Γράφει η Άννεκε Ιωαννάτου //
Μπήκαμε στο Μάρτη και σε λίγες μέρες θα «γιορταστεί» η παγκόσμια μέρα της γυναίκας που αρχικά στο Παγκόσμιο Συνέδριο των Σοσιαλιστριών Γυναικών του 1910 στην Κοπεγχάγη είχε καθιερωθεί ως μέρα της εργάτριας. Αργότερα επεκτάθηκε για να ξεθωριαστεί τελικά από τα αστικά μέσα σε μια γιορτούλα, λουλούδια και «χρόνια πολλά, γυναίκα». Τα παρόντα άρθρα ναι μεν στρέφονται σε γυναίκες των «καλών σπιτιών» και μ’ αυτή την έννοια όχι στις γυναίκες της εργατιάς, αλλά σ’ αυτές που ωστόσο ήταν θύματα των αντιλήψεων για το ρόλο της γυναίκας στην κοινωνία. Από τα δεδομένα προκύπτει ότι και το γυναικείο ζήτημα χρειάζεται ανάλυση με ταξικά κριτήρια.
Η Μαρτινέγκου δεν ήταν η μόνη
Το δεύτερο γυναικείο πρόσωπο των γραμμάτων των αρχών του 19ου αιώνα που έμεινε στην ιστορία, ήταν η Ευανθία Καϊρη (1799-1866). Ο Γιάνης Κορδάτος (1891-1961) είχε επισημάνει την απουσία των γυναικών στα γράμματα στον 19ο αιώνα. Στο Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (1962) και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο ΛΘ’ Οι Ελληνίδες στη Λογοτεχνία θα πει τα εξής: «Οι Ελληνίδες που έδωσαν το παρόν στα Γράμματα τον περασμένο αιώνα μετριούνται στα δάχτυλα. Ήταν τέτοιες οι αντικειμενικές συνθήκες της χώρας μας που η μόρφωση των γυναικών παρουσίασε μεγάλη καθυστέρηση. Ακόμα και οι γυναίκες των κοτζαμπάσηδων και των εμπόρων και μεγάλων καραβοκυραίων και βιοτεχνών ήταν αγράμματες. Για πολλά χρόνια υπήρχαν μόνο ένα-δυό διδασκαλεία που μόρφωναν και έβγαζαν δασκάλες. Εξάλλου πολύ λίγοι από τους πλούσιους της Αθήνας και της Πόλης έδιναν ανώτερη μόρφωση στα κορίτσια τους. Τα εμπόδια λοιπόν ήταν πολλά. Ωστόσο μερικές γυναίκες κατόρθωσαν να ξεπεράσουν όλα αυτά τα εμπόδια, γιατί είχαν μέσα τους τη φλόγα της καλλιτεχνικής δημιουργίας»
«Πιο πάνω μνημόνευσα την Ευανθία Καϊρη, που ήταν αδερφή του διδασκάλου του Γένους Θεόφιλου Καϊρη. Χρέος μου να ξανακάνω λόγο γι αυτήν, επειδή ήταν μια εξαιρετική Ελληνίδα και είχε για την εποχή της σπάνια μόρφωση και πνευματική καλλιέργεια. Όταν ο ελληνικός λαός πήρε τ’ άρματα και περνούσε την πιο κρίσιμη καμπή της ιστορίας του, η Ευανθία Καϊρη τάχτηκε στο πλευρό του σα δασκάλα, διανοούμενη και λογοτέχνισσα, εργάστηκε για το ξεσκλάβωμα του λαού από την τουρκική σκλαβιά και την αμάθεια. ‘Εγραψε το τρίπρακτο δράμα «Νικήρατος» και το τύπωσε στο Ναύπλιο το 1826. Η υπόθεσή του είναι η πτώση του Μεσολογγιού. Το δράμα αυτό παίχτηκε πολλές φορές από το θέατρο της Σύρας (1841) καθώς και στο Μεσολόγγι και σ’ άλλα θέατρα. Σήμερα δεν κάνει πια εντύπωση, αλλά στην εποχή εκείνη ήταν ένα φλογερό κήρυγμα πατριωτισμού και αυτοθυσίας» (η υπογράμμιση δική μου, Α.Ι.).
