Γράφει η Μαργαρίτα Φρονιμάδη – Ματάτση //
Η 8η του Μάρτη είναι μια αγωνιστική, ιστορική επέτειος , μέρα απολογισμού της πάλης για την ισοτιμία των εργαζομένων γυναικών για την κοινωνική τους ισότητα. Μέρα που το εργατικό και το γυναικείο κίνημα κάνει το δικό του απολογισμό, προετοιμάζει τη συνέχεια της δράσης του σε μια περίοδο που εξαπολύεται μια καταιγιστική επίθεση σε βάρος των όποιων κατακτήσεων έχουν αποσπαστεί στις συνθήκες του καπιταλισμού.
Μια τέτοια μέρα λοιπόν και σε αντιπαράθεση με όσους εξυμνούν τη γυναίκα προβάλλοντας κατ’ εξοχήν τις φυσικές και σωματικές της χάρες αλλά και τις απολαύσεις και την ηδονή που αυτές προσφέρουν με ανιδιοτέλεια και υποταγή στο άλλο φύλο, εμείς, οι ενταγμένες εδώ και χρόνια στο ριζοσπαστικό, γυναικείο κίνημα, ερχόμαστε να ερευνήσουμε , να αναδείξουμε , να προωθήσουμε και να προβάλλουμε ως μοντέλο προς μίμηση, ό, τι έχει να κάνει με τη μορφή της Αγωνίστριας γυναίκας. Της γυναίκας εκείνης που στις δύσκολες και τραγικές στιγμές της ιστορίας του λαού της στέκεται πρωτοπόρα, και ισάξια στο πλευρό του άντρα συναγωνιστή και συντρόφου της στη μάχη για Λευτεριά-Ανεξαρτησία-Λαϊκή κυριαρχία-Ισοτιμία.
Όσοι ασχολούνται με τη λογοτεχνία, είτε ως αναγνώστες είτε ως συγγραφείς, γνωρίζουν πολύ καλά πόσοι τόνοι μελάνι έχουν ξοδευτεί, πόσοι τίτλοι και πόσοι στίχοι, πεζοί και ποιητικοί έχουν γραφτεί, πόσοι τόμοι βιβλίων έχουν εκδοθεί με κύριο θέμα τη γυναίκα, τη ζωή και τη δράση της. Άπειρα εμπνευσμένα αναγνώσματα, κείμενα, αφηγήσεις, μυθιστορήματα έχουν κάνει το γύρο του κόσμου, έχουν γίνει best-sellerς, έχουν αντέξει στη μέγγενη του χρόνου, έχουν καθιερώσει ηρωίδες, έχουν επηρεάσει συνειδήσεις, έχουν επιβάλλει πρότυπα. Έχουν αποδείξει έμπρακτα τη δύναμη της πένας και του γραπτού λόγου και της αναγκαιότητας, επομένως, της χρήσης τους στην κατεύθυνση της ορθής διάπλασης της κοινωνικής συνείδησης.
