό της Υγείας, με τα απογευματινά ιατρεία και χειρουργεία, τα «χαράτσια» στις εξετάσεις και στα νοσήλια να κάνουν την κατάσταση ακόμα πιο τραγική; Τι κι αν ο ελληνικός λαός πληρώνει 7 δισ. κάθε χρόνο για τους ΝΑΤΟϊκούς εξοπλισμούς, για την εμπλοκή της χώρας μας στους επικίνδυνους πολέμους, όπως με την αποστολή της φρεγάτας «Ύδρα» στην Ερυθρά Θάλασσα;
Όλα αυτά είναι «ψιλά γράμματα» για μια κυβέρνηση που υπηρετεί με συνέπεια την αντιλαϊκή πολιτική των επιχειρηματικών ομίλων, της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, που μοναδικό κριτήριό της έχει τα κέρδη των επιχειρηματικών ομίλων, με τα κέρδη των εισηγμένων στο χρηματιστήριο ομίλων να φτάνουν σε ύψος – ρεκόρ το 2022 με 25,1 δισ. ευρώ, ενώ το 2023 φαινόταν ότι θα το ξεπεράσουν. Σε αυτήν την πολιτική η κυβέρνηση έχει κρίσιμους συμμάχους τα άλλα αστικά κόμματα, το ΠΑΣΟΚ, τον ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα του Βελόπουλου, που έχουν στηρίξει την πλειονότητα των αντιλαϊκών νόμων της κυβέρνησης και συνολικά τη στρατηγική του κεφαλαίου.
Απέναντί τους βρήκαν μόνο το εργατικό – λαϊκό κίνημα και το ΚΚΕ, που φέρνει στο προσκήνιο τις σύγχρονες ανάγκες των εργαζομένων. Τα μέλη του πρωτοστατούν στους αγώνες των εργαζομένων για αυξήσεις στους μισθούς και Συλλογικές Συμβάσεις, όπως αυτές που έχουν υπογραφεί στην οικοδομή, στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη, σε επιχειρήσεις του μετάλλου, στο εργοστάσιο γάλακτος της ΔΕΛΤΑ. Πρωτοστατούν στον υπερήφανο αγώνα των εργαζομένων στην «Teleperformance» και σε άλλες μεγάλες εταιρείες – τηλεφωνικά κέντρα, ενώ και σε δεκάδες εργοστάσια και επιχειρήσεις δυναμώνει ο αγώνας για επιχειρησιακές ΣΣΕ.
Σε αυτήν την κατεύθυνση, κορυφώθηκε η πάλη των εργαζομένων στην απεργία της 28ης Φλεβάρη, μια από τις μεγαλύτερες των τελευταίων ετών, με αιχμή τα άμεσα μέτρα ενάντια στην ακρίβεια και για την προστασία του εισοδήματος, ενώ συντονίστηκε και με τον πολυήμερο αγώνα των αγροτών και των φοιτητών, με τα μπλόκα και τις καταλήψεις, με τα πανελλαδικά τους συλλαλητήρια.
Στον ίδιο δρόμο θα βαδίσουν οι εργαζόμενοι – αφήνοντας στην άκρη τον συνδικαλισμό του κοινωνικού εταιρισμού της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ – με τη νέα πανελλαδική πανεργατική απεργία στις 17 Απρίλη αλλά και με τον απεργιακό εορτασμό την 1η Μάη, που η κυβέρνηση νόμισε ότι θα τον ακυρώσει. Θα απαιτήσουν ουσιαστικές αυξήσεις στους μισθούς, με υπογραφή κλαδικών και επιχειρησιακών Συμβάσεων, κατάργηση της αντεργατικής νομοθεσίας, όπως του απαράδεκτου νόμου «Βρούτση – Αχτσιόγλου», επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων στα συνδικάτα, επαναφορά των κλεμμένων τριετιών 2012 – 2023 και κατώτατο μεικτό μισθό στα 900 ευρώ.
(Αναδημοσιεύεται από την εφημερίδα «Το Παρόν»)
Πηγή: Ριζοσπάστης