Η Ευανθία Καϊρη λοιπόν από την Άνδρο επαινέθηκε από διάφορους ανθρώπους με κύρος στα γράμματα, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής και ο Αλέξανδρος Σούτσος που της αφιερώνει τους εξής στίχους:
Συνέθετον συγγράμματα σοφά και στοιχειώδη
γυναίκες με φρονήματα ελληνικά κι ανδρώδη,
και πρώτη μεταξύ αυτών η νέα Ευανθία…
Λίγα θα πει ο Κορδάτος για την Ελισάβετ Μαρτινέγκου, διότι μόνο η Αυτοβιογραφία της είχε διασωθεί. Ωστόσο: «Είχε λογοτεχνικό ταλέντο. Αν δεν της στέκονταν εμπόδιο τα οικογενειακά και τα κοινωνικά της δεσμά θα έδινε πολλά» (υπογράμμιση δική μου, Α.Ι.). (1)
Η Ευανθία Καϊρη στάθηκε πιο τυχερή από τη Μαρτινέγκου, γιατί είδε έργα της δημοσιευμένα, θεατρικά της παιχμένα και επαινεμένα ακόμα και έξω από τα ελληνικά σύνορα (το «Νικήρατο» μεταφράστηκε στα ιταλικά) χωρίς να μπορέσουμε να πούμε ότι ήταν ανθόσπαρτη η ζωή της. Σημαδεύτηκε από ξεριζωμούς και πολλές μετακινήσεις. Παρέμεινε στη σκιά του αδερφού της, αλλά δεν επιχείρησε ποτέ τη φυγή. Της Μαρτινέγκου ο γιος, όπως είπαμε στο πρώτο μέρος, είχε εκδόσει με περικοπές την Αυτοβιογραφία της μητέρας του, στην οποία έκδοση ανακοίνωνε την προσεχή έκδοση και των υπόλοιπων έργων της. Όμως πέθανε (1885) πριν προλάβει. Τα χειρόγραφα πέρασαν στα χέρια του Ντίνου Κονόμου που ούτε αυτός πρόλαβε, γιατί τον πρόλαβε ο σεισμός και η πυρκαγιά του 1953 (2).
Διαφωτισμός, αλλά όχι για «το άλλο μισό του ουρανού»
Ο Κ. Πορφύρης (1910-1967) έχει τη γνώμη ότι η Αυτοβιογραφία της Μαρτινέγκου είναι «ένα από τα καλύτερα νεοελληνικά λησμονημένα κείμενα». Για να κρίνουμε την αξία αυτού του έργου πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι «η συγγραφέας της είναι μια αυτοδίδαχτη γυναίκα, εδώ κ’ ενάμιση αιώνα πάνου κάτου, που άνοιξε το δρόμο της νεοελληνικής γυναικείας πεζογραφίας» (3). Είχε τη γνώμη ότι στις ιδέες της Μαρτινέγκου όπως εκφράζονται στην Αυτοβιογραφία της, κυριαρχούν οι προοδευτικές. Σίγουρα αντανακλούνται μέσα σ’ αυτές οι επιδράσεις του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Μην ξεχνάμε ότι τα Επτάνησα στραμμένα όπως ήταν προς Δυσμάς σαν όχι οθωμανοκρατούμενα, δέχθηκαν πιο νωρίς επιδράσεις από τις τότε ιστορικά προοδευτικές ευρωπαϊκές ιδέες από την ενετοκρατία της Αναγέννησης και δώθεν. Στην εποχή της Μαρτινέγκου μιλάμε για πεφωτισμένες ιδέες ως καταστάλαγμα ενός αναδυόμενου αστικού πολιτισμού που είχε άλλες ανάγκες από τις φεουδαρχικού τύπου κοινωνίες. Έτσι βρίσκουμε στη Μαρτινέγκου την ιδέα της «ανθρώπινης εταιρίας» και του Ορθού Λόγου, όπως σ’ ένα γράμμα προς μια ξαδέλφη της: «όστις κρατών τα πάθη του χαλινωμένα, εις άλλο δεν καταγίνεται, παρά εις το να φωτισθή από επιστήμας, όπως με το θείον τους φως ήθελεν δυνηθή να καταστηθή ωφέλιμος, και εις του λόγου του, και εις τους ηγαπημένους συμπολίτας του, και ακόμη εις όλην την οικουμένην» (4).