Σήμερα με αφορμή την 8η του Μάρτη και στο λίγο χρόνο που διαθέτουμε θα περιοριστούμε αποκλειστικά σε μια προσπάθεια πολύ σύντομης και φευγαλέας σταχυολόγησης και προσέγγισης της ποίησης εκείνης που η έμπνευσή της έχει πηγάσει ειδικά από τη γυναίκα αγωνίστρια κι έχει εκφραστεί τόσο μέσα από τη Δημοτική μας ποίηση όσο και μέσα από τη σύγχρονη ποίηση γενικότερα. Ήδη, από την περίοδο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του λαού μας κατά του Τουρκικού ζυγού καταφθάνουν τα πρώτα ακούσματα που έχουν να κάνουν με τις ηρωικές αντιστάσεις των γυναικών του Σουλίου. Ο αχός της Δέσπως της Τζαβέλαινας, της Λένως του Μπότσαρη, της μάνας του Κίτσου ηχούνε διαχρονικά στ΄ αυτιά μας, διατηρώντας άσβεστες τις μνήμες της αυτοθυσίας και της παλληκαριάς τους. Στον απόηχό τους και με σαφή την επιρροή τους, έναν αιώνα σχεδόν μετά ο Μάρκος Αυγέρης θα τραγουδήσει τη «Βάβω την Τασιά» που περικυκλωμένη από άμετρους εχθρούς ωθεί το γιο της το Γιαννιό να σκοτώσει την ίδια τη μάνα-τη γυναίκα και την κόρη για να μην πέσουν στα χέρια τους. Αλλά και στη νεώτερη, τη σύγχρονη ποίηση συναντάμε πολλά λογοτεχνικά διαμαντάκια που αστράφτουν και εκπέμπουν μηνύματα και πρότυπα θαυμαστά για τη γυναίκα του σήμερα. Είναι «τραγούδια» γραμμένα από εργάτες της τέχνης που δεν ξεκινούν ανάποδα, πασχίζοντας να φέρουν τη γυναίκα στα μέτρα του ποιήματος, αλλά το ποίημα στα μέτρα της γυναίκας. Κι η γυναίκα, ιδιαίτερα από τα λαϊκά στρώματα, η εργάτρια, η γυναίκα της υπαίθρου, στο δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα και στις αρχές του εικοστού δεν ζει ζωή ειδυλλιακή. Ας ακούσουμε πώς την περιγράφει ο Αρθούρος Ρεμπώ στο ποίημά του «Τα χέρια της Ζαν Μαρί»:
ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΗΣ ΖΑΝ ΜΑΡΙ
(αποσπάσματα σε ελεύθερη απόδοση)
Της Ζαν Μαρί τα χέρια είναι γεροφτιαγμένα.
Mαυρισμένα από το καλοκαίρι.
Χέρια χλωμά σαν πεθαμένα.
Το χρώμα αυτό το σκοτεινό πώς πήρε τέτοιο χέρι;…
Στις λίμνες μήπως πλέοντας του αισθησιασμού;
Το πρόσωπο αγγίζοντας γεμάτου φεγγαριού, που κύλησε στην αγκαλιά του ήρεμου νερού;
Τη ζέστη τάχα ρούφηξε βάρβαρου ουρανού, στη λυπημένη μοναξιά κάποιου μεσημεριού;
Κι έκαψε με τη θέρμη του τα χέρια τα γερά, ακουμπισμένα ήσυχα σε γόνατα κομψά;
Τι χέρια τάχα να ’ναι αυτά;…
……………………………………
Χέρια που επανάσταση ξέρουν να τραγουδούν,
της παρηγόριας προσευχές δε κάθονται να πουν.
Απ’ το λαιμό αν θέλουνε μπορούν να σας αρπάξουν,
εσάς αριστοκράτισσες, ευγενικές αστές,
τα τρυφερά τα άκρα σας, λευκά και βυσσινιά, να τα συνθλίψουν μονομιάς, σαν τα ξερά κλαδιά,
με τούτες τις παλάμες τους τις τόσο δυνατές
Η καστανή η λάμψη σας, χέρια αγαπημένα, τ’ αθώα πρόβατα τραβά
Στα δάχτυλά σας τα καρυκευμένα, ρουμπίνι αφήνει ο ήλιος όταν τα κοιτά
Η λαϊκή καταγωγή τα κηλιδώνει, το καφετί τους χρώμα αμαρτωλό λεκέ απ’ το χθες ζητάει να θυμίσει,
όμως περήφανος επαναστάτης δεν υπάρχει που αυτά τα χέρια δεν λαχταράει να φιλήσει!
Υπέροχα χλωμά τα χέρια τούτα, χάρισμα ενός ήλιου με αγάπη φορτωμένου,
πάνω στο μπρούντζινο των όπλων χρώμα του Παρισιού του επαναστατημένου.
Το 1871, γυναίκες όπως η Ζαν Μαρί, πολεμώντας στο πλάι των αντρών συντρόφων τους, έκαναν πολλά βήματα μπροστά, για την κατάχτηση της ισοτιμίας τους και «δεν υστέρησαν σε γενναιότητα από τους άντρες».
