Γράφει ο \\ Σπύρος Τζόκας
Η βιωμένη πραγματικότητα είναι αυτή που δοκιμάζει τον άνθρωπο και τις περισσότερες φορές φαίνεται να τον καθοδηγεί στις καθημερινές του αποφάσεις και πράξεις. Αυτή μπορεί να είναι ισόβια ή να μεταλλάσσεται στη ζωή του ανθρώπου, για παράδειγμα από φτωχός να γίνεται πλούσιος, από ευτυχισμένος να γίνεις δυστυχισμένος και τα αντίθετα.
Ακούμε πολλές φορές τη φράση «Δεν ξεχνάω από πού προέρχομαι» υπονοώντας τη μνήμη μιας προηγούμενης βιωμένης πραγματικότητας που πλέον έχει εκλείψει. Είναι όμως αυτό αληθές ή είναι μια φράση κλισέ, ιδιαίτερα όταν την επικαλούνται πολιτικοί, αν και πολλοί πολιτικοί δεν έχουν βιώσει άλλη πραγματικότητα από αυτή τη γυάλινη και προφυλαγμένη που βρίσκονται;
Το λέω αυτό επειδή σκέφτομαι αυτό που έλεγαν στην Αρχαία Ελλάδα. Ότι δηλαδή για να αξιώσεις τα ανώτερα αξιώματα ίσως θα πρέπει να μπεις στα παπούτσια του καθημερινού ανθρώπου. Να ζήσεις την καθημερινότητα, την ταλαιπωρία, τα άγχη και τα βάσανα ενός απλού πολίτη. Φανταστείτε λοιπόν κάποιους πολιτικούς που βλέπετε καθημερινά να φλυαρούν ασύστολα στα ΜΜΕ να τους υποχρέωναν να ζήσουν όπως ο κάθε εργάτης, χειρώνακτας ή πτυχιούχος, ο κάθε φοιτητής, ο κάθε συνταξιούχος, ο κάθε άνεργος, ο κάθε αγρότης, ο κάθε ελεύθερος επαγγελματίας, ο κάθε ιδιοκτήτης μικρής επιχείρησης, ο κάθε μετανάστης. Τι θα απογίνουν όλοι αυτοί σε περίπτωση μιας εκτεταμένης εξέγερσης, μιας επανάστασης, μιας νίκης του προλεταριάτου; Να ζήσουν με άλλα λόγια σε μια διαφορετική πραγματικότητα;
Να επιλέγουν, δηλαδή, ποιες από τις βασικές ανάγκες τους θα ικανοποιήσουν: τη ζεστασιά στο σπίτι, το φαγητό, τα έξοδα για την «δωρεάν παιδεία», τον καφέ και τα τσιγάρα, τις διορθώσεις που έχει ανάγκη το σπίτι; Να τρέμουν στη θέα του λογαριασμού της ΔΕΗ και να παρατείνουν την πληρωμή του με κίνδυνο να βυθιστούν στο σκοτάδι; Να τους μιλούν για ιδιωτικά Πανεπιστήμια, για ιδιωτικά νοσοκομεία – ξενοδοχεία, για Αττικές Ριβιέρες, για μαγευτικές παραλίες, για διάφορα καλάθια της ξεφτίλας και μην μπορούν να πλησιάσουν σε αυτά; Να κινδυνεύουν να τους αρπάξουν τα σπίτια για πενταροδεκάρες και να τους βγάζουν στο δρόμο; Να βιώνουν καθημερινά την αθλιότητα της δημόσιας υγείας στημένοι σε ατελείωτες ουρές, πληρώνοντας απογευματινά Ιατρεία, απογευματινά χειρουργεία, φακελάκια, ενώ χρόνια και χρόνια πληρώνουν το ασφαλιστικό σύστημα για αυτές τις περιπτώσεις ανάγκης;
Να είναι έωλη η αξιοπρέπεια τους, να ανέχονται τις προσβολές στην δουλειά, να κάνουν αρμοδιότητες που μισούν, να θυσιάζουν αργίες και γιορτές κι όλα αυτά απλώς για να βγει το μεροκάματο, να μην απολυθούν; Να ζήσουν στη θέση των συνταξιούχων που μετράνε τις μέρες μετά τις 20 του μήνα για να την πληρωμή τους; Να σχοινοβατούν καθημερινά ανάμεσα στη Σκύλα της ανεργίας και τη Χάρυβδη της ανέχειας;
Τι λέτε; υπερβολές; Για ποιους υπερβολές; Ίσως.
Αλλοίμονο τους όμως αν κάποια μέρα ο λαός σηκώσει
το τεράστιο ανάστημα του και σπάσει τις αλυσίδες του.
Για θυμηθείτε λίγο τον αλυσοδεμένο ελέφαντα στο τσίρκο του Χόρχε Μπουκάι:
δεν είναι ο πάσσαλος που τον κρατά δεμένο, ούτε καν το χοντρό σκοινί ή η αλυσίδα.
Τα πραγματικά του δεσμά βρίσκονται στην εξοικείωσή του
με την εμπειρία της υποταγής, στην οποία εκπαιδεύτηκε από μικρός.