Περισσότερο απ’ όλα την καίει το θέμα του γυναικείου αποκλεισμού από τη μόρφωση. Ωστόσο, οι πεφωτισμένες ευρωπαϊκές ιδέες της εποχής παράβλεπαν ή μόνο εν μέρει προχώρησαν σ’ ό ,τι αφορά το γυναικείο φύλο. Χαρακτηριστικό ήταν η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της Γαλλικής Επανάστασης που δεν ίσχυε για τις γυναίκες και η Ολυμπία ντε Γκουζ που σύνταξε τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων της Γυναίκας βασισμένη στο μοντέλο αυτής της Διακήρυξης, οδηγείται τελικά στο ικρίωμα… Όπως είδαμε και στο πρώτο μέρος, τελικά στην αστική κουλτούρα των πάνω τάξεων της Ευρώπης, παρ’ όλες τις ανθρωπιστικές διακυρήξεις, ο φυσικός χώρος της γυναίκας θεωρείται το σπίτι και η οικογένεια, μητρότητα και αφοσίωση στο σύζυγο. Η λογοτεχνία βρίθει από δασκαλίστικα πρότυπα και έχει γραφτεί πλήθος εγχειριδίων για τη νέα γυναίκα και τον «εκ φύσεως» ρόλο της. Και όλα αυτά με κυρίαρχη μια αστική τάξη που κατά τ’ άλλα είχε ρίξει αμείλιχτα ένα ολόκληρο προλεταριάτο στην παραγωγή, στα εργοστάσια, στα ορυχεία: άντρες, γυναίκες, παιδιά σε απάνθρωπες συνθήκες δουλειάς και διαβίωσης για τα κέρδη. Εκεί δεν ίσχυαν οι υποκριτικοί ηθικοί κανόνες περί προορισμού των γυναικών. Γι αυτό το λόγο οφείλουμε να δούμε διαταξικά, αλλά και ταξικά το όλο ζήτημα χωρίς γενικευμένες απλουστεύσεις. Ο Γερμανός επαναστάτης Άουγκουστ Μπέμπελ (1840-1913) το είχε εκφράσει χαρακτηριστικά περιγράφοντας το γυναικείο κίνημα της εποχής του: βαδίζουν μαζί, αλλά χτυπάνε σε διαφορετική κατεύθυνση οι γυναίκες της αστικής τάξης και οι προλετάρισσες. Ενώ οι πρώτες παλεύουν για να αποκτήσουν τα δικαιώματα των αντρών της τάξης τους, οι προλετάρισσες παλεύουν για την ανατροπή αυτής της τάξης απαιτώντας τη χειραφέτηση και των αντρών της τάξης τους.
Οι κυρίαρχες ιδέες ως γνώμονας
Οι κυρίαρχες ιδέες μιας εποχής είναι οι ιδέες των κυρίαρχων της κάθε εποχής. Πηγαίνοντας πίσω στην ιστορία διαπιστώνουμε ότι, εκτός από λίγες εξαιρέσεις, οι κύριοι στοχαστές μέχρι το 19ο αιώνα της εμφάνισης του επιστημονικού σοσιαλισμού, μιλούσαν απαξιωτικά και ταπεινωτικά για το γυναικείο φύλο μέχρι που δεν τη θεωρούσαν καν να ανήκει στο ανθρώπινο είδος (πχ Αριστοτέλης) ή αναρωτιόντουσαν αν έχει ψυχή (πχ χριστιανική εκκλησία). Χαρακτηριστικό για την ηθική της εποχής της Μαρτινέγκου ήταν το κλασικό έργο του Ζαν Ζακ Ρουσό (1712-1778) Εμίλ, στο οποίο ο Εμίλ σπουδάζει ανθρωπιστικές, κοινωνικές και φυσικές επιστήμες, ενώ η Σοφί ασχολείται ερασιτεχνικά με τη μουσική, την τέχνη, την ποίηση, την πεζογραφία και φυσικά ταυτόχρονα καλλιεργεί την ικανότητά της στα οικιακά. Είπαμε, ερασιτεχνικά, γιατί η βαθύτερη, αποκλειστική ενασχόληση με όλα τα είδη της τέχνης και της λογοτεχνίας ήταν απαγορευμένη, ενώ επιτρεπόταν στους άντρες. Εδώ βρίσκεται ένας από τους λόγους της γυναικείας απουσίας από τη διαμόρφωση κυρίαρχων ιδεών μέσα από την