Tο 1931 o Μπέρτολντ Μπρεχτ έγραψε το ποίημα με τίτλο «Στις Γυναίκες» :
ΣΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
Βούρτσισε το σακάκι
Βούρτισ’ το δυο φορές!
Όταν το βούρτσισμα τελειώσεις
Μένει μια πατσαβούρα καθαρή.
Μαγείρευε όλο φροντίδα
Μη λυπηθείς κανένα κόπο!
Σαν κι η δεκάρα λείπει
Σκέτο νεράκι είναι η σούπα.
Δούλευε, δούλευε ακόμα πιο πολύ!
Κάνε οικονομία, μοίραζέ τα πιο καλά!
Λογάριαζε, λογάριαζε μ’ ακρίβεια!
Σαν κι η δεκάρα λείπει
Τίποτα δεν μπορείς να κάνεις.
Ό,τι πάντα κι αν κάνεις
Ποτέ αρκετό δε θα ’ναι.
Η κατάστασή σου είναι άσκημη
Κι ακόμα πιο άσκημη θα γίνει.
Δεν πάει έτσι άλλο πια
Αλλά η διέξοδος ποια είναι;
………………………………………
Σαν η δεκάρα λείπει, καμιά δουλειά δεν είναι αρκετή.
Το ζήτημα για το κρέας, που σας λείπει στην κουζίνα
Δεν πρόκειται μες στην κουζίνα να κριθεί.
Ό,τι κι αν κάνετε
Ποτέ αρκετό δε θα ’ναι.
Η κατάστασή σας είναι άσκημη
Κι ακόμα πιο άσκημη θα γίνει.
Δεν πάει έτσι άλλο πια
Αλλά η διέξοδος ποια είναι;
Η διέξοδος, όμως, αυτή που σαφώς υπονοούσε ο Μπρεχτ δεν ήταν εύκολο να συνειδητοποιηθεί πλατιά από τις γυναίκες, ακριβώς εξ αιτίας της ανισοτιμίας τους. Ωστόσο, οι εργάτριες μετρούν κιόλας πάνω από ένα αιώνα αγώνων σε Ευρώπη και Αμερική!
Το Μάρτιο του 1912 στη Ν. Υόρκη. 23000 γυναίκες, εργάτριες στις κλωστοϋφαντουργίες της Ν. Υόρκης, διαδήλωσαν και πάλι, απαιτώντας 10ωρη βάρδια, καλύτερες συνθήκες εργασίας, ίσο μισθό με τους άντρες, την κατάργηση της παιδικής εργασίας και το δικαίωμα ψήφου. Το σύνθημά τους ήταν «Ψωμί και Τριαντάφυλλα».
Ο Τζέιμς Οπενχάιμ αφιέρωσε ένα ποίημα στην απεργία αυτών των εργατριών που απόσπασμά του ακούμε αμέσως:
Στις αγωνιζόμενες γυναίκες όλου του κόσμου
Καθώς τραβάμε εμπρός, εμπρός στην ομορφιά της μέρας
χιλιάδες σκοτεινές κουζίνες, χιλιάδες μαύρες φάμπρικες
γεμίζουν ξάφνου με του ήλιου τη λαμπράδα
γιατί ο κόσμος μας ακούει να τραγουδάμε
«Ψωμί και Τριαντάφυλλα, Ψωμί και Τριαντάφυλλα»
……………………………………………………………..
Ναι, για το Ψωμί παλεύουμε και για τα Τριαντάφυλλα.
