Λιάκαινα
Πώς λάμπει ο ήλιος στα βουνά και το φεγγάρι στους κάμπους,
έτσι έλαμπε κι η Λιάκαινα στα τούρκικα τα χέρια.
Χίλιοι Αρβανίτες από μπροστά και χίλιοι από κατόπι.
Στη μέση πάει η Λιάκαινα με το παιδί στα χέρια.
Παρακαλούσε κι έλεγε, παρακαλάει και λέει:
-Θεέ μου, ρίξε μια βροχή κι ένα πικρό χαλάζι,
να βρω μια πέτρα σταυρωτή, να σταυρωθώ να κάτσω,
να ξεφασκιώσω το παιδί, να το χορτάσω γάλα,
να το χορτάσω φίλημα, δάκρυα και μοιρολόγια.
Πέντε Αρβανίτες την κρατούν και δέκα την ξετάζουν:
-Λιάκαινα, δεν παντρεύεσαι Τούρκο άντρα να πάρεις;
(…)
– Δεν προσκυνάμε Αλήμπεη, ο νου σου μη το βάνει
Τ’ άρματα δεν τα δίνουμε, ραγιάδες να γενούμε
παρά θα γίνει πόλεμος με τόπια με ντουφάκια
Του Βασίλη
«Βασίλη, κάτσε φρόνιμα, να γένεις νοικοκύρης,
για ν’ αποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια κι αγελάδες,
χωριά κι αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν.
– Μάνα μου εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης,
να κάμω αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν,
και να ‘μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι στους γερόντους.
Φέρε μου τ’ αλαφρό σπαθί και το βαρύ τουφέκι,
να πεταχτώ σαν το πουλί ψηλά στα κορφοβούνια,
να πάρω δίπλα τα βουνά, να περπατήσω λόγγους,
να βρω λημέρια των κλεφτών, γιατάκια καπετάνων•
και να σουρίξω κλέφτικα, να σμίξω τους συντρόφους,
που πολεμούν με την Τουρκιά και με τους Αρβανίτες».
Πουρνό φιλεί τη μάνα του, πουρνό ξεπροβοδιέται.
«Γεια σας βουνά με τους γκρεμνούς, λαγκάδια με τις πάχνες!
– Καλώς το τ’ άξιο το παιδί και τ’ άξιο παλικάρι».
Έχετε γεια ψηλά βουνά και κάμποι με τα ρόδια
δροσιές με τα χαράματα, νύχτες με το φεγγάρι,
και σεις, μωρέ κλεφτόπουλα, που είστε παλικάρια,
δε σας τρομάζει ο πόλεμος, πηδάτε σα λιοντάρια.
Ο πλούσιος έχει τα φλουριά, έχει ο φτωχός τα γλέντια
Άλλοι παινάνε τον πασά και άλλοι το βεζίρη,
μα γω παινάω το σπαθί το τουρκοματωμένο,
το ‘χω καμάρι η λεβεντιά κι ο κλέφτης περηφάνια