Στις 19 Μαρτίου 1900 πέθανε η Ελένη Αλταμούρα -Μπούκουρα, η πρώτη Ελληνίδα που τόλμησε να γίνει ζωγράφος. Ριζοσπαστικό πνεύμα, πήγε κόντρα στα δεδομένα και στα ήθη του καιρού της. Εφυγε από το σπίτι της. Μεταμορφώθηκε για να σπουδάσει. Ερωτεύθηκε Ιταλό ομότεχνό της, έκανε μαζί του τρία παιδιά, αλλαξοπίστησε για να τον παντρευτεί, εγκαταλείφθηκε από αυτόν, στερήθηκε τα παιδιά της, επέστρεψε στην Ελλάδα, πέθαναν τα παιδιά της κι εκείνη έζησε την υπόλοιπη ζωή της έρημη.
Γεννήθηκε στις Σπέτσες το 1821, κόρη του καπετάν Γιάννη Μπούκουρα ή Μπούκουρη, του μετέπειτα πρώτου θεατρώνη της Αθήνας. Παιδί ακόμα, έκλεβε αποκέρια και ζωγράφιζε φίλες της που της πόζαραν στην αυλή του παρθεναγωγείου. Ο πατέρας της, αναγνωρίζοντας το ταλέντο της, προσέλαβε δάσκαλο στο σπίτι τον καθηγητή του Σχολείου των Τεχνών, Ραφαέλο Τσέκκολι. Με συστατική επιστολή του, η Ελένη έφυγε στην Ιταλία το 1848 για σπουδές. Αλλά καθώς οι ακαδημίες καλών τεχνών ήσαν κλειστές στις γυναίκες, μεταμφιέστηκε σε άνδρα και με το ψευδώνυμο Χρυσίνης Μπούκουρας το 1848 πέρασε τις εξετάσεις και γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Ρώμης.
Μεταμφιεσμένη έζησε πάνω από τέσσερα χρόνια, ταξιδεύοντας από τη Ρώμη στη Νάπολη και από τη Σιένα στην Ασίζη, σπουδάζοντας και αντιγράφοντας τους κλασσικούς, παίρνοντας μέρος σε διαγωνισμούς, συναναστρεφόμενη γνωστούς Ιταλούς ζωγράφους της εποχής, που εκτιμούσαν το ταλέντο της χωρίς να υποψιάζονται καν την πραγματική της ταυτότητα. Ως το 1852, οπότε σε μια ελληνική βραδιά, παρασυρμένη από τη νοσταλγία που ξύπνησε μέσα της ένα παλιό τραγούδι της επανάστασης και λησμονώντας το υποτιθέμενο φύλο της, αγκάλιασε και φίλησε με ενθουσιασμό τη νεαρή Ελληνίδα που τραγουδούσε, κάτω από τα σκανδαλισμένα βλέμματα της ομήγυρης. Για να αποφύγει τη μονομαχία και τη συμπλοκή των Ιταλών φίλων της με τους συνοδούς της νεαρής «αοιδού», η Ελένη ανέβηκε σε ένα τραπέζι και εξήγησε ενώπιον όλων τις αιτίες και το ιστορικό της μεταμφίεσης της
Η Ελένη ερωτεύθηκε τον κατά τέσσερα χρόνια μικρότερο δάσκαλό της και μαζί του απέκτησε τρία εξώγαμα παιδιά: τον Ιωάννη, τη Σοφία και τον Αλέξανδρο. Προκειμένου να νομιμοποιήσει τη σχέση της, ασπάστηκε τον καθολικισμό και τον παντρεύτηκε. Όμως, το 1857 ο σύζυγός της την εγκατέλειψε κι έφυγε με την ερωμένη του, την αγγλίδα φίλη της ζωγράφο Τζέιν Χέυ, παίρνοντας μαζί του τον μικρότερο γιο τους Αλέξανδρο.
Η Μπούκουρα-Αλταμούρα επέστρεψε κατόπιν στην Ελλάδα με τον Ιωάννη και την Σοφία, και άρχισε να παραδίδει μαθήματα ζωγραφικής σε κοπέλες της Αθήνας. Μέσα σε λίγα χρόνια κατόρθωσε να επιβληθεί στο καλλιτεχνικό περιβάλλον της πρωτεύουσας. Οικονομικά ανεξάρτητη, ασκώντας την τέχνη της ως επάγγελμα και απολαμβάνοντας τη γενική εκτίμηση, η Ελένη Αλταμούρα έζησε επί είκοσι χρόνια μια ζωή που ελάχιστες γυναίκες της εποχής της είχαν τη δυνατότητα να γνωρίσουν. Οι πίνακές της πουλιόταν καλά και συνεργαζόταν με γνωστούς ζωγράφους της εποχής, όπως ο Ν. Λύτρας.
Το 1872 η κόρη της αρρώστησε από φυματίωση και για λόγους υγείας οι δύο γυναίκες μετακόμισαν στις Σπέτσες. Τελικά, η Σοφία δεν απέφυγε το μοιραίο και πέθανε στα τέλη του 1872, σε ηλικία μόλις 18 ετών. Το 1876 ο γιος της και ανερχόμενος ζωγράφος Ιωάννης Αλταμούρας ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Κοπεγχάγη και επέστρεψε στην Αθήνα, γεμίζοντας τη με χαρά . Όμως, η χαρά της δεν κράτησε πολύ. Ο Ιωάννης, που διακρίθηκε για τις θαλασσογραφίες του, προσβλήθηκε και αυτός από φυματίωση και πέθανε τον Μάιο του 1878, σε ηλικία μόλις 26 ετών.
Η απώλεια των παιδιών της προκάλεσε νευρικό κλονισμό στην Ελένη και την οδήγησε στην τρέλα. Σε ηλικία 60 ετών επέστρεψε στις Σπέτσες, όπου έκαψε σχεδόν όλα τα ζωγραφικά της έργα. Πέθανε σχεδόν άγνωστη στις 19 Μαρτίου 1900.
Πηγές: sansimera / Homo Universalis