Καθώς τραβάμε εμπρός, εμπρός φέρνουμε τις μεγάλες μέρες
το ξεσήκωμα των γυναικών είναι ξεσήκωμα όλης της ανθρωπότητας
όχι πια σκλάβοι και τεμπέληδες, δέκα που μοχθούν για έναν που ξαπλώνει
αλλά ένα δίκαιο μοίρασμα στ’ αγαθά της ζωής,
«Ψωμί και Τριαντάφυλλα, Ψωμί και Τριαντάφυλλα»
Η γυναίκα από τα λαϊκά στρώματα, στις αρχές του εικοστού αιώνα είναι εξαρτημένη από τον εργοδότη οποιουδήποτε φύλου, αλλά και από τα αρσενικά μέλη της οικογένειάς της τα οποία, αν και θύματα εκμετάλλευσης σε μια απόλυτα ταξική κοινωνία, γίνονται με τη σειρά τους θύτες εφόσον η γυναίκα, σαν «κατώτερη» και ταυτόχρονα ανυπεράσπιστη, αναγκάζεται να υποστεί τις συνέπειες κάθε είδους ξεσπάσματος. Οι πρώτες δεκαετίες τη βρίσκουν ανήμπορη, να χαρίζει σχεδόν τον κόπο της στο αφεντικό ενώ η «τιμή», το μοναδικό μέτρο αποτίμησης της αξίας της, λογαριάζεται χωρίς τη δική της συναίνεση και συμμετοχή, βασισμένη στην ξεχειλωμένη και υποκριτική ηθική της αστικής κοινωνίας, όπου η εκμετάλλευση επεκτείνεται σε κάθε έκφραση και έκφανση της ζωής.
Γεμάτο σπαραγμό για τις ζωές αυτών των γυναικών είναι το ποίημα της Γαλάτειας Καζαντζάκη «Αμαρτωλό».
Στη Σμύρνη Μέλπω,
Ηρώ στη Σαλονίκη,
στο Βόλο Κατινίτσα έναν καιρό
τώρα στα Βούρλα με φωνάζουν Λέλα.
ο τόπος μου ποιος ήταν,
ποιοι οι δικοί μου
αν ξέρω, ανάθεμά με,
σπίτι, πατρίδα, έχω τα μπουρδέλα.
Ως κι οι πικροί μου χρόνοι, οι παιδικοί μου
θολές, σβησμένες ζωγραφιές
κι είν’ αδειανό σεντούκι η θύμησή μου
το σήμερα χειρότερο απ’ το χτες
και τ’ αύριο απ’ το σήμερα θε να ‘ναι
φιλιά από στόματ’ άγνωστα, βρισιές
κι οι χωροφύλακες να με τραβολογάνε
γλέντια, καβγάδες ως να φέξει
αρρώστιες, αμφιθέατρο, Συγγρού
κι ενέσεις 606
πνιγμένου καραβιού σάπιο σανίδι
όλ’ η ζωή μου του χαμού
μ’ από την κόλασή μου σου φωνάζω
εικόνα σου είμαι κοινωνία
και σου μοιάζω…
Στη δεκαετία του 1970 ο Χιλιανός συνθέτης και τραγουδοποιός Βίκτωρ Χάρα που δολοφονήθηκε από τη Χούντα του Πινοσέτ τραγούδησε με το μοναδικό του τρόπο τις «Υφάντρες»:
ΥΦΑΝΤΡΕΣ
Εσένα,
Θα σε ονόμαζα Άννα,
Θα σε ονόμαζα Γιάννα,
Θα σε ονόμαζα ομορφούλα
Κλώστρια μελαχρινούλα,
Μικρή πεταλούδα
Υφάντρα.
Εσύ που ήσουν
Σκλάβα του εργοστασίου
Σκλάβα της μηχανής
Σκλάβα του ωραρίου
Σκλάβα του μισθού,
Υφάντρα μελαχρινούλα
Μικρή πεταλούδα
Εργάτρια του υφαντουργείου.
Γύρνα, γύρνα, γύρνα,
Γύρνα, κορίτσι μου,
Γύρνα το κουβάρι
Της μοίρας σου
Γύρνα, γύρνα, γύρνα,
Γύρνα, κορίτσι μου,
Ύφανε την κλωστή
Της μοίρας σου.
