Σαν σήμερα 26 Ιουλίου 1944 βρίσκεται πεταμένο στους δρόμους της Αθήνας ένα γυναικείο σώμα παραμορφωμένο και μισοκαμένο: Ηταν το πτώμα της Ηλέκτρας Αποστόλου. Την είχε συλλάβει η Ειδική Ασφάλεια και την οδήγησε στο άντρο της οδού Ελπίδας. Εκεί την υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια για να της αποσπάσουν μυστικά για την οργάνωση της Αντίστασης και το μηχανισμό του ΚΚΕ, αφού η Ηλέκτρα ήταν μέλος της Επιτροπής Πόλης της Κομματικής Οργάνωσης Αθήνας του Κόμματος.
Τη δράση και το φρικτό τέλος της Ηλέκτρας Αποστόλου περιγράφει η Μέλπω Αξιώτη σε κείμενό της στο περιοδικό «Ελληνική Αριστερά, Μηνιαία Πολιτική Επιθεώρηση» (8-9/1965), τα σχετικά αποσπάσματα του οποίου δημοσιεύουμε. Επίσης, αναδημοσιεύμου τη σχετική αναφορά της Αλέκας Παπαρήγα για τη στάση της Ηλέκτρας Αποστόλου στα βασανιστήρια, όπως τη διηγήθηκε ΕΑΜίτης αστυφύλακας που ήταν παρών.
Η αφήγηση της Μέλπως Αξιώτη
«Στα 1925, τότε που το ΚΚΕ έμπαινε μέσα σο στίβο της εθνικής ζωής κι άρχιζε τη μεγάλη πορεία του, μια μέρα σ’ έναν κεντρικό δρόμο της Αθήνας στεκόταν ένα κοριτσάκι με δυο μαύρες κοτσιδούλες κι ένα κολαριστό άσπρο φουστανάκι κι έριχνε κρυφέας ματιές τριγύρω. ‘’Βρε τι κάνεις εδώ;’’ Της λέει κάποιος γνωστός που περνά και που ήξερε καλά την οικογένεια. ‘’Σουτ, ου γνέφει η μικρή, μην πεις τίποτα στο σπίτι. Μοιράζω προκηρύξεις’’. Που χώριζαν την κοινωνία στα δύο
Από τότε αρχίζει η πολιτική δράση της Ηλέκτρας Αποστόλου. Ήταν τότε 13 χρονών. Καταγόταν από αστική οικογένεια. Μα από μικρό παιδί είχε προσέξει τη φτώχεια και την αδικία που υπάρχει στον κόσμο και το μυαλό της άρχισε να ψάχνει για να καταλάβει τι αιτίες που χώριζαν την κοινωνία στα δύο και τον τρόπο για να λείψουν αυτές οι αδικίες.
Εκείνον τον καιρό πήγαινε στη Γερμανική Σχολή της Αθήνας και εκεί πρωτοργανώνει εράνους για τους πολιτικούς εξορίστους που βρίσκονται στα ξερονήσια. Τον ίδιο χρόνο γίνεται μέλος της Κομμουνιστικής Νεολαίας και αργότερα στέλεχός της. Ήταν η πιο μικρή στα χρόνια Ελληνίδα αγωνίστρια.
Στα 1931 μπαίνει στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας. Από τότε η δράση της πλαταίνει, περιοδεύει σ’ επαρχιακά κέντρα, ξεσηκώνει τις γυναίκες, οργανώνει γυναικείες συγκεντρώσεις ενάντια στο φασισμό που σηκώνει παντού κεφάλι. Παίρνει μέρος σε διεθνή συνέδρια και στην οργάνωση του αντιφασιστικού συνεδρίου το 1936 στην Αθήνα. Σ’ όλες αυτές τις εκδηλώσεις κάνουν μεγάλη εντύπωση οι λόγοι της, οι επεμβάσεις, το τόσο ώριμο ήδη πολιτικό της κριτήριο.
Με τη δικτατορία του Μεταξά κλείνεται στις φυλακές Αβέρωφ. Εκεί περνά το μεγάλο εκείνο σκολειό που είναι η φυλακή για τους συνειδητούς πολιτικούς κρατούμενους, αλλά ταυτόχρονα βάζει εκεί μέσα και τη δική της προσωπική σφραγίδα. Οργανώνει όλες τις γυναίκες, τις διαπαιδαγωγεί, τις ανεβάζει πολιτικά, με το λόγο και το παράδειγμά της, μαθαίνει γράμματα στις αναλφάβητες, τους κάνει μαθήματα μουσικής, τους διαβάζει από τα γερμανικά ποιήματα του Γκαίτε, βγάζει μέσα στη φυλακή την εφημερίδα ‘’Κοκκινοπίπερο’’. Μες στο κελί της υπάρχει πάντα ένα μπουκετάκι λουλούδια σ΄ένα ντενεκεδάκι της κονσέρβας.