πνευματική της καλλιέργεια, συνέπεια βέβαια του γεγονότος ότι δεν είχε την εξουσία –δεν ήταν ιδιοκτήτρια κυρίαρχων μέσων παραγωγής – εκτός από λίγες μεμονωμένες εξαιρέσεις που κι αυτές έμπαιναν στο παιχνίδι της εξουσίας. Τί να δώσει ως κομπάρσα στο ιστορικό προσκήνιο αποκλεισμένη από κάθε οργανωμένη μορφή γνώσης; Παρ’ όλες τις βελτιώσεις που στο μεταξύ έχουν γίνει, κυρίως προωθημένες από τις θεωρίες του επιστημονικού σοσιαλισμού έστω σε αφυδατωμένη μορφή, αντιμετωπίζουμε και σήμερα παρακαταθήκες καμιά φορά έντονες μιας ανθρώπινης ιστορίας ταξικών κοινωνιών. Η κληρονομιά είναι βαριά και οφείλεται σε μια διαπλοκή του βιολογικού στοιχείου με τον τρόπο παραγωγής. Αυτοί που ελέγχουν την παραγωγή θέλουν να ελέγχουν και την αναπαραγωγή.
Γυναίκες «Δεσμώτες»
Η Μαρτινέγκου διεκδικούσε την καλλιέργεια όλων των ειδών του λόγου. Και του θεάτρου, που ήταν αντρικό προνόμιο. Επίσης οι μεταφραστικές της επιλογές «μιλούν». Λίγες σελίδες σώθηκαν, όπως οι στίχοι από τις Ικέτιδες του Αισχύλου που είναι από το Χορό των Δαναϊδων που παρακαλούν τον Δία να τις σώσει από έναν ανεπιθύμητο γάμο με τους γιους του Αιγύπτου! Επίσης από τον Προμηθέα Δεσμώτη από το μονόλογο της δεύτερης σκηνής. Τον ακούμε: «και πρέπει να υποφέρω, όσον δύναμαι, τούτην την δυστυχίαν, οπού η μοίρα μου έχει διωρισμένην, επειδή και ηξεύρω ότι η δύναμις της ανάγκης είναι άμαχος (δηλαδή δεν είναι βολετόν να εναντιωθή τινας εις εκείνο, οπού αναγκαίως συμβαίνει)! Αμμή εγώ δεν ημπορώ μήτε να σιωπώ, μήτε να μη σιωπώ τούτες τες δυστυχίες» (5).
Ακόμα ένα τσιτάτο-κραυγή της Μαρτινέγκου για να ολοκληρωθεί το δεύτερο μέρος: «Ζηλωταί του βαρβαρικού ήθους της Πατρίδος μου, μη συγχυσθήτε! Αλλά τί λέγω μη συγχυσθήτε, αλλοίμονον! Σεις εγινήκατε θηρία από τον θυμόν σας. Εγώ συγχωρώ εις τας κόρας πολλά γράμματα. Εγώ διορίζω εις αυτάς τας ιδίας την ελευθερίαν εις το να ευγαίνουν από το σπήτι, όθεν εγώ εις τα μάτια σας βεβαίως φαίνομαι εν τέρας της φύσεως, δεν με μέλλει. Το ήθος είναι βάρβαρον, τυραννικόν. Εγώ μισώ, βδελύττομαι, ονειδίζω όλα τα βαρβαρικά, τα τυραννικά πράγματα, μήτε φοβούμαι εκείνους οπού τ’ αγαπούν και διαφεντεύουν. Ήθος σκληρόν της Πατρίδος μου,εμέ οπού δεν θέλω υπανδρείαν (διατί μ’ετρόμαζαν τα παραδείγματα μερικών γυναικών υπανδρεμένων) εμέ λέγω οπού δεν θέλω υπανδρείαν με καταδικάζεις να ζήσω πάντοτε κλεισμένη σ’ ένα σπήτι. Να μην υπάγω ποτέ εις εκκλησίαν, να μη πατήσω ποτέ γην, να μη γροικήσω την γλυκείαν πνοήν των ζεφύρων, να μη θεωρήσω […] την γαλάζιαν όψιν του ουρανίου ενδύματος . Ήθος τυραννικόν, ήθος βάρβαρον εσύ, ναι, με καταδικάζεις, αλλ’ εγώ εμπαίζω την καταδίκην σου, όχι, όχι, ο Θεός δεν μου έδωσε καρδίαν αχρείαν, ούτε συ με τα κλεισίματά σου, με τα φυλακώματά σου ηδυνήθης ποτέ να μου την αχρειώσης, αυτή επιθυμεί πάντοτε τας μεγάλας επιχειρήσεις, και είναι πάντοτε έτοιμη να τας αρχίση και να τας τελειώση.