Η ζωή σου βρίσκεται στο εργαστήρι,
Εκεί θα μπορέσουν να υφανθούν
Με τα χέρια σου και με τα χέρια των άλλων
Υφάσματα που θα ντύσουν την ελευθερία.
Για τη σύγχρονη ελληνίδα, η πραγματική αφύπνιση συνέβη με τη μαζική οργανωμένη δράση των γυναικών που πήραν μέρος στην ΕΑΜική Αντίσταση. Ξεπερνώντας αντιδραστικές αντιλήψεις και βαθιά ριζωμένες νοοτροπίες, η γυναίκα έδωσε το παρόν με θάρρος και ηρωισμό απαράμιλλο, δίνοντας και έναν τεράστιο αριθμό θυμάτων. Δεν είναι λίγα τα ποιήματα που γράφτηκαν υμνώντας ηρωίδες της Αντίστασης. Μόνο στο Ανθολόγιο του Φίλιππα Γελαδόπουλου με τίτλο «Μαρία Δημάδη-μνήμες κι ελεγεία» περιλαμβάνονται 57 ποιήματα γραμμένα από ξεχωριστούς ποιητές το καθένα, ειδικά γι αυτήν την Αγρινιώτισσα ηρωίδα. Αλλά κι άλλα πολλά γραφτήκανε όπως για την Αντάρτισσα «Άννα του κλέφτη», από την υποφαινόμενη, την Ηλέκτρα Αποστόλου από τη Δέσπω Καρούσου, την «Ευτυχία Πρίντζου» από την Άννα Μπουρατζή-Θώδα και πολλούς άλλους ποιητές.
Σε ανθολόγιο της ΟΓΕ, που εκδόθηκε το 1988, με επιμέλεια της Δέσπως Καρούσου και της Φαίδρας Ζαμπαθά-Παγουλάτου, έχουμε την ευκαιρία να συναντήσουμε πολλούς από τους ποιητές και τις ποιήτριες που έγραψαν για τη Γυναίκα της δουλειάς , του μόχθου και του αγώνα.
Φωνές όπως ο Κ. Γαρίδης με το «σύντομο ελεγείο στη μικρή κόρη της φάμπρικας», η Φαίδρα Ζαμπαθά-Παγουλάτου με το «Για σένα γυναίκα», Η Βικτωρία Θεοδώρου με το «Εγκώμιο» στην κυρα-Μαρία, η Λιλή Ιακωβίδη με τη «Μάνα» της, ο Κ. Καραχάλιος με τις «Γριούλες», ο Κλέανδρος Καρθαίος με το «Μια γυναίκα», ο Τάσος Μακράτος με το «Δοξαστικό εσαεί», ο Φ. Μαυρογιώργης με τη «Μια μορφή», η Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη με τη «δασκάλα» της, ο Κ. Πηγαδιώτης με τα «Δεδουλευμένα», ο Γ. Ρίτσος με την «κυρά των αμπελιών», ο Ε.Ε. Χατζηγιάννης με τη «Σοφία Κ.», την παραδουλεύτρα, είναι μερικές από αυτές που περιλαμβάνονται στην έκδοση και συγκινούν ιδιαίτερα για το ρεαλισμό και την αισθητική τους.