Αποφυλακίζεται στα 1938 και δουλεύει ένα χρόνο στη Θεσσαλονίκη. Ξαναπιάνεται ετοιμόγεννη, γεννά κρατούμενη σ’ ένα νοσοκομείο, και 7 ημερών λεχώνα στέλνεται με το μωρό της εξορία στην Ανάφη. Η καρδιά της περνά τότε όλα τα μαρτύρια που περνούν οι μανάδες: πώς να θρέψουν τα βρέφη, όταν συχνά αναγκάζονται να τα ταΐζουν τσουκνίδες, πώς να τα σώσουν απ’ το θάνατο όταν δεν έχουν το παραμικρό φάρμακο.
Μα κι η ίδια είναι άρρωστη, έχει έλκος στο στομάχι. Μ’ αυτήν την αφορμή κάνει αίτηση και καταφέρνει να τη στείλουν για εγχείρηση στην Αθήνα. Από κει έχε συνεννοηθεί πώς θα προσπαθήσει να δραπετεύσει. Την πάνε συνοδεία μαζί με το παιδί της στο τμήμα μεταγωγών Αθήνας, δίνει αμέσως το παιδί της σε φίλους για να μπορέσει να κινηθεί πιο εύκολα κι ετοιμάζεται. Μεταμφιέζεται σε καθαρίστρια κι από τη δεύτερη κιόλας μέρα που της ανοίγουν μια στιγμή το κελί κατά το βράδυ για να πάρει αέρα, ξεγελά το σκοπό, τον καληνυχτίζει με μεγάλη ψυχραιμία, και βγαίνει. Είναι Σεπτέμβρης του 1942. Η Ελλάδα βρίσκεται κάτω απ’ τη μπότα του ξένου κατακτητή, το Κομμουνιστικό Κόμμα σε βαθιά παρανομία, ο ελληνικός λαός οργανώνει την αντίστασή του. Η Ηλέκτρα βγαίνει και αρχίζει να παλεύει για το Κόμμα της δηλαδή για την Ελλάδα (…) η Ηλέκτρα αρχίζει το υστερνό κεφάλαιο του βιβλίου της ζωής της, που θα κλείσει σε λίγο με το μεγαλείο του θανάτου της.
(…)
Κι η σκλαβωμένη Αθήνα, τα’ απόμερα σοκάκια της και οι συνοικισμοί της, είχανε μάθε να περνά εκείνη η ψηλή κοπέλα που είχε κάτι λυγερά πόδια σαν τις καρυάτιδες και στο πρόσωπο ριχτό ένα αραχνένιο μαντίλι, τάχατες για τον ήλιο, ήταν για να ξεγελάσει το μόνο εχθρό που είχε η Ηλέκτρα, το χαφιέ.
Η Ηλέκτρα βάδιζε και πήγαινε απ τα Πατήσια στην Καλλιθέα, απ’ του Ψυρρή στην Καισαριανή, πεζή ώρες ατελείωτες γιατί ήτανε παράνομη, σφίγγοντας το στομάχι της που της πονούσε πάντα. «Και δεν μπορώ να καθίσω μήτε σ΄ ένα παγκάκι» μας έλεγε.
Το 1944 η Ηλέκτρα ήταν μέλος του Γραφείου της Κομματικής Οργάνωσης της Αθήνας, υπεύθυνη για τη διαφώτιση. Πάνω σ’ αυτό το τιμημένο ταμπούρι τη δολοφονήσανε. Ήταν 32 χρονών.
(…)
Είχε βγει έξω εκείνη την ημέρα πρωί πρωί όπως έβγαινε πάντα. Στη διασταύρωση των οδών Γ’ Σεπτεμβρίου και Αγίου Μελετίου τη συνάντησε ένας χαφιές που ήταν παλιά βασανιστής της. Τη γνώρισε. Εκείνη ήταν ολομόναχη, βαστούσε ένα άδειο μπουκάλι και γύρεψε να παλέψει μ’ εκείνο ενάντια στο χαφιέ. Περνούσαν δυο Γερμανοί στρατιώτες, ο χαφιές τους σταμάτησε για να του δώσουν βοήθεια, μα εκείνοι δε στάθηκαν. Ο χαφιές φώναξε ένα ταξί που περνούσε και την έβαλε μέσα. Είχε τύχει μια γνωστή κοπέλα να βγαίνει εκείνη την ώρα από το σπίτι της, παρακολούθησε όλη τη φοβερή σκηνή κι ετσι μάθαμε αμέσως τη σύλληψη της Ηλέκτρας.