Ο αλυσοδεμένος ελέφαντας
Όταν ήμουν μικρός μου άρεσε πολύ ο μαγικός κόσμος του τσίρκου. Ενθουσιαζόμουν όταν έβλεπα από κοντά όλα αυτά τα ζώα που ταξίδευαν μέσα στα τροχόσπιτα από την μια πόλη στην άλλη. Στην παράσταση όλα μου φαίνονταν μαγικά και λαμπερά, αλλά τη στιγμή που εμφανιζόταν ο ελέφαντας ήταν η αγαπημένη μου.
Το γιγάντιο ζώο ήταν τρομερά επιδέξιο, τρομερά μεγάλο και τρομερά δυνατό. Σίγουρα ένα ζώο σαν κι αυτό θα μπορούσε να ξεριζώσει ένα ολόκληρο δέντρο μ’ ένα μικρό τράβηγμα, το δίχως άλλο…
Μου έκανε εντύπωση, όμως, που μετά από κάθε επίδειξη το προσωπικό του τσίρκου αλυσόδενε τον ελέφαντα σ’ ένα μικροσκοπικό ξυλαράκι, ελάχιστα βυθισμένο στην άμμο.
Αυτό ήταν για μένα μεγάλο μυστήριο. Ακόμα και αν η αλυσίδα ήταν χοντρή και γερή, ένα ζώο που μπορούσε να γκρεμίσει ολόκληρο τοίχο μ’ ένα του τράβηγμα, εύκολα θα μπορούσε να απελευθερωθεί από το ξυλαράκι και να το βάλει στα πόδια.
Τι συγκρατούσε τον ελέφαντα; Γιατί δεν το έσκαγε;
Όταν ήμουν πέντε ή έξι χρονών, πίστευα ακόμα ότι οι μεγάλοι τα ήξεραν όλα. Έτσι πήγα και ρώτησα τους δασκάλους μου, το θείο και την μητέρα μου για το μυστήριο του ελέφαντα. Εκείνοι μου εξήγησαν ότι ο ελέφαντας δεν το έσκαγε επειδή τον είχαν δαμάσει. Τότε, όπως ήταν λογικό, τους ρώτησα: «Αν είναι δαμασμένος και γι’ αυτό δεν το σκάει, γιατί τον δένουν;»
Κανείς δεν ήξερε να μου απαντήσει σ’ αυτήν την ερώτηση.
Πολύ καιρό μετά, μια νύχτα, γνώρισα κάποιον πολύ σοφό που είχε ταξιδέψει στην Ινδία και αυτός με βοήθησε να βρω την απάντηση. Ο ελέφαντας του τσίρκου είχε μείνει δεμένος σ’ ένα ξυλαράκι από τότε που ήταν μικρός.
Θυμάμαι που έκλεισα τα μάτια και σκέφτηκα το μικρό, το νεογέννητο ελεφαντάκι να κάθεται δεμένο στο ξύλο. Το φαντάστηκα να σπρώχνει και να τραβάει την αλυσίδα κάθε μέρα νύχτα, όλη μέρα και να προσπαθεί να λυθεί. Σχεδόν μπορούσα να το δω να κοιμάται κάθε νύχτα εξαντλημένο από την κούραση με τη σκέψη πως το επόμενο πρωί θα ξαναπροσπαθούσε. Όλα ήταν μάταια: το ξυλαράκι ήταν πολύ γερό για ένα νεογέννητο ζωάκι, ακόμα και αν μιλάμε για ελέφαντα.
Ώσπου, μια μέρα, την πιο θλιβερή μέρα της μικρής ζωής του, το ελεφαντάκι δέχτηκε ότι δεν μπορούσε να ελευθερωθεί και παραδόθηκε στη μοίρα του. Κατάλαβα τότε γιατί ο πανίσχυρος και τεράστιος ελέφαντας που έβλεπα στο τσίρκο έμενε αλυσοδεμένος. Ήταν πια σίγουρος πως ποτέ δε θα μπορούσε να ελευθερωθεί από το ξυλάκι του. Το κακόμοιρο ζώο είχε πια την αποτυχία χαραγμένη στην ελεφαντινή μνήμη του και ποτέ, ποτέ πια δεν θα ξαναδοκίμαζε τη δύναμή του…
Κάποιες νύχτες ονειρεύομαι ότι πλησιάζω τον αλυσοδεμένο ελέφαντα και του λέω στο αφτί: «ξέρεις κάτι; Εμείς οι δύο μοιάζουμε. Νομίζεις ότι και εσύ δεν μπορείς να κάνεις κάποια πράγματα επειδή, μια φορά, προσπάθησες και δεν τα κατάφερες. Πρέπει να καταλάβεις ότι ο καιρός πέρασε και σήμερα είσαι πια πιο μεγάλος και πιο δυνατός από παλιά. Αν ήθελες στα αλήθεια να απελευθερωθείς, είμαι σίγουρος ότι θα μπορούσες να το πετύχεις. Γιατί δεν το δοκιμάζεις;»
Μερικές φορές ξυπνάω με τη σκέψη ο ελέφαντάς μου, τελικά, κάποια μέρα το επιχείρησε και κατάφερε να ξεριζώσει το ξύλο. Τότε χαμογελάω και φαντάζομαι ότι το τεράστιο ζώο συνεχίζει να ταξιδεύει με το τσίρκο επειδή χαίρεται να βλέπει τα παιδιά να διασκεδάζουν, αλλά χωρίς αλυσίδα.
Ο αλυσοδεμένος ελέφαντας,
Χόρχε Μπουκάι, εκδόσεις Opera.
Ακολουθήστε το Ατέχνως σε
Google News, Facebook και Twitter