Φτάνοντας στην τρέχουσα πραγματικότητα και στην πρόσφατη εκδοτική κίνηση έχουμε την ευκαιρία να παρατηρήσουμε ότι δεν διαφεύγουν της προσοχής και της ευαισθησίας του ποιητή ζητήματα και γεγονότα της επικαιρότητας που έχουν να κάνουν με την κακοποίηση της γυναίκας, μέσα κι έξω από το σπίτι της. Ενδοοικογενειακή βία, προκατάληψη, βιασμοί σωματικοί και ψυχικοί καταναγκασμοί περνούν από το μικροσκόπιο της ποιητικής δεξιοτεχνίας και οπτικής των σύγχρονων λογοτεχνών για να μετατραπούν σε καταπέλτη και κατακραυγή ενάντια σ΄αυτά τα φαινόμενα. Η Λίλη Μπίτα, η Ζακυνθινιά ποιήτρια της Διασποράς, στην ποιητική της συλλογή «Αστραπές στη σάρκα» περιλαμβάνει δύο πολύ δυνατές εμπνεύσεις η μια με τον τίτλο «Μαύρε κρίνε της Αφρικής» και η άλλη με τον τίτλο «βιασμένη και δολοφονημένη». Η πρώτη αναφέρεται με αποτροπιασμό στο βάρβαρο έθιμο αφρικανικών λαών να παντρεύουν κοριτσάκια δεκάχρονα με ηλικιωμένους άνδρες, που σχίζουν το αιδείο τους με μαχαίρι γιατί είναι στενό για τους φαλλούς τους, ενώ η δεύτερη αποσαφηνίζεται από τον ίδιο της τον τίτλο. Στην αναζήτησή μας κι άλλα ονόματα όπως η Κική Δημουλά με το «εγώ σε λέω Γυναίκα» , η Άντζυ Ραυτοπούλου με το «Συ γυναίκα» , η Μαρία Δημητρούκα με το «προς τους άνδρες συντρόφους μας», η Γιώτα Παρθενίου με τη «Μεσσολογγίτισσα», η Ηλέκτρα Στρατωνίου με το «Γιούχου» και το «Γυναίκα εγώ», η Άννα Μπουρατζή Θώδα με το «Μαρία Δημάδη» κι άλλα κι άλλα έχουν ζωγραφίσει με δυνατές πινελιές της γυναίκας τον αγώνα. Για παράδειγμα ας ακούσουμε το ποίημα της Κικής Δημουλά:
Σημείο αναγνωρίσεως
(Άγαλμα γυναίκας με δεμένα τα χέρια)
Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα,
εγώ σε προσφωνώ γυναίκα κατευθείαν.
Στολίζεις κάποιο πάρκο./ Από μακριά εξαπατάς.
Θαρρεί κανείς πως έχεις ελαφρά ανακαθίσει
να θυμηθείς ένα ωραίο όνειρο που είδες,
πως παίρνεις φόρα να το ζήσεις.
Από κοντά ξεκαθαρίζει τ’ όνειρο:
δεμένα είναι πισθάγκωνα τα χέρια σου
μ’ ένα σχοινί μαρμάρινο
κ’ η στάση σου είναι η θέλησή σου
κάτι να σε βοηθήσει να ξεφύγεις
την αγωνία του αιχμαλώτου.
Έτσι σε παραγγείλανε στο γλύπτη: αιχμάλωτη.
Δεν μπορείς/ ούτε μια βροχή να ζυγίσεις στο χέρι σου,
ούτε μια ελαφριά μαργαρίτα.
Δεμένα είναι τα χέρια σου. (…)
Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα
εγώ σε προσφωνώ γυναίκα αμέσως.
Όχι γιατί γυναίκα σε παρέδωσε
στο μάρμαρο ο γλύπτης/ κι υπόσχονται οι γοφοί σου
ευγονία αγαλμάτων,/ καλή σοδειά ακινησίας.
Για τα δεμένα χέρια σου, που έχεις
όσους πολλούς αιώνες σε γνωρίζω,/ σε λέω γυναίκα.
Σε λέω γυναίκα/ γιατί είσαι αιχμάλωτη.
Ή το «Γυναίκα εσύ» της Αγγελικής Ραυτοπούλου
Γυναίκα συ που σέρνεσαι
στης γης το τελευταίο,
με την κοιλιά καρπόν γιομάτη
και με του θέρους την οσμήν
πτωμάτων, που σιωπούνε,
έφτασε η ώρα να ντυθείς
με άρματα και βόλια…
Τρέξε, υπερασπίσου,
του γείτονά σου το παιδί
το κλαίνε, απ’ το ξημέρωμα
στο διπλανό στενό..
ή το έξοχο της Μαρίας Δημητρούκα
(απόσπασμα)
Προς τους άντρες-συντρόφους μας…
——————————
Είμαι η γυναίκα.
