Ήταν 6 το απόγευμα της 17ης Οκτωβρίου του 1814. Στη διασταύρωση τον οδών Τότεναμ Κορτ και Όξφορντ, στο Γουέστ Έντ του Λονδίνου, επικρατούσε ησυχία γύρω από την έδρα της ζυθοποιίας Μάιοξ –ιδιοκτησίας του βουλευτή των Συντηρητικών σερ Χένρι Μάιοξ. Όμως τότε συνέβη κάτι που έμεινε στην ιστορία ως «Η Ζυθοπλημμύρα του Λονδίνου».
Συγκεκριμένα, στις 6 το απόγευμα μία μεγάλη ξύλινη δεξαμενή εντός του εργοστασίου, ύψους έξι μέτρων, που περιείχε 571 τόνους μπίρας, διερράγη λόγω παλαιότητας και προκάλεσε αλυσιδωτά τη θραύση και άλλων 7.355 μικρότερων βαρελιών. Το κύμα μπίρας γκρέμισε έναν από τους τοίχους του εργοστασίου και περίπου 1.500 τόνοι μπίρας χύθηκαν ορμητικά στο δρόμο. Η βοή ακούστηκε μέχρι και οκτώ χιλιόμετρα μακρύτερα, σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής
Την ώρα που ισόγεια και υπόγεια διαμερίσματα πλημμύριζαν, οι περίοικοι προσπαθούσαν με κουβάδες να συλλέξουν την μπίρα κρίνοντας ότι η πλημμύρα είναι «δώρο θεόσταλτο» και δεν πρέπει να πάει στράφι.
Ωστόσο από τη ζυθοπλημμύρα έχασαν τη ζωή τους εννέα άνθρωποι και παρασύρθηκαν δύο σπίτια. Ο τελευταίος θάνατος σημειώθηκε μερικές μέρες αργότερα κατόπιν δηλητηρίασης από… κατάποση μπίρας.
Οι αρχές οδήγησαν τους υπευθύνους της εταιρείας στη δικαιοσύνη. Δικαστές και ένορκοι, όμως, τους αθώωσαν, αφού δέχθηκαν ότι το τραγικό συμβάν ήταν προϊόν ανωτέρας βίας και οι θάνατοι τυχαίο γεγονός. Η εταιρεία βρέθηκε προσωρινά σε δεινή οικονομική θέση, καθώς είχε προπληρώσει τέλη και φόρους για τις χαμένες ποσότητες της μπύρας. Προσέφυγε στο Κοινοβούλιο και πέτυχε την επιστροφή τους, με αποτέλεσμα να συνεχίσει κανονικά τη λειτουργία της έως το 1961, οπότε άλλαξε χέρια.