Ο χαφιές την πήγε κατευθείαν λίγο πιο κάτω, στην οδό Ελπίδας όπου ήταν τότε ένα απ’ τα τρομερά κέντρα βασανιστηρίων της ασφάλειας. Βασανίστηκε προσωπικά απ’ τους τρεις πιο απάνθρωπους βασανιστές εκείνης της εποχής: τον Λάμπρου, τον καθρέφτη και τον Μόρφη» (…)
Ως το πρωί της άλλη μέρας την είχαν αποτελειώσει με βασανιστήρια. Και την πέταξαν στο δρόμο. Το αυτοκίνητο του Δήμου που μάζευε τότε τα πτώματα την πήγε στο νεκροτομείο.
Η επίσημη ιατροδικαστική έκθεση και η φωτογραφία του νεκρού κατακρεουργημένου σώματος που καταφέραμε τότε να πάρουμε στα χέρια μας, είναι ένα απίστευτο ανατριχιαστικό ντοκουμέντο που δημοσιεύτηκε ύστερα απ’ την απελευθέρωση. Η Ηλέκτρα κρεμάστηκε ανάποδα με χοντρά σύρματα που της αυλάκωσαν βαθιά το στήθος, όλο το κάτω μέρος του κορμιού κάηκε μ’ αναμμένα τσιγάρα καθώς επίσης κάηκαν και τα γεννητικά όργανα, οι κρόταφοι και το στομάχι χτυπήθηκαν με σιδερένια εργαλεία που προκάλεσαν αιμάτωμα και φέρανε το θάνατο. «Ο στόμαχος περιείχε άρτον και τομάταν’. Μ’ αυτή τη φράση τελειώνει η ιατροδικαστική έκθεση (…)».
Από την ομιλία της Αλέκας Παπαρήγα
Όταν αναφερόμαστε στην Ηλέκτρα είναι φυσικό να θυμόμαστε αυτό που πολλές φορές, κάθε χρόνο, ακούμε ή έχουμε διαβάσει: Τις απαντήσεις της, κατά τη διάρκεια της ανάκρισης και των βασανιστηρίων στο γραφείο – κάτεργο του Ελληνα Λάμπου, με τη στολή του υποστράτηγου της Χωροφυλακής, που περιστοιχιζόταν από τις τρεις αξιωματικούς της Γκεστάπο, και μια ομάδα από Έλληνες δήμιους με βούρδουλες και συρματόσχοινα.
Ερωτήσεις και απαντήσεις που είναι αυθεντικές, αληθινές, σύμφωνα με την αδιάψευστη μαρτυρία νεαρού αξιωματικού, γραφιά της Χωροφυλακής, που παρακολουθούσε την ανάκριση και ανήκε στο ΕΑΜ. Δεν μπορούσε όμως να βοηθήσει την Ηλέκτρα , γιατί ο ρόλος του ήταν να βλέπει και να μαρτυρά τι γίνεται μέσα σε αυτά τα άντρα.
Στο ερώτημα «Πώς σε λένε;», «Ελληνίδα» απαντάει η Ηλέκτρα . «Πού κατοικείς;», «Στην Ελλάδα», απαντάει τολμηρά. «Ποιοι είναι οι συνεργάτες σας;», «Οι Έλληνες», απαντάει. «Από ποιον έπαιρνες οδηγίες;», «Από την πατρίδα»!, απαντάει πάλι.
Οι απαντήσεις της δείχνουν ότι ο φόβος μπροστά στο θάνατο ήταν πολύ αδύναμος έως και ανύπαρκτος, σε σύγκριση με τον υπαρκτό, πραγματικό φόβο της υποχώρησης, της εγκατάλειψης του αγώνα.
Το πιο σπουδαίο όμως και θαυμαστό έρχεται μερικές ώρες μετά τη σύλληψή της, όταν οι βασανιστές της την αφήνουν μισοπεθαμένη στο δωμάτιο του βασανιστηρίου, χωρίς φρουρό να την φυλάει, αφού την έχουν ξεγραμμένη: Η Ηλέκτρα δρασκέλισε το παράθυρο και πήδησε στο διπλανό σπίτι. Αποδείχτηκε για μια ακόμα φορά άτυχη, καθώς η Ελληνίδα ιδιοκτήτρια του σπιτιού ήταν συνεργάτης της Γκεστάπο, ειδοποίησε και έτσι συλλαμβάνεται. Δεν είναι συνηθισμένος ηρωισμός, δεν πρόκειται απλά για μια στάση ανυποχώρητη. Είναι κάτι παραπάνω, είναι η επιλογή «δεν παραδίνομαι».