Αν κάνετε άγαλμα τη γυναίκα της Κίνας
ποιός θα οργώσει τη γη;
Ποιός θα πορευτεί στο μέλλον;
Αν κάνετε άγαλμα
της Ινδίας τη γυναίκα
ποιός θα θερίσει τη γη;
Ποιός θα ταΐσει τα δώδεκα παιδιά της;
Αν κάνετε άγαλμα
τη μορφή της Ηλέκτρας
ποιός θα βάλει φωτιά
στις αδικίες των ανθρώπων;
Αν κάνετε άγαλμα
τη γυναίκα -επονίτισσα
ποιός το ντουφέκι θα γεμίσει;
…Ξεκινώ απ’ της γης τα έγκατα.
Ανεβαίνω πόντο τον πόντο
στιγμή τη στιγμή
τη κλίμακα του αγώνα
και καλημέρα θα σου πω
στις λεωφόρους
ενός κόσμου που έρχεται!
…Βαδίζω δίπλα σου.
Ποτέ δεν μένω πίσω.
Σου απλώνω το χέρι,
σε γροθιά!
Μαζί θα σπείρουμε!
………Είμαι γυναίκα.
Ο άλλος άνθρωπος.
Ο ίδιος άνθρωπος.
Όρκος μου, να βγω απ’ το περιθώριο των ταμπού της Ιστορίας..
Μεταξύ των Ελλήνων ποιητών θα μου επιτρέψετε να επιλέξω τον αγαπημένο μου Τάσο Λειβαδίτη και να παραθέσω ένα ενδεικτικό απόσπασμα όπου χαρακτηριστικά τοποθετείται ο ίδιος στη θέση της λαϊκής γυναίκας και μιλώντας για λογαριασμό της εξωτερικεύει το συναίσθημα και τον προβληματισμό της:
…Φτωχές γυναίκες,
μοδίστρες, δακτυλογράφοι, ασπρορουχούδες,
τίμιες ή σπιτωμένες, ακόμα κι άλλες
εκείνες του σκοινιού και του παλουκιού,
γυναίκες του ανέμου, της βροχής, του κουρνιαχτού,
νιώσαμε το φόβο που κρύβεται καμιά φορά
πίσω από την αγνότητα,
την κούραση πίσω από την καλοσύνη ή την αδιαφορία
πίσω απ’ την υπακοή.
Μα πιο πολύ νιώσαμε την αδυναμία που
κρύβεται πίσω απ’ την κακία».
Στη συλλογή «Μπαλάντες κι ελεγεία» του Γιάννη Παπαοικονόμου η σεβάσμια φιγούρα της μάνας, της γυναίκας ή της συντρόφισσας δεν μπορεί να αγνοηθεί ή να μην παρασυρθεί από το χείμαρρο μιας έμπνευσης που πηγάζει από τα παραπήγματα και τα αναχώματα της φτωχογειτονιάς της εργατούπολης του Περάματος. Θα τη συναντήσουμε συχνά – πυκνά στις αράδες της μπαλάντας ή της ελεγείας σαν μάνα εργάτρια, σαν γυναίκες με άδειες ποδιές (ανέχειας και ένδειας), ή σαν άνεργες αγαπημένες που ενώνουν τη φωνή τους με τους εξεγερμένους προλετάριους και φωνάζουν:
«χίλιες φωνές/με τις γροθιές τους δάση/μες τη φωνή του»
Στις σελίδες της «Επιδέσμιας μνήμης» του, επίσης και στο τρίτο κεφάλαιο που τιτλοφορείται « τα Συντροφικά» δεσπόζουσα προβάλλει η «Παρισινή Ραψωδία», αφιερωμένη στη μνήμη της Ζερμαίν Ρενάρντ, της Γαλλίδας «μικροκαμωμένης δασκάλας», που του στάθηκε στο διάστημα της αυτοεξορίας του στο Παρίσι, αντικαθιστώντας της μάνας του τη μητρική φροντίδα και μυώντας τον στην ποίηση, τη μουσική και τον αγώνα για «τη Δημοκρατία στην Ελλάδα». Αλλά και η «Ωδή σ΄ ένα άνεργο κορίτσι», μοιάζει σφυριά και τσεκούρι στο στυγνό εκμεταλλευτικό πρόσωπο της κοινωνίας του σήμερα, κραυγή αγωνίας για το μέλλον των λαών και των παιδιών μας: «παιδιά μαραίνονται/βαθιά σου/η γυναίκα στερεύει/του έρωτα η γλύκα/Εφιάλτης/και μόνο η λευκή ονείρωξη/καταπέλτης ατσάλινος/και πρόβα θανάτου».