………………………………………………………………………………………………………..
Επάνω εις αυτό το ήθος εγώ έκαμα ένα συμπερασμόν ο οποίος είναι τούτος. Η ελευθερία, μάλιστα δε και τα γράμματα δίδουν εις τον άνθρωπον μεγάλην ευτολμίαν, μήτε τον αφίνουν να σύρνεται ωσάν ζώον από την γνώμην των άλλων, τώρα ίσως οι παλαιοί εγκάτοικοι τούτης της Νήσου όντες ακόμη πολλά βάρβαροι δια να έχουν τας γυναίκας ωσάν σκλάβας εστοχάσθηκαν να τας κρατούν κλεισμένας και αγράμματους. Εγώ έκαμα τούτον τον συμπερασμόν , διατί βλέπω πώς όλοι οι κακοί άνδρες δεν αγαπούν τα γράμματα και την ελευθερίαν εις τας γυναίκας των. Έχουσι δίκαιον. Μα τον Δία, οπού μια γυναίκα δεν ημπορεί ποτέ να μάθει την κακήν πολιτείαν του ανδρός της μήτε δύναται να του την ελέγξη σωστά όταν δεν ευγαίνει από το σπήτι και όταν είναι αγράμματη και αμαθής» (6).
Την επόμενη φορά θα σταθούμε στην παρουσία της Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου στο έργο της Διδώς Σωτηρίου (1909-2004) Οι Επισκέπτες.
- Γιάνης Κορδάτος, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Από το 1453 ως το 1961), Βιβλιοεκδοτική, 1962, σελ. 621-622.
- Αννίτα Π. Παναρέτου, «Η παρηγορία των επιστολών σου…». Ευανθία Καϊρη-Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου: Αλληλογραφώντας, όπως θα ήθελαν. Εκδ. «Ωκεανίδα», σελ. 304, Σημειώσεις.
- Κ. Πορφύρης, Εισαγωγή-Σημειώσεις στην Αυτοβιογραφία της Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Νοέμβρης 1983, σελ. 20
- Επιστολή της 2ας Φεβρουαρίου 1823 προς την εξαδέλφη της Αγγελική Κοργιαλενίου. Στο Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Φαίδων Μπουμπουλίδης, σελ. 145
- Φαίδων Κ. Μπουμπουλίδης, Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αθήναι, 1965, σελ. 131
- Επτανησιακά Φύλλα, Περιοδική Φιλολογική-Λαογραφική και Ιστορική έκδοση/ Γραμμένη από τον Ντίνο Κονόμο, τόμος Α’, φύλλο 10 (Νοέμβρης 1947), σελ. 153-156. Το τεύχος αυτό αφιερώνεται ολόκληρο (σσ 141-156) ως «Ένα ζακυθινό μνημόσυνο» «με την ευκαιρία της συμπλήρωσης εκατόν δεκαπέντε χρόνων από το θάνατό της (Νοέμβρης 1832-Νοέμβρης 1947)» στην Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου.
Γενική πηγή: Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ, Εισαγωγή-Επιμέλεια: Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Εκδ. «Ωκεανίδα»
Το Α’ ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ
Συνεχίζεται