Το 2015, βρίσκει τη γυναίκα, Φίλοι και φίλες, με τα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα που με τόσους ματωμένους αγώνες κέρδισε, συμπιεσμένα, πετσοκομμένα, τσαλαπατημένα. Όμως το ριζοσπαστικό γυναικείο κίνημα, σάρκα από τη σάρκα του εργατικού – λαϊκού κινήματος, ποτέ δεν έμεινε και ποτέ δεν θα μείνει με χέρια σταυρωμένα, να κοιτάει αμήχανα ή αδιάφορα τα συντρίμμια της ζωής μας. Γιατί εμείς, που παράγουμε τον πλούτο, πλάι στους άντρες συντρόφους μας, δεν μπορούμε να συμβιβαστούμε με τα λίγα ψίχουλα από το γεμάτο τραπέζι που εμείς στρώσαμε για τους εκμεταλλευτές μας.
Αφού μου συγχωρήσετε, τυχόν, σίγουρες αλλά όχι σκόπιμες παραλείψεις,
θα μου επιτρέψετε να κλείσω την παρέμβασή μου με τις δικές μου, αγαπημένες «Αλκυονίδες»:
ΑΛΚΥΟΝΙΔΕΣ
Αχ, κορίτσια,
κορίτσια µε τα λάβαρα
και τα πανύψηλα όνειρα,
ορθώσατε τις τύχες σας
σε ουράνιο ανάστηµα!
Αχ, κορίτσια,
κορίτσια της στέρησης και του µόχθου,
γυρνάτε από τη δουλειά
µε δυο χούφτες άγχος
κάτω από τ’ αριστερό στήθος,
µε ξέχειλo το παράπονο
και τη δύναµη της έµπνευσης
να πάλλεται
στο ρυθµό της επανάστασης.
Αχ, κορίτσια,
µε το τραγούδι στο στόµα,
πάτε κι ερχεστε,
θερµαίνοντας την ελπίδα
στη χόβολη του αγώνα σας
σα μια φέτα ζεστό ψωµί στη θράκα.
Αχ, κορίτσια,
µε τα κόκκινα µάγουλα της σεµνότητας,
το καθάριο βλέµµα της ειλικρίνειας,
τ’ απαλό ερωτικό σας χάδι,
ντυθήκατε την οµορφιά,
ντύσατε και τον κόσµο µε γλυκιά θαλπωρή.
Αχ, κορίτσια,
τραβήξατε µπροστά,
σα φρεγάτες στα πέλαγα…
καταλαγιάζουν κάποτε οι φουρτούνες,
κορίτσια,
κι οι καταιγίδες στραγγίζoυv στο ποτήρι της θερινής γαλήνης.
Κορίτσια µε τα λάβαρα και τα πανύψηλα όνειρα,
κουρελιάσατε τα πέπλα του πεπρωµένου
µε τις αιχμές του δίκιου σας,
περπατώντας ισότιμη πορεία
στoυ μέλλοντος την απλωσιά
σωστές αλκυονίδες,
κορίτσια…
(Aπό την ομιλία της αντιπροέδρου της ΕΕΛ Μαργαρίτας Φρονιμάδη-Ματάτση σε εκδήλωση της Επιτροπής Γυναικών της ΕΕΛ για την 8Η Μάρτη-Παγκόσμια μέρα της γυναίκας- στις 9-3-2015).